Καθώς η αστική ιστοριογραφία γίνεται όλο και αντιδραστικότερη,
απομακρυνόμενη ακόμα και από τον «ορθό λόγο» των ιδεολογικών προγόνων
της, συνηθίζει πλέον να απομακρύνεται ακόμα και από τις ιστορικές πηγές,
για να δίνει ευκολότερα τις δικές της αυθαίρετες ερμηνείες στα ιστορικά
δρώμενα. Σε τέτοιες συνθήκες, η κάθε επιστημονική και εκδοτική
δραστηριότητα που αποβλέπει στην πλατύτερη διάδοση πρωτογενών ιστορικών
πηγών, μόνο ευπρόσδεκτη μπορεί να είναι, καθώς διευκολύνει την
αξιοποίησή τους από περισσότερο κόσμο, στην προσπάθειά του να
προσεγγίσει την ιστορική αλήθεια.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ένα από τα τελευταία αποκτήματα της Βιβλιοθήκης του Επιμορφωτικού Κέντρου της ΚΕ του ΚΚΕ «Χαρίλαος Φλωράκης», το δίτομο έργο του καθηγητή Ιστορίας Θανάση Χρήστου, με τίτλο «Ο ρόλος των νέων στο μέτωπο, την κατοχή και την αντίσταση (1940-1944)», που αναδημοσιεύει και μεταφράζει επίσημες γερμανικές πηγές, που αφορούν στις ελληνογερμανικές σχέσεις κατά την περίοδο 2/2/1941 – 4/6/1941, δηλαδή από τις παραμονές της επίσημης κήρυξης του πολέμου κατά της Ελλάδας από το γερμανικό φασισμό (αυγή της 6ης Απρίλη 1941) έως τη διευθέτηση των ζωνών κατοχής ανάμεσα σε Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία.
Παρά τις επιφυλάξεις, ακόμα και τις σοβαρές διαφωνίες που θα μπορούσε να έχει κανείς με τις ερμηνείες του προλόγου και της εισαγωγής αυτού του πονήματος, η παρουσίαση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό συγκεντρωμένων γερμανικών αρχείων, αυτούσια και μεταφρασμένα, έχει μια ξεχωριστή αξία.
Το ημερολόγιο επιβεβαιώνει και αυτό παλιότερες μαρτυρίες και εκτιμήσεις για την εγκατάλειψη των Ελλήνων στρατιωτών στην τύχη τους και τις χαώδεις συνθήκες που συνάντησαν κατά την άτακτη προσπάθεια επιστροφής στις εστίες τους, μόλις οι στρατηγοί του μετώπου προέβησαν στην άνευ όρων παράδοση. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί τόνιζαν επανειλημμένως, όπως π.χ. στο έγγραφο 11, ότι «…η ελληνική αρχηγεία αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες δυσκολίες με απάθεια. Δεν διαθέτει ούτε τη θέληση μήτε το κύρος για να επιβληθεί».
Καταγράφει επίσης λεπτομερώς τις στρατιωτικές διαβουλεύσεις και ενέργειες που σχετίζονται με το πέρασμα της ελληνικής επικράτειας δυτικά της Πίνδου στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής.
Αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα δύο φράσεις από ξεχωριστές αναφορές: Η πρώτη προέρχεται από επιστολή του Τσολάκογλου προς τον Γερμανό στρατηγό Μπίλερ (έγγραφο 9), όπου αυτοπροτείνεται για δοτός πρωθυπουργός και τελειώνει με την εξής φράση: «Υποσχόμαστε στην Αυτού Εξοχότητα, το Φύρερ του γερμανικού λαού, να υπηρετήσουμε την ακολουθούμενη από αυτόν κατεύθυνση».
Η δεύτερη προέρχεται από επιστολή που απευθύνεται επίσης στον …«αξιότιμο κύριο στρατηγό Μπίλερ», αλλά αυτήν τη φορά από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, που παρουσιάζει το Χίτλερ ως τον «μεγάλο Αρχηγό του γερμανικού λαού», «φορέα του ελληνικού πνεύματος και του ελληνικού πολιτισμού» (!!!). Αυτός ο ιεράρχης μαζί με πάρα πολλούς ομοίους του όχι μόνο διατήρησε τα εκκλησιαστικά του αξιώματα μετά τον πόλεμο, αλλά και «ξήλωσε» τους λίγους ανώτερους ιεράρχες που τάχθηκαν με τη λαϊκή πάλη, ενώ προήχθη σε αρχιεπίσκοπο.
Σε αυτόν τον τόμο επιβεβαιώνονται πλήρως και τα έγγραφα που παρουσίασε πριν πολλές δεκαετίες ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Βάσο Γεωργίου στο 6τομο έργο «Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης» (εκδ. «Αυλός», τόμος 1ος, Αθήνα 1979, σελ. 103-105). Μόνο που σε εκείνο το έργο, ενώ παρουσιάζονταν εκτενή αποσπάσματα από τα τηλεγραφήματα της γερμανικής πρεσβείας, δεν αναφερόταν ποιο αρχειακό ίδρυμα κατείχε αυτά τα έγγραφα.
Τα πλήρη έγγραφα που μας γνωστοποιεί το βιβλίο του Θ. Χρήστου ισχυροποιούν την προγενέστερη εκτίμηση, ότι ακόμα και μετά την κήρυξη του πολέμου, συμπεριφέρονταν «οι Γερμανοί της Αθήνας όπως στο σπίτι τους…», καθώς ο Γερμανός πρέσβης Πρίγκιπας του Ερμπαχ – Σένμπεργκ «…βρισκόταν σα στο σπίτι του, στην ιδιωτική κατοικία του και συνέχιζε να επικοινωνεί με το Βερολίνο και μετά την κήρυξη του γερμανικού πολέμου εναντίον της Ελλάδας, σα να μην είχε συμβεί τίποτε!».
Στα σημαντικά και λιγότερο γνωστά έγγραφα του τόμου αυτού συγκαταλέγεται η πλήρης γερμανική διακοίνωση, με την οποία ο γερμανικός φασισμός προφασιζόταν ότι εισβάλλει στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να εκδιώξει τα βρετανικά στρατεύματα και να επαναφέρει την Ελλάδα σε στάτους ουδετερότητας!
Αξιοσημείωτη είναι και η έμμεση πληροφορία που δίνει το έγγραφο 33 για την άμεση έλευση της ομάδας Κίνσμπεργκ (21/4/1941), σχεδόν ταυτόχρονα με τα γερμανικά στρατεύματα. Η εν λόγω ομάδα ήταν τυπικά υπεύθυνη για την ανεύρεση και συγκέντρωση οποιωνδήποτε διπλωματικών εγγράφων ξένων δυνάμεων από τις χώρες που κατακτούσε ο γερμανικός φασισμός, ατύπως όμως υπεύθυνη και για τη συγκέντρωση των αξιόλογων έργων τέχνης.
Το ότι ο Τσολάκογλου δεν ήταν ο μόνος «διαθέσιμος» από το ελληνικό αστικό στρατόπεδο, φαίνεται από το έγγραφο 47, όπου και ο τότε νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνος Πετζόπουλος παρακαλεί να διοριστεί πρωθυπουργός! (Παρεμπιπτόντως, η μετάφραση του συγκεκριμένου εγγράφου αλλά και μερικών άλλων χρειάζεται σημαντική βελτίωση…).
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά ακόμα έγγραφα από αυτούς τους τόμους, που αξίζουν την προσοχή του αναγνώστη, λόγω όμως του περιορισμένου διαθέσιμου χώρου, το σημείωμα αυτό δεν μπορεί να κλείσει χωρίς την επισήμανση ότι ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, τόσο οι στρατιωτικές όσο και οι διπλωματικές ναζιστικές υπηρεσίες έχουν επίγνωση των «κινδύνων» που θα προκαλούσαν τόσο η τριχοτόμηση της Ελλάδας όσο και η λιμοκτονία του ελληνικού λαού, που αυτές οι υπηρεσίες έβλεπαν ήδη από τότε τον ερχομό της!
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ένα από τα τελευταία αποκτήματα της Βιβλιοθήκης του Επιμορφωτικού Κέντρου της ΚΕ του ΚΚΕ «Χαρίλαος Φλωράκης», το δίτομο έργο του καθηγητή Ιστορίας Θανάση Χρήστου, με τίτλο «Ο ρόλος των νέων στο μέτωπο, την κατοχή και την αντίσταση (1940-1944)», που αναδημοσιεύει και μεταφράζει επίσημες γερμανικές πηγές, που αφορούν στις ελληνογερμανικές σχέσεις κατά την περίοδο 2/2/1941 – 4/6/1941, δηλαδή από τις παραμονές της επίσημης κήρυξης του πολέμου κατά της Ελλάδας από το γερμανικό φασισμό (αυγή της 6ης Απρίλη 1941) έως τη διευθέτηση των ζωνών κατοχής ανάμεσα σε Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία.
Παρά τις επιφυλάξεις, ακόμα και τις σοβαρές διαφωνίες που θα μπορούσε να έχει κανείς με τις ερμηνείες του προλόγου και της εισαγωγής αυτού του πονήματος, η παρουσίαση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό συγκεντρωμένων γερμανικών αρχείων, αυτούσια και μεταφρασμένα, έχει μια ξεχωριστή αξία.
Σπάνιο αρχειακό τεκμήριο
Ο πρώτος τόμος, με τον υπότιτλο «Τα πολιτικοστρατιωτικά τεκμήρια»
(Αθήνα 2016) θέτει στη διάθεση του αναγνώστη ένα όχι πολύ γνωστό
αρχειακό τεκμήριο, το «Πολεμικό ημερολόγιο της διοίκησης των γερμανικών
στρατευμάτων στην Ηπειρο (73η Μεραρχία Πεζικού) από 21/4/41 έως
11/5/41», που φυλάσσεται στο Ομοσπονδιακό Στρατιωτικό Αρχείο της
Γερμανίας (Φράιμπουργκ). Αφορά δηλαδή στην περίοδο της άνευ όρων
παράδοσης των ελληνικών μεραρχιών Ηπείρου και Μακεδονίας – Θράκης, με
πρωτεργάτη τον στρατηγό και (αμέσως μετά) πρώτο δοτό κατοχικό
πρωθυπουργό Τσολάκογλου, έως την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων
από την Ηπειρο και την παράδοσή της στις ιταλικές κατοχικές δυνάμεις.Το ημερολόγιο επιβεβαιώνει και αυτό παλιότερες μαρτυρίες και εκτιμήσεις για την εγκατάλειψη των Ελλήνων στρατιωτών στην τύχη τους και τις χαώδεις συνθήκες που συνάντησαν κατά την άτακτη προσπάθεια επιστροφής στις εστίες τους, μόλις οι στρατηγοί του μετώπου προέβησαν στην άνευ όρων παράδοση. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί τόνιζαν επανειλημμένως, όπως π.χ. στο έγγραφο 11, ότι «…η ελληνική αρχηγεία αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες δυσκολίες με απάθεια. Δεν διαθέτει ούτε τη θέληση μήτε το κύρος για να επιβληθεί».
Καταγράφει επίσης λεπτομερώς τις στρατιωτικές διαβουλεύσεις και ενέργειες που σχετίζονται με το πέρασμα της ελληνικής επικράτειας δυτικά της Πίνδου στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής.
Αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα δύο φράσεις από ξεχωριστές αναφορές: Η πρώτη προέρχεται από επιστολή του Τσολάκογλου προς τον Γερμανό στρατηγό Μπίλερ (έγγραφο 9), όπου αυτοπροτείνεται για δοτός πρωθυπουργός και τελειώνει με την εξής φράση: «Υποσχόμαστε στην Αυτού Εξοχότητα, το Φύρερ του γερμανικού λαού, να υπηρετήσουμε την ακολουθούμενη από αυτόν κατεύθυνση».
Η δεύτερη προέρχεται από επιστολή που απευθύνεται επίσης στον …«αξιότιμο κύριο στρατηγό Μπίλερ», αλλά αυτήν τη φορά από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, που παρουσιάζει το Χίτλερ ως τον «μεγάλο Αρχηγό του γερμανικού λαού», «φορέα του ελληνικού πνεύματος και του ελληνικού πολιτισμού» (!!!). Αυτός ο ιεράρχης μαζί με πάρα πολλούς ομοίους του όχι μόνο διατήρησε τα εκκλησιαστικά του αξιώματα μετά τον πόλεμο, αλλά και «ξήλωσε» τους λίγους ανώτερους ιεράρχες που τάχθηκαν με τη λαϊκή πάλη, ενώ προήχθη σε αρχιεπίσκοπο.
Σημαντικά και άγνωστα έγγραφα
Ο δεύτερος τόμος, με υπότιτλο «Τα διπλωματικά τεκμήρια» (Αθήνα 2017),
περιέχει τμήμα του γερμανικού Πολιτικού Αρχείου του υπουργείου
Εξωτερικών του Βερολίνου, που σχετίζεται με την αλληλογραφία της
γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, από τις παραμονές της εισβολής των
χιτλερικών στρατευμάτων, και πιο συγκεκριμένα από τις 2/4/1941, έως και
την αγγελία αποχώρησης της σοβιετικής πρεσβείας από την Αθήνα
(4/6/1941).Σε αυτόν τον τόμο επιβεβαιώνονται πλήρως και τα έγγραφα που παρουσίασε πριν πολλές δεκαετίες ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Βάσο Γεωργίου στο 6τομο έργο «Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης» (εκδ. «Αυλός», τόμος 1ος, Αθήνα 1979, σελ. 103-105). Μόνο που σε εκείνο το έργο, ενώ παρουσιάζονταν εκτενή αποσπάσματα από τα τηλεγραφήματα της γερμανικής πρεσβείας, δεν αναφερόταν ποιο αρχειακό ίδρυμα κατείχε αυτά τα έγγραφα.
Τα πλήρη έγγραφα που μας γνωστοποιεί το βιβλίο του Θ. Χρήστου ισχυροποιούν την προγενέστερη εκτίμηση, ότι ακόμα και μετά την κήρυξη του πολέμου, συμπεριφέρονταν «οι Γερμανοί της Αθήνας όπως στο σπίτι τους…», καθώς ο Γερμανός πρέσβης Πρίγκιπας του Ερμπαχ – Σένμπεργκ «…βρισκόταν σα στο σπίτι του, στην ιδιωτική κατοικία του και συνέχιζε να επικοινωνεί με το Βερολίνο και μετά την κήρυξη του γερμανικού πολέμου εναντίον της Ελλάδας, σα να μην είχε συμβεί τίποτε!».
Στα σημαντικά και λιγότερο γνωστά έγγραφα του τόμου αυτού συγκαταλέγεται η πλήρης γερμανική διακοίνωση, με την οποία ο γερμανικός φασισμός προφασιζόταν ότι εισβάλλει στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να εκδιώξει τα βρετανικά στρατεύματα και να επαναφέρει την Ελλάδα σε στάτους ουδετερότητας!
Αξιοσημείωτη είναι και η έμμεση πληροφορία που δίνει το έγγραφο 33 για την άμεση έλευση της ομάδας Κίνσμπεργκ (21/4/1941), σχεδόν ταυτόχρονα με τα γερμανικά στρατεύματα. Η εν λόγω ομάδα ήταν τυπικά υπεύθυνη για την ανεύρεση και συγκέντρωση οποιωνδήποτε διπλωματικών εγγράφων ξένων δυνάμεων από τις χώρες που κατακτούσε ο γερμανικός φασισμός, ατύπως όμως υπεύθυνη και για τη συγκέντρωση των αξιόλογων έργων τέχνης.
Το ότι ο Τσολάκογλου δεν ήταν ο μόνος «διαθέσιμος» από το ελληνικό αστικό στρατόπεδο, φαίνεται από το έγγραφο 47, όπου και ο τότε νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κωνσταντίνος Πετζόπουλος παρακαλεί να διοριστεί πρωθυπουργός! (Παρεμπιπτόντως, η μετάφραση του συγκεκριμένου εγγράφου αλλά και μερικών άλλων χρειάζεται σημαντική βελτίωση…).
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά ακόμα έγγραφα από αυτούς τους τόμους, που αξίζουν την προσοχή του αναγνώστη, λόγω όμως του περιορισμένου διαθέσιμου χώρου, το σημείωμα αυτό δεν μπορεί να κλείσει χωρίς την επισήμανση ότι ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, τόσο οι στρατιωτικές όσο και οι διπλωματικές ναζιστικές υπηρεσίες έχουν επίγνωση των «κινδύνων» που θα προκαλούσαν τόσο η τριχοτόμηση της Ελλάδας όσο και η λιμοκτονία του ελληνικού λαού, που αυτές οι υπηρεσίες έβλεπαν ήδη από τότε τον ερχομό της!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου