Από
τη μία, η κυβέρνηση υλοποιεί με αποφασιστικότητα, με «καρότο και
μαστίγιο», παλιά και νέα μέτρα, που κληρονόμησε ή ψήφισε μαζί με τη ΝΔ.
Από την άλλη, αξιοποιεί την πλειοδοσία που κάνει η ΝΔ στην αντιλαϊκή της
πολιτική, για να πείσει το λαό ότι θα πρέπει να λέει και «ευχαριστώ»,
που με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ «γλιτώνει τα χειρότερα».
Η ΝΔ, διεκδικώντας εκείνη το χρίσμα από το κεφάλαιο, καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι άτολμος στις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις και διαφημίζει τη δική της αποφασιστικότητα να «τρέξει» πιο γρήγορα το σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής. Ως στοιχείο «αφερεγγυότητας» και «ασυνέπειας» στην αντεργατική πολιτική αξιοποιεί την «αριστερή» καταγωγή στελεχών του, κάτι που δεν φαίνεται βέβαια να ενοχλεί ιδιαίτερα τους επιχειρηματικούς ομίλους, αφού κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους, ενώ από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιείται για «αντιδεξιές» κορόνες. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση γίνεται πάνω σε κάλπικες διαχωριστικές γραμμές, που δεν αφορούν στα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού, αλλά στοχεύουν στον εγκλωβισμό τους.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα: Στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει τη διάταξη που περιορίζει το απεργιακό δικαίωμα, η κυβέρνηση αξιοποίησε σαν «μπαμπούλα» τις προτάσεις της ΝΔ, που είναι πιο «προωθημένες» και ασκούν πίεση για να επιταχυνθεί το ξήλωμα της απεργίας.
Καθόλου τυχαία, άλλωστε, ο λόγος, που επικαλέστηκε η ΝΔ για να καταψηφίσει τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι ότι χαρακτηρίζεται από «ασάφειες» και «αποσπασματικότητα», προσπαθώντας έτσι να κρύψει την επί της ουσίας συμφωνία της σε αυτό που απαιτούν εργοδοσία, κεφάλαιο και διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί: Τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας, γιατί αυτό είναι αναγκαίο για τη στήριξη της «ανταγωνιστικότητας», της κερδοφορίας του κεφαλαίου, για τη θεσμοποίηση σωματείων του κοινωνικού εταιρισμού και όχι οργανωτών της πάλης των εργαζομένων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση στοχεύουν και ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση αλλά και οι διαφωνίες της ΝΔ. Για αυτό άλλωστε από κοινού οι δυνάμεις τους στο συνδικαλιστικό κίνημα έβαλαν εμπόδια στην οργάνωση αγωνιστικής απάντησης απέναντι στο πολυνομοσχέδιο.
Αντίστοιχος ήταν και ο προχτεσινός χαρτοπόλεμος μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ γύρω από τα Εργασιακά, με αφορμή τους έξι (το πολύ) χρωστούμενους μισθούς που υποχρεούται πλέον να καταβάλει κατά προτεραιότητα στους εργαζόμενους ο υπό πτώχευση εργοδότης. Η καταψήφιση της διάταξης από τη ΝΔ, με τη δικαιολογία ότι δεν κατατέθηκε ως ξεχωριστό άρθρο, παρουσιάζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως τεκμήριο της αντεργατικής της πολιτικής, όταν στην πραγματικότητα στόχος της διάταξης είναι να απαλλαγεί η εργοδοσία από τις υποχρεώσεις της στους εργαζομένους που βεβαίως δεν περιορίζονται σε έξι μηνιαίους μισθούς, αλλά σε χρωστούμενα περισσότερων μηνών, μπορεί και χρόνων.
Στο ίδιο μοτίβο, τέλος, κινείται η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ γύρω και από το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Ο καβγάς περιορίζεται στο ονοματολογικό και εστιάζει στο αν η ΝΔ κλείνει το μάτι σε «εθνικιστικές δυνάμεις», αν ο ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματεύεται με επάρκεια, αν η κυβέρνηση έχει «δύο γραμμές», ενώ και οι δύο συγκαλύπτουν την ουσία των εξελίξεων ότι αυτές καθοδηγούνται από τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή, που είναι επικίνδυνοι για τον ελληνικό και για τους γύρω λαούς. Κρύβουν την ευθυγράμμισή τους πίσω από τα σχέδια περί «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» των Βαλκανίων, που τροφοδοτούν και τον εθνικισμό, το «διαίρει και βασίλευε» και τελικά τον όλεθρο για τους λαούς.
Πίσω, λοιπόν, από την κοκορομαχία, οι εργαζόμενοι χρειάζεται να δουν την ουσία των εξελίξεων. Να συνειδητοποιήσουν ότι παρά τους «διαξιφισμούς» και τις «βαριές κουβέντες», τα κόμματα του κεφαλαίου μοιράζονται τον ίδιο στόχο της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτός είναι που καθορίζει τον πυρήνα της πολιτικής τους μέσα κι έξω από τη χώρα κι εκεί πρέπει να συγκεντρώσουν τα πυρά τους οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, δημιουργώντας προϋποθέσεις για αντεπίθεση.
Η ΝΔ, διεκδικώντας εκείνη το χρίσμα από το κεφάλαιο, καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι άτολμος στις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις και διαφημίζει τη δική της αποφασιστικότητα να «τρέξει» πιο γρήγορα το σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής. Ως στοιχείο «αφερεγγυότητας» και «ασυνέπειας» στην αντεργατική πολιτική αξιοποιεί την «αριστερή» καταγωγή στελεχών του, κάτι που δεν φαίνεται βέβαια να ενοχλεί ιδιαίτερα τους επιχειρηματικούς ομίλους, αφού κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους, ενώ από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιείται για «αντιδεξιές» κορόνες. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση γίνεται πάνω σε κάλπικες διαχωριστικές γραμμές, που δεν αφορούν στα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού, αλλά στοχεύουν στον εγκλωβισμό τους.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα: Στην προσπάθειά της να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει τη διάταξη που περιορίζει το απεργιακό δικαίωμα, η κυβέρνηση αξιοποίησε σαν «μπαμπούλα» τις προτάσεις της ΝΔ, που είναι πιο «προωθημένες» και ασκούν πίεση για να επιταχυνθεί το ξήλωμα της απεργίας.
Καθόλου τυχαία, άλλωστε, ο λόγος, που επικαλέστηκε η ΝΔ για να καταψηφίσει τη συγκεκριμένη διάταξη, είναι ότι χαρακτηρίζεται από «ασάφειες» και «αποσπασματικότητα», προσπαθώντας έτσι να κρύψει την επί της ουσίας συμφωνία της σε αυτό που απαιτούν εργοδοσία, κεφάλαιο και διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί: Τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας, γιατί αυτό είναι αναγκαίο για τη στήριξη της «ανταγωνιστικότητας», της κερδοφορίας του κεφαλαίου, για τη θεσμοποίηση σωματείων του κοινωνικού εταιρισμού και όχι οργανωτών της πάλης των εργαζομένων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση στοχεύουν και ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση αλλά και οι διαφωνίες της ΝΔ. Για αυτό άλλωστε από κοινού οι δυνάμεις τους στο συνδικαλιστικό κίνημα έβαλαν εμπόδια στην οργάνωση αγωνιστικής απάντησης απέναντι στο πολυνομοσχέδιο.
Αντίστοιχος ήταν και ο προχτεσινός χαρτοπόλεμος μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ γύρω από τα Εργασιακά, με αφορμή τους έξι (το πολύ) χρωστούμενους μισθούς που υποχρεούται πλέον να καταβάλει κατά προτεραιότητα στους εργαζόμενους ο υπό πτώχευση εργοδότης. Η καταψήφιση της διάταξης από τη ΝΔ, με τη δικαιολογία ότι δεν κατατέθηκε ως ξεχωριστό άρθρο, παρουσιάζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως τεκμήριο της αντεργατικής της πολιτικής, όταν στην πραγματικότητα στόχος της διάταξης είναι να απαλλαγεί η εργοδοσία από τις υποχρεώσεις της στους εργαζομένους που βεβαίως δεν περιορίζονται σε έξι μηνιαίους μισθούς, αλλά σε χρωστούμενα περισσότερων μηνών, μπορεί και χρόνων.
Στο ίδιο μοτίβο, τέλος, κινείται η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ γύρω και από το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Ο καβγάς περιορίζεται στο ονοματολογικό και εστιάζει στο αν η ΝΔ κλείνει το μάτι σε «εθνικιστικές δυνάμεις», αν ο ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματεύεται με επάρκεια, αν η κυβέρνηση έχει «δύο γραμμές», ενώ και οι δύο συγκαλύπτουν την ουσία των εξελίξεων ότι αυτές καθοδηγούνται από τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή, που είναι επικίνδυνοι για τον ελληνικό και για τους γύρω λαούς. Κρύβουν την ευθυγράμμισή τους πίσω από τα σχέδια περί «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» των Βαλκανίων, που τροφοδοτούν και τον εθνικισμό, το «διαίρει και βασίλευε» και τελικά τον όλεθρο για τους λαούς.
Πίσω, λοιπόν, από την κοκορομαχία, οι εργαζόμενοι χρειάζεται να δουν την ουσία των εξελίξεων. Να συνειδητοποιήσουν ότι παρά τους «διαξιφισμούς» και τις «βαριές κουβέντες», τα κόμματα του κεφαλαίου μοιράζονται τον ίδιο στόχο της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτός είναι που καθορίζει τον πυρήνα της πολιτικής τους μέσα κι έξω από τη χώρα κι εκεί πρέπει να συγκεντρώσουν τα πυρά τους οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, δημιουργώντας προϋποθέσεις για αντεπίθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου