Στην προηγούμενη ανάρτηση,
πριν μερικούς μήνες, είδαμε πώς η Συνθήκη του Μάαστριχτ καθιστά την
καπιταλιστική ιδιοκτησία απόλυτο μονάρχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της
αναγόρευσης των ελευθεριών της (ελευθερία ανταγωνισμού, απαραβίαστο της
κίνησης των κεφαλαίων) και της «ανοιχτής αγοράς» σε υπέρτατες αρχές…
Ας ρίξουμε όμως μια ματιά και στις αντίστοιχες εθνικές «υπέρτατες αρχές»
και συγκεκριμένα στην αντιμετώπιση της «ιδιοκτησίας» από το ισχύον
Σύνταγμα.
Πρώτα, με μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή, διαπιστώνουμε ότι στο σύνταγμα
του 1952 η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 17 περιορίζεται ουσιαστικά στη
χάραξη του πλαισίου που αφορά τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις για
δημόσια ωφέλεια και υπό τον όρο της σχετικής αποζημίωσης. Στη συνέχεια
έρχεται το χουντικό «σύνταγμα» του 1968, όπου – εκτός της τροποποίησης
του περιεχομενου του και αλλαγής της αρίθμησης του άρθρου από 17 σε 21 –
προστέθηκε και η αρχική διάταξη: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους».
Τέλος το 1975, το σχετικό άρθρο ξανααριθμήθηκε από 21 σε 17 και –
υποθέτω ως αποτύπωση της επίδρασης των αντιδικτατορικών αγώνων και του
περιεχομένου τους στους «συσχετισμούς» – η μεν φράση του 1968 παρέμεινε
αλλά δίπλα της προστέθηκε άλλη μια: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την
προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν
μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».
Πολύ ωραία… Αν λοιπόν τώρα τους πει κανείς ότι ακριβώς τα δικαιώματα που
απορρέουν από την «ιδιοκτησία» και συγκεκριμένα από την καπιταλιστική
ιδιοκτησία, δηλαδή από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, όχι
απλώς «μπορούν να ασκούνται», αλλά εξ ορισμού ασκούνται ακριβώς «σε
βάρος του γενικού συμφέροντος», τι θα του απαντήσουνε;
Αν τους πει κανείς ότι είναι ακριβώς τα δικαιώματα που απορρέουν από την
ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αυτά που προκαλούν τη συσσώρευση
του κοινωνικού πλούτου σε λίγα χέρια, από τη μια, και την απαλλοτρίωση
του ίδιου αυτού κοινωνικού πλούτου από την κοινωνική πλειοψηφία των
παραγωγών του, τον (αβέβαιο) περιορισμό αυτής της κοινωνικής
πλειοψηφίας στο αναγκαίο για την απλή συντήρηση και αναπαραγωγή της
μέρος αυτού του πλούτου, από την άλλη; Θα απαντήσουν τι; Ότι το «δημόσιο
συμφέρον» συνίσταται σε αυτή τη μορφή απαλλοτρίωσης (χωρίς… αποζημίωση)
των παραγωγών από τους «ιδιοκτήτες», στην υπηρέτηση μιας μικρής
μειοψηφίας «ιδιοκτητών» και στην οικονομική-πολιτισμική καθήλωση της
κοινωνικής πλειοψηφίας;
Αν τους πει κανείς ότι ακριβώς εξαιτίας των δικαιωμάτων που απορρέουν
από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής η οικονομική ανάπτυξη με
«μαθηματική» αναγκαιότητα οδηγεί – και οδήγησε – στην οικονομική κρίση,
χωρίς να υπάρχουν σημάδια «ομαλής» εξόδου από αυτήν; Το ξέρουν,
άλλωστε, όλοι κατά βάθος! Στα χρόνια της ανάπτυξης ξέραν όλοι «πού
ζούνε» και είχαν έτοιμη την διαιολόγηση του συμβιβασμού τους: «στον
καπιταλισμό ζούμε…». Μόνο πού σήμερα οι συνθήκες άλλαξαν και η ίδια
φράση δεν αποτελεί υπόβαθρο συμβιβασμού, αλλά αφετηρία αντίστασης. Γι’
αυτό και ο «καπιταλισμός» σαν σχήμα – ας πούμε – ιδεολογικού
αυτοπροσδιορισμού έχει δώσει τη θέση του στους «300», στους «κλέφτες
πολιτικούς», στην… «τελευταία σοβιετική δημοκρατία» ή στις διάφορες παραλλαγές πίστης του είδους ότι «μας ψεκάζουν».
Αν τους πει κανείς ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την ατομική
ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι «αντισυνταγματικώς» υπαίτια για τη
μόνιμη και διαρκή παραβίαση του άρθρου 22 του συντάγματος που «ορίζει»
ότι: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος,
που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και
για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού
πληθυσμού»;
Αν κανείς επιμείνει ότι φταίνε τα «δικαιώματα που απορρέουν από την
ιδιοκτησία» και δη την καπιταλιστική, για το γεγονός των λουκέτων σε μια
σειρά επιχειρήσεις που η λειτουργία τους «δεν συμφέρει» πια τους
ιδιοκτήτες τους, πράγμα που όμως έρχεται σε άμεση αντίθεση με το «γενικό
συμφέρον»;
Κι αν τους πει ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την καπιταλιστική
ιδιοκτησία βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους – κι ότι η ίδια η καπιταλιστική
ιδιοκτησία βρίσκει την ολοκλήρωσή της- στην «απαραβίαστη» ελευθερία της
αγοράς, του ανταγωνισμού και της κίνησης των κεφαλαίων, που μέσω της
συνθήκης του Μάαστριχτ την έχουν ανυψώσει σε νόμο του κράτους; Ότι αυτή η
ελευθερία σημαίνει το απαραβίαστο της ελευθερίας των μονοπωλητών της
κοινωνικής παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου, και ότι η μονοπώληση
της κοινωνικής παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου έχει – κατ’ ανάγκη –
οδηγήσει στην σημερινή οικονομική κρίση και στην έλλειψη ουσιαστικής
διεξόδου από αυτήν;
Τι θα κάνουν τότε, αν τους τα πεις όλα αυτά; Θα καταργήσουν τη συνθήκη
του Μάαστριχτ και την καπιταλιστική ιδιοκτησία σαν αντισυνταγματική; Θα…
«ταραχτούνε στη νομιμότητα»; Θα σηκώσουν τη σημαία της τήρησης του
συντάγματος, την επαφιέμενη στον πατριωτισμό των Ελλήνων;
Το πιθανότερο είναι άλλο: Αν τους τα πεις όλα αυτά, και άλλα τόσα, θα σε
κοιτάξουν με λαγνεία ανάλογη με αυτή που κοιτούσαν οι ιεροεξεταστές τον
Τζορντάνο Μπρούνο πριν τον στείλουν να καεί ζωντανός, γιατί επέμενε
(χωρίς δήλωση μετανοίας) ότι δε γυρνά ο ήλιος γύρω από τη γη αλλά η γη
γύρω από τον ήλιο… Διότι όπως και τότε, έτσι και τώρα, το θέμα είναι
εξίσου επιστημονικό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου