Κόκκινος τράγος
Ο κόκκινος τράγος είναι ένα μυθιστόρημα του Κώστα Παρορίτη, που
θεωρείται από τους εισηγητές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στα ελληνικά
γράμματα. Επηρεασμένος από τη μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση και τις ιδέες
της, ο Παρορίτης αφιερώνει το βιβλίο "σε όσους πιστεύουνε σε μια
απολύτρωση" και τοποθετεί την υπόθεση λίγο πριν την εμπλοκή της Ελλάδας
στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αποκλεισμό του λιμανιού του Πειραιά από
τις δυνάμεις της Αντάντ, στο απόγειο του "εθνικού διχασμού".
Σύμφωνα με τη μικρή περιγραφή του biblionet:
Ο "Κόκκινος τράγος" είναι ένα συνοικιακό καφενείο της Αθήνας, όπου συναντιούνται, σχεδόν καθημερινά, μια ομάδα ανθρώπων διαφορετικών μεταξύ τους· απόκληροι, άνεργοι και άρρωστοι (μία απολυμένη δασκάλα, ένας επίσης απολυμένος καθηγητής, ένας φοιτητής, δυο τρεις εργάτες). Τους ενώνει, ωστόσο, ένα όραμα (για άλλους ξεκάθαρο, για άλλους θαμπό αλλά πάντως ισχυρό, καθοριστικό της συμπεριφοράς τους) για μια ζωή δικαιότερη. Οι θαμώνες του "Κόκκινου τράγου" αποτελούν τον έναν πόλο της ιστορίας· ο άλλος συντίθεται από ανθρώπους που, παρά τις αγαθές τους προθέσεις, χωρίς ιδεολογικό έρεισμα, παρασύρονται από τις προσωπικές τους φιλοδοξίες, δελεάζονται από υποσχέσεις επιτήδειων καιροσκόπων και χάνουν την ηθική τους υπόσταση, για να βρεθούν, κάποια στιγμή συνειδησιακής κρίσης, αντιμέτωποι με τον ίδιο τον εαυτό τους.
Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε ξανά φέτος απ' τη Σύγχρονη Εποχή. Παρακάτω ακολουθούν ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα, καθώς και το προλογικό σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, που συμπυκνώνουν τις ιδέες του Παρορίτη για την τέχνη, τη λειτουργία της και το σκοπό που καλείται να υπηρετήσει.
Μα σήμερα δεν μπορούσε να μαζέψει το νου του. Αυτή η καμπάνα του τριβέλιζε το μυαλό.
Πέταξε την πένα πάνω στο τραπέζι.
-Τι πάθανε, μωρέ, σήμερα, μ' αυτή την καμπάνα; Βαλθήκανε να μας τρελάνουνε; φώναξε νευριασμένος.
Ο μπαρμπα-Σταύρος ζύγωσε:
-Δεν το ξέρεις;
-Τι να ξέρω;
-Έχουμε λιτανεία.
-Λιτανεία; Τι διάολο; Πώς του ήρθε πάλε αυτή η ιδέα; Μην ξαναρρώστησε ο βασιλιάς;
-Όχι, είναι για το πουλί.
-Ποιο πουλί πάλε;
-Το πουλί που παρουσιάστηκε στου "Παπά το σπίτι".
-Ε, και τι μ' αυτό; Ένα πουλί.
-Ναι, μα ο παπάς τούς έπεισε όλους πως δεν είναι πουλί.
-Μα τότε τι διάλο μπορεί να 'ναι;
-Αυτό που είπες. Ο Οξαποδός, λέει, μεταμορφωμένος σε πουλί.
Ο Στέφανος δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του.
-Βρε τον αλιτήριο, βρε το θεομπαίχτη.
Ο μπαρμπα-Σταύρος κούνησε το κεφάλι του με τρόπο δισταχτικό:
-Ξέρεις καμιά φορά...
-Α, μπαρμπα-Σταύρο, δε σε νόμιζα για τόσο κουτό. Το ίδιο και την άλλη φορά με την αρρώστια του βασιλιά. Μα είναι πράματα αυτά; Στέκουνται πια αυτά σήμερα;
Ο μπαρμπα-Σταύρος, που είχε μεγάλη εχτίμηση στο μυαλό του Στέφανου, προτίμησε να σωπάσει. Όχι τόσο γιατί είχε πειστεί πως δεν υπάρχει Οξαποδός. Ούτε να το βεβαιώσει μπορούσε αυτό, μα ούτε και να το αρνηθεί τολμούσε. Γι' αυτό το καλύτερο ήτανε να μη γίνεται κουβέντα γι' αυτά τα πράματα. Ας μένουνε αυτά όπως τα βρήκαμε.
Ο Στέφανος ξανάσκυψε πάνω στα δοκίμια που είχε να διορθώσει. Ήτανε κάτι ποιήματα που επρόκειτο να δημοσιευτούνε σ' ένα επαρχιώτικο περιοδικό που τυπωνότανε στην Αθήνα...
Πέταξε χάμω την πένα. "Ουφ. Τι πλήξη. Τα ίδια και τα ίδια. μα δε βαρεθήκανε πια, δεν έχουνε να πούνε και τίποτις νεότερο; Όλο για την ερωμένη τους θα μας μιλούνε; Όλο για τα πουλάκια, για τα δεντράκια, για τα συννεφάκια, για τ' αστεράκια; Καλά, δε λέει κανείς. Μα χορτάσαμε πια. Χρειαζόμαστε κάτι καινούργιο, χριστιανοί μου. Κοιτάξτε και γύρω σας. Όλος ο κόσμος δεν είναι ο εαυτούλης σας. Η ζωή είναι πολύ πλατιά. Απλώστε τη ματιά σας, βυθίστε τη σκέψη σας, μεστώστε το αίστημά σας, δέστε το σφιχτά με το νου σα διαμάντι, πυρώστε το νου σας με τη φλόγα της καρδιάς..."
Η καμπάνα ξακολουθούσε να σημαίνει, σαν ένα άλογο που το σπηρουνίζουνε να τρέχει αδιάκοπα και κείνο τρέχει, τρέχει, τρέχει, ιδροκοπώντας, αφρίζοντας, λαχανιάζοντας...
Τώρα πήρε να διορθώσει κάτι άλλα δοκίμια. Ήτανε ένα κριτικό άρθρο πάνω σε κάποιο σοσιαλιστικό ρομάντζο. Ο κριτικός, που ήτανε ένα όνομα φημισμένο στους δημοσιογραφικούς κύκλους, του τα 'ψελνε γερά. Αυτό δεν είναι ρομάντζο, αυτό είναι μπροσούρα. Η τέχνη είναι συγκίνηση και τίποτις παραπάνω. Αυτό δα έλειπε τώρα να καθίσει ο τεχνίτης να μιλήσει για φουγάρα, γι' απεργίες και για μεροκάματα. Η τέχνη δεν ξέρει σκοπούς. Η τέχνη ξέρει μόνο τον εαυτό της.
Ο Στέφανος χαμογελούσε. Ο κριτικός μεταχειριζότανε έναν αψηλό διδαχτικό τόνο, που 'δειχνε καθαρά την προσπάθειά του να διδάξει το σοσιαλιστή συγγραφέα το χρέος του. Τονέ μεταχειριζότανε σα μαθητή που δεν ξέρει το μάθημά του ή σαν άνθρωπο παραστρατισμένο, που τονέ λυπότανε και ζητούσε να ξαναγυρίσει στην ίσια στράτα.
Ο Στέφανος ένιωσε μια σιχασιά μέσα του. "Δεν ντρέπουνται, δεν ντρέπουνται". Τι αξία μπορεί να 'χει μια τέχνη τόσο εγωιστική, τόσο κοντόθωρη, που δε βλέπει παραπέρα από τη μύτη της; Σίγουρα, αυτός ο αιστητικός, με το μεγάλο όνομα, δεν ξέρει τι λέει. Περίεργο. Εκατομμύρια εργάτες, που παλεύουνε να υψωθούνε προς το φως, να μην μπορούνε να γεννήσουνε μια καινούργια τέχνη; Γιατί; Αν δε βγει μέσα από το λαό, που δυστυχάει, η καινούργια τέχνη, τότε από πού θα βγει; Από τους σάπιους στην ψυχή και στο σώμα; Όχι από τους γερούς που δημιουργούνε τη ζωή με τα χέρια τους, μα από τους τεμπέληδες και τους μοιρολάτρες, που όλα τα βλέπουνε όμορφα ή αδιάφορα με το κουρασμένο τους μάτι;
Ξέρω πως και το βιβλίο μου αυτό θα δώσει πάλε το σύνθημα σε μια νέα σταυροφορία εναντίον μου. Όλοι οι συντηρητικοί, όλοι οι καθυστερημένοι, όλοι οι δούλοι του κοινού και του χιλιοειπωμένου θα δώσουνε τα χέρια σε μια κοινή επίθεση. Οι κατηγόριες τους, που τις αναμασούνε τώρα χρόνια, θ' αντηχήσουνε πάλε βραχνές, όσο και ύποπτες με όλους τους τόνους. Μου είναι τόσο γνωστές. Υποδουλώνω την Τέχνη στην Ιδέα! Ω, οι μεγάλοι ιεροφάντες της Τέχνης, που δεν κρύβουνε καμιά ιδέα στο κεφάλι τους! Μα, εμείς, που πιστεύουμε πως Ιδέα και Τέχνη δεν είναι πράματα χωριστά, τους ρίχνουμε μια σπλαχνική ματιά και τραβάμε το δρόμο μας αδιάφοροι. Η Τέχνη μας, το ξέρουμε, ταράζει τα νεύρα των ευαίσθητων, των ωραιόπαθων, όλων εκείνων όσοι, συνηθισμένοι στα βαλτονέρια της καθημερινής ζωής, δεν ανέχουνται και δεν επιτρέπουνε με την ψευτοαριστοκρατική τους αντίληψη καμία νέα, αντρίκεια προσπάθεια. Μα, εμείς, που πιστεύουμε πως ο άνθρωπος ζει σε μια φριχτή σκλαβιά, τόσο οικονομική, όσο και ψυχική και πνευματική, εννοούμε να κρατήσουμε τα μάτια μας γυρισμένα προς το φως της Καινούργιας Ημέρας. Πατώντας πάντα στο ρωμαίικο το χώμα, δεν ξεχνούμε ποτέ τον αιώνιο Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος αυτός μας ενδιαφέρει. Ο Άνθρωπος που, σπάζοντας τα σύνορα, παλεύει σήμερα ηρωικά να συντρίψει τις υλικές και τις ψυχικές αλυσίδες του, που δεν τον αφήνουνε να βαδίσει προς έναν κόσμο ανώτερο. Αυτόν τον άνθρωπο, που και στην Ελλάδα, άρχισε να παλεύει για τον ίδιο σκοπό, εμείς τονέ βλέπουμε και τονέ πονούμε.
Σ' αυτόν αφιερώνουμε και την Τέχνη μας, μικρή, μεγάλη, όποια κι αν είναι, μα πάντοτε τίμια και αγνή. Γιατί πιστεύουμε πως η Τέχνη, σαν ένα καθαρό κι αυτή της ομαδικής ζωής φαινόμενο, δεν έχει σκοπό να ικανοποιήσει ορισμένες προσωπικές και αυθαίρετες ιδέες η αρρώστιες μας, που καμιά ανάγκη της ζωής δεν τις δικαιολογεί, παρά σαν ένας κοινωνικός κι αυτή παράγοντας να κάνει το χρέος της κάθε φορά που η Ζωή νιώθει την ανάγκη ν' αναπλαστεί.
Σύμφωνα με τη μικρή περιγραφή του biblionet:
Ο "Κόκκινος τράγος" είναι ένα συνοικιακό καφενείο της Αθήνας, όπου συναντιούνται, σχεδόν καθημερινά, μια ομάδα ανθρώπων διαφορετικών μεταξύ τους· απόκληροι, άνεργοι και άρρωστοι (μία απολυμένη δασκάλα, ένας επίσης απολυμένος καθηγητής, ένας φοιτητής, δυο τρεις εργάτες). Τους ενώνει, ωστόσο, ένα όραμα (για άλλους ξεκάθαρο, για άλλους θαμπό αλλά πάντως ισχυρό, καθοριστικό της συμπεριφοράς τους) για μια ζωή δικαιότερη. Οι θαμώνες του "Κόκκινου τράγου" αποτελούν τον έναν πόλο της ιστορίας· ο άλλος συντίθεται από ανθρώπους που, παρά τις αγαθές τους προθέσεις, χωρίς ιδεολογικό έρεισμα, παρασύρονται από τις προσωπικές τους φιλοδοξίες, δελεάζονται από υποσχέσεις επιτήδειων καιροσκόπων και χάνουν την ηθική τους υπόσταση, για να βρεθούν, κάποια στιγμή συνειδησιακής κρίσης, αντιμέτωποι με τον ίδιο τον εαυτό τους.
Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε ξανά φέτος απ' τη Σύγχρονη Εποχή. Παρακάτω ακολουθούν ένα μικρό, χαρακτηριστικό απόσπασμα, καθώς και το προλογικό σημείωμα του ίδιου του συγγραφέα, που συμπυκνώνουν τις ιδέες του Παρορίτη για την τέχνη, τη λειτουργία της και το σκοπό που καλείται να υπηρετήσει.
Μα σήμερα δεν μπορούσε να μαζέψει το νου του. Αυτή η καμπάνα του τριβέλιζε το μυαλό.
Πέταξε την πένα πάνω στο τραπέζι.
-Τι πάθανε, μωρέ, σήμερα, μ' αυτή την καμπάνα; Βαλθήκανε να μας τρελάνουνε; φώναξε νευριασμένος.
Ο μπαρμπα-Σταύρος ζύγωσε:
-Δεν το ξέρεις;
-Τι να ξέρω;
-Έχουμε λιτανεία.
-Λιτανεία; Τι διάολο; Πώς του ήρθε πάλε αυτή η ιδέα; Μην ξαναρρώστησε ο βασιλιάς;
-Όχι, είναι για το πουλί.
-Ποιο πουλί πάλε;
-Το πουλί που παρουσιάστηκε στου "Παπά το σπίτι".
-Ε, και τι μ' αυτό; Ένα πουλί.
-Ναι, μα ο παπάς τούς έπεισε όλους πως δεν είναι πουλί.
-Μα τότε τι διάλο μπορεί να 'ναι;
-Αυτό που είπες. Ο Οξαποδός, λέει, μεταμορφωμένος σε πουλί.
Ο Στέφανος δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του.
-Βρε τον αλιτήριο, βρε το θεομπαίχτη.
Ο μπαρμπα-Σταύρος κούνησε το κεφάλι του με τρόπο δισταχτικό:
-Ξέρεις καμιά φορά...
-Α, μπαρμπα-Σταύρο, δε σε νόμιζα για τόσο κουτό. Το ίδιο και την άλλη φορά με την αρρώστια του βασιλιά. Μα είναι πράματα αυτά; Στέκουνται πια αυτά σήμερα;
Ο μπαρμπα-Σταύρος, που είχε μεγάλη εχτίμηση στο μυαλό του Στέφανου, προτίμησε να σωπάσει. Όχι τόσο γιατί είχε πειστεί πως δεν υπάρχει Οξαποδός. Ούτε να το βεβαιώσει μπορούσε αυτό, μα ούτε και να το αρνηθεί τολμούσε. Γι' αυτό το καλύτερο ήτανε να μη γίνεται κουβέντα γι' αυτά τα πράματα. Ας μένουνε αυτά όπως τα βρήκαμε.
Ο Στέφανος ξανάσκυψε πάνω στα δοκίμια που είχε να διορθώσει. Ήτανε κάτι ποιήματα που επρόκειτο να δημοσιευτούνε σ' ένα επαρχιώτικο περιοδικό που τυπωνότανε στην Αθήνα...
Πέταξε χάμω την πένα. "Ουφ. Τι πλήξη. Τα ίδια και τα ίδια. μα δε βαρεθήκανε πια, δεν έχουνε να πούνε και τίποτις νεότερο; Όλο για την ερωμένη τους θα μας μιλούνε; Όλο για τα πουλάκια, για τα δεντράκια, για τα συννεφάκια, για τ' αστεράκια; Καλά, δε λέει κανείς. Μα χορτάσαμε πια. Χρειαζόμαστε κάτι καινούργιο, χριστιανοί μου. Κοιτάξτε και γύρω σας. Όλος ο κόσμος δεν είναι ο εαυτούλης σας. Η ζωή είναι πολύ πλατιά. Απλώστε τη ματιά σας, βυθίστε τη σκέψη σας, μεστώστε το αίστημά σας, δέστε το σφιχτά με το νου σα διαμάντι, πυρώστε το νου σας με τη φλόγα της καρδιάς..."
Η καμπάνα ξακολουθούσε να σημαίνει, σαν ένα άλογο που το σπηρουνίζουνε να τρέχει αδιάκοπα και κείνο τρέχει, τρέχει, τρέχει, ιδροκοπώντας, αφρίζοντας, λαχανιάζοντας...
Τώρα πήρε να διορθώσει κάτι άλλα δοκίμια. Ήτανε ένα κριτικό άρθρο πάνω σε κάποιο σοσιαλιστικό ρομάντζο. Ο κριτικός, που ήτανε ένα όνομα φημισμένο στους δημοσιογραφικούς κύκλους, του τα 'ψελνε γερά. Αυτό δεν είναι ρομάντζο, αυτό είναι μπροσούρα. Η τέχνη είναι συγκίνηση και τίποτις παραπάνω. Αυτό δα έλειπε τώρα να καθίσει ο τεχνίτης να μιλήσει για φουγάρα, γι' απεργίες και για μεροκάματα. Η τέχνη δεν ξέρει σκοπούς. Η τέχνη ξέρει μόνο τον εαυτό της.
Ο Στέφανος χαμογελούσε. Ο κριτικός μεταχειριζότανε έναν αψηλό διδαχτικό τόνο, που 'δειχνε καθαρά την προσπάθειά του να διδάξει το σοσιαλιστή συγγραφέα το χρέος του. Τονέ μεταχειριζότανε σα μαθητή που δεν ξέρει το μάθημά του ή σαν άνθρωπο παραστρατισμένο, που τονέ λυπότανε και ζητούσε να ξαναγυρίσει στην ίσια στράτα.
Ο Στέφανος ένιωσε μια σιχασιά μέσα του. "Δεν ντρέπουνται, δεν ντρέπουνται". Τι αξία μπορεί να 'χει μια τέχνη τόσο εγωιστική, τόσο κοντόθωρη, που δε βλέπει παραπέρα από τη μύτη της; Σίγουρα, αυτός ο αιστητικός, με το μεγάλο όνομα, δεν ξέρει τι λέει. Περίεργο. Εκατομμύρια εργάτες, που παλεύουνε να υψωθούνε προς το φως, να μην μπορούνε να γεννήσουνε μια καινούργια τέχνη; Γιατί; Αν δε βγει μέσα από το λαό, που δυστυχάει, η καινούργια τέχνη, τότε από πού θα βγει; Από τους σάπιους στην ψυχή και στο σώμα; Όχι από τους γερούς που δημιουργούνε τη ζωή με τα χέρια τους, μα από τους τεμπέληδες και τους μοιρολάτρες, που όλα τα βλέπουνε όμορφα ή αδιάφορα με το κουρασμένο τους μάτι;
* * *
Ξέρω πως και το βιβλίο μου αυτό θα δώσει πάλε το σύνθημα σε μια νέα σταυροφορία εναντίον μου. Όλοι οι συντηρητικοί, όλοι οι καθυστερημένοι, όλοι οι δούλοι του κοινού και του χιλιοειπωμένου θα δώσουνε τα χέρια σε μια κοινή επίθεση. Οι κατηγόριες τους, που τις αναμασούνε τώρα χρόνια, θ' αντηχήσουνε πάλε βραχνές, όσο και ύποπτες με όλους τους τόνους. Μου είναι τόσο γνωστές. Υποδουλώνω την Τέχνη στην Ιδέα! Ω, οι μεγάλοι ιεροφάντες της Τέχνης, που δεν κρύβουνε καμιά ιδέα στο κεφάλι τους! Μα, εμείς, που πιστεύουμε πως Ιδέα και Τέχνη δεν είναι πράματα χωριστά, τους ρίχνουμε μια σπλαχνική ματιά και τραβάμε το δρόμο μας αδιάφοροι. Η Τέχνη μας, το ξέρουμε, ταράζει τα νεύρα των ευαίσθητων, των ωραιόπαθων, όλων εκείνων όσοι, συνηθισμένοι στα βαλτονέρια της καθημερινής ζωής, δεν ανέχουνται και δεν επιτρέπουνε με την ψευτοαριστοκρατική τους αντίληψη καμία νέα, αντρίκεια προσπάθεια. Μα, εμείς, που πιστεύουμε πως ο άνθρωπος ζει σε μια φριχτή σκλαβιά, τόσο οικονομική, όσο και ψυχική και πνευματική, εννοούμε να κρατήσουμε τα μάτια μας γυρισμένα προς το φως της Καινούργιας Ημέρας. Πατώντας πάντα στο ρωμαίικο το χώμα, δεν ξεχνούμε ποτέ τον αιώνιο Άνθρωπο. Ο Άνθρωπος αυτός μας ενδιαφέρει. Ο Άνθρωπος που, σπάζοντας τα σύνορα, παλεύει σήμερα ηρωικά να συντρίψει τις υλικές και τις ψυχικές αλυσίδες του, που δεν τον αφήνουνε να βαδίσει προς έναν κόσμο ανώτερο. Αυτόν τον άνθρωπο, που και στην Ελλάδα, άρχισε να παλεύει για τον ίδιο σκοπό, εμείς τονέ βλέπουμε και τονέ πονούμε.
Σ' αυτόν αφιερώνουμε και την Τέχνη μας, μικρή, μεγάλη, όποια κι αν είναι, μα πάντοτε τίμια και αγνή. Γιατί πιστεύουμε πως η Τέχνη, σαν ένα καθαρό κι αυτή της ομαδικής ζωής φαινόμενο, δεν έχει σκοπό να ικανοποιήσει ορισμένες προσωπικές και αυθαίρετες ιδέες η αρρώστιες μας, που καμιά ανάγκη της ζωής δεν τις δικαιολογεί, παρά σαν ένας κοινωνικός κι αυτή παράγοντας να κάνει το χρέος της κάθε φορά που η Ζωή νιώθει την ανάγκη ν' αναπλαστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου