Στο θέμα
ξούρισμα είμαι old school. Τα μούσια γίναν μόδα στον δυτικό πολιτισμό
μετά το Μάη του 68 και τους χίπιδες, μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα
που έχουμε και μια δεκαετία χρονοκαθυστέρηση. Ο αείμνηστος Τσε ενέπνευσε
επανάσταση κι αξυρισιά σε γενιές και γενιές κνιτών κι αριστεριστών
ώσπου στα έιτις προς νάιτις, αντεπανάσταση κλπ., το μούσι του
τετραημέρου κατέχτησε όλες τις πολιτικές πτέρυγες.
Δε θα ξεχάσω μια αθηναία συντρόφισσα στη Σαλονίκη που με είχε πει ότι ο πατέρας της, εργάτης ο άνθρωπος, στην πορεία πήγαινε φρεσκοξουρισμένος με καθαρό, πλυμένο πουκάμισο, όχι τίποτα κυριλέ πράματα. Την πορεία την θεωρούσε σημαντικό γεγονός, όχι σαν μερικούς-μερικούς που με αξουρισιές κι αμπέχονα περνιούνται για γαμάτοι καθοδηγητές.
Με την άνοδο του χιπστερισμού αλλά και του ελληνοπρεπούς φασισμού που τρέφει θαυμασμό για τους αρχαίους Σπαρτιάτες, το 90% των νέων ανδρών έχουν γίνει σαν μητροπολίτες, άσε που έχει περάσει το αστικό ιδεολόγημα ότι αι γεναίκαι προτιμάν τους μουσάτους γιατί, λέει, έτσι δείχνουν πιο ανδροπρεπείς, σοβαροί και υπεύθυνοι πατεράδες. Μαλακίες! Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη δροσερή, αρωματισμένη, φρεσκοξουρισμένη μάπα με αφτερσέηβ, κρέμες και γαλατομπούρεκα, απαλή σαν ποπός μωρού. Τελωσπάντων, ας μην πω άλλα, γούστα είν’ αυτά και μόδες που περνάν.
Στα έρλι γίαρζ χρησιμοποιούσα τα ξουράφια μπικ μιας χρήσης επειδή ήταν φτηνά κι επειδή το αλάνθαστο ταξικό μου ένστιχτο μου ‘λεγε ότι οι ακριβές μηχανές, μαχ 3 και λοιπά, ήταν ψιλομούφες. Βεβαίως, τα μιας χρήσης όταν τα κάνεις τρακοσίων χρήσεων, είτε επειδή δεν σου περισσεύουν είτε επειδή δεν τα ‘βαλες στη λίστα για το Μασούτη, το πρόσωπό σου γίνεται Στάλινγκραντ.
Σε κάποια φάση, φράγκα είχα, ενέδωσα και πήρα μαχ 3, δεν θυμάμαι πόσο έκανε, ακριβό ήταν, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Νταξ, άλλη αίσθηση. Γλιστρούσε αβίαστα, καλλιτεχνικό πατινάζ σε περιγραφή Αλέξη Κωστάλα φάση. Κι όταν πια στόμωσαν οι λεπίδες, πήγα Μασούτη για ανταλλαχτικό. Κι εκεί συνειδητοποίησα, ακόμα μια φορά, την απατεωνιά του μεγάλου κεφαλαίου.
Πέντε κεφαλές, έτσι ήταν η συσκευασία, δώδεκα-δεκατρία ευρώ, πιο ακριβό κι απ’ το σώμα μόνο του. Τι γίνεται εδώ;
Με τα πολλά λοιπόν, μετά από μερικά χρόνια κι αμέτρητες στομωμένες λεπίδες, έπεσα σε άρθρο του bbc για τον κύριο King Gillette, τον ιδρυτή της περίφημης φίρμας που ξούρισε εκατομμύρια μάπες ανά το ντουνιά.
Ο κύριος αυτός στα νιάτα του, στα τέλη του 19ου αιώνος ήτο λαμπρός και πολλά υποσχόμενος πωλητής φελλών και καπακίων. Παρατήρησε λοιπόν ότι τον φελλό τον χρησιμοποιείς μόνο μια-δυο φορές και τον πετάς. Τα ‘βαλε κάτω το λοιπόν, σκέφτηκε ποιο χρήσιμο προϊόν εκείνης της εποχής μπορείς να το πουλάς και να ξαναπουλάς και του ‘ρθε η φαεινή ιδέα: οι τρίχες πάντα μεγαλώνουν όχι μόνο στο κεφάλι αλλά και τη μάπα. Να αυτο-κουρευτείς κομμάτι δύσκολο, δεν βλέπεις, άσε που μπορεί να κόψεις κάνα αυτί (Ρωσίδα κομμώτρια Ταφτιάνα Σούκοβα). Να ξουρίσεις τα μούσια όμως ευκολότερο, ένα καθρέφτη θες, μπόλικη σαπουνάδα και ένα ξουράφι. Έτσι λοιπόν δημιούργησε το ξυράφι ολίγων χρήσεων κι έβγαλε παρά με ουρά.
Μετά από καιρό έβαλε κι άλλους ρεφενέ στο μαγαζί ώσπου στο τέλος απεσύρθη απ’ την ενεργό κι άρχισε να κάνει ταξίδια και να συγγράφει.
Οι συνεταίροι κι εταιρικοί του επίγονοι, λένε, εισήγαγαν την εμπορική μέθοδο του “razors-and-blades”: πουλάς ένα προϊόν σχετικά φτηνά αλλά το ανταλλακτικό του το πουλάς ακριβά. Για να το πούμε απλά, αφού πρώτα πουλήσεις μαζί με το αρχικό προϊόν και μπόλικη τρελίτσα για το πόσο γαμάτο είναι κλπ. για να αιχμαλωτίσεις τρόπον τινά τον πελάτη/κορόιδο, εκείνος λοιπόν εντυπωσιασμένος παίρνει το προϊόν αλλά για να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί, αναγκάζεται τελικά να πάρει και το ανταλλακτικό ξυραφάκι, που οι κερατούκληδες το πουλάν σε “οικονομικές” συσκευασίες των πέντε και δέκα. Ο αγγελικά πλασμένος καπιταλιστικός κόσμος είναι γεμάτος από αεριτζήδες, δεν είναι μόνο το “ελληνικό δαιμόνιο” και άλλες παπαριές ελληνικής κοπής, τα κάναν κι άλλοι πριν τους δαιμονικούς συνέλληνες που θέλαν να καταχτήσουν τον αγγελικό τούτο κόσμο. Όσο για τις “οικονομικές” συσκευασίες είναι τρίχες κατσαρές όσον αφορά τον αγοραστή γιατί, τελικά, σημασία έχει πόσα αφήνεις στο ταμείο σε ένα σέσιον ψώνιων. Θα ‘χεις μεν 20 κωλόχαρτα κάβα, αλλά και 3-4 ευρώ λιγότερα στο εβδομαδιαίο, ας πούμε, μπάτζετ, ενώ ο αριθμός των σιμοχέ (αναγραμματισμός δια λόγους ευπρέπειας) σέσιονς παραμένει γενικά σταθερός. Αντί να τα πιεις καφέδες πιχί, τα εξτρά φράγκα σου τα παντελόνιασε η ζεβασόφτ. Θα μου πεις, τι σημασία έχουν αυτά όταν είσαι ταντέλα* οικονομικώς, πάλι από πέσιμο ή από χέσιμο θα πας κι ας έχεις έξτρα κωλόχαρτο.
Κι άλλοι πολλοί μετά εφήρμοσαν τη θεάρεστη μέθοδο του “razors-and-blades” μοντέλου, χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εκτυπωτές. Φτηνοί, 30 ευρουλάκια αλλά τα ορίτζιναλ μελάνια φωτιά. Άλλη τεράστια μπίζνα/φαγοπότι τα μαγαζιά που γέμιζαν μελάνια, τα θυμάστε; Πόσος κόσμος διείδε τη μπίζνα του αιώνα, πήραν επιδοτήσεις, νοίκιασαν μαγαζιά και μέσα σ’ ένα χρόνο, μην πω τι πήραν όλοι οι επίδοξοι επιχειρηματίες που “θελαν μια δική τους δουλειά, χωρίς κανένα πάνω απ’ το κεφάλι…” και λοιπές μικροαστικές ονειρώξεις.
Μέχρι εδώ καλά. Το καλύτερο όμως με τον αξιοσέβαστο κύριο Gillette είναι ότι ο μπαγάσας αυτός ήταν και… ουτοπικός σοσιαλιστής! Μάλιστα.
Ο μίστερ που λέτε οραματίστηκε έναν πραγματικά αγγελικό κόσμο όπου όλα τα αγαθά θα υπήρχαν σε αφθονία και θα τα ‘φτιαχνε μάλιστα μία εταιρεία, η United Company (της οποίας μάλλον θα ‘θελε να ναι ο σι-ι-όου, Chief Executive Officer να πούμε – αυτός μάλλον ήταν ο κρυφός του πόθος), ζήτημα που πραγματεύεται στο βιβλίο του The human drift.
Σ’ αυτό το βιβλίο περιέγραφε την ιδανική κενωνία, η οποία κατ’ αυτόν θα ‘ταν, για τη βόρεια Αμερική τουλάχιστον, μια και μόνο τεράστια πόλη που θα τη λέγαν Μητρόπολη. Θα ‘ταν χτισμένη κοντά στους καταρράχτες του Νιαγάρα, στους οποίους τεράστιες τουρμπίνες θα την ηλεχτροδοτούν. Η βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο θα ήταν αποκλειστικά στα χέρια της United Company που είπαμε πιο πάνω, η οποία -και καλά- θα ελέγχονταν απ’ το λαό (νταξ τώρα, μας τα ‘παν κι άλλοι).
Με άλλα λόγια ο μίστερ ξουράφιας οραματίστηκε το απόλυτο υπερμονοπώλιο, που όπως ξέρουμε, είναι αδύνατον. Και την περίοδο που γράφτηκε το βιβλίο (1894) το να σε λεν ουτοπικό σοσιαλιστή ήταν περίπου ισοδύναμο με το να σε λέγαν αναρχικό. Οι παλιοί καλοί αναρχικοί, κάτι Προυντόν και σία, είχαν γενικά τέτοιες σοσιαλιστικές φαντασιώσεις που απλά ήσαν ευσεβείς πόθοι, όλοι ξέρουμε πώς τον αποδόμησε ο Κάρολος με την Αθλιότητα της φιλοσοφίας. Ο Ζιλέτ λέει το ‘χε πάει παραπέρα, ήθελε όντως να ιδρύσει την υπερεταιρία κι είχε μάλιστα προτείνει στον Theodore Roosevelt, πρόεδρο των ΗΠΑ για μια οχταετία, να αναλάβει την προεδρία της εταιρείας, του ‘χε προσφέρει και ρεγάλο 1 κατομύριο δολάρια, εκείνης της εποχής. Ο πρόεδρος, που μάλλον τον είχε πάρει χαμπάρι πόσο σάικο** ήταν, απέρριψε την πρόταση.
Τελωσπάντων, ο τύπος έγραψε ακόμα ένα βιβλίο μετά από 15 χρόνια που λεγόταν World Corporation, κι ακόμα ένα μετά από άλλα 15 χρόνια που λεγόταν People’s Corporation, στα οποία έγραφε πάνω-κάτω τα ίδια. Έφαγε δηλαδή τριάντα-βάλε χρόνια, μασώντας την περιουσία απ’ τα ξουράφια και γράφοντας για τις ουτοπίες του μη έχοντας κανένα ζόρι κι έγνοια.
Εγώ πάλι μέσα απ’ όλα αυτά έμαθα δυο πράματα: ότι το ξούρισμα είναι απόλαυση, πρώτον και δεύτερον, ότι για ουτοπίες πολλοί γράψαν, για πραγματοποιήσιμες δίκαιες κοινωνίες (για τις οποίες αγωνίστηκαν κιόλας) ένας, ο Κάρολος που ήταν μουσάτος βέβαια.
Πάω τώρα να δοκιμάσω τον καινούργιο μου αφρό με αλόε βέρα και να σιγοσφυρίξω τη διεθνή.
*Ταντέλα = μάλλον παράφραση του “δαντέλα-νταντέλα”, βορειοελλαδίτικο αντίστοιχο του “ταπί και ψύχραιμος”, άφραγκος
**Σάικο = εκ του psycho, έκφραση του δρομου, ο ψυχάκιας, ο σαλεμένος ενίοτε κι ο επικίνδυνα ψυχοπαθής
Δε θα ξεχάσω μια αθηναία συντρόφισσα στη Σαλονίκη που με είχε πει ότι ο πατέρας της, εργάτης ο άνθρωπος, στην πορεία πήγαινε φρεσκοξουρισμένος με καθαρό, πλυμένο πουκάμισο, όχι τίποτα κυριλέ πράματα. Την πορεία την θεωρούσε σημαντικό γεγονός, όχι σαν μερικούς-μερικούς που με αξουρισιές κι αμπέχονα περνιούνται για γαμάτοι καθοδηγητές.
Με την άνοδο του χιπστερισμού αλλά και του ελληνοπρεπούς φασισμού που τρέφει θαυμασμό για τους αρχαίους Σπαρτιάτες, το 90% των νέων ανδρών έχουν γίνει σαν μητροπολίτες, άσε που έχει περάσει το αστικό ιδεολόγημα ότι αι γεναίκαι προτιμάν τους μουσάτους γιατί, λέει, έτσι δείχνουν πιο ανδροπρεπείς, σοβαροί και υπεύθυνοι πατεράδες. Μαλακίες! Τίποτα δεν συγκρίνεται με τη δροσερή, αρωματισμένη, φρεσκοξουρισμένη μάπα με αφτερσέηβ, κρέμες και γαλατομπούρεκα, απαλή σαν ποπός μωρού. Τελωσπάντων, ας μην πω άλλα, γούστα είν’ αυτά και μόδες που περνάν.
Στα έρλι γίαρζ χρησιμοποιούσα τα ξουράφια μπικ μιας χρήσης επειδή ήταν φτηνά κι επειδή το αλάνθαστο ταξικό μου ένστιχτο μου ‘λεγε ότι οι ακριβές μηχανές, μαχ 3 και λοιπά, ήταν ψιλομούφες. Βεβαίως, τα μιας χρήσης όταν τα κάνεις τρακοσίων χρήσεων, είτε επειδή δεν σου περισσεύουν είτε επειδή δεν τα ‘βαλες στη λίστα για το Μασούτη, το πρόσωπό σου γίνεται Στάλινγκραντ.
Σε κάποια φάση, φράγκα είχα, ενέδωσα και πήρα μαχ 3, δεν θυμάμαι πόσο έκανε, ακριβό ήταν, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Νταξ, άλλη αίσθηση. Γλιστρούσε αβίαστα, καλλιτεχνικό πατινάζ σε περιγραφή Αλέξη Κωστάλα φάση. Κι όταν πια στόμωσαν οι λεπίδες, πήγα Μασούτη για ανταλλαχτικό. Κι εκεί συνειδητοποίησα, ακόμα μια φορά, την απατεωνιά του μεγάλου κεφαλαίου.
Πέντε κεφαλές, έτσι ήταν η συσκευασία, δώδεκα-δεκατρία ευρώ, πιο ακριβό κι απ’ το σώμα μόνο του. Τι γίνεται εδώ;
Με τα πολλά λοιπόν, μετά από μερικά χρόνια κι αμέτρητες στομωμένες λεπίδες, έπεσα σε άρθρο του bbc για τον κύριο King Gillette, τον ιδρυτή της περίφημης φίρμας που ξούρισε εκατομμύρια μάπες ανά το ντουνιά.
Ο κύριος αυτός στα νιάτα του, στα τέλη του 19ου αιώνος ήτο λαμπρός και πολλά υποσχόμενος πωλητής φελλών και καπακίων. Παρατήρησε λοιπόν ότι τον φελλό τον χρησιμοποιείς μόνο μια-δυο φορές και τον πετάς. Τα ‘βαλε κάτω το λοιπόν, σκέφτηκε ποιο χρήσιμο προϊόν εκείνης της εποχής μπορείς να το πουλάς και να ξαναπουλάς και του ‘ρθε η φαεινή ιδέα: οι τρίχες πάντα μεγαλώνουν όχι μόνο στο κεφάλι αλλά και τη μάπα. Να αυτο-κουρευτείς κομμάτι δύσκολο, δεν βλέπεις, άσε που μπορεί να κόψεις κάνα αυτί (Ρωσίδα κομμώτρια Ταφτιάνα Σούκοβα). Να ξουρίσεις τα μούσια όμως ευκολότερο, ένα καθρέφτη θες, μπόλικη σαπουνάδα και ένα ξουράφι. Έτσι λοιπόν δημιούργησε το ξυράφι ολίγων χρήσεων κι έβγαλε παρά με ουρά.
Μετά από καιρό έβαλε κι άλλους ρεφενέ στο μαγαζί ώσπου στο τέλος απεσύρθη απ’ την ενεργό κι άρχισε να κάνει ταξίδια και να συγγράφει.
Οι συνεταίροι κι εταιρικοί του επίγονοι, λένε, εισήγαγαν την εμπορική μέθοδο του “razors-and-blades”: πουλάς ένα προϊόν σχετικά φτηνά αλλά το ανταλλακτικό του το πουλάς ακριβά. Για να το πούμε απλά, αφού πρώτα πουλήσεις μαζί με το αρχικό προϊόν και μπόλικη τρελίτσα για το πόσο γαμάτο είναι κλπ. για να αιχμαλωτίσεις τρόπον τινά τον πελάτη/κορόιδο, εκείνος λοιπόν εντυπωσιασμένος παίρνει το προϊόν αλλά για να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί, αναγκάζεται τελικά να πάρει και το ανταλλακτικό ξυραφάκι, που οι κερατούκληδες το πουλάν σε “οικονομικές” συσκευασίες των πέντε και δέκα. Ο αγγελικά πλασμένος καπιταλιστικός κόσμος είναι γεμάτος από αεριτζήδες, δεν είναι μόνο το “ελληνικό δαιμόνιο” και άλλες παπαριές ελληνικής κοπής, τα κάναν κι άλλοι πριν τους δαιμονικούς συνέλληνες που θέλαν να καταχτήσουν τον αγγελικό τούτο κόσμο. Όσο για τις “οικονομικές” συσκευασίες είναι τρίχες κατσαρές όσον αφορά τον αγοραστή γιατί, τελικά, σημασία έχει πόσα αφήνεις στο ταμείο σε ένα σέσιον ψώνιων. Θα ‘χεις μεν 20 κωλόχαρτα κάβα, αλλά και 3-4 ευρώ λιγότερα στο εβδομαδιαίο, ας πούμε, μπάτζετ, ενώ ο αριθμός των σιμοχέ (αναγραμματισμός δια λόγους ευπρέπειας) σέσιονς παραμένει γενικά σταθερός. Αντί να τα πιεις καφέδες πιχί, τα εξτρά φράγκα σου τα παντελόνιασε η ζεβασόφτ. Θα μου πεις, τι σημασία έχουν αυτά όταν είσαι ταντέλα* οικονομικώς, πάλι από πέσιμο ή από χέσιμο θα πας κι ας έχεις έξτρα κωλόχαρτο.
Κι άλλοι πολλοί μετά εφήρμοσαν τη θεάρεστη μέθοδο του “razors-and-blades” μοντέλου, χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εκτυπωτές. Φτηνοί, 30 ευρουλάκια αλλά τα ορίτζιναλ μελάνια φωτιά. Άλλη τεράστια μπίζνα/φαγοπότι τα μαγαζιά που γέμιζαν μελάνια, τα θυμάστε; Πόσος κόσμος διείδε τη μπίζνα του αιώνα, πήραν επιδοτήσεις, νοίκιασαν μαγαζιά και μέσα σ’ ένα χρόνο, μην πω τι πήραν όλοι οι επίδοξοι επιχειρηματίες που “θελαν μια δική τους δουλειά, χωρίς κανένα πάνω απ’ το κεφάλι…” και λοιπές μικροαστικές ονειρώξεις.
Μέχρι εδώ καλά. Το καλύτερο όμως με τον αξιοσέβαστο κύριο Gillette είναι ότι ο μπαγάσας αυτός ήταν και… ουτοπικός σοσιαλιστής! Μάλιστα.
Ο μίστερ που λέτε οραματίστηκε έναν πραγματικά αγγελικό κόσμο όπου όλα τα αγαθά θα υπήρχαν σε αφθονία και θα τα ‘φτιαχνε μάλιστα μία εταιρεία, η United Company (της οποίας μάλλον θα ‘θελε να ναι ο σι-ι-όου, Chief Executive Officer να πούμε – αυτός μάλλον ήταν ο κρυφός του πόθος), ζήτημα που πραγματεύεται στο βιβλίο του The human drift.
Σ’ αυτό το βιβλίο περιέγραφε την ιδανική κενωνία, η οποία κατ’ αυτόν θα ‘ταν, για τη βόρεια Αμερική τουλάχιστον, μια και μόνο τεράστια πόλη που θα τη λέγαν Μητρόπολη. Θα ‘ταν χτισμένη κοντά στους καταρράχτες του Νιαγάρα, στους οποίους τεράστιες τουρμπίνες θα την ηλεχτροδοτούν. Η βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο θα ήταν αποκλειστικά στα χέρια της United Company που είπαμε πιο πάνω, η οποία -και καλά- θα ελέγχονταν απ’ το λαό (νταξ τώρα, μας τα ‘παν κι άλλοι).
Με άλλα λόγια ο μίστερ ξουράφιας οραματίστηκε το απόλυτο υπερμονοπώλιο, που όπως ξέρουμε, είναι αδύνατον. Και την περίοδο που γράφτηκε το βιβλίο (1894) το να σε λεν ουτοπικό σοσιαλιστή ήταν περίπου ισοδύναμο με το να σε λέγαν αναρχικό. Οι παλιοί καλοί αναρχικοί, κάτι Προυντόν και σία, είχαν γενικά τέτοιες σοσιαλιστικές φαντασιώσεις που απλά ήσαν ευσεβείς πόθοι, όλοι ξέρουμε πώς τον αποδόμησε ο Κάρολος με την Αθλιότητα της φιλοσοφίας. Ο Ζιλέτ λέει το ‘χε πάει παραπέρα, ήθελε όντως να ιδρύσει την υπερεταιρία κι είχε μάλιστα προτείνει στον Theodore Roosevelt, πρόεδρο των ΗΠΑ για μια οχταετία, να αναλάβει την προεδρία της εταιρείας, του ‘χε προσφέρει και ρεγάλο 1 κατομύριο δολάρια, εκείνης της εποχής. Ο πρόεδρος, που μάλλον τον είχε πάρει χαμπάρι πόσο σάικο** ήταν, απέρριψε την πρόταση.
Τελωσπάντων, ο τύπος έγραψε ακόμα ένα βιβλίο μετά από 15 χρόνια που λεγόταν World Corporation, κι ακόμα ένα μετά από άλλα 15 χρόνια που λεγόταν People’s Corporation, στα οποία έγραφε πάνω-κάτω τα ίδια. Έφαγε δηλαδή τριάντα-βάλε χρόνια, μασώντας την περιουσία απ’ τα ξουράφια και γράφοντας για τις ουτοπίες του μη έχοντας κανένα ζόρι κι έγνοια.
Εγώ πάλι μέσα απ’ όλα αυτά έμαθα δυο πράματα: ότι το ξούρισμα είναι απόλαυση, πρώτον και δεύτερον, ότι για ουτοπίες πολλοί γράψαν, για πραγματοποιήσιμες δίκαιες κοινωνίες (για τις οποίες αγωνίστηκαν κιόλας) ένας, ο Κάρολος που ήταν μουσάτος βέβαια.
Πάω τώρα να δοκιμάσω τον καινούργιο μου αφρό με αλόε βέρα και να σιγοσφυρίξω τη διεθνή.
*Ταντέλα = μάλλον παράφραση του “δαντέλα-νταντέλα”, βορειοελλαδίτικο αντίστοιχο του “ταπί και ψύχραιμος”, άφραγκος
**Σάικο = εκ του psycho, έκφραση του δρομου, ο ψυχάκιας, ο σαλεμένος ενίοτε κι ο επικίνδυνα ψυχοπαθής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου