Και εκτός από την τροπολογία, προσωρινά σε …απόσυρση, για
περιστολή του δικαιώματος της απεργίας, εκτός από τους ηλεκτρονικούς
πλειστηριασμούς, μας προέκυψε και η επίσκεψη Ρ. Ερντογάν, αφορμή για απορίες
και για υπενθύμιση της άγνοιάς μας σχετικά με τους σχεδιασμούς στην ευρύτερη
περιοχή μας, όπου η Παλαιστίνη πάλι
φλέγεται μετά την ανακοίνωση του Ντ. Τραμπ για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ σαν
πρωτεύουσας του Ισραήλ.
Καμιά
κρίση στο κυπριακό, καμιά όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού δεν γίνεται
στο κενό. Κάθε αντιπαλότητα και σύγκρουση καθορίζεται από το συγκεκριμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο
οι κάθε φορά αντίπαλοι ζούν και
αναπτύσσονται. Αν αναφερθεί κανείς στις διαμάχες Ελλάδας και Τουρκίας χωρίς να
πάρει υπόψη του τις αλλαγές μέσα στις
ίδιες τις χώρες και τις συνδέσεις τους με το διεθνές τους περιβάλλον πάντα
υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει σε ρατσιστικές απόψεις – για την αιώνια
ελληνική φυλή και τους αγώνες της ενάντια στους βαρβάρους. Γι’ αυτό και χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση
της διαμάχης που να είναι ιστορικά προσδιορισμένη σε κάθε περίοδο, εξετάζοντας
συγχρόνως και τις αλλαγές στις κοινωνική
δομή των δυο χωρών και τη σύνδεσή τους με τη δυναμική του διεθνούς
περίγυρου. Κι αν πίσω από τις διαμάχες αυτές κρύβονται ιμπεριαλιστικά
συμφέροντα, είναι εξίσου σημαντικό πως η κυρίαρχη τάξη σε Ελλάδα και Τουρκία
ανταγωνιστικά διεκδικούν το ρόλο του πιο
σημαντικού κράτους σε μια από τις πιο
δύσκολες περιοχές. Αυτό δεν σημαίνει, ακόμα κι αν ο τούρκικος επεκτατισμός υποκινείται -τουλάχιστο μέχρι πρόσφατα-
ή ενθαρρύνεται από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, ότι η ελληνική αντίσταση στα ιμπεριαλιστικά
σχέδια περνά από την Άγκυρα ούτε και ότι
ο αντιτούρκικος σωβινισμός μ’ αυτόν τον
τρόπο φορά προοδευτικό μανδύα. Ο αγώνας δρόμου ανάμεσα στον τούρκικο και
ελληνικό καπιταλισμό για την ανάδειξή
τους σε ηγεμονική τοπική δύναμη στην περιοχή καθορίζει παζαρέματα, απειλές,
ανταλλάγματα, οξύνσεις, πιέσεις και προσεγγίσεις για να βολευτούν όλοι οι
ενδιαφερόμενοι.
Κι αν ξορκίζεται ο
αντιιμπεριαλισμός, κι αν έχουμε φτάσει μαζί με την κυρίαρχη εξουσία και μεγάλο
μέρος του πληθυσμού να διεκδικούμε μεγαλύτερη ενσωμάτωση στη διεθνή οικονομία,
είναι όμως που απομονώνουμε κάθε φορά το
πρόβλημα που παρουσιάζεται για να φουντώνει ο εθνικισμός, ώστε πρόθυμα να
συγκρουστούμε με κάθε ανταγωνιστή που μπαίνει εμπόδιο σ’ αυτήν τη διαδικασία.
Οι εγχώριοι καπιταλιστές μας στο παιχνίδι των διεθνών ανταγωνισμών χρησιμοποιούν
ένα κράτος με προσανατολισμό τη διεθνή οικονομία που μπορεί να εξασφαλίσει με
διάφορα μέτρα, οικονομικά, πολιτικά ιδεολογικά, ακόμα και στρατιωτικά, τη
στήριξη του εγχώριου κεφαλαίου στη συμμετοχή του στον διεθνή ανταγωνισμό
εξισορροπώντας τις αντιθέσεις που
υπάρχουν. Για να επιτευχθεί αυτή η
πολιτική, προϋπόθεση είναι η σχέση του συγκεκριμένου κράτους με τη γύρω
περιοχή, ποιος θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα για την εκπλήρωση των σχεδίων των
μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Γι’
αυτό και ο ανταγωνισμός με την Τουρκία της Ελλάδας. Η κυρίαρχη τάξη στην
Τουρκία προσπαθώντας να αναβαθμίσει το ρόλο της στη Μ. Ανατολή και να αποτρέψει
τη δημιουργία κουρδικού κράτους συσφίγγει τις
σχέσεις με τη Ρωσία, ενώ η Ελλάδα εμφανίζεται πια να συσφίγγει τις
σχέσεις με το Ισραήλ συμπλέοντας με το
…μεγάλο μας σύμμαχο τις ΗΠΑ. Και οι απορίες παραμένουν.
Κι είναι
αλήθεια πως η εθνική ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα μπορούσε να είναι
πάλη ενάντια σε εδαφικές προσαρτήσεις και σε βλέψεις ελέγχου των ιμπεριαλιστών,
ακόμα να είναι πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση των
καταπιεσμένων αλλά και αγώνας για επίτευξη
μιας κοινωνικής ανάπτυξης με βάση τις προτεραιότητες των αναγκών του λαού και
όχι των ιμπεριαλιστών. Γι’ αυτό και ο
εθνικισμός της μεταπολίτευσης φαινόταν περισσότερο σαν αντιμπεριαλιστική ιδεολογία
και είχε μέσα του και στοιχεία ανατρεπτικά ακόμα και αντικαπιταλιστικά, παρόλο
που κινδύνευαν να χαθούν στις βασικές μετωπικές επιλογές. Τώρα πια όμως ξεκάθαρα
και ο εθνικισμός δεν είναι παρά μια άλλη μορφή ταύτισης με την
κρατική εξουσία σε όλες τις επιλογές της, στους εξοπλισμούς και ανταγωνισμούς
με άλλα κράτη για τον έλεγχο της περιοχής και για την καλύτερη εξυπηρέτηση
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που ευνοούν τα συμφέροντα της ντόπιας κυρίαρχης τάξης.
Αλλά και η παγκοσμιοποίηση και η αλληλεξάρτηση
της οικονομίας των διαφόρων χωρών οδηγεί στην όλο και περισσότερο σύσφιγξη
σχέσεων μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων. Σε μια τέτοια περίοδο όπου όλοι εξαρτώνται
από όλους οι διεθνείς ανταγωνισμοί βρίσκονται σε παροξυσμό. Αυτό σημαίνει πως
οι τοπικοί πόλεμοι που είναι προνομιακό πεδίο των ιμπεριαλισμών μπορεί να
γίνουν και επιλογή και τρόπος λύσης των διαφορών κάθε κράτους που βρίσκεται μέσα σ’ αυτή την
ιμπεριαλιστική αλυσίδα με την ευγενική χορηγία των μεγάλων ιμπεριαλιστών.
Η Ελλάδα
και η Τουρκία είναι ένα δίδυμο που κατέχει ιδιαίτερη θέση στην περιοχή, που
εκφράζεται με την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, ενώ προσπαθούν και οι δυο να
εμπορευτούν τη στρατηγική σημασία τους,
σ’ έναν αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση της συγκριτικά ανώτερης στρατιωτικής τους σημασίας. Διεκδικούν την
πρωτοκαθεδρία όχι μόνο στρατιωτικά αλλά
και οικονομικά, με πεδίο δράσης τους που συμπίπτει όχι μόνο τα Βαλκάνια αλλά
και τη Μ. Ανατολή. Η διπλωματία τους
συγκρούεται στις αυλές των ισχυρών της
Δύσης, ενώ οι στόχοι τους ξεπερνούν κατά πολύ
την συνοριακή ή εδαφική
διευθέτηση και αποβλέπουν σε
δυνατότητες πέρα από την οικονομική
διείσδυση και στη διπλωματική υπεροχή στην περιοχή που εξασφαλίζει
πρωτοκαθεδρία στην άρχουσα τάξη τους. Η ελληνοτουρκική διαμάχη δεν μπορεί να αναχθεί σε υπόθεση μόνο εδαφικού επεκτατισμού. Αντίθετα οι
διεκδικήσεις έχουν σαν στόχο αυξημένη επιρροή και στρατηγική υπεροχή για την
ανάδειξη της μιας ή άλλης χώρας σε πιο δυνατό παίκτη της περιοχής. Από κεί και
πέρα δεν αλλάζει το χαρακτήρα της σύγκρουσης, ποιος είναι επιθετικός ή
αμυντικός, ποιος καλύπτει τις
διεκδικήσεις του με ιστορικά επιχειρήματα. Και οι φόβοι για εμπλοκή σε τοπικές συρράξεις δεν κοπάζουν.
Μέσα στο
διεθνές οικονομικό περιβάλλον τα μικρότερα κράτη, στην προσπάθειά τους να
εξισορροπήσουν τις αντιφατικές πιέσεις που δέχονται από τους μεγάλους, αλλά και
την αρπακτικότητά τους απέναντι στους ανταγωνιστές της ίδιας ή κατώτερης
κατηγορίας, χαράσσουν μια πολιτική που μοιάζει πολυδιάστατη ή και αντιφατική.
Το γαϊτανάκι για ανταλλάγματα που διεκδικεί κάθε πλευρά πριν δώσει τη
συγκατάθεσή της για το επόμενο βήμα βάζει όμως στο παιχνίδι και τους λαούς. Γι’
αυτό, κι αν απ’ όλα αυτά η εργατική τάξη δεν έχει να κερδίσει τίποτε, κι αν το
εργατικό κίνημα πρέπει να αντιπαραθέσει τη δικιά του ταξική αλληλεγγύη δεν
μπορεί όμως να αδιαφορήσει για τις πολεμοχαρείς
κραυγές και τα ανταλλάγματα των καπιταλιστών που καθορίζουν και το ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου