ΤΟ ΚΚ ΩΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
- της Ελένης Μπέλλου
Η
θεωρητική θεμελίωση του κομμουνιστικού κινήματος έγινε από τους Κ. Μαρξ
- Φρ. Ένγκελς με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, εδώ και 168 χρόνια. Ωστόσο
η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική συγκρότηση του Κομμουνιστικού
Κόμματος (ΚΚ) διέτρεξε μια μεγάλη διαδρομή από την Ένωση των
Κομμουνιστών (1847) ως τη διαμόρφωση των βάσεων του πρώτου Κόμματος Νέου
Τύπου (το 1903 στη Ρωσία), υπό την καθοδήγηση του Λένιν. Η σχετική
βιβλιογραφία του σημερινού μαθήματος δίνει αναλυτικά τις ιδεολογικές και
οργανωτικές αρχές που πρέπει να διέπουν κάθε ΚΚ.
Το
βασικό ερώτημα του σημερινού μαθήματος είναι το εξής: «Τι είναι το
επαναστατικό-εργατικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, στις σύγχρονες
συνθήκες;». Φυσικά, αυτό το ζήτημα έχει και πολλές επιμέρους πλευρές που
πιάνονται και στη βιβλιογραφία, π.χ. αρχές οργάνωσης και λειτουργίας,
σχέσεις ΚΚ και εργατικού κινήματος, προλεταριακός διεθνισμός, κοινωνική
σύνθεση. Πρόκειται για πολύ σοβαρά ζητήματα τα οποία όμως –όπως ελπίζω
να φανεί σε κάποιο βαθμό από την εισήγηση και τη συζήτηση– μπορούν να
προσεγγιστούν μόνο υπό το πρίσμα του παραπάνω βασικού ερωτήματος.
Ξεκινώντας
με μια συνοπτική απάντηση, μπορούμε να πούμε ότι το
επαναστατικό-εργατικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, στις σύγχρονες
συνθήκες είναι ο καθοδηγητής της ταξικής πάλης του εργατικού κινήματος
για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτός είναι ο
χαρακτήρας και ο σκοπός του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Πριν
περάσουμε όμως στο «άνοιγμα» αυτού του συνοπτικού –και γι’ αυτό
ανεπαρκή από μόνο του– ορισμού, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι στον τρόπο
προσέγγισης του ζητήματος. Πολλές φορές διαχωρίζουμε τη θεωρία για το
Κόμμα από την πολιτική δράση του Κόμματος, είτε αυτοτελή είτε μέσα στα
κινήματα. Δηλαδή από τη μία μαθαίνουμε κάποιους γενικούς ορισμούς, αρχές
κλπ. για το ΚΚ και από την άλλη δυσκολευόμαστε να τα συνδέσουμε με την
καθημερινή μας δράση και τις αναγκαίες της προσαρμογές. Κατά τη διάρκεια
της μελέτης και της συζήτησης προσπαθήστε να αποφύγετε αυτόν το
διαχωρισμό και να σκέφτεστε ό,τι διαβάζετε υπό το πρίσμα της δράσης σας
ως κομμουνιστές σε οποιονδήποτε τομέα της ταξικής πάλης σας έχει χρεώσει
το Κόμμα, ως καθοδηγητές-οργανωτές του κινήματος, ως στελέχη στον
ιδεολογικό τομέα, ως στελέχη χρεωμένα σε αστικούς θεσμούς (δημοτικά και
περιφερειακά συμβούλια, κοινοβούλιο, ευρωκοινοβούλιο) ή σε φορείς του
εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που κινούνται μέσα στο στενό πλαίσιο
του συστήματος και είναι υποταγμένοι σε αυτό, όπως ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, αλλά
και κάποια Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες. Αυτό το λάθος είναι το
βασικό που πρέπει να αποφύγετε.
Συζητώντας
για το Κόμμα, π.χ. στις Σχολές της ΚΕ και των Επιτροπών Περιοχών, του
ΚΣ της ΚΝΕ, θα πρέπει να γίνουμε ως κομμουνιστές ικανότεροι καθοδηγητές
της ταξικής πάλης, της οργάνωσης και προετοιμασίας της εργατικής τάξης
για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και όχι απλά και μόνο για να
κερδίσει η εργατική τάξη μια αύξηση μισθού ή να ζήσει λίγο καλύτερα ή να
αντισταθεί για να μη ζήσει χειρότερα κτλ. Άρα λοιπόν στη σκέψη μας για
το Κόμμα πρέπει να αποκτήσουμε την ικανότητα διαλεκτικά να συνδέουμε τα
γενικά χαρακτηριστικά του Κόμματος, που πρέπει να ισχύουν σε οποιοδήποτε
Κομμουνιστικό Κόμμα σε οποιαδήποτε χώρα και οποιαδήποτε στιγμή, με τη
συγκεκριμένη ικανότητα να κρίνουμε την αποτελεσματικότητα του τομέα της
δράσης που έχουμε αναλάβει, της ΚΟΒ, του Τομέα, του Τμήματος, της
Κομματικής Ομάδας που καθοδηγούμε ή, αν το γενικεύσω, ακόμα-ακόμα και
της δράσης μας στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Κριτήριό μας πρέπει να
είναι η πρόοδος της ταξικής πολιτικής χειραφέτησης, η διεύρυνση των
πρωτοπόρων δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Με
αυτήν τη «ματιά» πρέπει να διαβάσουμε την πιο σύγχρονη αρθρογραφία και
βιβλιογραφία, π.χ. το «Κόμμα παντός καιρού», τα υλικά της ημερίδας που
κάναμε σχετικά πρόσφατα με θέμα «Η εμφάνιση της εργατικής τάξης, ο ρόλος
της στους κοινωνικούς πολιτικούς αγώνες στον 20ό αιώνα και η στρατηγική
του ΚΚΕ», τις διαλέξεις που είναι δημοσιευμένες στην ΚΟΜΕΠ, το ίδιο το
Πρόγραμμα του Κόμματος όπως διαμορφώθηκε στο 19ο Συνέδριό του. Ν’
αποφύγουμε την τάση να επαναλαμβάνουμε ορισμούς για το Κόμμα, αλλά να
γίνουμε ικανότεροι να διορθώσουμε προβλήματα της δράσης μας έχοντας καλά
υπόψη τι σημαίνει Κόμμα επαναστατικό-εργατικό, δηλαδή ΚΚ, στις μέρες
μας. Αυτό είναι άλλωστε και το κριτήριο για το αν πραγματικά γνωρίζουμε
όσα συζητάμε για το ΚΚ. Όπως σημείωνε και ο Σοβιετικός φιλόσοφος
Ιλιένκοφ, «η “γνώση” που ακόμα δεν έχει σχετιστεί ειδικά με το
αντικείμενό της δεν είναι με κανέναν τρόπο πραγματική γνώση, αλλά μια
αυταπάτη, ένα υποκατάστατο της γνώσης». Άρα η όλη δουλειά των Σχολών
στοχεύει στο να αποκτήσουμε έναν τέτοιο τρόπο προσέγγισης των ζητημάτων.
Ξεκινάμε από ένα βασικό ζήτημα: Πώς
πρέπει να αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινότητα την καθοδηγητική μας
δουλειά ως κομμουνιστές και το χαρακτήρα του Κόμματος ως φορέα της
διαλεκτικής ενότητας της επαναστατικής θεωρίας με την επαναστατική
δράση-πράξη;
Για
να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να εστιάσουμε στη διαλεκτική
σχέση μεταξύ της θεωρίας και της πολιτικής δράσης. Όπως σε κάθε
διαλεκτική σχέση, έτσι και σε αυτήν πρέπει να ξεχωρίσουμε ποιο από τα
δύο στοιχεία είναι το πιο ενεργητικό και το καθοριστικό. Το καθοριστικό
και πρωτεύον στοιχείο σε αυτήν τη σχέση είναι η θεωρία. Αυτή είναι ο
οδηγός της επαναστατικής δράσης, αυτή της θέτει τα όρια μέσα στα οποία
θα κινηθεί.
Έχοντας
αυτό το θεμελιώδες μαρξιστικό συμπέρασμα στο μυαλό, πρέπει να
αναρωτηθούμε ποια είναι η σχέση των οργάνων, των Οργανώσεων Βάσης του
Κόμματος και της ΚΝΕ μ’ αυτήν την επαναστατική θεωρία, με την αξιοποίηση
της αρθρογραφίας της ΚΟΜΕΠ, του κλασικού και σύγχρονου βιβλίου
κομμουνιστικής ιδεολογίας. Πώς αξιοποιούνται αυτά κατά τη συζήτηση
σύγχρονων θεωρητικών και ιδεολογικών θεμάτων, κατά την επεξεργασία των
στόχων πολιτικής δράσης, της δράσης στα κινήματα, προς όφελος της
ενίσχυσης της διαπάλης με τις αστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις;
Πώς γενικεύουμε την πρακτική πολιτική δράση από τη σκοπιά της θεωρίας
μας; Και όλα αυτά όχι κυρίως όταν κάνουμε Συνέδρια ή κάποιες θεματικά
εξειδικευμένες συνδιασκεψιακές διαδικασίες, αλλά ως μόνιμο και σταθερό συστατικό. Ποια είναι η σχέση των Κομματικών και Κνίτικων Οργανώσεων με την οργανωμένη αυτομόρφωση;
Δηλαδή
πώς διαπερνά η επαναστατική ιδεολογία όλη τη λειτουργία του Κόμματος
και της ΚΝΕ, από πάνω μέχρι κάτω; Πώς διαπερνά τη σκέψη και τη δράση των
φίλων του Κόμματος, των συνεργαζόμενων με τους κομμουνιστές στις
μαζικές οργανώσεις κλπ.; Έχουμε ειδικούς δείκτες για το πώς εισάγεται η
επαναστατική ιδεολογία, π.χ. στους μαθητές, στους φοιτητές, στους
σπουδαστές, στους εκπαιδευτικούς, στις εργαζόμενες γυναίκες, στους
βιοπαλαιστές αγρότες ή σε άλλες κατηγορίες; Ή πώς εισάγεται στους
κομμουνιστές που έχουν κάποια ιδιαίτερη ευθύνη στο
συνδικαλιστικό-εργατικό και τα άλλα κινήματα;
Η
απάντηση δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική, παρόλο που από χρόνο σε
χρόνο, από συνέδριο σε συνέδριο έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Όμως τι
είναι αυτό που μας εμποδίζει να είμαστε ικανοποιημένοι; Πρέπει βαθύτερα
να ψάξουμε και ζητήματα που σχετίζονται με το πώς αντιλαμβανόμαστε το
ότι το Κόμμα είναι διαλεκτική ενότητα επαναστατικής θεωρίας -
επαναστατικής πρακτικής και ότι η θεωρία είναι το θεμελιακό στοιχείο για
να σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί η επαναστατική πρακτική. Τι
καταλαβαίνουμε όταν χαρακτηρίζουμε τη θεωρία «θεμελιακό και καθοριστικό
στοιχείο»;
ΛΑΘΕΜΕΝΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΘΕΩΡΙΑΣ-ΠΡΑΞΗΣ
Υπάρχουν
ακόμα συγχύσεις, ακόμα και λαθεμένες απόψεις-αντιλήψεις για τη σχέση
θεωρίας-πράξης και τον καθοριστικό ρόλο της πρώτης. Καταρχάς, υπάρχει
η λαθεμένη αντίληψη πως άπαξ κι έχει εισαχθεί η επαναστατική θεωρία στο
κομμουνιστικό κίνημα, ολοκληρώθηκε, λύθηκε το ζήτημα της επαναστατικής
θεωρίας.
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η διαμόρφωση της θεωρίας έγινε από τον Μαρξ
και τον Ένγκελς στα μισά του 19ου αιώνα, και παραπέρα από τον Λένιν
στις αρχές του 20ού αιώνα και στα πρώτα χρόνια της ΕΣΣΔ και έληξε το
θέμα. Δηλαδή υπάρχει η αντίληψη ότι η επαναστατική θεωρία είναι κάτι το
στατικό. Φτιάχτηκε, είναι επαναστατικό «ευαγγέλιο» και προχωράμε. Ωστόσο
το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας, δηλαδή η ίδια η ζωή σε όλες της τις
μορφές, προχωράει και αναπτύσσεται. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τη
θεωρία η οποία έχει ως σκοπό την ερμηνεία με γενικευμένο τρόπο και την
ανάδειξη των νομοτελειών που διέπουν τη φυσική και κοινωνική ζωή. Αυτό
ισχύει και για τη θεωρία της επαναστατικής πολιτικής που πρέπει να
αναπτύσσεται μελετώντας την εμπειρία της ταξικής πάλης και μετατρέποντας
έμπρακτα –και όχι μόνο τυπικά, «στα χαρτιά»– τα συμπεράσματα αυτής της
μελέτης σε καθοδηγητικό νήμα της επαναστατικής δράσης. Αυτό αποτελεί όρο
για τη διατήρηση και ενίσχυση του επαναστατικού χαρακτήρα ενός ΚΚ.
Εννοείται ότι η τοποθέτησή μας για την ανάγκη ανάπτυξης της θεωρίας κάθε
άλλο παρά σημαίνει αγνωστικισμό, εκλεκτικισμό, αναθεώρηση ή άρνηση των
θεμελιακών θέσεων της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας.
Με
βάση τα παραπάνω, μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι ο μόνος τρόπος
για να καθοδηγείται ουσιαστικά ένα ΚΚ από την κοσμοθεωρία του
μαρξισμού-λενινισμού είναι αναπτύσσοντάς την. Με άλλα λόγια, αν η
επαναστατική δράση «τρέχει» και η θεωρία παραμένει «παγωμένη» έναν και
δύο αιώνες πριν, αν η επαναστατική σκέψη αδυνατεί να μελετήσει νέες
εξελίξεις, ιδέες και φαινόμενα που «γεννά» η ζωή, αν η
μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία κατανοείται ως στείρα αναπαραγωγή
δοσμένων «μια κι έξω» τσιτάτων και δε μεταφράζεται σε ικανότητα κρίσης
και δράσης με βάση αυτήν, τότε σίγουρα –αργά ή γρήγορα– τα επαναστατικά
χαρακτηριστικά της πολιτικής δράσης θα αλλοιωθούν. Στη συνέχεια θα δούμε
συγκεκριμένα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτό το συμπέρασμα τόσο από
αρνητική όσο και από θετική σκοπιά.
Μια άλλη λαθεμένη αντίληψη για τη σχέση επαναστατικής θεωρίας και δράσης σχετίζεται με τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο Κόμμα.
Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, μέσα στο Κόμμα πρέπει να υπάρχει από τη μία
η κομμουνιστική διανόηση που θα ασχολείται με τη θεωρία και από την
άλλη οι επαναστάτες της δράσης που θα ασχολούνται με το κίνημα, με τη
δράση στις μάζες. Αυτό πρακτικά εκφράζεται με απόψεις όπως: «Δεν μπορώ
να απαλλάξω το συνδικαλιστή για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από τα
τρέχοντα καθήκοντά του για να τον στείλω στη σχολή», «δεν μπορεί ο
συνδικαλιστής να διαβάσει, δεν έχει χρόνο, δεν έχει τα φόντα να
καταλάβει θεωρητικά ζητήματα». Πρόκειται για βαθιά λαθεμένη αντίληψη.
Βέβαια
έχει κι ένα ιστορικό φορτίο. Όταν πρωτοφτιάχτηκε υπό την άμεση
καθοδήγηση των Μαρξ και Ένγκελς το πρώτο ΚΚ, η Ένωση των Κομμουνιστών
(1847), πράγματι υπήρχε στις γραμμές του ένας πολύ βαθύς καταμερισμός
εργασίας ανάμεσα στην επαναστατική σκέψη (η οποία αναλογούσε κυρίως
στους Μαρξ και Ένγκελς που συνέγραψαν και το Πρόγραμμα της Ένωσης, το
Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος) και της επαναστατικής δράσης. Και
στη συνέχεια, όμως, στο Κόμμα των Μπολσεβίκων υπό την καθοδήγηση του
Λένιν, θα διαπιστώσουμε έναν εξίσου βαθύ καταμερισμό, που εκφραζόταν στο
γεγονός ότι τα επαγγελματικά στελέχη ήταν κυρίως η επαναστατική
διανόηση που παρήγαγε θεωρία και πολιτική. Το Μπολσεβίκικο Κόμμα δεν
είχε επαγγελματικά στελέχη συνδικαλιστές όπως έχει σήμερα το κίνημα και
το Κόμμα. Οι επαγγελματίες επαναστάτες δεν ήταν κομμουνιστές
συνδικαλιστές.
Όμως
η ζωή εξελίσσεται και πρέπει να δούμε αυτήν την εξέλιξη, να την
εξηγήσουμε. Ο καταμερισμός εργασίας στο Κόμμα απορρέει και από τον
αντικειμενικό καταμερισμό εργασίας στη σημερινή βαθμίδα ανάπτυξης της
κοινωνίας. Έτσι, δεν μπορούμε να τον υπερβούμε, αλλά οφείλουμε να
διαχειριζόμαστε με σωστό τρόπο τις αντιφάσεις που δημιουργεί. Έτσι, η
ανάγκη διατήρησης του καταμερισμού δουλειάς μέσα στο Κόμμα πρέπει να
αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τον κίνδυνο απόσπασης της πράξης (στην
οποία περιλαμβάνεται και η παρέμβαση των κομμουνιστών στο κίνημα) από τη
θεωρία και φυσικά και το αντίθετο, την απόσπαση της θεωρίας από την
πολιτική πρακτική. Από εδώ προκύπτουν δεκάδες ζητήματα που σχετίζονται
θεωρητικά και πρακτικά με τη σχέση του Κόμματος με το κίνημα, με τις
μάζες. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι διαρκής η προσπάθεια
συνδυασμού θεωρίας και πράξης μέσα στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, κάτω
από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Δηλαδή
πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι από τη λαθεμένη αντίληψη και τη
λαθεμένη πρακτική στη διαλεκτική σχέση επαναστατικής θεωρίας-πράξης
δημιουργούνται πολύ σοβαρά ζητήματα. Πολλά από αυτά οδηγούν στο να χάνει
το Κομμουνιστικό Κόμμα το χαρακτήρα του ως επαναστατικό κόμμα της
εργατικής τάξης με σκοπό ύπαρξης την κατάργηση της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης και την οικοδόμηση της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας με
πρώτο «σταθμό» το «πέρασμα» στην κοινωνία του ανώριμου κομμουνισμού, η
οποία σχηματικά χαρακτηρίζεται ως σοσιαλισμός.
Τα
παραπάνω σχόλια για τις δύο λαθεμένες αντιλήψεις που απορρέουν από τη
λαθεμένη αντίληψη της σχέσης επαναστατικής σκέψης και δράσης μπορεί να
φαίνονται σε κάποιους απλά και αυτονόητα πράγματα, ωστόσο αυτά τα απλά
και αυτονόητα επέδρασαν καθοριστικά στην απώλεια του επαναστατικού
χαρακτήρα σε πολλά ΚΚ.
Θυμίζω
τα προβλήματα στην αντίληψη του ΚΚΣΕ για τις εμπορευματικές-χρηματικές
σχέσεις κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τις λαθεμένες θέσεις που
κυριάρχησαν και πώς επέδρασαν στην πολιτική, στη συνέχεια πώς η πολιτική
ενίσχυσε αντί να περιορίσει την κοινωνική βάση της αντεπανάστασης. Αλλά
και στο Κόμμα μας, στη βάση λαθεμένων θεωρητικών θέσεων για τον
καπιταλισμό στην Ελλάδα (κομπραδόρικη, μισοφεουδαρχικά υπολείμματα,
μισοαποικία κλπ.), διαμορφώθηκε λαθεμένη στρατηγική και πολιτική
συμμαχιών. Επομένως δεν είναι καθόλου απλά πράγματα και πρέπει να
σταθούμε σε αυτά με πολύ μεγάλη προσοχή.
Από
την άλλη, η ιστορία του πολιτικού εργατικού κινήματος έχει αποδείξει
και από την αντίθετη, δηλαδή τη θετική, πλευρά τα οφέλη της σωστής
κατανόησης της σχέσης θεωρίας και πράξης και της εφαρμογής της στη ζωή.
Οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν κατανοούσαν στην πράξη την προτεραιότητα της
επαναστατικής θεωρίας ως οδηγού της επαναστατικής δράσης και γι’ αυτό δε
δίσταζαν καθόλου να αποσύρονται από τη δεύτερη για σημαντικά χρονικά
διαστήματα προκειμένου να μελετήσουν πλευρές της νεότευκτης τότε
κοσμοθεωρίας και της ιδεολογικής-πολιτικής αντιπαράθεσης. Εννοείται ότι η
επαναστατική πράξη όχι μόνο δεν έβγαινε χαμένη από αυτό, αλλά
ενισχυόταν με κάθε θεωρητικό-ιδεολογικό τους συμπέρασμα. Ας δούμε κάποια
παραδείγματα προς απόδειξη αυτού, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών.
Ο
Μαρξ αποσυρόταν περιοδικά για μεγάλα διαστήματα –ακόμα και μετά την
ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (η Α΄ Διεθνής)– στη Βιβλιοθήκη του
Λονδίνου, όπου παρέμενε ολόκληρα μερόνυχτα με στόχο τη μελέτη της
Πολιτικής Οικονομίας. «Καρπός» αυτής της προσπάθειας ήταν η έκδοση του
Κεφαλαίου, της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας και άλλων έργων, δηλαδή
η επιστημονική αιτιολόγηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο στον
καπιταλισμό, η οποία μέχρι τότε δεν υπήρχε, με αποτέλεσμα η εργατική
τάξη να είναι σχετικά «τυφλή» στη σύγκρουσή της με το κεφάλαιο.
Αντίστοιχα, οι εκδόσεις από τον Λένιν των έργων Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο
στάδιο του καπιταλισμού (το 1916) και Κράτος κι Επανάσταση (το 1917)
μέσα στο καμίνι του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (που βασίστηκαν στη μελέτη
ογκωδέστατων βιβλιογραφικών αναφορών που περιλάμβαναν όλη τη σχετική
βιβλιογραφία της περιόδου) αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες για την
ωρίμανση στον ίδιο τον Λένιν των σχετικών ζητημάτων και την ακόλουθη
στρατηγική προσαρμογή του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που οδήγησε στην
επικράτηση της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Πέρα από αυτά, οι
Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν μελετούσαν οτιδήποτε νέο έφερνε η ζωή και η
ιδεολογική-πολιτική αντιπαράθεση (στην πολιτική, τις επιμέρους
επιστήμες, τη φιλοσοφία κλπ.) γράφοντας ολόκληρους τόμους προς απάντηση
των απόψεων που θεωρούσαν ότι στέκονταν εμπόδιο στην ανάπτυξη του
επαναστατικού εργατικού κινήματος.
Φυσικά,
το επίδικο σήμερα για το ΚΚ δεν είναι να λειτουργήσει ακριβώς έτσι,
περιμένοντας έναν Μαρξ, Ένγκελς ή Λένιν για να αναπτύξει τη θεωρία. Η
ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας στο σημερινό βαθμό ανάπτυξης του
καταμερισμού της εργασίας στην κοινωνία και το Κόμμα απαιτεί πολύ πιο
συλλογικά χαρακτηριστικά. Παρά τα προβλήματα που αναφέρθηκαν, έχουν
γίνει σημαντικά βήματα στο Κόμμα τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικές είναι
οι επεξεργασίες για το Σοσιαλισμό, για το Β΄ τόμο του Δοκιμίου, για το
νέο Πρόγραμμα και Καταστατικό. Ήδη, αυτές οι επεξεργασίες έδειξαν τα
οφέλη τους στην επαναστατική δράση τη σύνθετη περίοδο της καπιταλιστικής
οικονομικής κρίσης και της συνεχόμενης αναμόρφωσης του αστικού
πολιτικού συστήματος. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι, αν δεν είχε
προηγηθεί αυτή η διαδικασία θεωρητικής και ιδεολογικής ενδυνάμωσης του
ΚΚΕ, οι πιέσεις για συμμετοχή σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, για
συνεργασία με τους οπορτουνιστές κλπ. θα ήταν πολύ πιο ισχυρές εντός και
εκτός Κόμματος.
Τα
παραπάνω δείχνουν πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα του χαρακτήρα του
Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτή η συνθετότητα αναδεικνύεται μέσα από το
σύνολο των μαθημάτων που περιλαμβάνονται στην ενότητα της θεωρίας για το
κομμουνιστικό κίνημα, στα οποία θα δούμε την ιστορική πορεία
διαμόρφωσης του επαναστατικού-εργατικού κόμματος. Η συνθετότητα
αποδεικνύεται άλλωστε και έμπρακτα από το γεγονός ότι πολύ συχνά
εκφυλίστηκε ο χαρακτήρας του επαναστατικού-εργατικού κόμματος. Μπορούμε
λοιπόν να πούμε ότι πρόκειται για ένα βαθύ, πολύπλευρο ιδεολογικό και
οργανωτικό ζήτημα της ταξικής πάλης.
ΚΑΠΟΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Ας
θυμηθούμε, λοιπόν, εν συντομία κάποια βασικά σημεία της πορείας
διαμόρφωσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ). Τα ΚΚ
διαμορφώθηκαν σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου κατά τη δεύτερη και τρίτη
δεκαετία του 20ού αιώνα, ως αποτέλεσμα της ρήξης με τα ενσωματωμένα στο
σύστημα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία είχαν διαμορφωθεί τις
τελευταίες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα και τα περισσότερα μετά την
Παρισινή Κομμούνα (1871), ως επαναστατικά κόμματα της εργατικής τάξης.
Το
κομμουνιστικό κίνημα, δηλαδή τα ΚΚ που διαμορφώθηκαν και πήραν αυτόν
τον τίτλο στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και μετά, ήταν προϊόντα
της επαναστατικής ρήξης με τη σοσιαλδημοκρατία. Ωστόσο, απ’ όλα αυτά τα
κόμματα που συγκροτήθηκαν σε μια σειρά χώρες στη βάση της ρήξης με το
θεωρητικό αναθεωρητισμό και τον πολιτικό οπορτουνισμό, μπορούμε να πούμε
ότι το πιο ώριμο και ικανό να ηγηθεί και να διεξάγει την επανάσταση
ήταν το κόμμα στη Ρωσία, δηλαδή το Κόμμα των Μπολσεβίκων, το κόμμα στο
οποίο μέσα από μια πορεία ηγήθηκε ο Λένιν.
Τα
περισσότερα ΚΚ που προκύψαν σε αυτήν την περίοδο πολύ γρήγορα
συναντήθηκαν με μια σειρά από δυσκολίες αντικειμενικές αλλά και
υποκειμενικές, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να παίξουν το ρόλο τους ως
τέτοια κόμματα. Τα προβλήματα αυτά δεν μπόρεσαν να αντιμετωπιστούν σε
βάθος κατά τη δεκαετία του 1920, η οποία χαρακτηρίζεται από την
υποχώρηση της επαναστατικής ανόδου και τη σχετική σταθεροποίηση του
καπιταλισμού. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, όταν κατά τις
δεκαετίες 1930-1940 ξαναβρέθηκαν σε συνθήκες γενικευμένου
ιμπεριαλιστικού πολέμου, στο έδαφος αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων και
όξυνσης των αντιπαραθέσεων, τα περισσότερα ΚΚ δεν μπόρεσαν να παίξουν
το ρόλο τους ως καθοδηγητές της επαναστατικής ανατροπής. Γιατί; Γιατί σε
αυτήν την περίοδο έχουμε ΚΚ που ουσιαστικά δεν είχαν σταθεροποιήσει
στο εσωτερικό τους, στο χαρακτήρα τους, στη συγκρότησή τους, στη
λειτουργία τους, στην ιδεολογία τους, στη διαμόρφωση της πολιτικής τους τον πλήρη ιδεολογικό-πολιτικό και οργανωτικό διαχωρισμό από τη σοσιαλδημοκρατία,
το ρεύμα από το οποίο αποσχίστηκαν και διαμορφώθηκαν σε ξεχωριστά
κόμματα. Γι’ αυτό και δεν αποκρυσταλλώθηκε σε επαναστατική θεωρία η
ανάγκη μη συνεργασίας με τον αποσχισμένο οπορτουνισμό σε οποιεσδήποτε
πολιτικές συνθήκες (π.χ. βασιλείας, φασιστικής διακυβέρνησης,
ιμπεριαλιστικής επίθεσης, στρατιωτικής δικτατορίας κλπ.).
Με
άλλα λόγια, δεν είναι αυτονόητο, δεν είναι άπαξ κερδισμένο για κανένα
Κόμμα και ανεξάρτητα από τον τίτλο, το Πρόγραμμά του, τις αρχές
συγκρότησής του, το Καταστατικό του, το να μπορεί να είναι στην πράξη
επαναστατικό εργατικό κόμμα, κομμουνιστικό.
Πώς
εκδηλώθηκαν αυτά τα προβλήματα, αυτή η θεμελιακή αδυναμία και σύγχυση
μέσα στο εσωτερικό των κομμάτων; Εκδηλώθηκαν στις αντιλήψεις και την
πρακτική γύρω από τη σχέση του Κόμματος με το κίνημα. Φυσικά, αυτές οι
προβληματικές αντιλήψεις και πρακτικές δεν αναπτύχθηκαν «στο κενό», αλλά
υπό το βάρος μιας αντικειμενικής αντίφασης που διατρέχει κάθε ΚΚ σε μη
επαναστατικές συνθήκες. Αυτή η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ το
ΚΚ είναι κόμμα επαναστατικής ανατροπής, δε δρα σε συνθήκες που ευνοούν
την επαναστατική ανατροπή. Αυτό ισχύει και για το Κόμμα μας σήμερα, το
οποίο σε συνθήκες «σχετικής ειρήνης» με τον ταξικό αντίπαλο παλεύει για
τη συγκέντρωση δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.
Όταν λέμε «σχετική ειρήνη», εννοούμε ότι το ΚΚ δε θεωρείται παράνομο,
ότι ο ταξικός αντίπαλος εν μέρει το ανέχεται και ως νόμιμο κόμμα του
κοινοβουλίου, του ευρωκοινοβουλίου, της τοπικής και περιφερειακής
διοίκησης κλπ. Και λέμε εν μέρει, γιατί σε όλες τις συνθήκες
–συμπεριλαμβανομένης της αστικής νομιμότητας– δεν παύουν οι άμεσες ή
έμμεσες νομικές, πολιτικές, εργοδοτικές διακρίσεις ή επιθέσεις προς το
ΚΚ.
Αυτή
η αντίφαση, λοιπόν, μπορεί εύκολα να οδηγήσει το Κόμμα της
επαναστατικής ανατροπής να γίνει κόμμα που προσαρμόζει και περιορίζει τη
δράση του στο πλαίσιο του συστήματος. Και μάλιστα πρέπει να σημειωθεί
ότι μια τέτοια προσαρμογή μπορεί να γίνει ακόμα και μαχητικά, π.χ.
παλεύοντας σκληρά να μην περάσει ένας αντιλαϊκός νόμος, όπως πρόσφατα
για το Ασφαλιστικό και τις εργασιακές αλλαγές, διεκδικώντας μαχητικά την
υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας, τις αυξήσεις μισθών, τη βελτίωση
των συνθηκών εργασίας, γενικά πρωτοστατώντας στην πάλη για όλα τα
εργατικά και λαϊκά δικαιώματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που η αντίφαση
ανάμεσα στην πρωτοπόρα μαχητική δράση, τις θυσίες, τη συνέπεια, την
ανιδιοτέλεια των κομμουνιστών από τη μία και την αδύναμη ανάπτυξη της
θεωρίας, την αδύναμη θωράκισή τους από την εισβολή της αστικής
ιδεολογίας από την άλλη λύθηκε στην κατεύθυνση της επιστροφής πολλών ΚΚ
στην αρχική σοσιαλδημοκρατική τους κοιτίδα.
Τα
παραπάνω δε σημαίνουν βέβαια ότι δε χρειάζονται προσαρμογές στις
διαφορετικές συνθήκες ή ότι το ΚΚ δεν πρέπει να παλεύει για να εμποδίζει
αντιλαϊκά μέτρα, για μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων κλπ. Αυτό που
θέλουμε να επισημάνουμε με καθαρότητα είναι ότι αυτές οι απαραίτητες
προσαρμογές στον καθημερινό αγώνα δεν πρέπει να αποσπώνται από την
επαναστατική στρατηγική. Αυτός ο κίνδυνος απόσπασης είναι εξίσου
επικίνδυνος με το μη υπολογισμό του επιπέδου συνείδησης των μαζών.
Τέτοια
αρνητικά παραδείγματα προσαρμογής αποτελούν, για παράδειγμα, η
αναζήτηση αστικής κυβερνητικής λύσης με τη στήριξη- συμμετοχή του ΚΚ ή η
άρνηση υποταγής της κοινοβουλευτικής δουλειάς στην εξωκοινοβουλευτική
ταξική πάλη, με άλλα λόγια η κυριαρχία του λεγκαλισμού και του
κοινοβουλευτισμού έναντι της επαναστατικής γραμμής. Και ξέρετε ότι
υπήρχαν και υπάρχουν πολλά ΚΚ που έχουν κάνει τέτοιου είδους
προσαρμογές. Όμως πρέπει να μας απασχολήσουν βαθύτερα οι αιτίες που
οδηγούν σε τέτοιες λαθεμένες προσαρμογές, πρώτ’ απ’ όλα από ηγεσίες ΚΚ.
Αν γνωρίζουμε τις αντικειμενικές συνθήκες που σπρώχνουν σε τέτοιες
συμβιβαστικές πολιτικές τάσεις, τότε πολύ καλύτερα μπορούμε ν’
αντικρούσουμε τις τελευταίες. Εδώ δεν πρέπει να φοβηθούμε την ανάδειξη
των λαθών που προκύπτουν από τη μελέτη της ιστορίας του ΔΚΚ. Πρέπει να
διδαχτούμε από αυτά για να μην τα επαναλάβουμε.
Βέβαια,
το ζήτημα είναι σύνθετο και επομένως και πάρα πολύ δύσκολο. Σε αυτήν τη
μελέτη δεν πρέπει να υποτιμήσουμε παράγοντες όπως η πίεση του
αντιπάλου, οι δυσκολίες της ταξικής πάλης, η επίδραση της αστικής
ιδεολογίας στις γραμμές της εργατικής τάξης, το γεγονός ότι ο αντίπαλος
διδάσκεται, προσαρμόζεται για να αντιμετωπίζει κάθε φορά αποτελεσματικά
την επαναστατική εργατική πρωτοπορία. Ωστόσο, από τη δική μας τη σκοπιά
πρέπει να εστιάσουμε στις υποκειμενικές αδυναμίες, στην αδύναμη θωράκιση
των ΚΚ από τις παραπάνω αντικειμενικές πιέσεις.
Ιδιαίτερα
διδακτική για όλα τα παραπάνω είναι η περίοδος λίγο πριν και μετά το Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή την περίοδο στα ΚΚ των περισσότερο αναπτυγμένων
καπιταλιστικών κρατών (Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, ΗΠΑ, Ιαπωνία) γενικεύτηκε
η αναθεώρηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και η κυριαρχία της
οπορτουνιστικής πολιτικής. Αυτά τα ΚΚ είχαν μεν εργατική σύνθεση, αλλά
ακριβώς επειδή μιλάμε για τα συγκεκριμένα κράτη επιδρούσε σε σημαντικό
βαθμό η εκτεταμένη εργατική αριστοκρατία σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα, η
οποία υπεισερχόταν και στο ίδιο το Κόμμα, άλλαζε σε μια πορεία τη
σύνθεσή του, διαμόρφωνε οπορτουνιστικές πιέσεις, τάσεις που κυριάρχησαν
σε κάποια ΚΚ. Αυτή ήταν η κοινωνική βάση για να αναπτυχθεί η
οπορτουνιστική πολιτική και η αναθεώρηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας,
δηλαδή η ανοιχτή ή συγκαλυμμένη άρνηση του θεμελιακού στοιχείου στη
σχέση επαναστατικής θεωρίας - πολιτικής πράξης. Φυσικά, αυτή η κυριαρχία
του οπορτουνισμού στα ΚΚ δεν ήταν νομοτελειακή, ωστόσο η αποτροπή της
πίεσης προϋπέθετε ερμηνεία των νέων φαινομένων και αντίστοιχη
ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προσαρμογή τους. Αυτές οι θεωρητικές
αδυναμίες, από την άλλη, επιδρούσαν αρνητικά στην κοινωνική σύνθεση των
ΚΚ.
Η
αναθεώρηση έγινε μέσα από μια διαδικασία. Και η αναθεώρηση έφτανε στο
σημείο να αλλάξει ριζικά τα κριτήρια της κατάταξης στην εργατική τάξη,
καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη μειωνόταν σταθερά με την
ανάπτυξη του καπιταλισμού, υποστηρίζοντας ότι τα χαρακτηριστικά της
είχαν αλλάξει πλήρως σε σχέση με την εποχή των Μαρξ - Ένγκελς - Λένιν. Η
θεωρητική και ιδεολογική υποχώρηση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να
εγκαταλειφτεί το βασικό κριτήριο, η σχέση της μισθωτής εργασίας με το
κεφάλαιο, της μίσθωσης της εργατικής δύναμης από την καπιταλιστική
ιδιοκτησία. Αντί αυτού του μαρξιστικού κριτηρίου υιοθετήθηκαν άλλα
κριτήρια, όπως το επίπεδο μόρφωσης, ο βαθμός επαγγελματικής ειδίκευσης, ο
χειρωνακτικός ή διανοητικός χαρακτήρας της εργασίας κλπ. Αυτός ο τρόπος
κατάταξης δεν είναι όμως ο μαρξιστικός, αλλά ο αστικός, αυτός που
υιοθετεί η αστική ιδεολογία, η οποία ταυτίζει την εργατική τάξη με
ορισμένα τμήματα του προλεταριάτου στη Μεταποίηση, τις Κατασκευές και
κάποιους άλλους κλάδους, ερμηνεύοντας τη σχετική μείωση της απασχόλησης
σε αυτούς τους κλάδους ως «τέλος της εργατικής τάξης».
Τα
ΚΚ κοιτούσαν με αμηχανία τις ταχύτατες αλλαγές στη σύνθεση της
εργατικής τάξης που νομοτελειακά επιφέρει ο καπιταλισμός ως αποτέλεσμα
της επαναστατικοποίησης της παραγωγικής βάσης. Δεν μπόρεσαν να
ερμηνεύσουν αυτές τις αλλαγές και να προσαρμόσουν την παρέμβασή τους και
αυτή η αδυναμία καλύφτηκε με την υιοθέτηση αστικών και μικροαστικών
αντιλήψεων για την εργατική τάξη και το κίνημά της. Το τιμόνι της
επαναστατικής θεωρίας δεν ήταν σταθερό για να κρατηθεί η πολιτική δράση
σε επαναστατικές ράγες.
Από
την άλλη μεριά, υπήρξαν ΚΚ με περισσότερο αγροτική σύνθεση, σε χώρες
όπου ο καπιταλισμός ακόμα δεν είχε την πλήρη του ανάπτυξη, ώστε να έχουν
καπιταλιστικοποιηθεί οι σχέσεις στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας
(Ινδία, Κίνα κλπ.). Επρόκειτο για ΚΚ που δρούσαν σε χώρες που δε
βρίσκονταν ακριβώς σε καπιταλιστική καθυστέρηση, αλλά σε βαθιά
καπιταλιστική ανισομετρία. Σε κάποιες περιπτώσεις, μαζί με την
καπιταλιστική ανάπτυξη συνυπήρχε και έντονη προ-καπιταλιστική
καθυστέρηση, μισο-αποικιοκρατία, στρατιωτικές δικτατορίες στηριγμένες
από ξένες δυνάμεις, δηλαδή από άλλα καπιταλιστικά κράτη. Αυτή η
κατάσταση ήταν έντονη σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας, ακόμα και της
αμερικανικής ηπείρου. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις, τα ΚΚ
ηγήθηκαν σ’ έναν ένοπλο αντιαποικιακό, εθνικοαπελευθερωτικό,
αντικατοχικό αγώνα και γι’ αυτό κέρδισαν τόσο τη λαϊκή στήριξη στις
χώρες τους όσο και την υλική, πολιτική και ηθική στήριξη από κράτη της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό έγινε κατά
κόρον στις περιοχές και τις ηπείρους που αναφέραμε, με πολλά από αυτά να
υποστηρίζουν ότι ηγούνται στην «αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική
ανάπτυξη», π.χ. σε Συρία και Αίγυπτο –αυτό το τελευταίο είναι μεγάλο
θέμα και θέλει αυτοτελή συζήτηση. Ειδικότερα, υπήρξαν κόμματα με
περισσότερο αγροτική σύνθεση τα οποία, σε συνθήκες παγκόσμιας
αντιπαράθεσης ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, ηγήθηκαν σε
διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως στην Κούβα και το Β. Βιετνάμ.
Δηλαδή
έχουμε μια αντιφατικά εξελισσόμενη κατάσταση για το κομμουνιστικό
κίνημα, για το χαρακτήρα των ΚΚ μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τόσο ο
χρονικός διαχωρισμός όσο και η κατηγοριοποίηση των ΚΚ είναι αρκετά
σχηματική, προκειμένου να καταλάβουμε λίγο καλύτερα πώς οι κοινωνικές
και πολιτικές εξελίξεις μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στον επαναστατικό
χαρακτήρα του ΚΚ, να συμβάλουν στην άμβλυνση της επαναστατικότητας της
γραμμής πάλης, στο βαθμό που δεν υπάρχει ένα γερό επαναστατικό θεωρητικό
θεμέλιο ερμηνείας τους.
Χρειάζεται
βαθύτερη διερεύνηση ποιοι παράγοντες επιδρούν στο χαρακτήρα ενός ΚΚ,
υπολογίζοντας την ιδιαίτερη βαρύτητα κάθε ΚΚ, ακόμα και ομάδας ΚΚ από
κάποια περιοχή ή ήπειρο, στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Γιατί
εμάς τους κομμουνιστές δε μας ικανοποιεί να ξεκινάμε την ερμηνεία των
γεγονότων της ταξικής πάλης δίνοντας πρωτεύοντα ρόλο στους ηγέτες.
Ξέρουμε ότι δε γεννιέται σε παρθένο έδαφος η λαθεμένη σκέψη ή δεν
τσακίζει η θέληση ενός ηγετικού στελέχους ή ομάδας στελεχών από το
πουθενά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παίζει ρόλο η προσωπικότητα στο
επαναστατικό κίνημα και στο Κόμμα.
Αν
θέλετε, μεταπολεμικά ένα ακόμα αντικειμενικό στοιχείο που επηρέασε
αυτήν τη διασάλευση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος ήταν ότι
στην καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία έγιναν προσαρμογές με στοιχεία
φαινομενικά «ξένα» ως προς τον καπιταλισμό, π.χ. ορισμένος σχεδιασμός
από τις κυβερνήσεις, από τα κράτη, ορισμένα γενικευμένα συστήματα
κοινωνικών παροχών, τάση γενίκευσης του κρατικού μονοπωλίου (και όχι
απλώς ύπαρξής του η οποία συνόδευε σε κάποιο βαθμό τον καπιταλισμό από
τα πρώτα του βήματα, χωρίς όμως να έχει γενικευμένη έκφραση). Παράλληλα,
ιδιαίτερη πίεση στα ΚΚ άσκησε η διακριτή βελτίωση των όρων ζωής της
εργατικής τάξης στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη τις πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες, που οφειλόταν σε παράγοντες όπως τα μονοπωλιακά
υπερκέρδη, η τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά και
η πίεση των κατακτήσεων στις σοσιαλιστικές κοινωνίες. Αυτά τα νέα
φαινόμενα που έφερε η ζωή στον καπιταλισμό δεν μπόρεσαν να ερμηνευτούν
θεωρητικά, άφησαν στα ΚΚ έδαφος στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός όντως
εξανθρωπίζεται και δεν είναι απαραίτητη η επαναστατική ανατροπή.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι βασικό επιχείρημα της υποστήριξης
του «κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό», που υποστήριζε ο
«ευρωκομμουνισμός», ήταν το επιχείρημα ότι ο εργάτης, και ακόμα
περισσότερο ο βιομηχανικός εργάτης, είχε δικό του σπίτι, εξοχικό,
αυτοκίνητο και μια σειρά πρωτόγνωρες σε σχέση με παλιότερα ανέσεις και
γι’ αυτό δεν είχε καμία διάθεση και κανένα κίνητρο να τα ριψοκινδυνέψει
όλα αυτά με την επανάσταση.
Στο
βαθμό που αυτοί οι παράγοντες αναπτύσσονταν, διευρύνονταν τα φαινόμενα
εκφυλισμού του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και πολλαπλασιαζόταν η
πίεση ενσωμάτωσης των ΚΚ. Έτσι, γενικεύεται μεταπολεμικά ο
εργοδοτικός-κυβερνητικός συνδικαλισμός και ο οπορτουνισμός στα ΚΚ. Το
πρόβλημα διογκώθηκε με την εδραίωση της αστικής κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας στις λαϊκές συνειδήσεις και την αντίστοιχη πίεση στα ΚΚ. Σε
πολλές από τις παραπάνω χώρες η παρέμβαση των κομμουνιστών στο
συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα υποτασσόταν όλο και περισσότερο στις
κοινοβουλευτικές (και πολλές φορές κυβερνητικές) επιδιώξεις των ΚΚ. Σε
αυτές τις συνθήκες, η αποτροπή της διείσδυσης της αστικής ιδεολογίας στα
ΚΚ απαιτούσε πολύ γερή θεωρητική και ιδεολογική θωράκιση, απαιτούσε
ικανότητα ερμηνείας των νέων φαινομένων που γεννά ο καπιταλισμός,
απαιτούσε προσαρμογή της επαναστατικής δράσης σε αυτές τις συνθήκες.
Ορισμένα
από αυτά τα προβλήματα, σε άλλες συνθήκες και με άλλη μορφή,
διαμορφώνονταν και στα ΚΚ εξουσίας ακόμα και της πρωτοπόρας χώρας στη
σοσιαλιστική οικοδόμηση, στο ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης. Ωρίμαζαν σε
κατεύθυνση οπορτουνιστικής διάβρωσης, στη συνέχεια σε κρίση στο Διεθνές
Κομμουνιστικό Κίνημα, σε κατεύθυνση σοσιαλδημοκρατικοποίησης των ΚΚ,
ανεξάρτητα αν το διακήρυσσαν ή όχι, ανεξάρτητα αν άλλαζαν τον τίτλο τους
ή έπαιρναν απόφαση να συμμετάσχουν στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, στην
παλιά, νεότερη κλπ.
Όσον αφορά την πολιτική των ΚΚ, η κύρια πολιτική διολίσθηση, το
κύριο πρόβλημα ήταν η συνεργασία του κομμουνιστικού κινήματος και
πολιτικά και κινηματικά με τη σοσιαλδημοκρατία, από την οποία τυπικά,
οργανωτικά είχε διαχωριστεί. Πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο,
όπως ήδη ανέφερα, υπήρχε από την προηγούμενη περίοδο, από την περίοδο
δηλαδή της δημιουργίας των ΚΚ και της επαναστατικής ανόδου αμέσως μετά
τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Όπως φάνηκε, αυτή η απόσχιση ποτέ
δεν ολοκληρώθηκε πλήρως –ιδεολογικά, οργανωτικά, πολιτικά– ως πλήρη ρήξη
με τη σοσιαλδημοκρατία, σταθεροποιημένη και για την περίοδο της
επαναστατικής υποχώρησης στο συσχετισμό της ταξικής πάλης μετά το 1924.
Έτσι, στη δεκαετία του 1930, αν και ο καπιταλισμός μπήκε σε μεγάλη
οικονομική κρίση σε διεθνές επίπεδο, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα δεν
μπόρεσε να την εκμεταλλευτεί, να την χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο μιας
νέας επαναστατικής ανόδου, αλλά εγκλωβίστηκε στην πολιτική γραμμή
υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας έναντι του κινδύνου του φασισμού. Γενικά,
την περίοδο γύρω από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταλείφτηκε η στρατηγική
προσαρμογή που οδήγησε τους μπολσεβίκους στη νικηφόρα Οκτωβριανή
Επανάσταση.
Αυτή
η στρατηγική ανεπάρκεια στα ΚΚ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών
συνδέθηκε με μια βαθιά οπορτουνιστική κρίση που αγκάλιασε μεταπολεμικά
και το ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης (20ό Συνέδριο, 1956) και άλλα ΚΚ
εξουσίας. Σε αυτήν την παρουσίαση δε θα σταθούμε στους παράγοντες που
επέδρασαν στη σταδιακή αναθεώρηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Σε άλλα
μαθήματα της Σχολής θα συζητήσετε αναλυτικά τη συλλογική τοποθέτηση του
Κόμματός μας για την οπορτουνιστική πολιτική που κυριάρχησε σε ζητήματα
πρώτ’ απ’ όλα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και της εξωτερικής
πολιτικής στην ΕΣΣΔ.
Στη
συνέχεια, η περίοδος νίκης της αντεπανάστασης στις χώρες της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης σηματοδοτεί μια νέα, βαθιά ιδεολογική,
πολιτική και οργανωτική κρίση στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Προϊόν
αυτής της κρίσης ήταν η διάλυση και μετάλλαξη πολλών ΚΚ μέσω της
σοσιαλδημοκρατικοποίησής τους και της μετατροπής τους σε νέα κόμματα που
εμφανίζονται ως νεο-σοσιαλιστικά και αριστερά (χρησιμοποιώντας τον όρο
«εκσυγχρονιστική Αριστερά»), ενώ πολλά από τα ΚΚ που διατήρησαν τον
τίτλο τους υφίστανται πλήρη ιδεολογικό, οργανωτικό και πολιτικό
εκφυλισμό. Από την άλλη όμως έχουμε και μια αργή διαδικασία διαμόρφωσης
νέων ΚΚ (είτε από την αρχή είτε από δυνάμεις που αποσχίστηκαν από τα
εκφυλισμένα ΚΚ) και ανασυγκρότησης κάποιων κομμάτων. Παράλληλα, έχουμε
και κάποια λίγα τα οποία, χωρίς να χάσουν την ιστορική συνέχειά τους,
ανακτούν ή ενισχύουν τα κομμουνιστικά τους χαρακτηριστικά. Μια τέτοια
περίπτωση είναι το δικό μας κόμμα, το ΚΚΕ.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚ
Απ’
όλη αυτήν την εισαγωγική τοποθέτηση πρέπει να ξεχωρίσουμε το εξής: Στις
κομματικές σχολές αναγκαζόμαστε για λόγους μεθοδολογικούς και
γνωσιοθεωρητικούς να ταξινομούμε μια σειρά από θέματα που αφορούν το
Κομμουνιστικό Κόμμα και να τα συζητάμε χωριστά (θεμελιακές ιδεολογικές
αρχές του, ο προλεταριακός διεθνισμός, η δράση του Κόμματος σε μη
επαναστατικές συνθήκες κλπ.). Όταν όμως έχουμε στο μυαλό μας τι είναι το
Κόμμα, δεν πρέπει να τα έχουμε αυτά ξεχωριστά, αλλά να τα σκεφτόμαστε
συνθετικά, παρόλο που δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει να κάνουμε
προσπάθεια να τα αντιμετωπίσουμε έτσι.
Είναι
άλλο ζήτημα πού θα ρίξουμε το βάρος συζητώντας το ένα ή το άλλο θέμα,
πού θα εμβαθύνουμε κάθε φορά. Για παράδειγμα στο ζήτημα στελέχωσης του
Κόμματος προκύπτουν μια σειρά από πολύ σύγχρονα ζητήματα. Αφορούν τον
καταμερισμό δουλειάς μέσα στο Κόμμα και μεταξύ των απαλλαγμένων από
επαγγελματικές υποχρεώσεις κομμουνιστών. Σε αυτό έγινε πολύ μεγάλη
επίθεση στο Κόμμα στην περίοδο 1989-1991. Το Κόμμα κινδύνεψε να διαλυθεί
από αυτά τα ζητήματα. Οι οπορτουνιστές ζύμωναν ότι δε χρειάζονται
επαγγελματίες κομμουνιστές, γιατί δήθεν δεν έχουν επαφή με τον κόσμο, με
την κοινωνία, γιατί κάνουν την επαναστατική δράση επάγγελμα. Ακόμα και
σήμερα δεν είναι λυμένα τέτοια ζητήματα σε ΚΚ.
Δείτε
το εξής πρόβλημα: Υπάρχουν ΚΚ που ανασυγκροτούνται, που έχουν κάνει μια
προσπάθεια σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο, στο επίπεδο της διαμόρφωσης
του Προγράμματός τους κλπ. και δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν πλήρως
ότι δε συγκροτείται ΚΚ χωρίς επαγγελματικά στελέχη, δηλαδή στελέχη που
ασχολούνται με το Κόμμα, με τον ταξικό αγώνα από το πρωί μέχρι το βράδυ ή
από το πρωί μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, αν χρειαστεί. Επίσης, πέρα από
αυτό, η σύγχρονη ταξική πάλη προϋποθέτει και έναν «επαγγελματισμό» που
μπορεί να κατακτηθεί μόνο από στελέχη χωρίς άλλες επαγγελματικές και
βιοποριστικές υποχρεώσεις. Δεν είναι λυμένα τέτοια ζητήματα στην πράξη.
Γι’
αυτό, διαβάζοντας για το Κόμμα δεν αρκεί να διαβάσουμε τι είπε ο Λένιν
για το ΚΚ, ποιες είναι οι αρχές λειτουργίας, ποια είναι τα γενικά
χαρακτηριστικά. Όλα αυτά πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε πολύ πρακτικά,
μέσα στη δουλειά.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο ζήτημα της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος. Είναι
θεμελιακό να πλειοψηφεί η εργατική τάξη μέσα στο Κόμμα, και μάλιστα η
εργατική τάξη των σύγχρονων δυναμικών κλάδων και ειδικοτήτων που βάζουν
τη σφραγίδα τους στη συνολική καπιταλιστική οικονομία. Ήταν πάντα σε
κάθε ΚΚ, η εργατική τάξη, με τα χαρακτηριστικά που έχει η σύγχρονη
εργατική τάξη, το καθοριστικό στοιχείο μέσα στο Κόμμα; Ή, πιο
συγκεκριμένα, μελετώντας την ιστορία του Κόμματός μας, κυριαρχούσε η
εργατική σύνθεση στο Κόμμα μας σε συνθήκες επαναστατικές, που υπήρχε και
ένοπλος αγώνας; Στο ΔΣΕ κυριαρχούσε το εργατικό στοιχείο ή το αγροτικό;
Όπως γνωρίζετε, κυριαρχούσε το αγροτικό. Και μ’ αυτό το παράδειγμα
φαίνεται ότι ορισμένα ζητήματα δεν είναι αυτονόητα και δεν πρέπει να τα
σκεφτόμαστε και να τα αντιμετωπίζουμε με σχηματικότητα. Να διαβάζουμε
κάτι σε θεωρητικό επίπεδο, να συγκρατούμε και από μνήμης αρχές, να λέμε
προλεταριακός διεθνισμός θεμελιακή αρχή του ΚΚ ή εργατική σύνθεση
θεμελιακή αρχή του ΚΚ, αλλά στην πράξη να κρίνουμε την πείρα με βάση τη
στενή εμπειρία της οργάνωσης, του οργάνου, ν’ αποσυνδέουμε την πείρα από
την ικανότητα θεωρητικής σκέψης.
Εμείς
αυτό που θέλουμε να πετύχουμε εδώ στη Σχολή είναι να κατακτήσουμε έναν
τρόπο να τα συνδέουμε στη σκέψη μας, στα κριτήριά μας. Θέλουμε η
συζήτηση να πατάει στην εμπειρία τη δικιά σας, αλλά με βάση τους
γενικούς κανόνες που αφορούν το ΚΚ, τις νομοτέλειες που αφορούν το
επαναστατικό-εργατικό κόμμα. Όχι μια άκριτη περιγραφή πείρας, γιατί η
προσωπική –ακόμα και η συλλογική– πείρα μπορεί να είναι αποσπασματική ή
και προβληματική και να μην μπορεί να εμβαθύνει στις αιτίες. Άλλωστε, σε
κανένα ζήτημα δεν επαρκεί η πείρα για να βγουν τα σωστά συμπεράσματα
και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι σε όλα τα ζητήματα η ίδια πείρα
τροφοδοτεί πολύ διαφορετικά συμπεράσματα. Απαιτείται μέθοδος, ικανότητα
θεωρητικής σκέψης, διανοητική εργασία για να μπορέσει η πείρα να
καρποφορήσει τη σκέψη.
Έτσι,
η μελέτη ακόμα και της αρνητικής πείρας μπορεί –με την προϋπόθεση ότι
θα γίνει με τη δική μας μέθοδο και τα δικά μας κριτήρια– να μας βοηθήσει
να γίνουμε καλύτεροι ως στελέχη, ως Κόμμα συλλογικά, ως ποιότητα
παρέμβασης στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Για παράδειγμα, στο ζήτημα
της κοινωνικής σύνθεσης του ΔΣΕ δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα αν
δε μελετήσουμε παράγοντες όπως η στρατηγική του Κόμματος και όλες οι
πρακτικές πολιτικές αποφάσεις που απορρέουν από αυτήν. Πρέπει να
αποκτήσουμε αυτήν την ικανότητα σε όλα, στη σχέση Κόμματος-θεωρίας
(καλύτερα θα λέγαμε στη σχέση Κομματικών Οργανώσεων και μελών με τη
θεωρία), στο ζήτημα της εργατικής σύνθεσης, της οικοδόμησης, στη σχέση
Κόμματος-κινήματος, στη σχέση Κόμματος-μαζών. Γενικότερα στην παρέμβαση
των κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα, στο κίνημα των μεσαίων στρωμάτων,
το αγροτικό, το κίνημα της νεολαίας, το κομμάτι αυτό που είναι στις
σπουδές –φοιτητές, σπουδαστές, μαθητές– στο ριζοσπαστικό γυναικείο
κίνημα. Δεν είναι εύκολη δουλειά.
Αλλά
και άλλα ζητήματα, που φαίνονται πρακτικά, έχουν τη θεωρητική τους
βάση, π.χ. ζητήματα που σχετίζονται με την οργανωτικότητα μέσα στο
Κόμμα. Γιατί και η οργανωτικότητα έχει και αυτή νομοτέλειες, δεν είναι
«κάνω ό,τι θέλω». Σε αυτό που είπαμε πριν, καταμερισμός δουλειάς σε
συνδυασμό με την αναγκαιότητα για επαγγελματίες επαναστάτες, στην
ικανότητα να βγάζουμε συμπεράσματα. Αδυναμίες αυτής της ικανότητας
αποτυπώνει η δυσκολία να γράψουμε μια σελίδα και να στείλουμε ένα άρθρο
στο «Ριζοσπάστη», ώστε να γενικευτεί η πείρα της δράσης, αυτό που έχεις
κατακτήσει σ’ ένα χώρο, να γίνει κτήμα και του άλλου. Γιατί δεν μπορούμε
να γράψουμε ένα άρθρο για την ΚΟΜΕΠ; Δε σχετίζεται με το βαθμό
ενσάρκωσης σε κάθε στέλεχος της σχέσης θεωρίας-πράξης;
Επίσης,
οι αναγκαιότητες ουσιαστικής μετουσίωσης της ενότητας θεωρίας-πράξης σε
κάθε μέλος και στέλεχος του Κόμματος εκφράζονται και στο χώρο εργασίας
μας. Για παράδειγμα, ο κομμουνιστής εκπαιδευτικός πρέπει να κάνει
διπλάσιο κόπο κατά την προετοιμασία των μαθημάτων του για να είναι σε
θέση να αναδείξει με εύστοχο και προσαρμοσμένο τρόπο μέσα από τα
μαθήματά του τα αντιδραστικά στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας που
αναπαράγονται από το σχολείο (τα οποία είναι αντικειμενικά μπερδεμένα με
τα γνωστικά) και να προβάλλει –αναλόγως και το μάθημα και τη βαθμίδα
εκπαίδευσης– κάποια στοιχεία της κομμουνιστικής ιδεολογίας προσαρμοσμένα
βέβαια στην εκπαίδευση. Εδώ κρίνεται πρώτ’ απ’ όλα ο κομμουνιστής
εκπαιδευτικός και όχι καταρχάς στο αν είναι καλός συνδικαλιστής της
εκπαίδευσης. Αυτό το καθήκον είναι ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί απαιτεί πολύ
περισσότερο χρόνο προετοιμασίας το απόγευμα στο σπίτι, απαιτεί καλή
γνώση της κοσμοθεωρίας μας και ικανότητα εκλαΐκευσης σύνθετων φαινομένων
σε ένα καθόλου γόνιμο και φιλικό έδαφος όπως είναι το αστικό σχολείο
(βιβλία γραμμένα από το κράτος, μέθοδος σκέψης που περνά στους μαθητές,
χαρακτήρας γιορτών κλπ.). Στην ουσία ο κομμουνιστής εκπαιδευτικός
καλείται να συγκρουστεί με την αστική ιδεολογία μέσα στο χώρο που αυτή
αναπαράγεται και με το ίδιο το καθήκον που του έχει αναθέσει το αστικό
κράτος. Εννοείται ότι αυτό το καθήκον δεν εξαντλείται στην τάξη, αλλά
αφορά τη συνολική παρουσία του εκπαιδευτικού στο σχολείο (αγωνιστική
στάση, σχέσεις με παιδιά και γονείς, αποχή από προσευχή και εκκλησιασμό
κλπ.). Αυτό είναι το περιεχόμενο της κομμουνιστικής πρωτοπορίας στο χώρο
της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της.
Άλλο
παράδειγμα. Δεν μπορεί ο γιατρός στις κλίνες και στα χειρουργεία να
έχει ανοχή στο φακελάκι ή στη λογική «δεν εξηγώ στον ασθενή, στο συγγενή
γιατί δεν καταλαβαίνει». Πολύ περισσότερο, ο κομμουνιστής γιατρός δεν
μπορεί να έχει ελιτίστικη συμπεριφορά απέναντι στο νοσηλευτή, στον
τεχνικό, στην καθαρίστρια, στον τραπεζοκόμο κλπ. Και δεν αποκλείονται
τέτοιες συμπεριφορές ακόμα και από κατά τ’ άλλα συνεπείς κομμουνιστές,
οι οποίοι όμως σκέφτονται τον ταξικό χωρισμό της κοινωνίας, αλλά και της
γνώσης, με αστικά κριτήρια.
Επίσης,
είναι σειρά από ζητήματα που αφορούν το πώς οικοδομείται το Κόμμα στην
πράξη ως καθοδηγητής της ταξικής πάλης, ως ηγέτης στην κίνηση των μαζών
και για τα επιμέρους καθημερινά, αλλά και για τα γενικά και προοπτικής,
συνολικά για τη διαμόρφωση των υποκειμενικών προϋποθέσεων στον ταξικό
αγώνα για τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία. Κι αυτό δε γίνεται
χωρίς να συνδεθούν με τον άξονα της πάλης για την επαναστατική ανατροπή η
πάλη για τις άμεσες ανάγκες και διεκδικήσεις, τα ζητήματα της
καθημερινής παρέμβασης στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητα σε μη επαναστατικές συνθήκες. Παλεύοντας για τα
καθημερινά προβλήματα δε χάνουμε το κύριο, που είναι η κατάργηση της
εκμετάλλευσης και η οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας, έχοντας κατά νου
ότι η οικονομική πάλη δεν οδηγεί από μόνη της στην επαναστατική πολιτική
πάλη.
Ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα στη θεωρία και στην πολιτική πράξη είναι η σχέση Κόμματος-συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος.
Η δυσκολία του ζητήματος πηγάζει απ’ το γεγονός ότι το ίδιο το Κόμμα
είναι μορφή έκφρασης του εργατικού κινήματος, και μάλιστα η ανώτερη, η
συνειδητή του έκφραση. Επομένως, δεν μπορούμε ν’ αναφερόμαστε στο κίνημα
της εργατικής τάξης χωρίς ν’ αναφερόμαστε στην ανώτερη μορφή του, το
κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο συνειδητά και σχεδιασμένα παλεύει για την
κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας, για την
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό επιστημονικό
σχεδιασμό της παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων και υπηρεσιών.
Ωστόσο
κατώτερες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, και μάλιστα σε μεγάλη
γκάμα ως προς τους στόχους δράσης ή και ως προς το βαθμό χειραγώγησής
τους από την καπιταλιστική ιδεολογία και πολιτική, θα υπάρχουν όχι μόνο
σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου, σ’ επαναστατική κατάσταση, αλλά
τουλάχιστον και κατά την πρώτη περίοδο νίκης της σοσιαλιστικής
επανάστασης.
Το
γεγονός αυτό καθιστά σύνθετη τη σχέση Κόμματος-εργατικών μαζικών
οργανώσεων. Ως προς το βαθμό σύγκλισης των στόχων τους, η μεταξύ τους
σχέση αντικειμενικά ποικίλει ανάλογα με το συσχετισμό μεταξύ των δύο
αντίπαλων τάξεων, που ως ένα βαθμό αντανακλάται και στο συσχετισμό μέσα
στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα. Ο αστικός και ρεφορμιστικός
συνδικαλισμός μπορεί να έχει οδηγήσει σε τόσο εκφυλιστικές καταστάσεις,
ώστε συχνά να επιβάλλεται η παρέμβαση των κομμουνιστών γι’ αυτοτελή
συγκρότηση σωματείων, συνδικάτων, ομοσπονδιών, για συσπείρωσή τους σε
ταξική κατεύθυνση, όπως συνέβη με το ΠΑΜΕ. Η καταγραφή απεγκλωβισμού και
άρα η διεύρυνση της συσπείρωσης στα συνδικάτα που δρουν με ταξική
συνέπεια στο (ή γύρω από το) ΠΑΜΕ σημαίνει αντικειμενικά και
ιδεολογικοπολιτική προσέγγιση του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, συνδικάτα με συνεπή ταξικό προσανατολισμό
πάλης σημαίνει υπεροχή των κομμουνιστών σε αυτά. Αυτή η τάση είναι
χαρακτηριστικό της περιόδου επαναστατικής ανόδου, αφού σ’ αυτήν την
περίοδο είναι που μπορεί το ΚΚ να κερδίσει ιδεολογικά-πολιτικά με το
στόχο της επανάστασης σημαντικά περισσότερες εργατικές δυνάμεις, την
πλειοψηφία τους.
Η
προσπάθεια αποτύπωσης αυτής της σχέσης ταλάνισε το Διεθνές
Κομμουνιστικό Κίνημα, προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις και μεταξύ
σημαντικών και τίμιων ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος, θεωρητικών
και πολιτικών ηγετών. Τολμάμε να πούμε ότι ήταν μια σχέση που συχνά
συνοδεύτηκε από απολυτότητες ή και λάθη, στη θεωρητική γενίκευση ή στην
πράξη.
Συχνά,
το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, περνώντας απότομα από επαναστατική
άνοδο σε υποχώρηση ή αντίστροφα, δεν προλάβαινε να συνειδητοποιήσει τα
αίτια της αλλαγής στη στάση των εργατικών μαζών, να εξηγήσει
αντικειμενικά τα αίτια της μη ιδεολογικής-πολιτικής ενότητας της
εργατικής τάξης κι επομένως να μη θεωρεί ότι η ενότητα μπορεί να
κατακτηθεί με προγράμματα πολιτικής συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία ή
και με πολιτικές δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού.
Πιο
συγκεκριμένα, τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας –και μετά την απόσχιση
των συνεπών επαναστατών και τη συγκρότηση ΚΚ– συνέχιζαν να αποτελούν
κατά κανόνα την κύρια πολιτική δύναμη που επηρέαζε τις μαζικές εργατικές
οργανώσεις, τα συνδικάτα. Στην περίοδο της επαναστατικής ανόδου στην
Ευρώπη το διάστημα 1918-1921, οι κομμουνιστές σωστά έθεσαν το σύνθημα να
τραβηχτούν τα συνδικάτα με την επανάσταση, π.χ. στη Γερμανία, στην
Ουγγαρία. Όμως τα επόμενα χρόνια της επαναστατικής υποχώρησης, αν και
αντικειμενικά δεν έμπαινε άμεσα ζήτημα επαναστατικής εξέγερσης, δεν
έπρεπε να υποχωρήσει η διαπάλη με τη ρεφορμιστική γραμμή της
σοσιαλδημοκρατίας στα συνδικάτα. Πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να
κατανοείται η ενότητα του εργατικού κινήματος ως προϊόν συνεργασίας
κομμουνιστών με τμήμα των σοσιαλδημοκρατών.
Ακόμα
πιο σύνθετη παρουσιάζεται η σχέση του Κόμματος αναφορικά με τα κινήματα
των συμμάχων της εργατικής τάξης, αγροτών και αυτοαπασχολούμενων στις
πόλεις, αφού αντικειμενικά πρόκειται για κινήματα δυνάμεων που από την
ίδια τους την κοινωνική θέση δεν μπορούν να είναι οι βασικοί φορείς μιας
νέας κοινωνίας. Παρόλ’ αυτά, ένα σημαντικό
τμήμα τους –και συγκεκριμένα αυτοί που δυσκολεύονται μακροχρόνια να
επιβιώσουν ως αυτοαπασχολούμενοι– έχουν αντικειμενικά συμφέρον από τη
νέα κοινωνία, εντασσόμενοι σε αυτήν όχι πια ως αυτοαπασχολούμενοι, αλλά
ως συνεταιρισμένοι παραγωγοί ή ως εργαζόμενοι στην άμεσα κοινωνική
παραγωγή ή κοινωνική υπηρεσία. Πατώντας πάνω σε αυτήν την προοπτική, οι
κομμουνιστές παλεύουν ακόμα και σε μη επαναστατικές συνθήκες με στόχο
αυτά τα κινήματα να προσεγγίζουν το συνεπές εργατικό κίνημα, έχοντας
φυσικά κατά νου ότι σε αυτά τα κινήματα πάντα θα είναι πιο ισχυρές απ’
ό,τι στο εργατικό κίνημα οι ταλαντεύσεις, οι αστικές-ρεφορμιστικές
κοινοβουλευτικές αυταπάτες, οι μικροαστικές αντιλήψεις και τάσεις.
Ειδικότερο
ζήτημα είναι η σχέση του Κόμματος με το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα,
δηλαδή με το κίνημα για την ισοτιμία και χειραφέτηση των γυναικών
εργατικής προέλευσης κι ένταξης ή και λαϊκής
(από βιοπαλαιστές αγρότες και αυτοαπασχολούμενους της πόλης). Εξ
αντικειμένου η ανισοτιμία της γυναίκας έχει βαθιά ταξική ρίζα (χωρίς
φυσικά να χάνει τη σχετική της αυτοτέλεια), που σημαίνει ότι ως πρόβλημα
αγγίζει και το εργατικό κίνημα. Μόνο το ΚΚ μπορεί θεωρητικά και
πρακτικά να εκφράσει με απόλυτη δυνητική συνέπεια την ταύτιση της πάλης
για τη χειραφέτηση και την ισοτιμία της γυναίκας με την πάλη για την
απελευθέρωση από την οικονομική εκμετάλλευση αντρών και γυναικών. Ωστόσο
αυτό απαιτεί πολύ μεγάλο βαθμό συνειδητοποίησης, δηλαδή την ύπαρξη
κομμουνιστριών εργατοϋπάλληλων και διανοούμενων, που από τη δράση τους
στο γυναικείο κίνημα εξασφαλίζεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ο
ριζοσπαστικός, ο αντιμονοπωλιακός-αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός
δράσης, βαθμός που αποτυπώνει και το γενικότερο συσχετισμό μεταξύ των
αντίπαλων τάξεων.
Η
βαθύτερη θεωρητική αντίληψη της σχέσης Κόμματος-κινήματος είναι
προϋπόθεση για τη σωστή πρακτική αντιμετώπιση σειράς ζητημάτων που θέτει
η καθημερινότητα της ταξικής πάλης, που σε καμιά περίπτωση δεν
αντιμετωπίζονται όλα ως ζητήματα αρχών ή μόνο με την υπάρχουσα πείρα ή
με συνταγές.
Το
Κόμμα μας έχει συσσωρεύσει πολύ σημαντική πείρα από τη δράση του, και
μάλιστα σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους συνθήκες. Έχει κατακτήσει
την ικανότητα να μελετά την πείρα του, να συζητά συλλογικά τα
συμπεράσματα, να επεξεργάζεται τα καθήκοντα δράσης στις μάζες, πρώτ’ απ’
όλα τις εργατικές, να ελέγχει τ’ αποτελέσματα της δράσης του μέσα από
ειδικές Πανελλαδικές Συνδιασκέψεις και διευρυμένες συνεδριάσεις της ΚΕ.
Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε διαδικασία μελέτης της ιστορίας του, καθώς και
εκείνης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Δηλαδή το Κόμμα μας
βρίσκεται σε διαδικασία ανάπτυξης της θεωρίας για το Κόμμα και
ειδικότερα για τη σχέση Κόμματος-κινήματος-μαζών, από την οποία
αναμφίβολα θα προκύψει ισχυροποίηση της επαναστατικής του ικανότητας.
Βασικό
συμπέρασμα είναι ότι η απόσπαση εργαζομένων από την επιρροή της αστικής
τάξης και του οπορτουνισμού είναι σύνθετη και μακροχρόνια διαδικασία σε
συνθήκες κοινοβουλευτισμού και υποχώρησης του κινήματος, γενικά σε μη
επαναστατικές συνθήκες. Δε γίνεται εφάπαξ. Απαιτεί συνεχή συνδυασμό
θεωρίας και πράξης, μελέτη της γενίκευσης της πείρας, προσαρμογές στην
παρέμβαση του ΚΚ.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ
Ερώτηση:
Σήμερα η εργατική τάξη όχι μόνο δεν είναι αγράμματη, αλλά είναι και
μορφωμένη, διαθέτοντας πολλές φορές ανώτατη και όχι μόνο κατώτερη και
μέση μόρφωση. Από την άλλη όμως, αυτή η μόρφωση είναι αστική μόρφωση. Το
γεγονός αυτό δε μειώνει την ικανότητα της εργατικής τάξης να γίνεται
παραγωγός της επαναστατικής θεωρίας;
Απάντηση:
Καταρχάς, η επισήμανσή σου δεν αφορά στενά τον κομμουνιστή επιστήμονα
(ανεξαρτήτως της κοινωνικής του θέσης), αλλά και τους εργατοϋπαλλήλους
οι οποίοι, όπως σωστά είπες, κατά κανόνα έχουν πολύ υψηλότερη μόρφωση σε
σχέση με παλιότερα. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος των επιστημόνων σήμερα
είτε ανήκει στην εργατική τάξη είτε στα λαϊκά τμήματα των μεσαίων
στρωμάτων.
Ξέρετε
ότι στο Κόμμα δεν είναι μόνο εργάτες, μπορεί να είναι και μικροαστοί,
καμιά φορά και αστοί που εγκαταλείπουν την τάξη τους. Τι ήταν ο Μαρξ, ο
Λένιν και ο Ένγκελς; Ο Ένγκελς ανήκε στην αστική τάξη, ενώ οι Μαρξ και
Λένιν κατάγονταν από μικροαστικές οικογένειες της εποχής, αλλά έζησαν
υπηρετώντας 100% το εργατικό κίνημα, όχι την τάξη τους. Φυσικά, όσοι
μικροαστοί εντάσσονται στο Κόμμα πρέπει να έχουν συγκεκριμένες
προϋποθέσεις. Δεν μπορείς να είσαι κομμουνιστής, π.χ. αυτοαπασχολούμενος
δικηγόρος, και να παλεύεις για να μην έχουν υψηλή φορολογία τα μεγάλα
εισοδήματα των δικηγόρων ή –ακόμα πιο σημαντικό– να περιορίζεις τη σκέψη
και τη στάση σου στο πλαίσιο της αστικής δικαιοσύνης, του αστικού
κράτους και των θεσμών του. Δε γίνεται να έχεις επαναστατική δράση και
να είσαι μεγαλογιατρός, μεγαλομηχανικός ή μεγαλοδικηγόρος, ας μην έχουμε
αυταπάτες, χωρίς ν’ αποκλείουμε την περίπτωση να προκύψουν επαναστάτες
και από αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες, αλλά να είναι έμπρακτα
επαναστάτες.
Στο
ερώτημα που θέτεις, ούτε η γενική αστική μόρφωση αρκεί για να γίνεις
κάτοχος ή, πολύ περισσότερο, παραγωγός της επαναστατικής θεωρίας, ούτε η
συνειδητοποίηση των νομοτελειών του καπιταλισμού, της αναγκαιότητας του
σοσιαλισμού, της επαναστατικής πάλης κατακτιούνται άμεσα από την
εμπειρία της ταξικής πάλης.
Άρα
δεν είναι δυνατό στο Κόμμα να μην υπάρχει διανόηση, το λέω διανόηση για
να μην το περιορίσω στενότερα στο αστικό πανεπιστήμιο ή οποιαδήποτε
άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης. Βεβαίως μεγάλο μέρος της θεωρητικής γνώσης θα
το πάρεις κυρίως μέσω του αστικού πανεπιστημίου, καθαρίζοντάς το από τον
ιδεολογικό προσανατολισμό που εξυπηρετεί. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι
και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι πάρα πολλοί οι κομμουνιστές
με τέτοια γνώση, αλλά ταυτόχρονα και με μαρξιστική γνώση, που σίγουρα
δεν την αποκτάς στην αστική εκπαίδευση. Την αποκτάς μέσα από τις
διαδικασίες του ίδιου του κομμουνιστικού κινήματος, που δεν είναι κυρίως
συνδικαλιστικό κίνημα. Οι κομμουνιστές συνδικαλιστές είναι –ή πρέπει να
είναι– ό,τι καλύτερο διαθέτει το Κόμμα στους δεσμούς του με τις
εργατικές-λαϊκές μάζες. Όμως για να υλοποιηθεί η σφυρηλάτηση
επαναστατικών δεσμών με τις μάζες, δεν αρκεί η πρακτική συνδικαλιστική
δράση, πολύ περισσότερο αν επικεντρώνεται στενά στα οικονομικά ζητήματα.
Η οικονομική πάλη δεν οδηγεί από μόνη της στην επαναστατική πολιτική
πάλη. Δεν μπορεί, λοιπόν, οι κομμουνιστές συνδικαλιστές να μένουν πίσω
από την επαναστατική θεωρία. Άρα δεν μπορούμε να λέμε «η συνδικαλιστική
δουλειά μάς εμποδίζει να τους στείλουμε στη Σχολή, δεν έχουν χρόνο για
διάβασμα, δεν μπορούν να κάνουν μαθήματα» κλπ. Έτσι ανατρέπουμε το
χαρακτήρα του Κόμματος, που κατά τ’ άλλα όλοι μαζί στην υπεργενίκευση
συμφωνούμε.
Τέλος,
μην ξεχνάμε ότι το ζήτημα της παραγωγής επαναστατικής θεωρίας από
επαναστάτες που ζουν σε συνθήκες καπιταλισμού είναι γενικότερο, αφού η
κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας δεν περιορίζεται στον έναν ή τον άλλο
βαθμό μόρφωσης, αλλά διαχέεται σε ολόκληρη την αστική κοινωνία. Έτσι,
ακόμα κι αν δεν πάει κάποιος καν σχολείο, θα τείνει αυθόρμητα να
ερμηνεύει τη δική του και την ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα με
αστικά «γυαλιά», αν δεν έρθει σε επαφή με την κομμουνιστική ιδεολογία.
Ερώτηση:
Μπορούμε να σταθούμε περισσότερο στο τι εννοούμε λέγοντας ότι
«ενεργητικό στοιχείο» της σχέσης επαναστατικής θεωρίας-πράξης είναι η
θεωρία; Μήπως έτσι υποτιμάται η δράση των εργατών ως καθοριστικό
στοιχείο της κοινωνικής ανατροπής;
Απάντηση:
Βεβαίως, λέμε ότι η εργατική τάξη είναι αντικειμενικά η ηγέτιδα
κοινωνική δύναμη για την ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας, για την
οικοδόμηση της σοσιαλιστικής, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η εργατική τάξη
από τη θέση της μέσα στον καπιταλισμό, επειδή υφίσταται την εκμετάλλευση
και ζει την άμεση καταπίεση του εργοδότη με παλιές ή σύγχρονες μορφές,
αυθόρμητα μπορεί να κάνει κίνημα ανατρεπτικό ή ότι οποιαδήποτε αντίδραση
των εργατών-εργατριών έχει ανατρεπτικό ή ακόμα και γενικά προοδευτικό
χαρακτήρα. Το αυθόρμητο κίνημα της εργατικής τάξης συχνά έχει και
αντιδραστικό χαρακτήρα, π.χ. όταν παλιότερα κατέστρεφε τις μηχανές γιατί
τις θεωρούσε υπεύθυνες για το κύμα απολύσεων και την ανεργία. Επίσης, η
εργατική τάξη πολύ συχνά ψηφίζει ή ακόμα και κινητοποιείται με πολιτικό
στόχο ξένο προς τα συμφέροντά της. Τέτοιος είναι, για παράδειγμα, ο
στόχος να φέρει μια φασιστική δύναμη στη διακυβέρνηση της αστικής
εξουσίας ή να στηρίξει μια ρεφορμιστική-συμβιβαστική κυβέρνηση, που σε
τελευταία ανάλυση ανοίγει το δρόμο στη φασιστική, χουντική, σε μια πιο
εμφανή κατασταλτική μορφή της αστικής εξουσίας (π.χ. στρατιωτική
δικτατορία, αναστολή του κοινοβουλίου).
Δεν
είναι αυθόρμητο το κίνημα της εργατικής τάξης σήμερα. Εδώ και έναν
αιώνα πλέον, δεν υπάρχει καθαρά αυθόρμητο εργατικό κίνημα. Αυτό υπήρχε
όταν δεν υπήρχε ακόμα ιδεολογική-πολιτική πρωτοπορία της εργατικής
τάξης, η οποία να δρα οργανωμένα πολιτικά και ιδεολογικά μέσα στις
κατώτερες μορφές του κινήματος, δηλαδή στο συνδικαλιστικό-εργατικό
κίνημα. Τότε δεν είχε και η αστική τάξη οργανωμένη πολιτική παρέμβαση
μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης. Από τη στιγμή που συγκροτείται το
ιδεολογικό πολιτικό τμήμα του εργατικού κινήματος, δηλαδή το Κόμμα,
ανασυγκροτείται και η παρέμβαση της αστικής τάξης. Πιο πριν μπορεί να
υπήρχαν ηρωικές μορφές σύγκρουσης της εργατικής τάξης με την αστική,
αλλά αυτές περιορίζονταν στην πάλη για το μεροκάματο, για καλύτερες
συνθήκες εργασίας, για το ωράριο. Αυτή η πάλη ήταν προοδευτική, αλλά όχι
ανατρεπτική. Βέβαια συνέβαλε στην ωρίμανση της εργατικής τάξης, αλλά η
συνειδητοποίηση της δυνατότητάς της να γίνει τάξη εξουσίας, φορέας νέων
οικονομικών - κοινωνικών - πολιτικών σχέσεων, ήρθε μέσα από σκληρή
θεωρητική εργασία που έδωσε τη βάση για ν’ αναπτυχθεί όχι στενά το
συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά το επαναστατικό (ανατρεπτικό) πολιτικό
εργατικό κίνημα. Αυτή η θεωρητική ωρίμανση της εργατικής κομμουνιστικής
πρωτοπορίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και για να μπορούν να
τραβιούνται στην πρακτική της ταξικής πάλης και μάζες που δεν είναι
πλήρως συνειδητοποιημένες.
Ερώτηση: Ποιες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης είναι νομοτελειακές;
Απάντηση:
Ας ξαναδιατυπώσω πιο συγκεκριμένα το ερώτημα σου, έτσι ώστε να
βοηθηθούμε και στην απάντησή του. Πιο σωστό είναι ν’ αναρωτηθούμε ποια
μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης είναι νομοτελειακή για να φέρει η
εργατική τάξη σε πέρας τον ιστορικό της ρόλο, που έγκειται στην ανατροπή
του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Η
μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης που είναι νομοτέλεια, αναγκαία για
να πετύχει το σκοπό της, την απαλλαγή από την εκμετάλλευση, είναι το
Κόμμα. Και ως ανώτερη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης αποτελεί το
φορέα της ιδεολογικής-πολιτικής συνειδητοποίησης για το χαρακτήρα και
τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, τις αντιφάσεις του και τη νομοτελειακή
δυνατότητα και κατεύθυνση επίλυσής τους: Την ανατροπή της καπιταλιστικής
εξουσίας για ν’ αντιστοιχιστούν ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας
που διαμορφώνεται στον καπιταλισμό με την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής. Εκτός των άλλων, αυτό σημαίνει συνειδητοποίηση του τι είναι
εξουσία, κράτος, ταξική πάλη για την εξουσία, από ποιες νομοτέλειες
διέπεται κλπ. Το Κόμμα αποτελεί εκείνο το τμήμα της εργατικής τάξης
–διευρυμένο με τμήματα άλλων κοινωνικών δυνάμεων, κυρίως λαϊκών μεσαίων
στρωμάτων– που συνειδητοποιεί την αντικειμενική εξέλιξη, την τάση της
κοινωνίας και επιθυμεί, θέλει και αποφασίζει να θέσει τη ζωή του, τη
δράση του, τη σκέψη του στην επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας.
Βέβαια,
υπάρχουν και κατώτερες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, υπήρχαν,
υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο θα υπάρχει τουλάχιστον καπιταλισμός. Ποιες
είναι αυτές; Σωματεία, συνδικάτα και άλλες μορφές. Όσο πιο πολύ και πιο
καθαρά παρεμβαίνει η αστική τάξη, τόσο ακόμα και εκφυλισμένες κατώτερες
μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης προκύπτουν. Σκεφτείτε, για
παράδειγμα, τις πλατείες που όχι μόνο δεν ήταν αυθόρμητες, αλλά
οργανώνονταν από αστικά κέντρα, φασιστικές οργανώσεις μέσα κι έξω από
τους χώρους εργασίας, με παρεμβάσεις της Εκκλησίας κλπ.
Ας
εστιάσουμε όμως σε εκείνες τις κατώτερες μορφές οργάνωσης της εργατικής
τάξης που είναι στο συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο μπορεί να έχει και
διαφορετικές μορφές πανελλαδικής (γενικότερα πανεθνικής) οργάνωσης, από
τη στιγμή που παρεμβαίνουνε όλα τα κόμματα, ο οπορτουνισμός, ο παλιός
και σύγχρονος. Αυτά επιδρούν και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και,
όπως τόνισα και εισηγητικά, ένα πρόβλημα που έκανε τα ΚΚ να μη
διαχωρίσουνε κάθετα και οριστικά τη σχέση τους με τη σοσιαλδημοκρατία
ήταν το γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία επηρέαζε τη γραμμή και τις μάζες
του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ τα νεοσυγκροτημένα τότε ΚΚ
είχαν σε αρκετές περιπτώσεις περιορισμένη επιρροή.
Τέτοιο
πρόβλημα αντιμετωπίζουν και πάρα πολλά ΚΚ σήμερα σε άλλες χώρες, που
είναι σε φάση ανασυγκρότησης. Αυτά ανασυγκροτήθηκαν κατά κάποιο τρόπο
προγραμματικά, πολιτικά, ιδεολογικά, αλλά δεν έχουν καθόλου ή σχεδόν
καθόλου επιρροή στο συνδικαλιστικό κίνημα και αυτό γεννάει την τάση της
συνεργασίας τους με τη σοσιαλδημοκρατία μέσα στο κίνημα, που σημαίνει
και πολιτικά, «έλα να τα βρούμε να κάνουμε μαζί ψηφοδέλτιο, έλα και μετά
ένα ψηφοδέλτιο για τις βουλευτικές εκλογές, να κάνουμε και ένα
προγραμματάκι μίνιμουμ, να ζητήσουμε από τις εκλογές τούτο και το άλλο».
Δηλαδή
η διάσπαση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι πραγματικότητα
σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη. Αυτό οφείλεται τόσο στο αντικειμενικό
γεγονός ότι το εμπόρευμα «εργατική δύναμη» έχει πολύ μεγάλη
διαφοροποίηση στους όρους πώλησής του (δηλαδή στους όρους διαβίωσης της
εργατικής τάξης) όσο και στην πολύμορφη παρέμβαση όλων των πολιτικών
δυνάμεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η πολιτική ταξική συνείδηση
της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται ενιαία και δε διαμορφώνεται στο
έδαφος του ενός ή του άλλου βαθμού συνδικαλιστικής οργάνωσης. Μόνο το
Κομμουνιστικό Κόμμα, ως συνείδηση της εργατικής τάξης, μπορεί να παλέψει
την ενότητα της εργατικής τάξης με βάση το γενικό συμφέρον της και
σκοπό της κατάργησης της εκμετάλλευσης.
Μ’
αυτήν την έννοια λέμε ότι στη διαλεκτική σχέση επαναστατικής
θεωρίας-πράξης η θεωρία είναι το θεμελιακό στοιχείο. Αυτό αποτυπώνει το
γεγονός ότι στον καπιταλισμό, ακόμα και κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση,
το Κόμμα δεν μπορεί ποτέ ν’ αγκαλιάσει όλη την τάξη. Και κατά τη
σοσιαλιστική οικοδόμηση δε θ’ αναπτύσσεται ενιαία και συγχρονισμένα η
κομμουνιστική συνείδηση και στάση.
Βέβαια
και μέσα στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης διεξάγεται διαπάλη
με την αστική και αυτούς που πάνε από κοντά να υπηρετήσουν την αστική
τάξη για λογαριασμό της εργατικής αριστοκρατίας. Σε κάποιες μορφές
μαζικής οργάνωσης της εργατικής τάξης που έχουν διαμορφωθεί ιστορικά,
μπορεί να φτάσει η κατάσταση σε τέτοιο σημείο ώστε να μην μπορεί να
κουνηθεί φύλλο ούτε καν για τη διεκδίκηση του μισθού, ούτε καν για την
απώλεια αυτού που είχε κατακτηθεί με αγώνες. Αυτό έγινε με τη ΓΣΕΕ και
την ΑΔΕΔΥ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας μας.
Λέμε
κατώτερες και ανώτερες μορφές, αλλά να διευκρινίσουμε: Και η ΓΣΕΕ και η
ομοσπονδία και το ΕΚ και το πρωτοβάθμιο σωματείο (είτε επιχειρησιακό
είτε κλαδικό) είναι κατώτερες μορφές οργάνωσης, όλες είναι κατώτερες. Το
ότι μέσα σε αυτές τις κατώτερες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης
υπάρχουν ανώτερες μορφές συντονισμού του συνδικαλιστικού εργατικού
κινήματος είναι άλλο πράγμα, μην το μπερδεύουμε. Αυτό μπορεί να είναι σε
ένα επίπεδο η ομοσπονδία, σε άλλο το ΕΚ, σε άλλο η γενική συνομοσπονδία
ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Εάν ο συσχετισμός εξελιχτεί πολύ αρνητικά ώστε να μην
μπορούν οι κομμουνιστές να επηρεάσουν αποφασιστικά –κάτι που είναι ο
κανόνας σε μη επαναστατικές συνθήκες– τότε παίρνουν πρωτοβουλίες
συγκρότησης νέων μαζικών εργατικών οργανώσεων και συντονισμού της
συνδικαλιστικής δράσης τους. Έτσι έγινε, για παράδειγμα, με τη ΓΣΕΕ στη
χώρα μας. Το Κόμμα μας πήρε την πρωτοβουλία –και καλώς έκανε– να
διαμορφώσει τη συσπείρωση του ΠΑΜΕ ως διακριτή ταξική συσπείρωση σε
σχέση με τον εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό, για να συσπειρώνει σε
πανελλαδικό, κλαδικό και τοπικό επίπεδο, για να έρθει σ’ ένα βαθμό σε
σύγκρουση με τις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (π.χ. άρνηση οργάνωσης κοινών συγκεντρώσεων
ως στάση διαχωρισμού από το συμβιβασμό και τον εκφυλισμό), χωρίς να
πάρει απόφαση –και σωστά γιατί είναι πιο σύνθετη η πραγματικότητα– να
αποσύρει τις δυνάμεις του από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Αυτό βέβαια είναι
αναγκαιότητα που προκύπτει από τον υπάρχοντα συσχετισμό μέσα στο
συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά η κάθε συγκεκριμένη μορφή κατώτερης –ή
αλλιώς μαζικής– οργάνωσης της εργατικής τάξης δεν είναι νομοτέλεια. Η
εξέλιξη του συσχετισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα μπορεί να αλλάξει τη
μορφή των πανελλαδικών συσπειρώσεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Δηλαδή το ΠΑΜΕ ή παλιότερα η Ενωτική ΓΣΕΕ δεν εκφράζουν αντίστοιχη
νομοτέλεια μ’ εκείνη της ύπαρξης του ΚΚΕ. Το ΠΑΜΕ αποτελεί τον
αντικαπιταλιστικό πόλο στο εργατικό κίνημα και εκφράζει στις σημερινές
συνθήκες την αναγκαιότητα διαπάλης για τον προσανατολισμό του εργατικού
κινήματος.
Ο
σκοπός του Κόμματος είναι να οργανώσει την εργατική τάξη, τα λαϊκά
στρώματα, να τα οργανώσει μαζικά σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή
κατεύθυνση, γιατί οποιοδήποτε αίτημα και επιμέρους κατάσταση που αφορά
τις εκάστοτε ανάγκες συνδέεται με τα μονοπώλια, με το μεγάλο κεφάλαιο,
με τον καπιταλισμό, με την οικονομική κυριαρχία και την πολιτική εξουσία
του. Με αυτήν την έννοια, η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στο κίνημα με
στόχο την επαναστατικοποίησή του έχει αντικειμενική βάση. Αλλά η ανώτερη
μορφή σύγκρουσης, η επαναστατική, θα γίνει οπωσδήποτε σε συσπείρωση με
το Κόμμα, αλλιώς δεν μπορεί να έχει τις ελάχιστες προϋποθέσεις νίκης.
Όμως, η ωρίμανση της εργατικής συνείδησης, που υφίσταται την αστική και
την οπορτουνιστική χειραγώγηση, δεν μπορεί να γίνει μια κι έξω και
ενιαία. Επομένως θα έχεις και κάποιους βηματισμούς και μέσω του
κινήματος, περνάς κάποιους βηματισμούς στη διαδικασία πολιτικής και
ιδεολογικής χειραφέτησης που θα εκφράζονται και με διαφοροποιήσεις στη
γραμμή πάλης των εργατικών μαζικών οργανώσεων, στον προσανατολισμό και
τη μαχητικότητά τους, στην πανελλαδική τους έκφραση, στη δράση τους με
άλλες λαϊκές δυνάμεις. Αυτό εκφράζει, π.χ., σήμερα η ύπαρξη του ΠΑΜΕ και
η πάλη του για έκφραση συμμαχίας με ΕΒΕ, αγρότες, το ριζοσπαστικό
γυναικείο κίνημα, το φοιτητικό-σπουδαστικό με αντιμονοπωλιακό
προσανατολισμό. Μάλιστα, τα τελευταία 2-3 χρόνια αυτή η τάση φαίνεται να
εμφανίζει νέες δυνατότητες.
Νομίζω
όλα αυτά τα ζητήματα έχουν μεγάλη επικαιρότητα, συζητιούνται και με την
Απόφαση της ΚΕ στα όργανα, πρέπει να συζητιούνται, και βεβαίως πρέπει
να βαθαίνουν και οι Σχολές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε», «Άπαντα», τ. 6, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τα υποκεφάλαια «Τι σημαίνει ελευθερία κριτικής;», σελ. 6-10, «Ο Ένγκελς για τη σημασία της θεωρητικής πάλης», σελ. 22-28, κεφ. ΙΙ «Το αυθόρμητο των μαζών και η συνειδητότητα της σοσιαλδημοκρατίας», σελ. 28-54, κεφ. ΙΙΙ «Τρεϊντ-γιουνίστικη και σοσιαλδημοκρατική πολιτική», σελ. 54-65, «Η εργατική τάξη πρωτοπόρος αγωνιστής της δημοκρατίας», σελ.77-97, κεφ. IV «Ο χειροτεχνισμός των οικονομιστών και η οργάνωση των επαναστατών», σελ. 100 -155.
2. Β. Ι. Λένιν: «Ένα βήμα μπρος δύο βήματα πίσω», «Άπαντα», τ. 8. εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», κεφ. «Το πρώτο άρθρο του Καταστατικού», σελ. 244-268.
3. Β. Ι. Λένιν: «Αριστερισμός παιδική αρρώστια», «Άπαντα», τ. 41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», κεφ. ΙΙΙ, «Οι κυριότεροι σταθμοί στην ιστορία του μπολσεβικισμού», κεφ. IV «Ενάντια σε ποιους εχθρούς μέσα στο εργατικό κίνημα αναπτύχθηκε, δυνάμωσε και ατσαλώθηκε ο μπολσεβικισμός», κεφ. V «Ο αριστερός κομμουνισμός στη Γερμανία. Οι αρχηγοί - το Κόμμα - η τάξη - η μάζα», σελ. 22-29, κεφ. X «Μερικά συμπεράσματα», σελ. 74-90.
4. Β. Ι. Λένιν: «Για τους όρους εισδοχής νέων μελών στο Κόμμα», «Άπαντα», τ. 45, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 17-21.
5. Β. Ι. Λένιν: «Από τα Υλικά του 10ου Συνεδρίου του ΚΚΡ(μπ)», «Άπαντα», τ. 43, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 31-51, 89-92, 93-97, 101-109.
6. «Το Καταστατικό του ΚΚΕ», 2013.
7. Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ: «Κόμμα παντός καιρού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 9-24.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου