Οι γιορτές περάσανε, το ξέρω. Πρέπει να ξαναβάλουμε τα κεφάλια μέσα και
να ξαναγυρίσουμε στις δουλειές μας. Κι αυτό το ξέρω. Μόνο που λέω να το
τραβήξω λίγο ακόμη, ως την Δευτέρα. Μιας κι εφέτος τα Φώτα πέφτουν
Σάββατο, ας φέρουμε την αργία μια μέρα μπροστά, οπότε σήμερα γίνεται
ημιαργία. Και μιας κι η μέρα μίσασε ήδη, λέω να τα παρατήσουμε και να
κατηφορίσουμε κατά τον Πειραιά, να τα πούμε λίγο και να πιούμε και
κανένα τσίπουρο. Βέβαια, άμα μπλέξετε με κάποιον στα χρόνια μου, τι άλλο
περιμένετε να ακούσετε παρά ιστορίες από τα παλιά. Και προπολεμικές, μη
σας πω. Τέλος πάντων, ας καθήσουμε κάπου στην ακτή Τζελέπη, να
χαζεύουμε και τα βαπόρια καθώς θα πίνουμε τα ηδύποτά μας και θα δούμε
πού θα φτάσει η κουβέντα...
Πριν τον πόλεμο, ο Πειραιάς ήταν ο παράδεισος των χασισοποτών. Το κυνήγι που είχαν εξαπολύσει κατά των ναρκωτικών η αστυνομία και η χωροφυλακή, τόσο εδώ όσο και στην Αθήνα, δεν άφηνε τους χασισοπότες σε χλωρό κλαρί. Ειδικά μετά τον μεταξικό νόμο "προς καταστολήν του παρανόμου εμπορίου των ναρκωτικών φαρμάκων" του 1937, το κυνηγητό έγινε ανελέητο και οι χρηματικές ποινές έγιναν εξοντωτικές. Όμως, τούτη εδώ η περιοχή, από Δραπετσώνα μέχρι Καστέλλα, ήταν γεμάτη με κρυφές σπηλιές, απόκρημνα ρέματα και δυσπρόσιτες ακτές, όπου οι χασισοπότες έκρυβαν το μαυράκι και τους λουλάδες τους και πήγαιναν κρυφά για να φουμάρουν.
Μια τέτοια ιστορία διηγείται ο Γιώργος Μπάτης σε ένα γνωστό τραγούδι του: "Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα, στην σπηλιά του δράκου βγήκα". Η σπηλιά του δράκου βρισκόταν κάπου εκεί απέναντι, δεξιά, στις ακτές της Δραπετσώνας και δεν ξέρω αν σ' αυτήν οφείλεται το ότι προπολεμικά οι ρεμπέτες αποκαλούσαν τον Πειραιά "Πόρτο Δράκο". Σ' αυτή την σπηλιά, λοιπόν, ο Μπάτης και η παρέα του κρύβανε το χασίσι τους και τα συμπράγκαλά τους. Κι όποτε τους θυμιόταν, κατεβαίνανε στον μώλο, εδώ που καθόμαστε από κάτω να πούμε, παίρνανε μια βάρκα και πηγαίνανε να μαστουρώσουν με την ησυχία τους, αφήνοντας τους μπασκίνες που παρακολουθούσαν να πιστεύουν ότι πάνε απλώς μια βαρκάδα. Και τι παρέα, ε! Τρεις νοματαίοι άλφα-άλφα. Ο ένας είπαμε ήταν ο Μπάτης. Ο άλλος ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο οποίος τραγούδησε και το τραγούδι που αναφέραμε. Κι ο τρίτος ήταν ο αδικοχαμένος Ανέστης Δελιάς, ο Ανέστος ή Ανεστάκι, που άκουγε και στο παρανόμι "Αρτέμης".
Λίγο παρακεί από την σπηλιά του δράκου, ήταν μια άλλη σπηλιά, που την αναφέρει ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του, η σπηλιά του Κουλού. Αυτή η σπηλιά βρισκόταν σε μια ακτή όπου απαγορευόταν η πρόσβαση, επειδή για κάποιον λόγο σ' εκείνα τα νερά μαζεύονταν σκυλόψαρα και σμέρνες. Οι ντόπιοι είχαν ονομάσει την ακτή "Απαγορεύεται". Όπως λέει ο Μάρκος, "από τότες το μέρος αυτό το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα φάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους".
Εκείνη την εποχή, στην αγορά του Πειραιά, κάπου πιο πέρα από εδώ που καθόμαστε, είχε πάγκο ένας από τους πιο ονομαστούς νταήδες της πόλης, ο Νίκος ο Τρελάκιας. Δηλαδή, Μάθεσης λεγόταν ο άνθρωπος αλλά λίγοι τον ήξεραν έτσι. Ο Τρελάκιας σκάρωνε και κάτι στιχάκια, χάρη στα οποία γνωρίστηκε με κάποιους ρεμπέτες, όπως ο Μπάτης και ο Μάρκος. Μάλιστα, κάποτε παρεξηγήθηκε με τον Μάρκο και του έρριξε μια πηρουνιά στον λαιμό. Τέλος πάντων, ένα βράδυ έσωσε και βρέθηκε ο Τρελάκιας σε έναν τεκέ της Φρεαττύδας, όπου βρισκόταν ένας άλλος νταής, ένας μαχαιροβγάλτης για τον οποίο λέγανε ότι τράβαγε μαχαίρι για ψύλλου πήδημα, ο Κώστας ο Στρίγγλας. Κουβέντα την κουβέντα, δεν άργησε να γίνει παρεξήγηση και να βγουν οι κάμες αλλά μπήκαν στην μέση οι πιο ψύχραιμοι και το κακό αποσοβήθηκε.
Έλα, όμως, που ο Στρίγγλας δεν μπορούσε να χωνέψει την προσβολή. Να του πουλήσει ο άλλος νταηλίκι αυτουνού, που τον έτρεμαν ως και τα ντουβάρια της Φρεαττύδας; Την άλλη μέρα, λοιπόν, παίρνει ένα ξαδερφάκι του, καλό μούτρο κι εκείνος, πάνε στην αγορά και στα μουλωχτά την πέφτουν στον Τρελάκια. Ο ξάδερφος κρατάει από πίσω κι ο Στρίγγλας ρίχνει δυο μαχαιριές. Μόνο που ο Τρελάκιας άντεξε και, μόλις τον άφησαν, τράβηξε ένα πιστόλι κι έρριξε τέσσερις στον Στρίγγλα, που ξάπλωσε τ' ανάσκελα και δεν ματαγύρισε μπρούμητα.
Φυσικά, έτρεξε η αστυνομία, έπιασε τον φονιά και τον έκλεισε στην μπουζού. Όμως ο Τρελάκιας δεν έμεινε πολύ μέσα μιας και εκτιμήθηκε ότι βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα. Τί έκανε όταν βγήκε; Το λέει ο ίδιος: "Μεγάλη Παρασκευή πήγα στον τάφο του Στρίγγλα, μαστούριασα και μετά τον έχεσα. Γιατί τό ΄χαμε πει ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού. Και έτσι έκανα".
Είπαμε πολλά και πέρασε η ώρα. Καιρός να πηγαίνουμε. Καθώς βαδίζουμε προς τον σταθμό, το βλέμμα πέφτει απέναντι, κάπου εκεί που βρίσκονταν τα αρχαία τείχη του Πειραιά. Λίγο πιο πάνω βρίσκεται η Κοπή και παραδίπλα, στα σύνορα του Πειραιά με την Δραπετσώνα, μια γειτονιά που παλιά την έλεγαν Βούρλα. Ουσιαστικά, τα Βούρλα ήταν ένα μεγάλο μπορντέλο που έφτιαξε ο Δήμος και το φύλαγε η αστυνομία, μόνο και μόνο για να μαζέψει σε ένα μέρος τα μικρά μπορντέλα που βρίσκονταν διάσπαρτα στην πόλη.
Στα Βούρλα, λοιπόν, λειτουργούσαν και "υβριδικά" μπορντέλα. Στην φάτσα ήσαν τεκέδες. τεκέδες κανονικοί, που καθόσουν κι έκανες τις τζούρες σου. Κι όταν μαστούρωνες, αν είχες κέφι, πήγαινες στο πίσω μέρος του μαγαζιού μέσω ενός διαδρόμου που είχε παραθυράκια στο ύψος της μέσης. Χτύπαγες με το δάχτυλο ένα παραθυράκι, εκείνο άνοιγε, έβγαινε ένα κουπάκι, έρριχνες μέσα στο κουπάκι ένα τάλληρο και αμέσως μετά κάποια κοπέλλα φερμάριζε τα πισινά της στο άνοιγμα. Έκανες την δουλειά σου κι έφευγες, κρατώντας κι εσύ την ανωνυμία σου και η κοπέλλα την δική της.
Καθώς φτάνουμε στον σταθμό, προλαβαίνουμε να προσθέσουμε μια πινελλιά ακόμη. Τα Βούρλα ήσαν περιφραγμένα με ψηλό μαντρότοιχο κι έμοιαζαν με φυλακή. Τον καιρό της κατοχής μετατράπηκαν σε κανονική φυλακή, η οποία λειτούργησε ως τα χρόνια της χούντας, οπότε και κατεδαφίστηκε. Από εκείνη την φυλακή, το 1955 απέδρασαν 27 κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι, οργανώνοτας μια από τις εντυπωσιακότερες αποδράσεις στην παγκόσμια ιστορία. Ίσως κάποια άλλη φορά πούμε κάτι και γι' αυτή...
Πριν τον πόλεμο, ο Πειραιάς ήταν ο παράδεισος των χασισοποτών. Το κυνήγι που είχαν εξαπολύσει κατά των ναρκωτικών η αστυνομία και η χωροφυλακή, τόσο εδώ όσο και στην Αθήνα, δεν άφηνε τους χασισοπότες σε χλωρό κλαρί. Ειδικά μετά τον μεταξικό νόμο "προς καταστολήν του παρανόμου εμπορίου των ναρκωτικών φαρμάκων" του 1937, το κυνηγητό έγινε ανελέητο και οι χρηματικές ποινές έγιναν εξοντωτικές. Όμως, τούτη εδώ η περιοχή, από Δραπετσώνα μέχρι Καστέλλα, ήταν γεμάτη με κρυφές σπηλιές, απόκρημνα ρέματα και δυσπρόσιτες ακτές, όπου οι χασισοπότες έκρυβαν το μαυράκι και τους λουλάδες τους και πήγαιναν κρυφά για να φουμάρουν.
Μια τέτοια ιστορία διηγείται ο Γιώργος Μπάτης σε ένα γνωστό τραγούδι του: "Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα, στην σπηλιά του δράκου βγήκα". Η σπηλιά του δράκου βρισκόταν κάπου εκεί απέναντι, δεξιά, στις ακτές της Δραπετσώνας και δεν ξέρω αν σ' αυτήν οφείλεται το ότι προπολεμικά οι ρεμπέτες αποκαλούσαν τον Πειραιά "Πόρτο Δράκο". Σ' αυτή την σπηλιά, λοιπόν, ο Μπάτης και η παρέα του κρύβανε το χασίσι τους και τα συμπράγκαλά τους. Κι όποτε τους θυμιόταν, κατεβαίνανε στον μώλο, εδώ που καθόμαστε από κάτω να πούμε, παίρνανε μια βάρκα και πηγαίνανε να μαστουρώσουν με την ησυχία τους, αφήνοντας τους μπασκίνες που παρακολουθούσαν να πιστεύουν ότι πάνε απλώς μια βαρκάδα. Και τι παρέα, ε! Τρεις νοματαίοι άλφα-άλφα. Ο ένας είπαμε ήταν ο Μπάτης. Ο άλλος ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο οποίος τραγούδησε και το τραγούδι που αναφέραμε. Κι ο τρίτος ήταν ο αδικοχαμένος Ανέστης Δελιάς, ο Ανέστος ή Ανεστάκι, που άκουγε και στο παρανόμι "Αρτέμης".
Λίγο παρακεί από την σπηλιά του δράκου, ήταν μια άλλη σπηλιά, που την αναφέρει ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του, η σπηλιά του Κουλού. Αυτή η σπηλιά βρισκόταν σε μια ακτή όπου απαγορευόταν η πρόσβαση, επειδή για κάποιον λόγο σ' εκείνα τα νερά μαζεύονταν σκυλόψαρα και σμέρνες. Οι ντόπιοι είχαν ονομάσει την ακτή "Απαγορεύεται". Όπως λέει ο Μάρκος, "από τότες το μέρος αυτό το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα φάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους".
Εκείνη την εποχή, στην αγορά του Πειραιά, κάπου πιο πέρα από εδώ που καθόμαστε, είχε πάγκο ένας από τους πιο ονομαστούς νταήδες της πόλης, ο Νίκος ο Τρελάκιας. Δηλαδή, Μάθεσης λεγόταν ο άνθρωπος αλλά λίγοι τον ήξεραν έτσι. Ο Τρελάκιας σκάρωνε και κάτι στιχάκια, χάρη στα οποία γνωρίστηκε με κάποιους ρεμπέτες, όπως ο Μπάτης και ο Μάρκος. Μάλιστα, κάποτε παρεξηγήθηκε με τον Μάρκο και του έρριξε μια πηρουνιά στον λαιμό. Τέλος πάντων, ένα βράδυ έσωσε και βρέθηκε ο Τρελάκιας σε έναν τεκέ της Φρεαττύδας, όπου βρισκόταν ένας άλλος νταής, ένας μαχαιροβγάλτης για τον οποίο λέγανε ότι τράβαγε μαχαίρι για ψύλλου πήδημα, ο Κώστας ο Στρίγγλας. Κουβέντα την κουβέντα, δεν άργησε να γίνει παρεξήγηση και να βγουν οι κάμες αλλά μπήκαν στην μέση οι πιο ψύχραιμοι και το κακό αποσοβήθηκε.
Έλα, όμως, που ο Στρίγγλας δεν μπορούσε να χωνέψει την προσβολή. Να του πουλήσει ο άλλος νταηλίκι αυτουνού, που τον έτρεμαν ως και τα ντουβάρια της Φρεαττύδας; Την άλλη μέρα, λοιπόν, παίρνει ένα ξαδερφάκι του, καλό μούτρο κι εκείνος, πάνε στην αγορά και στα μουλωχτά την πέφτουν στον Τρελάκια. Ο ξάδερφος κρατάει από πίσω κι ο Στρίγγλας ρίχνει δυο μαχαιριές. Μόνο που ο Τρελάκιας άντεξε και, μόλις τον άφησαν, τράβηξε ένα πιστόλι κι έρριξε τέσσερις στον Στρίγγλα, που ξάπλωσε τ' ανάσκελα και δεν ματαγύρισε μπρούμητα.
Φυσικά, έτρεξε η αστυνομία, έπιασε τον φονιά και τον έκλεισε στην μπουζού. Όμως ο Τρελάκιας δεν έμεινε πολύ μέσα μιας και εκτιμήθηκε ότι βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα. Τί έκανε όταν βγήκε; Το λέει ο ίδιος: "Μεγάλη Παρασκευή πήγα στον τάφο του Στρίγγλα, μαστούριασα και μετά τον έχεσα. Γιατί τό ΄χαμε πει ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού. Και έτσι έκανα".
Οι νταήδες Νίκος "Τρελάκιας" Μάθεσης και Μαρίνος "Μουστάκιας" Βογιατζής με καφέ και ναργιλέ στο χέρι. |
Είπαμε πολλά και πέρασε η ώρα. Καιρός να πηγαίνουμε. Καθώς βαδίζουμε προς τον σταθμό, το βλέμμα πέφτει απέναντι, κάπου εκεί που βρίσκονταν τα αρχαία τείχη του Πειραιά. Λίγο πιο πάνω βρίσκεται η Κοπή και παραδίπλα, στα σύνορα του Πειραιά με την Δραπετσώνα, μια γειτονιά που παλιά την έλεγαν Βούρλα. Ουσιαστικά, τα Βούρλα ήταν ένα μεγάλο μπορντέλο που έφτιαξε ο Δήμος και το φύλαγε η αστυνομία, μόνο και μόνο για να μαζέψει σε ένα μέρος τα μικρά μπορντέλα που βρίσκονταν διάσπαρτα στην πόλη.
Στα Βούρλα, λοιπόν, λειτουργούσαν και "υβριδικά" μπορντέλα. Στην φάτσα ήσαν τεκέδες. τεκέδες κανονικοί, που καθόσουν κι έκανες τις τζούρες σου. Κι όταν μαστούρωνες, αν είχες κέφι, πήγαινες στο πίσω μέρος του μαγαζιού μέσω ενός διαδρόμου που είχε παραθυράκια στο ύψος της μέσης. Χτύπαγες με το δάχτυλο ένα παραθυράκι, εκείνο άνοιγε, έβγαινε ένα κουπάκι, έρριχνες μέσα στο κουπάκι ένα τάλληρο και αμέσως μετά κάποια κοπέλλα φερμάριζε τα πισινά της στο άνοιγμα. Έκανες την δουλειά σου κι έφευγες, κρατώντας κι εσύ την ανωνυμία σου και η κοπέλλα την δική της.
Καθώς φτάνουμε στον σταθμό, προλαβαίνουμε να προσθέσουμε μια πινελλιά ακόμη. Τα Βούρλα ήσαν περιφραγμένα με ψηλό μαντρότοιχο κι έμοιαζαν με φυλακή. Τον καιρό της κατοχής μετατράπηκαν σε κανονική φυλακή, η οποία λειτούργησε ως τα χρόνια της χούντας, οπότε και κατεδαφίστηκε. Από εκείνη την φυλακή, το 1955 απέδρασαν 27 κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι, οργανώνοτας μια από τις εντυπωσιακότερες αποδράσεις στην παγκόσμια ιστορία. Ίσως κάποια άλλη φορά πούμε κάτι και γι' αυτή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου