«Κανονικότητα» στα μέτρα της εργοδοσίας
«Η πραγματικότητα επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα
της επαναφοράς του πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της
ύπαρξης ισχυρών Συλλογικών Συμβάσεων που θα προστατεύσουν τους
εργαζόμενους από τέτοια αυθαίρετα φαινόμενα, καθώς οι εργοδότες όλο και
πιο συχνά επιχειρούν να εξοικονομήσουν πόρους με αυτόν τον τρόπο. Οταν
υπάρχουν Συλλογικές και κλαδικές Συμβάσεις, υπάρχει λιγότερη
παραβατικότητα και το εργατικό δυναμικό έχει περισσότερα εργαλεία για να
αγωνιστεί για τα δικαιώματά του». Τα παραπάνω δήλωσε πριν δυο μέρες η
υπουργός Εργασίας, Εφ. Αχτσιόγλου, με αφορμή ερώτηση που της έγινε για
το φαινόμενο εργοδότες να πληρώνουν τους εργάτες με κουπόνια αντί με
χρήματα. Εμφανίζεται, λοιπόν, η υπουργός ως υπέρμαχος των Συλλογικών
Συμβάσεων Εργασίας. Η πρώτη διαπίστωση είναι η προφανής: Οι δηλώσεις
βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με την κυβερνητική πολιτική που η ίδια
εφαρμόζει με εξαιρετική συνέπεια. Επομένως, μόνο ως εμπαιγμός σε βάρος
των εργατών μπορούν να θεωρηθούν τα λεγόμενά της και ως προσπάθεια να
θολώσει τα νερά, να αποσείσει από την κυβέρνηση τις τεράστιες ευθύνες
για τη σημερινή ζούγκλα στην αγορά εργασίας και να καλλιεργήσει
προσδοκίες ότι με την πολιτική γραμμή της στη διαπραγμάτευση, οι
εργαζόμενοι μπορεί στο τέλος κάτι να κερδίσουν.
***
Μια δεύτερη, πιο ουσιαστική πλευρά, είναι πως η υπουργός,
συνολικά η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ενωση, όταν μιλάνε για «συλλογικές
διαπραγματεύσεις», αναφέρονται στον «κοινωνικοεταιρισμό», στην υποταγή
δηλαδή των εργατών στους κεφαλαιοκράτες, μέσω του κοινωνικού διαλόγου.
Στη λογική αυτή, τα περί «παραβατικότητας» που αναφέρει η υπουργός,
παραπέμπουν μάλλον στη ρύθμιση, παρά στην αντιμετώπιση της σημερινής
αγριότητας στην αγορά εργασίας. Θυμίζουν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που
πριν περίπου 15 χρόνια νομοθετούσε τους όρους λειτουργίας των
«δουλεμπορικών» γραφείων, με το επιχείρημα ότι έτσι κι αλλιώς υπάρχουν,
τουλάχιστον να λειτουργούν «νόμιμα»! Πέρα όμως από την πολιτική που έχει
ασκήσει μέχρι τώρα η κυβέρνηση, έχει σημασία να δούμε και τους
σχεδιασμούς της για το επόμενο διάστημα, μέρος των οποίων περιγράφεται
στην «Κοινή Εκθεση για την Απασχόληση το 2017». Την Εκθεση υιοθέτησε την
προηγούμενη βδομάδα το Συμβούλιο υπουργών Απασχόλησης της ΕΕ, στο οποίο
συμμετείχε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης ο υφυπουργός Εργασίας, Α.
Πετρόπουλος.
***
Η Κοινή Εκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη έντασης
και επέκτασης των αντεργατικών πολιτικών, με επίκεντρο τις ελαστικές
μορφές εργασίας, τις εργοδοτικές εισφοροαπαλλαγές, την παράταση του
εργάσιμου βίου κ.ά. Για παράδειγμα, διαπιστώνεται ότι «οι μεταρρυθμίσεις
που προωθούν ευέλικτες αγορές εργασίας (...) πρέπει να συνεχιστούν» ή
ότι «για την τόνωση της απασχόλησης των γυναικών χρησιμοποιήθηκαν επίσης
ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις, όπως η τηλεργασία, το ελαστικό ωράριο
και το μειωμένο ωράριο». Οταν λοιπόν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών -
μελών μιλάνε για «τόνωση της απασχόλησης», ή για μια «αγορά εργασίας
χωρίς αποκλεισμούς», εννοούν ωράρια - λάστιχο, μισθούς - ψίχουλα και
ελάχιστα δικαιώματα. Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν, βέβαια, μόνο την Ελλάδα
των μνημονίων και της κρίσης, όπως προσπαθεί να το παρουσιάσει η
κυβέρνηση, υποσχόμενη ότι τα πράγματα θα αλλάξουν στη μετα-μνημόνιο
εποχή της ανάκαμψης. Τα ίδια μέτρα παίρνονται σε όλες τις χώρες της ΕΕ
και της Ευρωζώνης, όπως η μείωση των εργοδοτικών εισφορών στο Βέλγιο και
στη Γαλλία, η «μεταφορά του βάρους των κοινωνικών εισφορών από τους
εργοδότες στους εργαζομένους» στη Φινλανδία και πάει λέγοντας.
***
Ιδιας κοπής μέτρο είναι και η σύνδεση των μισθών
με την παραγωγικότητα, διακηρυγμένος στόχος των κεφαλαιοκρατών και των
κυβερνήσεών τους, που χαρακτηρίζεται «θετική» από την Κοινή Εκθεση. Ο
στόχος αυτός επιδιώκεται να ντυθεί με το μανδύα του «κοινωνικού
διαλόγου», να αποσπάσουν δηλαδή τη συναίνεση των εργαζομένων στην
παραπέρα μείωση των μισθών. Γι' αυτό μιλάνε για συλλογικές
διαπραγματεύσεις, που καμιά σχέση δεν έχουν με κατάργηση της
αντεργατικής νομοθεσίας, αφού, όπως όλα δείχνουν, βασικές πτυχές της θα
διατηρηθούν και μάλιστα ενισχυμένες. Για παράδειγμα, η διαπραγμάτευση
για τον κατώτερο μισθό μπορεί να επανέλθει κάποια στιγμή, αλλά θα
γίνεται κάτω από τη «δαμόκλειο σπάθη» της ανταγωνιστικότητας, της
παραγωγικότητας και των αντοχών της οικονομίας. Μέσα σ' αυτό το
ασφυκτικό πλαίσιο, οι εργαζόμενοι θα υποχρεώνονται από το νόμο να
συμβιβαστούν με μισθούς πείνας. Να γιατί οι εργαζόμενοι θα πρέπει να
«κουμπώνονται» όταν ακούν τα κυβερνητικά στελέχη να μιλάνε για
«επιστροφή στην κανονικότητα», «βέλτιστες πρακτικές», «ευρωπαϊκό
κοινωνικό μοντέλο», «ενεργό γήρανση» κ.ά. Ο διαχωρισμός τους από τις
ανάγκες και τα σχέδια του κεφαλαίου, η οργάνωση της πάλης για ανάκτηση
των απωλειών και κατάργηση των αντεργατικών νόμων, για δικαιώματα με
βάση τις σύγχρονες ανάγκες, είναι ο δρόμος και το σχέδιο που απαντάει
στα δικά τους πραγματικά συμφέροντα.
Χ. Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου