Η
παρέμβαση του Κόμματος και της ΚΝΕ στα Τμήματα Φυσικής αποτελεί το
αντικείμενο του παρακάτω κειμένου. Στα Τμήματα αυτά, αποτυπώνονται
θετικοί συσχετισμοί στα αποτελέσματα των εκλογών στους αντίστοιχους
φοιτητικούς συλλόγους με μια σχετική διάρκεια. Παράλληλα είναι Τμήματα
που το ίδιο τους το επιστημονικό αντικείμενο σχετίζεται πιο άμεσα με
ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη φιλοσοφική ερμηνεία σύγχρονων
επιστημονικών πορισμάτων στον τομέα της φυσικής επιστήμης. Επιπλέον
αναπτύσσεται προβληματισμός γύρω από τη σύνδεση των σπουδών με την
παραγωγική διαδικασία, τους όρους και τις προϋποθέσεις ανάπτυξής της και
το πώς αυτή επιδρά στη ζωή και το μέλλον του φοιτητή.
Στο
κείμενο γίνεται μια πρώτη προσπάθεια για τη γενίκευση της πείρας από
την παρέμβαση των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στα Τμήματα Φυσικής, για
το ζήτημα του περιεχομένου των σπουδών, των σχετικών εξελίξεων, της
σχέσης αυτών με τις εξελίξεις στην παραγωγή και γενικά την οικονομία,
τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων. Θεωρούμε ότι αυτή η
γενίκευση μπορεί να συμβάλει ώστε, στη βάση της ζωντανής πείρας και των
προβληματισμών που υπάρχουν, να επεξεργαστούμε συλλογικά συμπεράσματα
και να απαντήσουμε σε ζητήματα που ανακύπτουν στη σχετική διαπάλη. Έτσι,
μπορούμε να καταλήξουμε σε κατευθύνσεις που μπορούν να εξειδικευτούν
και να κάνουν πιο εύστοχη την παρέμβασή μας.
ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν 5 Τμήματα Φυσικής (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)1.
Βάσει
του αριθμού των εισακτέων στα Τμήματα αυτά την περίοδο 2011-2016 και
υπολογίζοντας ότι (κατ’ εκτίμηση) το 80% περίπου αυτών θα είναι ενεργοί
φοιτητές, προκύπτει ότι στα Τμήματα Φυσικής φοιτούν περίπου 4.500-5.000
φοιτητές. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των
μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψήφιων διδακτόρων στα Τμήματα αυτά και,
παρά το ότι δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί επακριβώς ο αριθμός τους
σήμερα, ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες, ίσως και αρκετά πάνω από τους
χίλιους.
Οι
βάσεις εισαγωγής στα 5 Τμήματα Φυσικής από το ακαδημαϊκό 2011-12 και
μετά διαμορφώνονται σε γενικές γραμμές με μια σχετική σταθερότητα, όπως
φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα:
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ
Ως προς τις τάσεις απασχόλησης και τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων (που σχετίζονται με το αντικείμενο σπουδών)2,
μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές κατηγορίες: α) εκπαίδευση, β)
έρευνα και γ) άλλους κλάδους (με εσωτερική ιεράρχηση και διαβάθμιση).
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ως προς την εκπαίδευση, μπορούμε να διακρίνουμε δυο κατηγορίες μισθωτών: Δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση.
Ως
προς τη δημόσια εκπαίδευση, χρειάζεται να σημειωθεί ότι, δεδομένου πως
για 8 χρόνια δεν έχει πραγματοποιηθεί διαγωνισμός ΑΣΕΠ, η συντριπτική
πλειοψηφία των σχετικά νέων αποφοίτων που δουλεύουν στη δημόσια
εκπαίδευση εργάζονται ως αναπληρωτές. Περίπου 4.000 είναι οι μόνιμοι
εκπαιδευτικοί με ειδικότητα Φυσικού.
Ως προς την ιδιωτική εκπαίδευση, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος εργάζεται σε φροντιστήρια, ενώ ένα μικρό σε ιδιωτικά σχολεία.
Ακόμα, ένας σημαντικός αριθμός Φυσικών εργάζεται κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα3,
είτε κατ’ αποκλειστικότητα είτε σε συνδυασμό με άλλη εργασία για
ενίσχυση εισοδήματος. Αυτό εν μέρει ισχύει και για όσους δουλεύουν στην
ιδιωτική ή και τη δημόσια εκπαίδευση.
Οι
νέες εξελίξεις που αφορούν το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας
θέτουν υπό παραπέρα αμφισβήτηση το πτυχίο των Τμημάτων Φυσικής ως
καθηγητικών σχολών. Ανοίγει η συζήτηση για την ενοποίηση των φυσικών
επιστημών από την άποψη της διδασκαλίας, όχι με την έννοια της
αντικειμενικά αναγκαίας συνεργασίας των διάφορων επιστημών προκειμένου
να επιτυγχάνεται ενιαία συνείδηση των κοινών χαρακτηριστικών κίνησης της
ύλης, αλλά ως συγχώνευση επιστημονικών αντικειμένων. Η πρόταση αυτή
φυσικά συνδέεται και με τις κατευθύνσεις περιορισμού δαπανών και
εξορθολογισμού τους στο δημόσιο σχολείο.
ΕΡΕΥΝΑ
Ιδιαίτερα
τα τελευταία χρόνια, μεγαλώνει ο αριθμός των αποφοίτων που εργάζονται
στην έρευνα σε διάφορους τομείς. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για
υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδάκτορες, οι οποίοι δουλεύουν σε
ερευνητικά προγράμματα σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα (Δημόκριτος,
ΕΑΑ, ΕΙΕ, ΙΤΕ, ΕΚΕΤΑ, ΚΑΠΕ) ή και (σε μικρότερο ποσοστό) σε τμήματα
Έρευνας και Ανάπτυξης επιχειρήσεων.
Χρειάζεται
να σημειωθεί ότι η διαδρομή αυτή για τους περισσότερους έχει ημερομηνία
λήξης λίγα χρόνια μετά από την απόκτηση του διδακτορικού, ενώ συχνά,
ιδίως στα πρώτα χρόνια, συνδυάζεται με ιδιαίτερα. Συχνά επίσης αποτελεί
συνέχεια μιας διαδρομής που ξεκίνησε κατά την περίοδο των μεταπτυχιακών
σπουδών και, σε ό,τι αφορά τα Ερευνητικά Κέντρα, της πρακτικής.
Σημαντικό
μέρος όσων εργάζονται στην έρευνα αμείβονται με «μπλοκάκι», αν και, στο
έδαφος των πρόσφατων εξελίξεων, αναμένεται ότι θα ενισχυθεί το ποσοστό
των συμβάσεων εργασίας, όπως εξάλλου έχει εξαγγείλει και η Γενική
Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ). Στις περισσότερες
περιπτώσεις, η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο συνεπάγεται και
μείωση των καθαρών εσόδων, αφού κυριαρχεί η τάση να μετακυλίεται το
κόστος ασφάλισης στον εργαζόμενο, ενώ στην ίδια κατεύθυνση επιδρά και η
υπαγωγή των αμοιβών των εργαζόμενων που υπογράφουν σύμβαση με τους ΕΛΚΕ
των ιδρυμάτων στο «ενιαίο μισθολόγιο» του κρατικού τομέα. Ταυτόχρονα, οι
πρόσφατες εξελίξεις στο Ασφαλιστικό έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε μεγάλο
αριθμό όσων εργάζονται με «μπλοκάκι».
Ο
συνολικός αριθμός των εργαζόμενων στην έρευνα αναμένεται να αυξηθεί το
επόμενο διάστημα, μετά από τη σχετική κάμψη των τελευταίων ετών, καθώς
αναμένεται να ξεκινήσουν και νέα εγχώρια χρηματοδοτικά προγράμματα
(ΚΡΗΠΙΣ 2, ΕΛΙΔΕΚ κ.ά.).
Παραμένει
ότι το επίπεδο των αμοιβών εδώ ίσως είναι, κατά μέσο όρο, σχετικά
υψηλότερο απ’ ό,τι σε άλλους κλάδους, όμως βαίνει μάλλον μειούμενο (π.χ.
οι υποτροφίες ΕΛΙΔΕΚ κ.ά. δεν ξεπερνούν τα 1.200 ευρώ μικτά το μήνα),
με παράλληλη επιδείνωση των όρων εργασίας. Υπάρχουν φυσικά και
εξαιρέσεις (π.χ. προγράμματα ERC, Marie Curie κ.ά.).
Μεγάλος
είναι ο αριθμός όσων τα τελευταία χρόνια αναζητούν διέξοδο στο
εξωτερικό και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών που διατηρούν ή
δελεάζονται από αυτήν την προοπτική. Σε αυτήν την πτυχή, που δεν αφορά
αποκλειστικά εργασία σε ερευνητικές δομές, θα αναφερθούμε εκτενέστερα
στη συνέχεια.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι η στενή σχέση ορισμένων τμημάτων Φυσικής με
συγκεκριμένα ερευνητικά κέντρα [ιδίως στις περιπτώσεις της Κρήτης και
της Πάτρας με το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), αλλά και της
Θεσσαλονίκης με το Εθνικό Κέντρο Έρευνας & Τεχνολογικής Ανάπτυξης
(ΕΚΕΤΑ), ή και, δευτερευόντως, της Αθήνας με το Δημόκριτο] έχει επίδραση
και σε ιδεολογικό επίπεδο, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε και στη
συνέχεια.
ΑΛΛΟΙ ΚΛΑΔΟΙ
Από
τους υπόλοιπους κλάδους στους οποίους απασχολούνται οι απόφοιτοι των
Τμημάτων Φυσικής στη βάση του αντικειμένου σπουδών τους, ξεχωρίζουν
αυτοί των τηλεπικοινωνιών (ιδίως δίκτυα και λοιπές υποδομές) και της
ενέργειας (δίκτυα, ΑΠΕ, εξοικονόμηση κ.ά.). Ένα μικρότερο ποσοστό
εργάζεται στους κλάδους της υγείας (ιατρική φυσική, ακτινοφυσική κ.ά.),
της τεχνολογίας υλικών, των ηλεκτρονικών, την πολεμική βιομηχανία κ.ά.
Πρόκειται για κλάδους και υποκλάδους στους οποίους προχωρά με γοργούς
ρυθμούς η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, δραστηριοποιούνται
και αναδιαμορφώνονται ισχυροί μονοπωλιακοί όμιλοι, οι οποίοι σε πολλές
περιπτώσεις είναι καθετοποιημένοι, με επενδυτική παρουσία κεφαλαίων από
το εξωτερικό κι εξωστρεφή δραστηριότητα.
Σε
κάθε περίπτωση, πρόκειται για κλάδους τους οποίους το κεφάλαιο ιεραρχεί
στους σχεδιασμούς του για το πέρασμα στη φάση της καπιταλιστικής
ανάπτυξης. Μάλιστα, η δυναμική τους φαίνεται να ενισχύεται στο πλαίσιο
της «ψηφιακής στρατηγικής», που η προώθησή της αποτελεί μέρος της
ατζέντας ΕΕ, κυβέρνησης και ΣΕΒ.
Η
αναπτυξιακή προοπτική των συγκεκριμένων κλάδων έχει επίδραση και σε
ιδεολογικό επίπεδο, ενώ παράλληλα διαμορφώνει το έδαφος ώστε σχετικά πιο
εύκολα σε σημαντικό μέρος των φοιτητών στα συγκεκριμένα τμήματα να
υιοθετείται η λογική αναζήτησης και συλλογής προσόντων και
πιστοποιητικών, προκειμένου το επαγγελματικό τους προφίλ ως αποφοίτων να
καταστεί πιο «ανταγωνιστικό». Εξάλλου, αυτή η λογική βρίσκεται και στον
πυρήνα των αναδιαρθρώσεων στην ανώτατη εκπαίδευση.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων εργάζεται με
όρους μισθωτής εργασίας, καθώς είναι αρκετά μικρά τα ποσοστά
αυτοαπασχόλησης στη δουλειά πάνω στο επιστημονικό αντικείμενο.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ
Στα
Τμήματα Φυσικής οι τελευταίες αναμορφώσεις των προγραμμάτων σπουδών
ολοκληρώθηκαν σε ένα σημαντικό χρονικό εύρος (π.χ. στην Κρήτη το
2009-10, στην Αθήνα το 2011-12, στην Πάτρα το 2016-17). Το επόμενο
διάστημα αναμένεται να τεθεί εκ νέου ζήτημα αναμόρφωσης των προγραμμάτων
σπουδών, προκειμένου να προχωρήσουν και οι διαδικασίες πιστοποίησής
τους.4
Μάλιστα, σχετικές προεργασίες στον έναν ή τον άλλο βαθμό ήδη γίνονται.
Συχνά, τροχιοδεικτικές για τις εξελίξεις είναι και οι αντίστοιχες
συζητήσεις σε ό,τι αφορά τα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών.
ΒΑΣΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Τα
προγράμματα σπουδών των 4 εκ των 5 Τμημάτων (πλην Ηρακλείου)
παρουσιάζουν αρκετά κοινά γνωρίσματα: Εισαγωγικά μαθήματα Γενικής
Φυσικής και έμφαση στα μαθηματικά μαθήματα στα πρώτα 2 έτη,
διαφοροποίηση από το 6ο ή 7ο εξάμηνο είτε με ομαδοποιήσεις μαθημάτων
είτε με ελεύθερα επιλεγόμενα μαθήματα. Το σύνολο των μαθημάτων που
πρέπει να έχει περάσει κάποιος για να πάρει πτυχίο κυμαίνεται μεταξύ
40-44 (καταμέτρηση που συμπεριλαμβάνει και εργαστήρια). Η αποτίμηση
γίνεται σε ECTS (πιστωτικές μονάδες). Στην Πάτρα υιοθετείται διπλό
σύστημα (δηλαδή και με Διδακτικές Μονάδες), ενώ οι απαιτήσεις για πτυχίο
υπολογίζονται βάσει Διδακτικών Μονάδων.
Το
πρόγραμμα σπουδών του Φυσικού Κρήτης διαφοροποιείται ως προς το ότι
παρέχεται η δυνατότητα ελεύθερης διαμόρφωσής του, καθώς ο φοιτητής
μπορεί να πάρει το κάθε μάθημα όποτε το επιθυμεί, αν και στην πράξη το
Τμήμα δρομολογεί την επιλογή του προτεινόμενου ενδεικτικού προγράμματος.
Στο ενδεικτικό πρόγραμμα, επιλεγόμενα μαθήματα εισάγονται από το 3ο
εξάμηνο. Το σύνολο των μαθημάτων που πρέπει να έχει περάσει κάποιος για
να πάρει πτυχίο στην περίπτωση αυτή είναι 38 (καταμέτρηση στο ενδεικτικό
πρόγραμμα, η αποτίμηση γίνεται σε ECTS)5.
Άλλες πλευρές σε σχέση με τη δομή και τη διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών:
•
Ο αριθμός των υποχρεωτικών για όλους εργαστηριακών μαθημάτων (που
αποτυπώνονται με ξεχωριστούς κωδικούς μαθημάτων) είναι 7 στο ΕΚΠΑ, 6
στην Πάτρα, 3 στα Ιωάννινα, 3 στο Ηράκλειο, 8 στη Θεσσαλονίκη.
Σημειώνεται ότι εργαστηριακό μέρος έχουν και άλλα υποχρεωτικά μαθήματα,
όμως δεν αποτελούν ξεχωριστούς κωδικούς. Επίσης, εργαστήρια υπάρχουν και
σε μη υποχρεωτικά για όλους μαθήματα.
•
Ο αριθμός των επιλεγόμενων (μη υποχρεωτικών για όλους) μαθημάτων είναι
10 για το ΕΚΠΑ, 16 για το Ηράκλειο, 12 για το ΑΠΘ, 12 για τα Ιωάννινα.
• Συγκροτημένες κατευθύνσεις υπάρχουν μόνο στο Φυσικό του
ΕΚΠΑ6 και της Πάτρας7. Στα Ιωάννινα υπάρχουν «Κύκλοι Μαθημάτων»8.
ΕΚΠΑ6 και της Πάτρας7. Στα Ιωάννινα υπάρχουν «Κύκλοι Μαθημάτων»8.
• Η εκπόνηση πτυχιακής εργασίας είναι υποχρεωτική μόνο στο Φυσικό Αθήνας.
• Η πρακτική άσκηση δεν είναι υποχρεωτική σε κανένα Τμήμα.
• Μάθημα ξένης γλώσσας είναι υποχρεωτικό στα Φυσικά Κρήτης και Ιωαννίνων.
• Σε κάποιες περιπτώσεις, κάποια μαθήματα προσφέρονται ως επιλεγόμενα από κοινού στο προπτυχιακό και το μεταπτυχιακό πρόγραμμα.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΣΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ
Οι
τάσεις ως προς τους κλάδους και την απασχόληση που είδαμε παραπάνω
αντανακλώνται και στους σχεδιασμούς και τις συζητήσεις για τις επόμενες
αναμορφώσεις, οι οποίες θα δώσουν τα πιστοποιήσιμα προγράμματα σπουδών.
Επιπρόσθετα,
στις εξελίξεις επιδρούν αφενός ο ερευνητικός προσανατολισμός του κάθε
Τμήματος, αφετέρου η στελέχωσή τους (παράγοντας που εν μέρει σχετίζεται
και με το προηγούμενο), δεδομένου ότι έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός
των μελών ΔΕΠ των Τμημάτων, με τις αποχωρήσεις να μην αναπληρώνονται και
τα κενά να διαμορφώνουν διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν δυναμική
στους διάφορους Τομείς των Τμημάτων. Η συνδυαστική επίδραση και των δυο
αυτών παραγόντων φαίνεται χαρακτηριστικά στο Φυσικό Αθήνας (το 2000
αριθμούσε περίπου 120 μέλη ΔΕΠ, πλέον είναι λιγότεροι από 80), όπου οι
Τομείς Ηλεκτρονικής και Φυσικής Περιβάλλοντος ενισχύονται συστηματικά,
συγκεντρώνοντας μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις, αναπτύσσοντας έντονη
επιχειρηματική δραστηριότητα (παροχή υπηρεσιών κλπ.). Αντίστοιχα
παραδείγματα μπορούν να ανιχνευτούν και στα υπόλοιπα Τμήματα.
Μια
ακόμα πλευρά που δεν μπορεί να υποτιμηθεί είναι ότι σε όλα τα Τμήματα
υπάρχουν ερευνητικές ομάδες με χαρακτηριστικά «αριστείας» και σημαντική
δραστηριότητα, που οδηγεί σε αυξημένη εξασφάλιση πόρων από εξωτερικές
χρηματοδοτήσεις (π.χ. Φωτονική στην Πάτρα) και ερευνητικών συνεργασιών
(π.χ. συνεργασία με το CERNA σε ΑΠΘ και ΕΚΠΑ κ.α.), που τους προσδίδουν
μεγαλύτερη βαρύτητα ως προς τις εξελίξεις στα Τμήματα. Στην περίπτωση
του Ηρακλείου, καθοριστική είναι η «οριζόντια» σχέση με το ΙΤΕ, καθώς σε
μεγάλο βαθμό το ερευνητικό δυναμικό του Τμήματος συνεργάζεται με αυτό.
Τέλος,
ένας ακόμα παράγοντας που αντικειμενικά επιδρά έχει να κάνει με την
ιστορική πορεία των ιδρυμάτων, η οποία έχει δώσει συγκεκριμένα
κατασταλάγματα στη διάρθρωση και τη στελέχωσή τους (π.χ. ποιοι Τομείς
υπάρχουν κλπ.). Δεδομένου ότι, προτού επιβληθεί περιορισμός νέων
προσλήψεων σε μέλη ΔΕΠ, στα Τμήματα είχε διαμορφωθεί μια συγκεκριμένη
εσωτερική «πολιτική ισχύος», η όποια μεταστροφή συναντά αρκετές
δυσκολίες (π.χ. στο ΕΚΠΑ οι Τομείς Πυρηνικής και Αστροφυσικής είναι
ανισόμετρα υπερμεγέθεις σε σχέση με τους υπόλοιπους ως προς τον αριθμό
μελών ΔΕΠ και των υποψήφιων διδακτόρων), γεγονός που εντοπίζεται και
στις εκθέσεις των εξωτερικών αξιολογήσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ
Κάποιες
γενικές τάσεις σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των αναμορφωμένων
προγραμμάτων σπουδών μπορούμε να διαβλέψουμε στις εκθέσεις εξωτερικής
αξιολόγησης των Τμημάτων. Στη συνέχεια, αναφερόμαστε σε κάποια από τα
βασικά συμπεράσματα που αναδεικνύονται στις εκθέσεις για τα Τμήματα
Φυσικής του ΕΚΠΑ (2013) και του Πανεπιστημίου Πατρών (2013 –προηγήθηκε
της πρόσφατης αλλαγής του προγράμματος σπουδών). Δεν αναφέρονται
συμπεράσματα από τις εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης για τα Τμήματα
Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2010), ΑΠΘ (2011) και του
Πανεπιστημίου Κρήτης (2008), καθώς είναι σχετικά παλιότερες. Πάντως, η
ακολουθούμενη και σε αυτές τις εκθέσεις συλλογιστική, καθώς και η
σύσταση των επιτροπών που τις συνέταξαν σε σημαντικό μεγάλο βαθμό
συμπίπτουν με αυτές που κυρίως εξετάζουμε.
Σε
γενικές γραμμές, αναγνωρίζεται το υψηλό επίπεδο των προγραμμάτων
σπουδών, αλλά προβληματίζει το ότι είναι αρκετά «φορτωμένα». Έμφαση
δίνεται στην ενίσχυση των μαθηματικών μαθημάτων στο βασικό κορμό, με
προσανατολισμό ιδίως στις μαθηματικές μεθόδους φυσικής. Προβληματίζει
ότι στο βασικό κορμό έχουν ισχνή παρουσία πιο σύγχρονα και δυναμικά
αντικείμενα, όπως Ατομική και Μοριακή Φυσική, ενώ ταυτόχρονα είναι
εκτεταμένη η παρουσία άλλων, πιο «κλασικών» αντικειμένων. Ακόμα, δίνεται
κατεύθυνση για καλύτερη οργάνωση των προσφερόμενων μαθημάτων επιλογής,
με μείωση της διασποράς τους. Η κατεύθυνση που δίνεται είναι για
συγχωνεύσεις ομοειδών μαθημάτων.
Οι εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης στέκονται επίσης στη μεγάλη διάρκεια σπουδών9, καθώς και στην αναλογία διδασκόντων/φοιτητών10
(που εκτιμάται ότι θα χειροτερεύσει λόγω συνταξιοδοτήσεων και μη
αναπλήρωσης των κενών), στο μεγάλο αριθμό εισακτέων σε συνδυασμό και με
το προηγούμενο, στις ελλείψεις στις εργαστηριακές υποδομές (θεωρείται
αντιπαιδαγωγικό το «κυκλικό σύστημα» στις εργαστηριακές ασκήσεις) και
στις ελλείψεις σε τεχνικό προσωπικό.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ
Στις
τελευταίες φοιτητικές εκλογές, τα ψηφοδέλτια της Πανσπουδαστικής, τα
οποία στελεχώνονται από τις δυνάμεις της ΚΝΕ και τους φοιτητές που
συμπαρατάσσονται μαζί της στο φοιτητικό κίνημα, αναδείχτηκαν πρώτη
δύναμη στα Τμήματα Φυσικής σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Γιάννενα,
δηλαδή στα 4 από τα 5 Τμήματα Φυσικής πανελλαδικά. Σε πανελλαδικό
επίπεδο, τα ψηφοδέλτια της Πανσπουδαστικής συγκεντρώνουν 468 ψήφους και
ένα ποσοστό περίπου 40%, που είναι πολύ μεγαλύτερο από τον πανελλαδικό
μέσο όρο του ποσοστού της Πανσπουδαστικής που είναι περίπου 20%. Η
δεύτερη δύναμη στα εν λόγω Τμήματα συνολικά είναι η ΔΑΠ με περίπου 15%,
ποσοστό που υπολείπεται κατά πολύ από τον πανελλαδικό μέσο όρο της που
είναι 41%.
Οι
σχετικά καλύτεροι συσχετισμοί που διαμορφώνονται, καθώς και η ευθύνη
της «πρωτιάς» σε 4 από τα Τμήματα, καθιστά πιο επιτακτική την πιο
συγκεκριμένη δουλειά για την παρέμβαση των δυνάμεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ
μέσα από τους Συλλόγους, την ανάδειξη της διαφορετικής λειτουργίας τους
σε σχέση με τους υπόλοιπους που δεν υιοθετούν το πλαίσιο του ΜΑΣ, δε
συγκαταλέγονται στη δύναμή του.
Η
αναβάθμιση της παρέμβασης στους Συλλόγους, η σημασία της ενίσχυσης του
ΜΑΣ, η ενίσχυση της δυναμικής της συσπείρωσης νέων δυνάμεων σε αυτό,
περνά μέσα και από την παραδειγματική δράση των δυνάμεων του ΚΚΕ και της
ΚΝΕ στους Συλλόγους αυτούς και στο συγκεκριμένο μέτωπο.
Άλλωστε,
κάποια θετικά βήματα έχουν ήδη γίνει, που επιβεβαιώνουν τις δυνατότητες
που αναδύονται (βλ. θεματικές εκδηλώσεις γύρω από θέματα του
επιστημονικού αντικειμένου, π.χ. για τον Αϊνστάιν, την κβαντομηχανική
κ.ά.).
ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ
Οι
εξελίξεις στα Τμήματα, τις σπουδές και τους αντίστοιχους κλάδους
επιδρούν άμεσα στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, καθώς διαμορφώνουν ένα
πλαίσιο εντός του οποίου, με σημαντική την παρέμβαση διοικήσεων, μελών
ΔΕΠ και πολιτικών δυνάμεων, οι φοιτητές προσλαμβάνουν και ερμηνεύουν και
τις γενικές εξελίξεις, συνδέοντάς τες με τον καθοριστικό για τη
διαμόρφωση της ταξικής τους συνείδησης προβληματισμό για τις προοπτικές
τους ως απόφοιτοι. Έτσι, ο προβληματισμός γύρω από ζητήματα όπως η
αναπτυξιακή προοπτική της χώρας γίνεται στο πλαίσιο αυτό, που επιδρά
συνολικότερα.
Αυτή
η διαπάλη αποτελεί προνομιακό πεδίο παρέμβασης για τις δυνάμεις του
Κόμματος και της ΚΝΕ, προσφέρεται για να αναδειχτεί η ανωτερότητα και η
ρεαλιστικότητα της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ ως μοναδικής απάντησης στα
αδιέξοδα που βιώνει το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών, τους
προβληματισμούς που τους ταλανίζουν. Ταυτόχρονα, η ανάλυση των εξελίξεων
υπό το φως της πολιτικής μας πρότασης δίνει τη δυνατότητα να
τροφοδοτηθούν με σύγχρονο περιεχόμενο οι διεκδικήσεις του κινήματος ως
προς τα συγκεκριμένα ζητήματα, να αναπτυχθούν συλλογικές διεκδικήσεις,
να δυναμώσει το ΜΑΣ.
ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Το τελευταίο διάστημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση για το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων11.
Σε
συνθήκες καπιταλισμού, αυτό που επιδιώκεται μέσω των αλλαγών στα
προγράμματα σπουδών δεν αφορά μόνο την αντικειμενικά προκύπτουσα ανάγκη
τροποποιήσεων ώστε τα προγράμματα σπουδών να παρακολουθούν τις εξελίξεις
κάθε επιστημονικού αντικειμένου, με αποτέλεσμα να αλλάζει το
περιεχόμενο μαθημάτων, να προκύπτει η ανάγκη για προσθαφαιρέσεις
μαθημάτων ή ενοτήτων που πιθανά ανταποκρίνονται σε (αντίστοιχα) νέες,
ξεπερασμένες ή αναθεωρημένες γνώσεις, εξελίξεις στο επιστημονικό
αντικείμενο.
Η
γενική επιδίωξη είναι να προσαρμόζεται ολοένα και περισσότερο το
περιεχόμενο σπουδών στο έδαφος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων,
στα δεδομένα της αγοράς, την ώρα που προχωρά η περαιτέρω αποσύνδεση του
πτυχίου από το επάγγελμα.
Ιδιαίτερα
μετά από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, επιταχύνεται η
στρατηγική στόχευση του κεφαλαίου να εξασφαλίσει καταρχήν ένα εργατικό
και επιστημονικό δυναμικό που θα μπορεί να το περιφέρει από κλάδο σε
κλάδο και από χώρα σε χώρα, προκειμένου να ενισχύει κάθε φορά τομείς με
υψηλές δυνατότητες κερδοφορίας. Στη στόχευση αυτή απαντά και ο στόχος
της κινητικότητας, της δυνατότητας δηλαδή γρήγορης προσαρμογής των
εργαζόμενων σε νέα εργασιακά περιβάλλοντα, αποκτώντας εξίσου γρήγορα τα
ιδιαίτερα προσόντα που απαιτούνται κάθε φορά. Σε επίπεδο Προγραμμάτων
Σπουδών (ΠΣ), αυτή η στόχευση αποτυπώνεται σήμερα στη γενική
κατεύθυνση για περαιτέρω απομάκρυνση από το ζητούμενο της παροχής
σφαιρικής επιστημονικής γνώσης (κάτι, βέβαια, που ούτε και στα παλιότερα
προγράμματα ίσχυε, εξ ου και δεν είμαστε υπερασπιστές τους) και
αντικατάστασή της από δεξιότητες που κυρίως επιβάλλει η εισαγωγή της
τεχνολογίας στην καπιταλιστική παραγωγή.
Ουσιαστικά
το ζήτημα αφορά εν τέλει την προετοιμασία της αυριανής επιστημονικά
ειδικευμένης εργατικής δύναμης, πάνω στον κεντρικό άξονα: Τι μαθαίνει και με τι όρους εντάσσεται στην εργασιακή διαδικασία.
Εξ
ου και ως βασική προτεραιότητα τίθεται η «ευελιξία» των αυριανών
επιστημόνων απέναντι στα όσα επιτάσσει η αναζήτηση επαγγελματικής
διαδρομής στο πλαίσιο της αναδιαμορφούμενης καπιταλιστικής «αγοράς
εργασίας». Σε αυτήν την κατεύθυνση προχωρούν και οι στοχευμένες
παρεμβάσεις στα προγράμματα σπουδών. Αυτό είναι και το περιεχόμενο της
προσπάθειας καλύτερης προσαρμογής των προγραμμάτων σπουδών στο ελληνικό
Σύστημα Πιστωτικών Μονάδων και την αντιστοίχησή του με το ευρωπαϊκό ECTS
(European Credit Transfe-rand Accumulation System), με στόχο τη
διευκόλυνση της κινητικότητας φοιτητών, ερευνητών, αποφοίτων, ώστε να
αξιοποιείται ενιαία και πιο αποτελεσματικά το επιστημονικό δυναμικό της
ΕΕ για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της απέναντι σε άλλα
ιμπεριαλιστικά κέντρα. Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του ατομικού «φακέλου
προσόντων» (έστω κι αν προς το παρόν δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί το
«Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων»), η προσμέτρηση πιστωτικών μονάδων από
διαφορετικού τύπου σπουδές ανοίγει το δρόμο για μεγαλύτερης έντασης
αποδόμηση των συγκροτημένων προγραμμάτων σπουδών στα πανεπιστήμια και τα
ΤΕΙ. Διαμορφώνεται έτσι το περιβάλλον για τη μεγαλύτερη και ταχύτερη
περιπλάνηση των φοιτητών από πρόγραμμα σε πρόγραμμα, από κατάρτιση σε
κατάρτιση.
Το
θέμα προσφέρεται για να δουλέψουμε με άξονα την πρότασή μας για την
Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, το πανεπιστήμιο στην εργατική εξουσία. Κι
αυτό γιατί στον πυρήνα του βρίσκεται η σχέση σπουδών-εργασίας, το ζήτημα
της πρόσβασης στο επάγγελμα.
Παρότι
η πρόταση των Τμημάτων (βλ. υποσημείωση 2) είναι πολύ ευρεία ώστε να
αποφευχθεί μια συζήτηση του τύπου «γιατί αυτό κι όχι εκείνο», χρειάζεται
να επισημανθεί ότι για την άσκηση των περισσότερων εκ των αναφερόμενων
επαγγελμάτων δεν αρκεί το πτυχίο: Π.χ. η άσκηση του επαγγέλματος του
εκπαιδευτικού σχετίζεται με το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας (που
σε κανένα πρόγραμμα σπουδών δε θεωρείται δεδομένο για όλους), του
ενεργειακού επιθεωρητή με το αντίστοιχο πιστοποιητικό (που αποκτάται
μετά από σεμινάρια), για την Ιατρική Φυσική το αντίστοιχο μεταπτυχιακό
κ.ο.κ.
Δηλαδή,
μέσα και από το μηχανισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων, έρχεται να
ενισχυθεί η αγορά της λεγόμενης μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο
έδαφος της αποσύνδεσης πτυχίου - επαγγέλματος. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό
το θέμα επανήλθε με το νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση τον Αύγουστο του
2017, επικαιροποιώντας τις προβλέψεις του νόμου της Διαμαντοπούλου επί
ΠΑΣΟΚ (2011).
Την
ώρα που τίθεται ζήτημα ενιαίου καθορισμού των επαγγελματικών
δικαιωμάτων για όλους τους αποφοίτους Τμημάτων Φυσικής, οι απόφοιτοι
αυτοί θα έχουν ολοκληρώσει διαφορετικά προγράμματα σπουδών μεταξύ τους,
αφού τα 5 Τμήματα δεν έχουν κοινό ΠΣ. Επιπλέον, δεδομένων και των
αλλαγών στη διάρθρωση των σπουδών και των ΠΣ, δύσκολα θα υπερβαίνει το
20% το ποσοστό των αποφοίτων μιας χρονιάς από το εκάστοτε Τμήμα που θα
έχουν πάρει τα ίδια μαθήματα. Αν σε αυτό προστεθεί το γεγονός ότι η
εξατομίκευση επεκτείνεται και πέραν των προπτυχιακών σπουδών (είτε αυτό
αφορά τα μεταπτυχιακά, που ενισχύονται, είτε τις πάσης φύσεως
καταρτίσεις), με τα αποτελέσματα όλων αυτών να αποτιμώνται σε ECTS, τότε
αναδεικνύεται και η ουσία της συζήτησης για τον πυρήνα των ζητημάτων
που τίθενται και με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου.
Στο
έδαφος της πιεστικής ανεργίας, αλλά και της διαφοροποίησης στην
αναπτυξιακή προοπτική των διάφορων κλάδων, τόσο στην καμπή της κρίσης
όσο και σε φάση ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας (που επιδρούν
στη συζήτηση περί κινητικότητας), ο απόφοιτος εξωθείται σε ένα διαρκές
κυνήγι «προσόντων» και δεξιοτήτων, ώστε να διεκδικήσει με σχετικά
καλύτερους όρους μια θέση εργασίας έναντι του «ανταγωνισμού», δηλαδή των
υπόλοιπων αποφοίτων. Δεδομένου ότι παράλληλα βαθαίνει η κατηγοριοποίηση
ιδρυμάτων, σχολών και αποφοίτων, η κατάσταση αυτή εξωθεί στη συμπίεση
δικαιωμάτων και –δεδομένου και του επιπέδου του κινήματος– απαιτήσεων
προς τα κάτω και, σε κάθε περίπτωση, πολύ πίσω από τις αντικειμενικά
προσδιοριζόμενες σύγχρονες ανάγκες.
Εξάλλου,
την ίδια περίοδο, η συζήτηση για επαγγελματικά δικαιώματα που γίνεται
και σε Τμήματα ΤΕΙ και πολυτεχνικών σχολών αφορά σε μεγάλο βαθμό
αντίστοιχα αντικείμενα.
Υπό
την έννοια αυτή, στην παρέμβασή μας μπορούμε να θέσουμε και το κεντρικό
ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων. Να βάλουμε δηλαδή το ζήτημα όχι μόνο
της πρόσβασης στο επάγγελμα, αλλά και των όρων εργασίας, «σπάζοντας»
έτσι και το συντεχνιασμό που συχνά εμφιλοχωρεί στη συζήτηση περί
επαγγελματικών δικαιωμάτων. Να συζητήσουμε για την ανάγκη κατοχύρωσης
βασικών, αλλά και προωθημένων δικαιωμάτων και διεκδικήσεων, το ζήτημα
του μισθού, των ειδικοτήτων, της πολυδιάσπασης σχέσεων εργασίας,
ιδιαίτερες πλευρές που αφορούν τη γυναίκα εργαζόμενη κ.ά. Από τη σκοπιά
αυτή μπορούμε πιο ολοκληρωμένα και αποδεικτικά να θέσουμε τη συζήτηση
στις πραγματικές της διαστάσεις. Να δείξουμε ότι προϋπόθεση για τη
διεκδίκηση και κατοχύρωση κατακτήσεων δεν είναι η δήθεν διασφάλιση της
πρόσβασης στο επάγγελμα μέσω της κατοχύρωσης επαγγελματικών δικαιωμάτων,
γιατί κάτι τέτοιο δεν απαντά ούτε στο πώς θα βρει δουλειά ο απόφοιτος,
ούτε στο με τι όρους θα δουλέψει. Να δείξουμε ότι αυτό που χρειάζεται
είναι η οργανωμένη και ταξικά προσανατολισμένη σύγκρουση με το κεφάλαιο,
την εργοδοσία, την πολιτική του αστικού κράτους, τις στοχεύσεις των
κυβερνήσεων και των διακρατικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Να θέσουμε στο
επίκεντρο το ζήτημα των σύγχρονων αναγκών, του δρόμου για τη διεκδίκηση
της ικανοποίησής τους.
Η
συζήτηση για τα προγράμματα σπουδών και τα επαγγελματικά δικαιώματα
αποτελεί γόνιμο έδαφος για αποτελεσματική διαφωτιστική και
προπαγανδιστική δουλειά σε συνδυασμό με τις αναφορές του Προγράμματος
του ΚΚΕ για τις τάσεις στον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά και των κλαδικών
στοχεύσεων του κεντρικού σχεδιασμού στο σοσιαλισμό.
Αυτή
η συζήτηση γίνεται από τη σκοπιά της απευθείας σύνδεσης
σπουδών-δουλειάς, με κατοχύρωση όχι μόνο της τυπικής πρόσβασης στο
επάγγελμα, αλλά και διασφάλιση της δουλειάς στο αντικείμενο σπουδών. Μια
προοπτική που μπορεί να προκύψει μόνο στο έδαφος της κοινωνικοποίησης
των μέσων παραγωγής και του κεντρικού πανεθνικού σχεδιασμού της
οικονομίας, όχι απλώς ως δυνατότητα, αλλά ως αναγκαιότητα για την
επίτευξη των στόχων της εργατικής εξουσίας. Έτσι, σε συνθήκες
σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η απάντηση στη σημερινή «αγωνία» του φοιτητή
να βρει δουλειά με καλούς όρους στο αντικείμενο των σπουδών του αποτελεί
υποχρέωση του εργατικού κράτους.
Ως
προς τα προγράμματα σπουδών, αντικείμενο διαπάλης δεν είναι το αν
χρειάζεται διαρκής εκσυγχρονισμός τους ώστε να παρακολουθούν τις
εξελίξεις στην επιστήμη και (αλληλένδετα) την οικονομία, αλλά το γεγονός
ότι στις σημερινές συνθήκες αυτό οδηγεί σε πρόδηλα προβλήματα και
αντιφάσεις, δεδομένου και του πλαισίου που θέτει ο ΕΧΑΕ και συνολικά η
στρατηγική του κεφαλαίου για την ανώτατη εκπαίδευση.
Για
παράδειγμα, η εντεινόμενη διαφοροποίηση των διάφορων τομέων της
επιστήμης, που αποτελεί φυσική συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων, στις σημερινές συνθήκες απαντιέται με μια προσπάθεια να
«χωρέσουν» περισσότερα πράγματα σ’ ένα μικρότερο και πιο ευέλικτο
πρόγραμμα σπουδών, κάτι που άλλωστε φαίνεται και από τα όσα είδαμε στην
ενότητα Γ: Συγχωνεύσεις βασικών μαθημάτων, ουσιαστικά «σπάσιμο» σε δύο
επίπεδα (κάποια λίγα βασικά υποχρεωτικά μαθήματα στα 2 πρώτα έτη και στη
συνέχεια μεγάλη διαφοροποίηση μέσω οριζόντια και κάθετα συνδεόμενων
κύκλων μαθημάτων κι ελεύθερων επιλογών), μονομέρεια στον προσανατολισμό
σε τομείς που συγκυριακά εμφανίζουν αυξημένο ενδιαφέρον και δυνατότητα
προσέλκυσης πόρων στα Τμήματα κ.ά.
Τα
αδιέξοδα που συνεπάγεται η αστική στρατηγική μπορούν να αναδειχτούν και
αν θέσουμε στη συζήτηση και κάποιες άλλες πλευρές: Π.χ., ποια
επιστημονική λογική υπαγορεύει ότι το α΄ μάθημα έχει μικρότερη σημασία
για την ολοκληρωμένη εκπαίδευση ενός Φυσικού έναντι του β΄, ώστε να
αποτιμώνται με διαφορετικό αριθμό πιστωτικών μονάδων; Ποια επιστημονική
λογική υπαγορεύει να είναι η Γενική Σχετικότητα ουσιαστικά εξορισμένη
από τα υποχρεωτικά για όλους μέρη των προγραμμάτων σπουδών; Πώς
απαντιέται από τα προγράμματα σπουδών των Τμημάτων Φυσικής το ζήτημα της
κατάκτησης ενιαίας αντίληψης για τους βασικούς νόμους που διέπουν την
κίνηση της ύλης σε μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο, όταν τα
αντικείμενα, π.χ., της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών, της Φυσικής Στοιχειωδών
Σωματίων και της Κοσμολογίας δεν τυγχάνουν ενιαίας αντιμετώπισης στα
προγράμματα σπουδών, αλλά επιμερίζονται σε διαφορετικές ομάδες
μαθημάτων, χωρίς να διασφαλίζεται ότι θα τα πάρουν όλοι οι φοιτητές, ενώ
συχνά δεν υπάρχουν καθόλου;
Η
λογική δόμησης των προγραμμάτων σπουδών στην αντίληψη του ΚΚΕ και στην
πρόταση για την Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση βρίσκεται στην αντίπερα όχθη,
καθώς εντάσσεται σε άλλο πλαίσιο και εξυπηρετεί άλλους σκοπούς, αφού στη
βάση της βρίσκεται η αλλαγή τάξης στην εξουσία. Εκφράζει και την
επιρροή της διαλεκτικής αντίληψης για τη φύση και τη γνώση.
Η
πρόταση του ΚΚΕ για την Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση δίνει συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά στην απάντηση του αιτήματος για προγράμματα σπουδών που
προσφέρουν όλη την απαιτούμενη για την άσκηση του επαγγέλματος γνώση στο
πτυχίο. Μιλάμε για προγράμματα σπουδών που θα προσφέρουν βαθιά και
ουσιαστική γνώση, στέρεα θεμελιωμένη στα βασικά πεδία της επιστήμης στα
πρώτα έτη. Στη συνέχεια, οι σπουδές θα εμβαθύνουν στα επιμέρους πεδία,
με άρση των επικαλύψεων τομέων και αντικειμένων. Θα είναι στενά δεμένες
με την πρακτική, όχι μόνο μέσα από εργαστηριακές ασκήσεις, αλλά και με
αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων σχετικών με την επαγγελματική
δραστηριότητα, υποχρεωτική (-ες) περίοδο (-ους) πρακτικής άσκησης σε
παραγωγικές μονάδες και ερευνητικές δομές κ.ά. Θα είναι υποχρεωτική η
πτυχιακή εργασία με αντικείμενο που βρίσκεται στην αιχμή της επιστήμης
και των αναγκών της οικονομίας, ώστε να αποτελεί ουσιαστική προετοιμασία
του τελειόφοιτου για τα καθήκοντα που θα αναλάβει μετά από το πέρας των
σπουδών του.
Σε
αντιδιαστολή με τη σημερινή αναρχία της μεταλυκειακής αγοράς με τα
παντός είδους μεταπτυχιακά, πιστοποιητικά, σεμινάρια και καταρτίσεις, σε
συνθήκες εργατικής εξουσίας η περιοδική, συστηματική επιμόρφωση του
αποφοίτου για τις νεότερες εξελίξεις στην επιστήμη και τις ανάγκες της
εργασίας του θα βρίσκεται στην ευθύνη του εργατικού κράτους και θα
παρέχεται χωρίς την επιβάρυνσή του, με όλες τις απαιτούμενες
διευκολύνσεις.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ
Σημαντικός
είναι ο αριθμός των φοιτητών στα Τμήματα Φυσικής που επιδεικνύουν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερευνητική προοπτική, διατηρώντας συχνά
πολλές αυταπάτες, που καλλιεργούνται μέσα από πολλούς διαύλους στα
ιδρύματα. Για να αξιοποιήσουμε σε θετική κατεύθυνση το γόνιμο πυρήνα της
προβληματικής που αναπτύσσουν, χρειάζεται να αναδείξουμε τις συνέπειες
που επιφέρει η στρατηγική του κεφαλαίου για την έρευνα τόσο στο ίδιο το
περιεχόμενο και την ανάπτυξή της όσο και στους όρους δουλειάς και ζωής
των νέων επιστημόνων που στρέφονται στην ερευνητική εργασία.
Η
προώθηση της εμπορευματοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας και
επιχειρηματικής λειτουργίας των φορέων της δημιουργεί ένα ασφυκτικό
πλαίσιο για τους εργαζόμενους στην έρευνα, καθώς ο νέος ερευνητής
αντικειμενικά προσαρμόζεται στις υπάρχουσες σχέσεις και στους στόχους
της καπιταλιστικής έρευνας. Αυτή η οργανική σύνδεση είναι που επιτείνει
την ανασφάλεια του επιστήμονα-ερευνητή, που επιδρά στους όρους και τις
κατευθύνσεις της έρευνας, ενώ παράλληλα τίθεται συνεχώς υπό αμφισβήτηση η
σταθερότητα στην εργασία.
Ο
μηχανισμός που καθορίζει τους όρους δουλειάς και επιτείνει την
εργασιακή ανασφάλεια για τους εργαζόμενους στην έρευνα είναι ο ίδιος που
επιδρά καθοριστικά και στον προσανατολισμό της ερευνητικής εργασίας,
αφού το περιεχόμενο και η συνέχεια της δουλειάς μιας ερευνητικής ομάδας,
της έρευνας ενός επιστήμονα εξαρτάται από τα εκάστοτε διαθέσιμα
προγράμματα χρηματοδότησης. Το γεγονός ότι η στρόφιγγα της
χρηματοδότησης της έρευνας ανοιγοκλείνει σε συνάρτηση με το σχεδιασμό
και τις αντιφάσεις που εμπερικλείει η καπιταλιστική ανάπτυξη φάνηκε
ξεκάθαρα τα τελευταία χρόνια, που η λήξη πολλών προγραμμάτων οδήγησε
χιλιάδες νέους επιστήμονες στην ανεργία.
Δεδομένου
ότι ένα σημαντικό κομμάτι των ερευνητικών αντικειμένων στη Φυσική έχουν
θεωρητικό χαρακτήρα και εμπίπτουν σε αυτό που συνήθως αποκαλείται
«βασική» έρευνα, συχνά συναντώνται απόψεις περί αυτοτέλειας και αυταξίας
της επιστημονικής γνώσης ή, σε άλλη εκδοχή, περί ταξικής ουδετερότητας
της επιστήμης. Η αντίληψη αυτή συσκοτίζει τον εγγενώς κοινωνικό
χαρακτήρα της επιστημονικής έρευνας και τον αντικειμενικά ταξικά
προσδιορισμένο τρόπο οργάνωσής της και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων
της.
Μια
άλλη στρεβλή αντίληψη που συχνά εντοπίζεται είναι ότι η λεγόμενη
«βασική» έρευνα παράγει «γνώση για τη γνώση» και άρα, υπό την έννοια
αυτή, διέπεται από διαφορετικές λειτουργίες. Όμως, το γεγονός ότι
πράγματι αποτελεί έρευνα «υποδομής» δεν αλλάζει διόλου την ουσία.
Άλλωστε, δεν είναι το ερευνητικό αντικείμενο αυτό που καθορίζει το
πλαίσιο και τις συνθήκες εργασίας όσων δουλεύουν στην έρευνα. Πέραν
αυτού, όμως, χρειάζεται να τονιστεί ότι οι αστικές αναλύσεις
επισημαίνουν ότι η λεγόμενη «βασική» έρευνα αποτελεί και υπόβαθρο για
μελλοντικές εφαρμογές, καθώς τα ερευνητικά της αποτελέσματα μπορεί να
έχουν «μελλοντικά υψηλή προστιθέμενη αξία», κάτι που ισχύει ακόμα για
τις θεωρούμενες ως πιο αφηρημένες επιστημονικές περιοχές. Π.χ. η
ανάπτυξη της κβαντομηχανικής έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της τεχνολογίας
των laser, από τα πειράματα και τα ευρήματα στο CERN αναδεικνύονται μια
σειρά δυνατότητες ανάπτυξης εφαρμογών σε πολλούς τομείς κ.ά.
Συχνά
καλούμαστε να αναμετρηθούμε με το ιδεολόγημα περί έρευνας και
καινοτομίας ως μοχλών για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Δεδομένα, έχει
αντικειμενικό έδαφος η ανάγκη της καπιταλιστικής οικονομίας να επιτείνει
την ενσωμάτωση της επιστημονικής γνώσης και της εξειδικευμένης
τεχνολογίας στην παραγωγή και την οργάνωσή της, ώστε να αυξάνει την
παραγωγικότητα της εργασίας και να διερευνά τις προοπτικές νέων πεδίων
κερδοφορίας. Άλλωστε, η επένδυση κεφαλαίων σε νέους τομείς είναι και
αναγκαία συνέχεια της απαξίωσης κεφαλαίου που επιβάλλεται για το
ξεπέρασμα της κρίσης. Η πλευρά αυτή εξηγεί και το αυξημένο ενδιαφέρον
που δείχνει το κεφάλαιο διεθνώς για την έρευνα. Δεν είναι τυχαίο ότι
βασικός άξονας των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΕ για την έρευνα είναι η
λεγόμενη «έξυπνη εξειδίκευση», δηλαδή η προσαρμογή της ερευνητικής
δραστηριότητας στις θεματικές περιοχές στις οποίες εστιάζει το
ενδιαφέρον της η εκάστοτε αστική τάξη σε εθνικό και περιφερειακό
επίπεδο, με δεδομένη τη διάρθρωση και τις προοπτικές της κάθε
οικονομίας.
Το
κύριο και εδώ είναι ότι –στο σημερινό πλαίσιο– το επιστημονικό έργο, η
ερευνητική παραγωγή που οδηγεί στην ανακάλυψη νέας γνώσης, πέρα από το
σε ένα βαθμό αντικειμενικά προοδευτικό στοιχείο της επιστήμης,
αναγκαστικά υποτάσσεται τελικά στις στοχεύσεις του κεφαλαίου. Έτσι,
παρότι πράγματι, υπό άλλες συνθήκες, η αξιοποίηση της επιστημονικής
γνώσης και της καινοτομίας για να αυξηθεί η παραγωγικότητα θα μπορούσε
να συντελέσει στη βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης και των
άλλων λαϊκών στρωμάτων, στον καπιταλισμό αξιοποιείται με γνώμονα την
ενίσχυση των κερδών του κεφαλαίου. Συνακόλουθα, εξαιτίας της
κεφαλαιοκρατικής αξιοποίησης της έρευνας και της καινοτομίας, μεγαλώνει
αντί να μικραίνει η απόσταση μεταξύ του τι θα μπορούσε να απολαμβάνει
και τι πραγματικά αντιμετωπίζει, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει και η
σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης.
H
χειραφέτηση της έρευνας από τα δεσμά του κεφαλαίου είναι το κλειδί για
να αλλάξει τελείως η κατάσταση και σε αυτόν τον τομέα. Σε συνθήκες
εργατικής εξουσίας, στο πλαίσιο μιας σχεδιοποιημένης οικονομίας, με τα
μέσα, τις υποδομές και τους πόρους στα χέρια του λαού και την οργάνωση
της παραγωγής, καθώς και της έρευνας, με γνώμονα την ικανοποίηση των
λαϊκών αναγκών, η σταθερή εργασία των εργαζόμενων στην έρευνα θα
εξασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχεια του ερευνητικού έργου. Παράλληλα, η
συγκέντρωση προσπαθειών και δυναμικού για την ολόπλευρη ενίσχυση της
πρωτοπόρας ερευνητικής δραστηριότητας θα είναι επιτακτική ανάγκη ώστε με
ταχείς ρυθμούς να ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο του λαού, να ενισχύεται η
παραγωγική βάση της σοσιαλιστικής οικονομίας.
ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Σημαντικό
κομμάτι των φοιτητών στα Τμήματα Φυσικής προβληματίζεται σε σχέση με το
ζήτημα της φυγής στο εξωτερικό. Για να απαντήσουμε ουσιαστικά σε αυτούς
τους προβληματισμούς χρειάζεται να εστιάσουμε στο ότι η προώθηση της
κινητικότητας εντοπίζεται από τα αστικά επιτελεία ως ζήτημα κρίσιμο για
τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ σε σχέση με τα άλλα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, καθώς εκτιμάται ότι αποτελεί βασικό εργαλείο για
τη γρήγορη ικανοποίηση των αναγκών του κεφαλαίου.
Η
ΕΕ εδώ και χρόνια προωθεί την κινητικότητα, χρηματοδοτώντας με
εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ πληθώρα προγραμμάτων (Erasmus Tempus,
Mundus και +, Leonardo, Marie Curie κ.ά.). Ήδη από το 1999, η Διακήρυξη
της Μπολόνια θέτει την κινητικότητα ως βασικό ζητούμενο για τη
διαμόρφωση του ΕΧΑΕ. Η Σύνοδος των υπουργών Παιδείας των χωρών της
Μπολόνια στο Λονδίνο το 2007 έθεσε ως στόχο ότι τουλάχιστον το 20% όσων
αποφοιτήσουν από τα πανεπιστήμια μέχρι το 2020 θα πρέπει να έχουν
πραγματοποιήσει ένα μέρος των σπουδών τους στο εξωτερικό.
Η
προώθηση της κινητικότητας συμβάλλει στη συγκέντρωση επιστημονικού
δυναμικού όπου αναδύονται ευκαιρίες και δυνατότητες για το κεφάλαιο.
Πρόκειται για μια από τις εκφράσεις της «ελευθερίας διακίνησης προσώπων»
της Συνθήκης του Μάαστριχτ και αποτελεί όρο για τη βελτίωση στους
δείκτες της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.
Η
εντεινόμενη σήμερα μετανάστευση επιστημονικού δυναμικού αναδεικνύει ότι
η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα και κύρια της εργατικής
δύναμης –νομοτελειακή συνέπεια κάθε καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης–
επιτείνεται όσο βαθαίνει η σήψη του καπιταλισμού. Ο ατομικός δρόμος της
μετανάστευσης δεν μπορεί να δώσει τελεσίδικη απάντηση στις αγωνίες ενός
νέου επιστήμονα, ενός φοιτητή Φυσικής που δε βλέπει προοπτική στη
σημερινή Ελλάδα. Ο κύκλος της κρίσης συνεχώς ανοιγοκλείνει και η κρίση
μπορεί να εκδηλώνεται ετεροχρονισμένα και με διαφορετική ένταση σε κάθε
χώρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ένταση της επίθεσης απέναντι στο λαό
συνεχώς αυξάνεται παντού. Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν έχει
τελειωμό, αν δεν ανατραπούν τα μονοπώλια και η εξουσία τους. Άλλωστε,
δεν πρέπει να υποτιμάται ότι πολύ συχνά επικρατεί μια στρεβλή άποψη για
τις συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει ένας νέος επιστήμονας που
παίρνει την απόφαση να μεταναστεύσει.
Η
εργατική εξουσία, έχοντας τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια της,
μπορεί να κατανείμει μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό το σύνολο του
διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, ώστε να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες
για την ικανοποίηση των συνεχώς διευρυνόμενων σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Αυτό που έχει ανάγκη ο λαός μας και αντιστοιχεί στις δυνατότητες που
υπάρχουν είναι πανεπιστήμια και έρευνα που σχεδιασμένα υπηρετούν τις
σύγχρονες διευρυμένες λαϊκές ανάγκες, την ανάπτυξη της επιστήμης.
Συζητώντας
σε αυτό το πλαίσιο με ένα φοιτητή που έχει προβληματισμούς σχετικά με
το ενδεχόμενο φυγής στο εξωτερικό, χωρίς φυσικά να «του κόβουμε τα
πόδια», μπορούμε να χτίσουμε στη συνείδησή του τη γέφυρα εκείνη που θα
του επιτρέψει να διατηρήσει παρακαταθήκη για τις δυσκολίες που θα κληθεί
να αντιμετωπίσει αν τελικά το πάρει απόφαση, αλλά και για να μη γυρίσει
με «κομμένα τα φτερά», αν κάποια στιγμή αναγκαστεί να το κάνει.
ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Η
ιδεολογική αντιπαράθεση ως προς το περιεχόμενο των σπουδών στη Φυσική
παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, καθώς συνήθως δεν καλούμαστε να
αντιπαρατεθούμε με ανοιχτές αντικομμουνιστικές επιθέσεις, αλλά κατά
κύριο λόγο ο αντίπαλος πλασάρει την ιδεολογία του περιβάλλοντάς την με
το μανδύα της επιστημονικής αυθεντίας κι επιτίθεται εμμέσως στο
μαρξισμό.
Συγγράμματα
και διαλέξεις βρίθουν αντικειμενικοϊδεαλιστικών, νεοκαντιανών,
νεοθετικιστικών, αγνωστικιστικών και άλλων τέτοιων, συχνά συγκεχυμένων,
προσεγγίσεων, ενώ παράλληλα είτε απουσιάζει πλήρως η μαρξιστική θεώρηση
είτε παρουσιάζεται διαστρεβλωμένη. Σε πολλές περιπτώσεις, η αντιπαράθεση
με τις μαρξιστικές θέσεις δε γίνεται συνειδητά εκ μέρους του διδάσκοντα
ή του συγγραφέα ενός επιστημονικού συγγράμματος, αλλά έρχεται ως
αποτέλεσμα των αντιδραστικών θέσεων στις οποίες επεκτείνει τα
επιστημονικά του συμπεράσματα ή των αδιεξόδων στα οποία τον οδηγεί η
άγνοια της υλιστικής διαλεκτικής. Έτσι, όμως, συσκοτίζεται η διαφορά
μεταξύ των επιτευγμάτων της επιστήμης και των ερμηνειών αυτών και, με
προμετωπίδα τα πρώτα, προωθούνται αντιδραστικές και αντιεπιστημονικές
αναλύσεις που δηλητηριάζουν το μυαλό των νέων επιστημόνων.
Είναι
η εμφανής δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις μας να αντιπαρατεθούν
στις φιλοσοφικές προεκτάσεις και ερμηνείες που αφορούν ζητήματα
κοσμολογίας («Big Bang», διαστολή κ.ά.), κβαντομηχανικής
(απροσδιοριστία, «κατάλυση» της αιτιότητας κ.ά.). Μάλιστα, σε αρκετές
περιπτώσεις, οι δυνάμεις μας δεν αισθάνονται την ανάγκη να
αντιπαρατεθούν σε τέτοια, αλλά και άλλα ζητήματα, είτε γιατί
δυσκολεύονται να τα εντοπίσουν είτε γιατί υποτιμάται η σημασία αυτής της
αντιπαράθεσης.
Η
θετική πείρα που υπάρχει από σειρά πρωτοβουλιών που έχουν αναπτυχθεί σε
αυτήν την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια μπορεί να αποτελέσει οδηγό για
το πώς μπορούμε να δουλέψουμε σχετικές πλευρές.
Το
σημαντικότερο είναι να συνειδητοποιηθεί σε βάθος η ανάγκη να εντάσσεται
και αυτή η πλευρά της δραστηριότητας στην παρέμβασή μας, όχι ως κάτι
«ξένο» και «παράπλευρο», αλλά ως ουσιαστικό στοιχείο, ως συνέχεια ή και
προπομπός των άλλων πτυχών της πολιτικής μας παρέμβασης.
Στο δύσκολο αυτό καθήκον, η παρέμβαση των δυνάμεών μας μπορεί να αξιοποιήσει και τη σχετική αρθρογραφία12
στην ΚΟΜΕΠ, όπου έχουν ήδη δημοσιευτεί κείμενα που μπορούν να βοηθήσουν
στην κατεύθυνση αυτή. Σημειώνουμε επίσης ότι το προσεχές διάστημα η
σχετική αρθρογραφία στην ΚΟΜΕΠ θα ενισχυθεί.
Το
ζήτημα, βεβαίως, άπτεται ευρύτερα της ενίσχυσης του ιδεολογικού
επιπέδου των δυνάμεών μας, με ζητούμενο εν προκειμένω την εμβάθυνση στην
κατανόηση της υλιστικής διαλεκτικής.
Άλλωστε
η συζήτηση που κάνουμε αφορά κυρίως την ερμηνεία ή/και την πληρότητα
της επιστημονικής γνώσης, κι όχι την εγκυρότητά της, στο βαθμό που αυτή
ελέγχεται από τα ίδια τα κριτήρια που διασφαλίζουν την αξιοπιστία της.
Από
τη σκοπιά της υλιστικής διαλεκτικής, το ζητούμενο είναι να βγουν
συμπεράσματα από τη μελέτη των φαινομένων, με τα οποία καταπιάνεται η
σύγχρονη επιστήμη, που μπορούν να συμβάλλουν στον εμπλουτισμό της
φυσικής μας αντίληψης και την ενίσχυση του εννοιολογικού μας
οπλοστασίου, βαθαίνοντας έτσι και τη φιλοσοφική μας γνώση. Εξάλλου αυτό
είναι και βασικό συστατικό της μαρξιστικής προσέγγισης για τη σχέση της
ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης με την ανάπτυξη της υλιστικής
διαλεκτικής.
Έτσι
λοιπόν, αν θέλουμε να μιλήσουμε ουσιαστικά για την ερμηνεία μιας
οποιασδήποτε επιστημονικής θεωρίας ή –για να το θέσουμε και ακόμα πιο
γενικά– για το πώς προσεγγίζεται το ζήτημα της φύσης της επιστημονικής
γνώσης, καθώς και το πώς προσλαμβάνεται αυτή (τόσο από την εκάστοτε
επιστημονική κοινότητα, όσο κι από την κοινωνία εν γένει), θα πρέπει να
δούμε το πώς εκφράζεται η αλληλεπίδραση του φιλοσοφικού πλαισίου εντός
του οποίου ανακύπτει, ερμηνεύεται ή προσλαμβάνεται η επιστημονική γνώση
με το ίδιο το σώμα της επιστημονικής γνώσης. Με άλλα λόγια, να δούμε το
πώς οι διάφορες φιλοσοφικές αντιλήψεις επιδρούν στην ερμηνεία
επιστημονικών θεωριών, αλλά και, αντιστρόφως, πώς οι ερμηνείες
επιστημονικών θεωριών αξιοποιούνται για να υποστηριχτούν θέσεις
γενικότερα κοσμοθεωρητικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Αυτό ακριβώς
είναι και το περιεχόμενο της ιδεολογικής διαπάλης στα ζητήματα που
αφορούν τη σύγχρονη φυσική.
Μόνο
μέσα από αυτό το δρόμο μπορεί να απαντηθεί η πρόκληση των ιδεαλιστικών
ερμηνειών των σύγχρονων επιστημονικών επιτευγμάτων, που φτάνουν ως και
την ίδια την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της ύπαρξης του φυσικού
κόσμου και της δυνατότητας γνωστικής πρόσβασης στα φαινόμενα και τις
διεργασίες του. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η αντιπαράθεση αυτή
έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, στις οποίες οι δυνάμεις μας πρέπει να
στηριχτούν για να ανταπεξέλθουν.
Όσο
κι αν πρόκειται για δύσκολο καθήκον, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ούτε η
σημασία του, αλλά ούτε και οι θετικές προοπτικές και δυνατότητες, μέσα
από μια τέτοια παρέμβαση, να στρατευτούν στο πλευρό των δυνάμεών μας
φοιτητές και νέοι επιστήμονες που μπορούν να κερδηθούν με τη δύναμη των
ιδεών του μαρξισμού, να εμπνευστούν από αυτές ακόμα και στην
επιστημονική τους εργασία, να βοηθηθούν μέσα από αυτή τη διαπάλη να
συνειδητοποιήσουν πιο ολοκληρωμένα τον κοινωνικό τους ρόλο ως
επιστήμονες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1.
Σημειώνεται ότι συναφές αντικείμενο έχουν και άλλα 3 Τμήματα (ΣΕΜΦΕ
ΕΜΠ, Επιστήμης Υλικών σε Πάτρα, Ιωάννινα), ο ταυτόχρονος «πολυτεχνικός»
χαρακτήρας των οποίων δημιουργεί προστριβές σε επίπεδο επαγγελματικών
δικαιωμάτων κλπ.
2.
Στην πρόταση για τα επαγγελματικά δικαιώματα που επεξεργάστηκαν
πρόσφατα τα Τμήματα Φυσικής, καταγράφονται τα εξής σχετικά με το
αντικείμενο σπουδών πεδία απασχόλησης: Θεωρητική Φυσική, Πυρηνική
Φυσική, Εφαρμογές της Πυρηνικής Φυσικής, Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων,
Αστροφυσική, Φυσική του Διαστήματος, Στατιστική και Θεωρία Σφαλμάτων,
Φυσική Στερεάς Κατάστασης, Υπολογιστική Φυσική - Προσομοιώσεις, Κβαντική
Φυσική, Εφαρμογές της Κβαντικής Φυσικής, Κβαντική Οπτική, Φυσική
Πλάσματος, Φωτονική, Οπτική και εφαρμογές, Φυσική των Υλικών και των
Διατάξεων, Φυσική Χαμηλών και Υψηλών Θερμοκρασιών και Εφαρμογές τους,
Μαγνητισμός-Μαγνητικά και Μαγνητο-ηλεκτρονικά Υλικά και Εφαρμογές τους,
Ρευστομηχανική και Εφαρμογές, Φασματοσκοπικές Μέθοδοι Φυσικής και
Εφαρμογές, Ιατρική Φυσική, Φυσική Απεικόνισης, Ακτινοδιαγνωστική και
Πυρηνική Ιατρική, Ακτινοφυσική-Ακτινοπροστασία και Εφαρμογές, Παραγωγή,
Διαχείριση ή/και εξοικονόμηση ενέργειας, Μετρολογία - Βαθμονόμηση και
Τυποποίηση Μεθοδολογίας, Σχεδίαση Επιστημονικών Διατάξεων και
Διαδικασιών, Εφαρμογές Ακουστικής, Εφαρμογές Μικρο- και Νανοτεχνολογίας,
Ηλεκτρονική, Μικροηλεκτρονική και Νανοηλεκτρονική, Τεχνολογίες
Πληροφορικής, Εφαρμογές της επιστήμης των Σημάτων, των Συστημάτων και
της Πληροφορίας, Φυσική των τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών,
Tηλεπικοινωνίες και Τηλεπικοινωνιακά Δίκτυα, Αυτοματισμούς και Συστήματα
Ελέγχου, Ραδιοηλεκτρολογία, Εφαρμογές Πολυμέσων, Μικροκύματα και
Μικροκυματικές Διατάξεις, Επιστήμη και Τεχνολογία των Υλικών, Φυσική
Ατμόσφαιρας, Μετεωρολογία, Ωκεανογραφία, Κλίμα και Κλιματικές Μεταβολές,
Ποιότητα Ατμοσφαιρικού Περιβάλλοντος, Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις,
Περιβαλλοντικές Επιθεωρήσεις, Διαχείριση και Προστασία Περιβάλλοντος,
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, Ενεργειακός Σχεδιασμός Δομημένου
Περιβάλλοντος, Δορυφορικές εφαρμογές - Συστήματα Radar/Lidar, Γεωφυσική,
Σεισμολογία, Βιοφυσική, Μέθοδοι Φυσικής στην Αρχαιολογία-Αρχαιομετρία,
Διδασκαλία της Φυσικής, Διδακτική και Μέθοδοι Διδασκαλίας της Φυσικής,
Ιστορία και Φιλοσοφία των Φυσικών Επιστημών.
3.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να σημειωθεί ότι τα ιδιαίτερα μαθήματα
αποτελούν μια σχετικά «εύκολη» διέξοδο και για πολλούς φοιτητές οι
οποίοι αναζητούν εκεί εισόδημα και κατά τη διάρκεια των σπουδών. Αυτός
είναι ένας λόγος για τον οποίο στις σχολές αυτές είναι συγκριτικά
μικρότερος από άλλες (μη «καθηγητικές») ο αριθμός των φοιτητών που
εργάζονται σε κλάδους όπως εμπόριο, τηλεπικοινωνίες, επισιτισμός.
Επιπλέον, ο επίπλαστος χαρακτήρας αυτοαπασχόλησης και το γεγονός ότι
πρόκειται για ανασφάλιστη, αλλά και κατά κανόνα αφορολόγητη εργασία,
επιδρά σε σημαντικό βαθμό και στη συνείδηση ακόμα και των εργαζόμενων
φοιτητών.
4. Βλ. αναλυτικά ΚΟΜΕΠ, τ. 4/2016, «Οι εξελίξεις σχετικά με την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών στα ΑΕΙ».
5. Αντίστοιχη δυνατότητα προβλέπεται και στο ΑΠΘ.
6.
Οι κατευθύνσεις στο Φυσικό Αθήνας είναι: α) Φυσική Στερεάς Κατάστασης,
β) Πυρηνική Φυσική και Στοιχειώδη Σωμάτια, γ) Αστροφυσική, Αστρονομία
και Μηχανική, δ) Φυσική Περιβάλλοντος και Μετεωρολογία και ε)
Ηλεκτρονική, Υπολογιστές, Τηλεπικοινωνίες, Αυτοματισμός.
7.
Οι κατευθύνσεις στο Φυσικό Πάτρας είναι: α) Φυσική Υλικών Τεχνολογίας,
β) Ενέργεια και Περιβάλλον, γ) Φωτονική, δ) Θεωρητική, Υπολογιστική
Φυσική και Αστροφυσική, ε) Ηλεκτρονική, Υπολογιστές και Επεξεργασία
Σήματος και στ) Γενική.
8.
Οι κύκλοι μαθημάτων στο Φυσικό Ιωαννίνων είναι: α) Θεωρητικής Φυσικής,
β) Πειραματικής και Εφαρμοσμένης Φυσικής, γ) Διδακτικής της Φυσικής, δ)
Φυσικής του Περιβάλλοντος, της Ατμόσφαιρας και του Διαστήματος και ε)
Νέων Τεχνολογιών.
9.
Συγκεκριμένα, για το Φυσικό Αθήνας θεωρείται απαράδεκτος ο μέσος όρος
αποφοίτησης των 6,5 ετών και ο υψηλός αριθμός των ανενεργών φοιτητών
(2.300 εκ των
3.500 εγγεγραμμένων δεν παρακολουθούν συστηματικά το πρόγραμμα
σπουδών). Κατά μέσο όρο, αποφοιτούν 120/έτος (περίπου 50% των
εισαγομένων/έτος, 10% των ενεργών και 3,3% των εγγεγραμμένων).
Αντίστοιχα, για το Φυσικό Πάτρας, ο μέσος όρος αποφοίτησης φτάνει και
εδώ τα 6,5 χρόνια, ενώ καταγράφονται 1.823 φοιτητές, εκ των οποίων 871
πέραν των ν+2 ετών σπουδών.
10.
Για το Φυσικό Αθήνας η αναλογία διδασκόντων/ενεργών φοιτητών κυμαίνεται
γύρω από το 1/15, ενώ, όπως σημειώνεται, ο μέσος όρος διεθνώς είναι
1/10. Για το Φυσικό Πάτρας, η αναλογία διδασκόντων/ενεργών φοιτητών
καταγράφεται 1/27 (ακριβές: 35/952) και στο σύνολο 1/52 (1.823
εγγεγραμμένοι φοιτητές, ήτοι 871 ανενεργοί). Ο αριθμός των 35 μελών ΔΕΠ
κρίνεται ως ιδιαίτερα ανεπαρκής. Κατ’ έτος εισάγονται 240 (προτείνεται
80-100).
11.
Το γενικό πλαίσιο των σχετικών εξελίξεων δίνεται στα πρόσφατα κείμενα
του Τμήματος Παιδείας & Έρευνας που έχουν δημοσιευτεί στην ΚΟΜΕΠ,
καθώς και στη σχετική αρθρογραφία στο «Ριζοσπάστη».
12.
Για παράδειγμα, τα άρθρα «Ο Λένιν και τα φιλοσοφικά προβλήματα της
σύγχρονης φυσικής» (ΚΟΜΕΠ, τ.6/2016), «Με αφορμή τα 60 χρόνια από το
θάνατο του Άλμπερτ Αϊνστάιν» (ΚΟΜΕΠ, τ.5/2015), «Για το έργο του Β. Ι.
Λένιν “Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός”» (ΚΟΜΕΠ, τ. 3/2010), «Πλευρές
της φιλοσοφικής αντιπαράθεσης στις σχολές των φυσικών επιστημών» (ΚΟΜΕΠ,
τ.1/2007), «Η ύλη, η κίνηση - Ο χώρος και ο χρόνος» (ΚΟΜΕΠ, τ.
4-5/2006).
ΑπάντησηΔιαγραφήReally impressive post. I read it whole and going to share it with my social circules. I enjoyed your article and planning to rewrite it on my own blog.
Local Packers And Movers Bangalore