Μια «έρευνα» με πολλές στοχεύσεις
«Συγκεντρώσαμε τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει
για τις διάφορες κατηγορίες φοροδιαφυγής και προχωρήσαμε σε μια σύνθεση
που έχει ένα βαθμό αυθαιρεσίας, αλλά δίνει μια τάξη μεγέθους που
πιθανότατα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα». Ετσι, προλογίζει ο
Οργανισμός «ΔιαΝΕΟσις» παλαιότερη έκθεση που παρουσιάστηκε τις προάλλες
και στο πλαίσιο εκδήλωσης του ΣΕΒ, σχετικά με την επίσημη φοροδιαφυγή,
την οποία υπολογίζει σε ένα ποσοστό από 6% μέχρι 9% του ΑΕΠ, ή ανάμεσα
σε 11 και 16 δισ. ευρώ το χρόνο. Περνώντας στο «διά ταύτα», διαπιστώνουν
ότι σχεδόν οι μισές από τις φορολογικές δηλώσεις του έτους 2011 (από
τότε τερματίστηκε δημοσιοποίηση επίσημων αναλυτικών στοιχείων)
βρίσκονταν κάτω από το αφορολόγητο όριο που ίσχυε τότε (12.000 ευρώ). Σε
αυτό το φόντο, «ανακαλύπτουν» πως οι εν λόγω φορολογούμενοι (που,
βέβαια, έτσι κι αλλιώς καλύπτονταν από το τότε αφορολόγητο) πλήρωσαν,
λένε, μόλις το 1% των φόρων. Την ίδια ώρα, «ξεχνούν» τον ΦΠΑ, τους
ειδικούς φόρους και τα άλλα χαράτσια που φορτώνονται στο σύνολό τους
πάνω στη λαϊκή κατανάλωση, αποτελώντας το βασικό αιμοδότη των εσόδων
στους κρατικούς προϋπολογισμούς.
***
Στην πραγματικότητα, τέτοιες έρευνες
δείχνουν στην κατεύθυνση της περαιτέρω κατάργησης του ήδη
«πετσοκομμένου» αφορολόγητου ορίου απέναντι σε μισθωτούς, συνταξιούχους,
αγρότες, κάτι που άλλωστε βρίσκεται στα σκαριά, μαζί με τα άλλα
αντιλαϊκά μέτρα, στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης». Ο ΣΕΒ, από την
πλευρά του, αξιώνει την παραπέρα διάλυση του αφορολόγητου ορίου στο
επίπεδο που ορίζεται από το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης». Τη
φορολόγηση δηλαδή λαϊκών εισοδημάτων που ξεκινούν από τα 4.800 ευρώ το
χρόνο, ή 342 ευρώ το μήνα! Οι «αλχημείες» έχουν και συνέχεια και σε ό,τι
αφορά την πίτα των φορολογικών εσόδων από τα κάθε είδους «νομικά
πρόσωπα» (εταιρείες). Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, «στην Ελλάδα το 2011
υπήρχαν 220.000 επιχειρήσεις που δήλωναν ετήσια κέρδη μικρότερα από 1,2
εκατομμύρια ευρώ και μόλις 901 επιχειρήσεις που δήλωναν μεγαλύτερα
κέρδη. Οι δεύτερες, που αποτελούν το 0,4% των ελληνικών επιχειρήσεων,
πλήρωναν το 61% των φόρων», επισημαίνουν, για να αποδείξουν την
υπερφορολόγηση των «τίμιων» και «υγιών» επιχειρήσεων. Αυτό που δεν λένε,
είναι ότι το 0,4% με τις 901 μεγαλύτερες επιχειρήσεις είχαν δηλώσει
στην Εφορία κέρδη 7,8 δισ. ευρώ, έναντι 5 δισ. ευρώ που δήλωσε το
υπόλοιπο 99,6% των επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, τα συγκεκριμένα
στοιχεία δείχνουν πλευρές από τη μεγάλη συγκέντρωση της επιχειρηματικής
πίτας και των κερδών στους μεγάλους ομίλους και τις ισχυρές
επιχειρήσεις.
***
Σύμφωνα τέλος με την έκθεση, η «παραοικονομία»
στην Ελλάδα (όπου περιλαμβάνεται και η αδήλωτη εργασία) υπολογίστηκε το
2015 γύρω στο 22,4% του ΑΕΠ, δηλαδή σχεδόν 40 δισ. ευρώ και, όπως οι
ίδιοι «εξηγούν», περιλαμβάνει «μια σειρά από αδήλωτες, "κρυφές" μυστικές
δραστηριότητες που κυμαίνονται από το λαθρεμπόριο μέχρι τα ιδιαίτερα
μαθήματα και την ταβέρνα που δεν κόβει αποδείξεις». Εν προκειμένω,
περνούν απευθείας στο «ψητό», λέγοντας ότι «σε όλες τις χώρες του κόσμου
οι αυτοαπασχολούμενοι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις φοροδιαφεύγουν»,
με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα τα ποσοστά της αυτοαπασχόλησης και των
μικρών επιχειρήσεων είναι διπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Τέτοιες
αναλύσεις στοχοποιούν ως φοροφυγάδες τη μεγάλη μάζα των
αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ, τσουβαλιάζοντας τα θύματα με τους
θύτες, ενώ μένουν στο απυρόβλητο τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων και
η πολιτική που τα υπηρετεί. Αποκρύβεται, επίσης, ότι η φοροδιαφυγή
«ανθίζει» παράλληλα με τα καπιταλιστικά κέρδη, λειτουργεί και ως
συμπληρωματικό εργαλείο της επίσημης φορολογικής πολιτικής, των
αλλεπάλληλων φοροελαφρύνσεων, μέχρι και της πλήρους χορηγούμενης ασυλίας
για βιομήχανους, τραπεζίτες, εφοπλιστές και τα άλλα τμήματα του
κεφαλαίου. Στην τελική, ζητούμενο κι εδώ είναι η ακόμα μεγαλύτερη
συγκέντρωση της αγοράς σε λιγότερα χέρια.
Α. Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου