Μπορεί το 1981 η Μαυριτανία να ήταν η τελευταία χώρα που κατάργησε τη δουλεία,
τοπικές ομάδες υπεράσπισης δικαιωμάτων ωστόσο εκτιμούν ότι το 20% του
πληθυσμού ζει ακόμη υποδουλωμένο. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι – κυρίως από
τη μειονότητα των Χαρατίνων – εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες
δουλείας. Ένας στους δύο Χαρατίνους αναγκάζεται
να εργάζεται σε αγροκτήματα ή σε σπίτια χωρίς δυνατότητα ελευθερίας,
εκπαίδευσης ή αμοιβής και πολλά είναι τα κορίτσια που παντρεύονται σε
παιδική ηλικία.
Η δουλεία στην αφρικανική χώρα έχει ιστορία αιώνων. Οι αραβόφωνοι εισέβαλαν στα αφρικανικά χωριά και άρπαζαν τους κατοίκους που είχαν πιο σκούρα επιδερμίδα απ’ τη δική τους, για να τους υπηρετούν. Η πρακτική αυτή θεωρείται πολλές φορές δεδομένη και μεταφέρεται από τη μητέρα στα παιδιά. Οι ακτιβιστές κατά της δουλείας συχνά συλλαμβάνονται και βασανίζονται. Η κυβέρνηση αρνείται συστηματικά ότι υφίσταται δουλεία στη Μαυριτανία, αντίθετα εξυμνεί την εξάλειψή της. Οι πρακτικές της ωστόσο, άλλα μαρτυρούν. Πρόσφατο παράδειγμα η σύλληψη και κράτηση του φωτορεπόρτερ Seif Kousmate και η κατάσχεση των καρτών μνήμης του υπολογιστή και της κάμεράς του, στις οποίες για ένα μήνα αποτύπωνε τους σύγχρονους δούλους στη Μαυριτανία. Ο Kousmate όμως είχε αρκετό υλικό για να μπορέσει να ολοκληρώσει το άρθρο του.
Η Fatimatou και η κόρη της Mbarka ήταν σκλάβες σε μια οικογένεια, σε
μια περιοχή 250 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα. «Με αποκαλούσαν
«Fatma η υπηρέτρια». Φρόντιζα τα ζώα, ετοίμασα φαγητό και έβγαζα νερό
από το πηγάδι», λέει η ίδια. «Έχασα δύο μωρά σε αυτήν την οικογένεια
επειδή με εμπόδισαν να τα φροντίζω. Με ανάγκαζαν να δουλέψω αμέσως μετά
τη γέννησή τους». Απελευθερώθηκε μαζί με τα παιδιά της στις αρχές της
δεκαετίας του 1990 από τον οργανισμό SOS Slaves. Σήμερα ζει με την οικογένειά της σε μια γειτονιά εργατών της πρωτεύουσας, Νουακτσότ.
Η Habi και ο αδελφός της Bilal ήταν σκλάβοι σε μια οικογένεια
ανατολικά της πρωτεύουσας, ο Bilal έφυγε μια μέρα μετά από ξυλοδαρμό που
υπέστη. Μετά από αρκετές απόπειρες διάσωσης της αδελφής του, που ήταν
θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και καταναγκαστικής εργασίας, τελικά την
ελευθέρωσε με τη βοήθεια των SOS Slaves το 2008. Σήμερα, ζουν
σε μια φτωχή γειτονιά στην περιφέρεια της πρωτεύουσας. Με τη βοήθεια
ορισμένων ακτιβιστών, ο Bilal άνοιξε πρόσφατα ένα μαγαζάκι ελαστικών.
Η Μαυριτανία αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ του Αραβικού Μαγκρέμπ της
βόρειας Αφρικής (η περιοχή της Βορειοδυτικής Αφρικής που περιλαμβάνει το
Μαρόκο, την Αλγερία και την Τυνησία) και της υποσαχάριας Αφρικής. Οι
Άραβες – Βέρβεροι (ιθαγενείς της περιοχής) έχουν υψηλότερα αμειβόμενες
θέσεις εργασίας και εξουσίας, ενώ οι Χαρατίνοι και οι Αφρο-Μαυριτανοί
υπο-εκπροσωπούνται σε ηγετικές θέσεις και αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια
στην κοινωνία, από την πρόσβαση στην εκπαίδευση μέχρι τις καλύτερα
αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Οι Χαρατίνοι κάνουν πολλές δουλειές που οι Άραβες-Βέρβεροι θεωρούν
βρώμικες ή εξευτελιστικές, όπως η εργασία στις τοπικές αγορές. Η SOS Slaves
παρέχει εργαστήρια για να βοηθήσει τις γυναίκες, οι περισσότερες από
τις οποίες είναι άνεργες, φτωχές και έχουν ελάχιστη ή καθόλου
εκπαίδευση. Σε ορισμένα εργαστήρια διδάσκουν για τα χρήματα – τι είναι
και πώς χρησιμοποιούνται – ενώ σε άλλα διδάσκονται οι γυναίκες κέντημα ή
ράψιμο, για να κερδίσουν χρήματα για πρώτη φορά στη ζωή τους.
Η Mabrouka, ηλικίας 20 ετών, ήταν παιδί όταν την πήραν από τη μητέρα της, επίσης σκλάβα, για υπηρέτρια σε άλλη οικογένεια. Στα 11 χρόνια της, καθώς μαγείρευε, κάηκε πολύ άσχημα στο αριστερό της χέρι. Ακόμη και σήμερα υποφέρει από πόνους. Η Mabrouka ήταν 14 ετών όταν απελευθερώθηκε το 2011, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να πάει στο σχολείο. Σε ηλικία 16 ετών παντρεύτηκε και σήμερα είναι μητέρα δύο παιδιών.
Κάτοικος έξω από το σπίτι, όπου αναγκάστηκε να μεταφερθεί όταν η
παραγκούπολη που διέμενε κατεδαφίστηκε για την κατασκευή ενός δρόμου.
Παντρεμένη, με δύο παιδιά, πουλά μπισκότα στους περαστικούς, ενώ ο
σύζυγός της κάνει μικρές δουλειές στην πόλη. «Αν είχαμε χρήματα, θα
νοικιάζαμε ένα δωμάτιο στην πόλη. Εδώ, δεν έχουμε ούτε νερό…», λέει.
Εργασία σε σφαγεία και συλλογή σκουπιδιών, αποκλειστικά… για Χαρατίνους.
Ο Moctar γεννήθηκε στη δουλεία κι ο ίδιος αναγκάστηκε να εργαστεί
μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του. Το 2012, μετά από αρκετές
προσπάθειες, κατάφερε να ξεφύγει και συναντήθηκε με έναν ακτιβιστή από
το κίνημα κατά της δουλείας. Προσπάθησε να απελευθερώσει τη μητέρα και
τον αδερφό του, αλλά αρνήθηκαν να πάνε μαζί του. Η μητέρα του επέκρινε
τη διαφυγή του και κατέθεσε εναντίον του. «Όταν ήμουν νεότερος, η μητέρα
μου μου έλεγε κάθε βράδυ ότι πρέπει να σεβόμαστε τα αφεντικά μας,
επειδή η κάστα τους είναι υψηλότερη από τη δική μας και είναι άγιοι»,
λέει ο ίδιος. Ξεκίνησε το σχολείο στα 13 και ελπίζει να γίνει δικηγόρος,
προκειμένου να αγωνιστεί για τα δικαιώματα των Χαρατίνων.
Κάτοικοι ενός χωριού, που αποτελείται από πρώην σκλάβους οι οποίοι το δημιούργησαν το 2014 κοντά σε μια πηγή νερού.
Γιαγιά και μητέρα μεγαλωμένες στη σκλαβιά.
Η Jabada, είναι πάνω από 70 ετών. Προσπάθησε να φύγει απ’ το αφεντικό
της δένοντας τα χέρια της σε ένα σκοινί, με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό
ενός δακτύλου και την παραμόρφωση άλλων. Δεν μπορεί πια να
χρησιμοποιήσει τα χέρια της. Μια άλλη οικογένεια τη βοήθησε να
θεραπεύσει τις πληγές της κι έμεινε μαζί τους μέχρι την ελευθερία της
στη δεκαετία του 1980. Σήμερα ζει με τα παιδιά και τα εγγόνια της σε μία
από τις φτωχές γειτονιές του Νουακτσότ.
Η δουλεία στην αφρικανική χώρα έχει ιστορία αιώνων. Οι αραβόφωνοι εισέβαλαν στα αφρικανικά χωριά και άρπαζαν τους κατοίκους που είχαν πιο σκούρα επιδερμίδα απ’ τη δική τους, για να τους υπηρετούν. Η πρακτική αυτή θεωρείται πολλές φορές δεδομένη και μεταφέρεται από τη μητέρα στα παιδιά. Οι ακτιβιστές κατά της δουλείας συχνά συλλαμβάνονται και βασανίζονται. Η κυβέρνηση αρνείται συστηματικά ότι υφίσταται δουλεία στη Μαυριτανία, αντίθετα εξυμνεί την εξάλειψή της. Οι πρακτικές της ωστόσο, άλλα μαρτυρούν. Πρόσφατο παράδειγμα η σύλληψη και κράτηση του φωτορεπόρτερ Seif Kousmate και η κατάσχεση των καρτών μνήμης του υπολογιστή και της κάμεράς του, στις οποίες για ένα μήνα αποτύπωνε τους σύγχρονους δούλους στη Μαυριτανία. Ο Kousmate όμως είχε αρκετό υλικό για να μπορέσει να ολοκληρώσει το άρθρο του.
Η Mabrouka, ηλικίας 20 ετών, ήταν παιδί όταν την πήραν από τη μητέρα της, επίσης σκλάβα, για υπηρέτρια σε άλλη οικογένεια. Στα 11 χρόνια της, καθώς μαγείρευε, κάηκε πολύ άσχημα στο αριστερό της χέρι. Ακόμη και σήμερα υποφέρει από πόνους. Η Mabrouka ήταν 14 ετών όταν απελευθερώθηκε το 2011, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να πάει στο σχολείο. Σε ηλικία 16 ετών παντρεύτηκε και σήμερα είναι μητέρα δύο παιδιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου