Η «ατμομηχανή» της Ευρωζώνης έχει χάσει ταχύτητα;
Η οικονομία της Γερμανίας δε φαίνεται να βάζει πλάτες για ανάκαμψη σε Ευρωζώνη - ΕΕ
Associated Press
|
Σχετικά με τους ρυθμούς εξέλιξης του ΑΕΠ, στην Ευρωζώνη αναμένεται ισχνή ανάκαμψη: 1,7% για το 2016 (από 1,6% στις εαρινές εκτιμήσεις) και για το 2017 1,5%, (1,8% στις εαρινές εκτιμήσεις). Στην ΕΕ αναμένονται ρυθμοί ανάκαμψης 1,8% (αμετάβλητο) το 2016 και 1,6% (από 1,9%) το 2017.
Στη συνέχεια, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζ. Κ. Γιούνκερ, παρουσιάζοντας τη «Φθινοπωρινή δέσμη του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» (δημοσιονομικοί έλεγχοι στα κράτη - μέλη της ΕΕ για το 2017), ανέφερε ανάμεσα σε άλλα: «Η ανάκαμψη όμως είναι πολύ αργή και η αβεβαιότητα μεγάλη (...) Οφείλουμε όλοι μας να πραγματοποιήσουμε μεταρρυθμίσεις, να προωθήσουμε επενδύσεις (...) Για τη ζώνη του ευρώ, ειδικότερα, αυτό συνεπάγεται μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να δοθεί ώθηση στην οικονομία (...) Τα κράτη - μέλη που έχουν τη δυνατότητα οφείλουν να επενδύσουν περισσότερα, ενώ τα κράτη - μέλη που χρειάζεται να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες πρέπει να συνεχίσουν να επικεντρώνονται στην εξυγίανση και στις μεταρρυθμίσεις».
Στην ανακοίνωσή της η Κομισιόν αναφέρει: «Τα κράτη - μέλη που όχι απλώς επιτυγχάνουν αλλά και υπερβαίνουν τους δημοσιονομικούς στόχους τους θα πρέπει να αξιοποιούν τα δημοσιονομικά τους περιθώρια για τη στήριξη της εγχώριας ζήτησης και των ποιοτικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών, ως μέρους του επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη» (Δελτίο Τύπου της Κομισιόν).
Σ' αυτά διαφαίνεται μια τάση για συνολικά ευρωενωσιακή ανάληψη συνδρομής για ανάκαμψη, ζήτημα όπου αντιδρά η Γερμανία, ενώ αποτελεί πεδίο διαμάχης Γερμανίας - Γαλλίας και κρατών του Νότου στο πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης και εμβάθυνσης.
Η Κομισιόν εκτιμά ότι τα κράτη - μέλη που έχουν αυτή τη δυνατότητα είναι: Γερμανία, Εσθονία, Λουξεμβούργο, Σλοβακία και Ολλανδία.
Η Κομισιόν προτρέπει αλλά...
Βεβαίως,
αν δούμε το μέγεθος των οικονομιών αυτών των κρατών, ουσιαστικά η
Κομισιόν βάζει ζήτημα στροφής στην πολιτική της Γερμανίας στις
επενδύσεις. Αλλωστε, οι επενδύσεις στη Γερμανία θα συμβάλουν στην
ανάπτυξη της δικής της οικονομίας, ενώ θα έχουν σημαντική συμβολή και
στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης.Είναι γεγονός ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και η Κομισιόν προτρέπουν, εδώ και πολύ καιρό, τη γερμανική κυβέρνηση να κάνει επενδύσεις και ταυτόχρονα να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση, επειδή αυτό θα συμβάλει στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης.
Επίσης, Γάλλοι καπιταλιστές αλλά και η γαλλική κυβέρνηση εξέφραζαν τη δυσφορία τους επειδή η γερμανική κυβέρνηση, παρά τα τεράστια πλεονάσματα, δεν έκανε επενδύσεις, αφού έλεγαν ότι αυτό θα ενισχύσει και τις δικές τους εξαγωγές στη Γερμανία, άρα θα συμβάλει και στην ανάπτυξη της οικονομίας της Γαλλίας.
Αυτό το ζήτημα αναδεικνύει τους έντονους ανταγωνισμούς και μεταξύ Γαλλίας - Γερμανίας, με δεδομένο το άνοιγμα της μεταξύ τους ανισομετρίας, σε βάρος της Γαλλίας. Η Γερμανία βεβαίως δεν είναι διατεθειμένη να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός ανταγωνιστή της.
Ο προσδιορισμός από την Κομισιόν για ανάλωση του 0,5% του ΑΕΠ για δημόσιες επενδύσεις αποτελεί στοιχείο πολιτικής χαλάρωσης, αλλά και η δίχρονη ανοχή στη χαλάρωση σε σχέση με τους δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δηλαδή η μη τιμωρία κρατών - μελών που παραβιάζουν την πολιτική εξασφάλισής τους, που μπορεί να δώσει τη δυνατότητα να δοθεί κρατικό χρήμα για επενδύσεις σε κράτη με μεγάλα ελλείμματα και κυρίως χρέη, όπως Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, σε συνδυασμό βεβαίως με τις αναγκαίες αντεργατικές, αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, ώστε να «ξεκολλήσουν» από τους ασθενικούς ρυθμούς ανάκαμψης (ουσιαστικά εκτιμάται ότι θα έχουν στασιμότητα), συμβάλλοντας επίσης και στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης.
Η προτροπή στη Γερμανία για επενδύσεις και ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης στηρίζεται στα τεράστια πλεονάσματα, πολύ πιο πάνω από το 6% που έχει ορίσει η Κομισιόν. Πράγματι, σύμφωνα με εκτιμήσεις του οικονομικού ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, η Γερμανία θα καταγράψει το 2016 μεγαλύτερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και από την Κίνα. Την εκτίμηση τη στηρίζει στο γεγονός ότι το πλεόνασμα έφτασε στα 159 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2016, λόγω ισχυρής ζήτησης από τις ευρωπαϊκές χώρες, λένε, άρα και των εξαγωγών από τη Γερμανία σ' αυτές. Σύμφωνα με το ινστιτούτο, το πλεόνασμα για όλο το 2016 θα αντιστοιχεί στο 8,9% του ΑΕΠ της Γερμανίας. Βεβαίως, με εξαίρεση τα πραγματικά στοιχεία του πρώτου εξαμήνου, τα υπόλοιπα είναι εκτιμήσεις.
...η Γερμανία δηλώνει «αδυναμία»
Ο
Γερμανός υπουργός Οικονομικών αντέδρασε αρνητικά στην προτροπή της
Κομισιόν για πολιτική χαλάρωσης αλλά και κρατική παρέμβαση για
επενδύσεις στη Γερμανία. «Πιστεύω ότι οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής απευθύνονται στη λάθος χώρα», δήλωσε ο Σόιμπλε στην Κάτω Βουλή
του γερμανικού Κοινοβουλίου, την Bundestag, προσθέτοντας ότι οι
επενδύσεις στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 3,9% κατ' έτος από το 2005 έως το
2015. Ως ποσοστό βέβαια φαίνεται μικρό για μια δεκαετία. Τώρα η
γερμανική κυβέρνηση ετοιμάζεται να ιδιωτικοποιήσει τους δρόμους, ως μέσο
παρέμβασης του γερμανικού κράτους στην ανάπτυξη.Επίσης, φαίνεται ότι έχει άλλες προτεραιότητες, όπως, για παράδειγμα, την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος της χώρας που φαίνεται να έχει κινδύνους από τη σχέση του με μεγάλα «κόκκινα» δάνεια, ιδιαίτερα της Ιταλίας. Οι τράπεζες της Γερμανίας κατέχουν ιταλικά ομόλογα αξίας 83,2 δισ. ευρώ. Μόνο η Ντόιτσε Μπανκ έχει πάνω από 11,76 δισ. ευρώ έκθεση στα ιταλικά ομόλογα, άρα οι κίνδυνοι των ιταλικών τραπεζών προκαλούν κινδύνους και στις γερμανικές.
Το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του για το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα αναφέρει ότι η Ντόιτσε Μπανκ «είναι η τράπεζα η οποία συμβάλλει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τράπεζα στην αύξηση του συστημικού ρίσκου του παγκόσμιου τραπεζικού κλάδου». Η τράπεζα έχει 17,5 δισ. δολάρια περιουσιακά στοιχεία με ρίσκο και τεράστιες υποχρεώσεις, πάνω από 40 τρισ. δολάρια, σε παράγωγα.
Οι γερμανικές τράπεζες έχουν παραχωρήσει δάνεια 100 δισ. δολαρίων σε σύνολο 400 δισ. δολαρίων παγκοσμίως στο ναυτιλιακό κλάδο, άρα είναι εκτεθειμένες στον πιστωτικό κίνδυνο της ναυτιλίας. Η έκθεση αφορά κολοσσούς όπως η Deutsche Bank και η Commerzbank, ακόμη και η κρατική NordLB. Μέρος του πιστωτικού κινδύνου πηγάζει από «κλειστά επενδυτικά κεφάλαια» (closed investment funds) που αγόρασαν πλοία και ύστερα τα μίσθωσαν σε ναυτιλιακές εταιρείες.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πρόσφατα, κάλεσε ξανά για πολλοστή φορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να αρχίσει να αντιστρέφει σταδιακά την επεκτατική νομισματική πολιτική της, λέγοντας ταυτόχρονα ότι «θα προτιμούσα αυτό να άρχιζε όσο το δυνατόν συντομότερα». Γιατί τόσο η φτηνή δανειοδότηση από την ΕΚΤ με αγορά ομολόγων (ώστε οι τράπεζες να δανειοδοτούν φτηνά τις επενδύσεις), όσο και τα αρνητικά επιτόκια μειώνουν δραστικά τα κέρδη των γερμανικών τραπεζών, ενώ δημιουργούν αρνητικές προϋποθέσεις για προσέλκυση κεφαλαίων στις τράπεζες. Και σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που προαναφέραμε, οι κίνδυνοι στην «καρδιά της οικονομίας», τους ανησυχούν. Ισως είναι και ένας παράγοντας που τους κάνει να αρνούνται χρηματοδότηση επενδύσεων, αν και αυτό έχει σχέση με την αρνητική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Η ανάθεση ελπίδων στην εσωτερική ζήτηση και η μείωση εξαγωγών
Το
ίδιο φαίνεται να ισχύει και για την προτροπή για ενίσχυση της
εσωτερικής ζήτησης, δηλαδή αύξηση μισθών, που συμβάλλει στη μείωση του
ποσοστού κέρδους των επιχειρήσεων. Αρνηση, όταν, σύμφωνα με την
«Deutsche Welle», «σχεδόν το 10% των πολιτών στη Γερμανία βρίσκεται
αντιμέτωπο με προβλήματα χρέους, όπως εκτιμά η ιδιωτική εταιρεία
οικονομικών στατιστικών στοιχείων Creditreform. Συνολικά 6,85 εκατ.
άνθρωποι στη Γερμανία έχουν χρέη, 131.000 περισσότεροι από ό,τι το 2015.
Η μεγαλύτερη αύξηση χρέους με 16,4% παρατηρείται στους πολίτες άνω των
70 ετών, αλλά το ποσοστό τους επί του συνόλου είναι μόλις 1,3%. Το
μεγαλύτερο πρόβλημα χρέους εντοπίζεται στις μέσες ηλικίες από τα 30
μέχρι τα 39 χρόνια. Σχεδόν το 20% αυτών των ηλικιών είναι υπερχρεωμένο
στη Γερμανία». Αυτό δείχνει μείωση εργατικών, λαϊκών εισοδημάτων, αλλά η
ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης ελάχιστα μπορεί να συμβάλει σε μια
δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη.Την ίδια ώρα, οι εξαγωγές της Γερμανίας παρουσίασαν μεγάλη πτώση το τρίτο τρίμηνο του 2016, σύμφωνα με τα γερμανικά επιμελητήρια Βιομηχανίας και Εμπορίου DIHK. Οι εξαγωγές προς τη Βρετανία, την τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Γερμανίας, μειώθηκαν κατά 4,7% την περίοδο Ιούλη - Σεπτέμβρη συγκριτικά με το 2015, όταν είχαν αύξηση κατά 11%. Οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας, μειώθηκαν κατά 10,5% σε ετήσια βάση στο τρίτο τρίμηνο του 2016, ενώ στο 9μηνο μειώθηκαν κατά 6,3%. Το 2015, οι εξαγωγές στις ΗΠΑ είχαν αυξηθεί κατά 19%.
Αυτό το φαινόμενο η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας εκτιμά ότι θα είναι παροδικό. Αλλά αν συνδυαστεί με το γεγονός ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της Βρετανίας δεν είναι δυναμικοί, άλλωστε ετοιμάζονται να αποχωρήσουν μεγάλες τράπεζες από το Σίτι μετά το Brexit και επιδρά αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη, ενώ το Γραφείο Δημοσιονομικής Ευθύνης (OBR) προέβλεψε ότι ΑΕΠ θα αυξηθεί μόνο κατά 1,4% το 2017, (2,2% εκτιμούσε το Μάρτη), και 1,7% το 2018 (2,1% το Μάρτη), και ταυτόχρονα για τις ΗΠΑ τόσο το ΔΝΤ όσο και η Κομισιόν εκτιμούν ότι το 2016 θα έχει ανάπτυξη 1,6% από 2% το 2015, καταλαβαίνει κανείς ότι η μείωση εξαγωγών της Γερμανίας σ' αυτές τις αγορές θα συνεχίζεται.
Η φθινοπωρινή Εκθεση της Κομισιόν προβλέπει για τη Γερμανία ανάπτυξη 1,9% το 2016 και 1,5% το 2017. Με τέτοιους ρυθμούς η Γερμανία δεν μπορεί να γίνει, όπως προείπαμε, η «ατμομηχανή» ανάπτυξης της Ευρωζώνης.
Τα μόνιμα θύματα
Από τα
παραπάνω μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι η ανάπτυξη της Γερμανίας
στηρίχτηκε στο τσάκισμα των εργατικών, λαϊκών εισοδημάτων, ενώ η μείωση
της ανεργίας, που οφείλεται στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, δεν
ενισχύει δυναμικά την εσωτερική ζήτηση και ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, η
αρνητική κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία επιδρά αρνητικά και στην
οικονομία της Γερμανίας, που δε φαίνεται ότι μπορεί να γίνει
«ατμομηχανή» ανάπτυξης των Ευρωζώνης - ΕΕ. Και αυτό έχει επίδραση στις
οικονομίες όλων των κρατών - μελών και στην ελληνική. Αλλά ανεξάρτητα
από την όποια εξέλιξη, αυτό που δείχνει και η πορεία της Γερμανίας είναι
ότι χειροτερεύει η ζωή της εργατικής τάξης, των συνταξιούχων, των άλλων
φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι ακόμη πιο
ασφυκτική. Αρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την πάλη για την
ικανοποίηση όλων των εργατικών, λαϊκών αναγκών, κόντρα στο κεφάλαιο,
μέχρι την ανατροπή της εξουσίας του, για την εργατική εξουσία, που θα
βάλει την οικονομία στην υπηρεσία των εργατικών, λαϊκών αναγκών.
Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου