28 Αυγ 2018

Στον Αλμυρό της Λευκής Τρομοκρατίας



Από το βιβλίο του Θανάση Τσαμπίρα: Ένα ανταρτόπουλο εξιστορεί, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1995, 20-

Τα ακόλουθα γεγονότα διαδραματίστηκαν στο χωριό Νταούτζια του Αλμυρού, τη σημερινή Πέρδικα.


Η δολοφονία στο αλώνι του Δρίζου


" Ήμουν τότε 12μιση χρονών και τα γεγονότα που θα σας αφηγηθώ σημάδεψαν πραγματικά τη ζωή μου. Το καλοκαίρι του 1945 ήμαστε στο χωριό οικογενειακώς. Ένα πρωί, μέσα στα βαθιά χαράματα κοιμόμαστε στην αυλή του σπιτιού του μπάρμπα- Γιωργάκη, η αδελφή μου η Ιφιγένεια, εγώ, η θεία μου η Γιώργαινα, τα τρία παιδιά της, Σοφία, Βασίλω και Κωστάκης, όλοι κουκουλωμένοι κάτω από μια κουβέρτα. Η αδερφή μου η Ανδρομάχη είχε παντρευτεί και πατέρας μου, που ήταν αγροφύλακας γύριζε όλη τη νύχτα στα χωράφια. Ξαφνικά μέσα τον ύπνο μας ακούσαμε στο πλακόστρωτο καλντερίμι της αυλής ποδοβολητά αλόγων. Ξυπνήσαμε τρομαγμένοι, πεταχτήκαμε όρθιοι και είδαμε κάτι αγριανθρώπους με γένια σαν παπάδες, που μόνο η σκιά τους έμοιαζε ανθρώπινη, όλα τα χαρακτηριστικά τους ήταν ζωώδικα. Δεν αργήσαμε να αναγνωρίσουμε τη συμμορία του Βαγγέλη Μπίσδα, που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος και το συχωριανό μας Βασίλη Σαμουρέλη και τον Σπύρο Σιαμέτη και ακόμα 6-7 άτομα της συμμορίας.

Η πρώτη τους κουβέντα ήταν: "Που είναι μωρέ ο Θεόδωρος Τσαμπίρας;"

Πετάγεται η θεια μου και τους εξηγεί πως ο πατέρας μου είναι αγροφύλακας και είναι στα χωράφια όλη τη νύχτα. Κι αυτοί μας είπαν να ετοιμαστούμε να κατεβούμε στο αλώνι του Δρίζου, διότι ήθελε να μας μιλήσει ο καπετάν Βαγγέλης Μπίσδας. Στη συνέχεια πήγαν ακριβώς πίσω από το σπίτι της θείας μου, που ήταν το σπίτι της αδελφής μου της Μαρίας. Ο γαμπρός μου ο Κώστας ευτυχώς έλειπε στο διπλανό χωριό το Κουλόμπασι, καθάριζε με μια μηχανή που είχε, σιτάρι για το εμπόριο. Στο σπίτι ήταν η αδελφή μου με τα δύο της παιδιά, το Θοδωρή και το Γιώργο, ο αδελφός του γαμπρού μου, ο Θανάσης Πλαϊνός και η γυναίκα του και η μάνα του, η θεία Αγαθή, μια τραγική φιγούρα μάνας όπως θα δείτε στη συνέχεια.

Ο Θανάσης είχε πάρει μέρος στην αντίσταση στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, σαν υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού μας, με περιορισμένη δράση, γιατί το χωριό ήταν πολύ μικρό. Αυτή την εποχή ήταν βαριά άρρωστος, περίπου πέντε μήνες. Έπασχε από μια αρρώστια, που εκείνη την εποχή ήταν δύσκολη στη διάγνωσή της. Παρόλα αυτά, τον Θανάση τον σήκωσαν τρικλίζοντας και κρατώντας τον από τη μια μεριά η γυναίκα του και από την άλλη η μάνα του και τον κατέβασαν στο αλώνι, που απείχε από το σπίτι μας 150 μέτρα. Στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι του θείου μου του Χαράλαμπου και τους μάζεψαν όλους κι αυτούς. Έλειπε μόνο ο εξάδερφός μου ο Στέργιος, ο οποίος κοιμόταν έξω στα χωράφια τα βράδια γιατί επανειλημμένα προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, διότι κι αυτός είχε κάνει το ολέθριο σφάλμα να πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και να είναι υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού του. 

Η αδερφή μου η Ιφιγένεια, σε κάποια στιγμή ξέφυγε από την προσοχή τους, έφυγε τρέχοντας προς το ποτάμι. Στα 18 της χρόνια είχε γερά ποδάρια και γενναία καρδιά κι έτσι τους γλίτωσε. Στο χωριό γινόταν πανζουρλισμός. Η καμπάνα του Αϊ-Γιώργη χτυπούσε δυνατά και καλούσε τους χωριανούς, που όλοι λίγο-πολύ είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση, να μαζευτούν στο αλώνι του Δρίζου, για να τους απονείμουν οι σύμμαχοί μας οι Αγγλοι μέσω των εκπροσώπων τους - τη συμμορία του Μπίσδα - τα παράσημα για την προσφορά τους στον απελευθερωτικό αγώνα!...

Εκεί που ήμουν σκεπασμένος και σίγουρος ότι τη γλίτωσα, να σου ο Σπύρος ο Σιαμέτης, συγχωριανός μας. Τραβάει την κουβέρτα απότομα, με βλέπει από κάτω και με άγρια φωνή μου λέει: «Σήκω γρήγορα και κατεβείτε όλοι στο αλώνι». Σηκώθηκα γρήγορα, αλλά αντί να κατέβω στο αλώνι, πήγα στην αυλή του σπιτιού του μπαρμπα-Χαράλαμπου. Πίσω από το κοτέτσι είχε κάτι ξερά πουρνάρια και χώθηκα μέσα σ' αυτά. Δεν πέρασαν περισσότερα από 20 λεπτά της ώρας και στο αλώνι, όπου ήδη είχαν μαζέψει όλους τους χωριανούς, άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, άρχισε το αλώνισμα, με τη διαφορά ότι τώρα το αλώνι δεν ήταν στρωμένο με δεμάτια από σιτάρι ή κριθάρι, αλλά με ανθρώπινα κορμιά.

Βλέπετε, οι άνθρωποι εάν μπορεί κανείς να τους αποκαλεί ανθρώπους αυτούς που αποτελούσαν τη συμμορία, το καθήκον προς τα αφεντικά τους εκτελούσαν. Πρώτα αρπάξανε τον μπάρμπα μου το Χαράλαμπο. Κρατούσαν όλοι από ένα παλούκι στο χέρι, που στο μεταξύ είχαν βγάλει από το φράχτη, κι άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα σ' όλα τα μέρη του σώματός του από τα νύχια μέχρι το κεφάλι αδιακρίτως, με πρωτοπαλίκαρα το Βασίλη Σαμορέλη, τον «μπόγια», όπως τον έλεγε η αδελφή μου η Μαρία, και το Βαγγέλη τον Μπίσδα.

Χαρακτηριστικό δε της όλης θηριωδίας αυτών των ανθρωποφάγων ήταν όταν, σε κάποια στιγμή που ο μπάρμπας μου έπεσε ανάσκελα αναίσθητος και το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα διάφορα μέρη του σώματός του, ο Μπίσδας με το τακούνι της μπότας του τον πάτησε στο μάτι και αυτό χύθηκε στο ματωμένο χώμα. Οπως χύνεται το ασπράδι και ο κροκός του αυγού άμα σου πέσει από τα χέρια. Ο δε μπάρμπας μου έβαλε με το ζόρι το τελευταίο βογκητό της ζωής του και μαζί μ' αυτό έφυγε και η ψυχή του. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Θανάση του Πλαϊνού, του ετοιμοθάνατου από την πολύμηνη ανίατη αρρώστια του.

Χωρίς καθυστέρηση τον ξαπλώνουν κάτω και του βάζουν τα πόδια στη λεγόμενη φάλαγγα. Ο Σαμορέλης βγάζει ένα καινούριο παλούκι από το φράχτη του αλωνιού, γιατί το προηγούμενο το είχε σπάσει στο κορμί του μπάρμπα μου, κι άρχισε να χτυπάει με λύσσα τα ανήμπορα και αρρωστημένα πόδια του άτυχου Θανάση που ούρλιαζε από τον πόνο.

Παρ' όλες τις σπαραχτικές κραυγές της μάνας του της κυρα-Αγαθής, που σαν ύαινα προσπαθεί να σώσει το παιδί της από το στόμα των λυσσασμένων λύκων, ορμώντας καταπάνω τους και αψηφώντας το θάνατο. Στο μεταξύ, ο καπετάν Βαγγέλης ο Μπίσδας στρέφει την κάννη του όπλου προς το μέρος της και την πυροβολεί τρεις φορές στα πόδια, σημαδεύοντας την τέταρτη από θέση επαφής πλέον την καρδιά της. Μπροστά στην κάννη του όπλου η μάνα γονάτισε και λιποθύμησε. Ο δε γιος, αναίσθητος από τα πολλά χτυπήματα, δεν μπορούσε πλέον όχι να ουρλιάξει αλλά ούτε καν ν' ανασάνει. Το μοιραίο χτύπημα στο κεφάλι το δέχτηκε ο Θανάσης όταν κάποια στιγμή που οι βασανιστές του κουράστηκαν να χτυπούν τα πόδια του του έβγαλαν τη φάλαγγα κι ο Σαμορέλης (Μπόγιας) του είπε: «Ελα σήκω και φύγε για να μη σε ξαναβάλω στη φάλαγγα». Φαίνεται πως ο Θανάσης μέσα στην αφασία του κάτι θα άκουσε και πήγε λίγο να σαλέψει.

Βλέποντας ο «Μπόγιας» πως ζει ακόμα σήκωσε το παλούκι με όλη του τη δύναμη και το κατέβασε καταμεσής στο κεφάλι και το άνοιξε σχεδόν στα δύο. Το αίμα πετάχτηκε με δύναμη και ο Θανάσης, ο αντιστασιακός ΕΑΜίτης, άφησε την τελευταία του πνοή στο αλώνι που έπαιζε τσίλικα και κρυφτούλι στα μικρά και μαθητικά του χρόνια. Τυχερός που δεν τον βρήκε κάποιο βόλι πολεμώντας τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας το 1940 αλλά ούτε και σε κάποια άλλη στιγμή της αντιστασιακής του δράσης 1941-1944. Ατυχος όμως που δεν κατάφερε να γλιτώσει από τα καθάρματα που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί και τα στρατολόγησαν οι Αγγλοι. Το τι γινόταν στο αλώνι δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι κραυγές των γυναικών και τα ουρλιαχτά των ξυλοκοπημένων (Νίκου και Γιάννη Ξερομερίσιου, Κώστα Καζορούντζου, Αλέκου Νάκου και άλλων χωριανών) ακούγονταν στα διπλανά χωριά. Το αίμα έρεε ποτάμι και έβαψε κατακόκκινο το αλώνι. Οταν οι λυκάνθρωποι φονιάδες ολοκλήρωσαν το έγκλημά τους εξολοθρεύοντας έναν έναν τους αντιστασιακούς αγωνιστές και μεθυσμένοι από το πολύ αίμα που ήπιαν οι βρικόλακες καβάλησαν τα άλογά τους κι εξαφανίστηκαν."


Ο Χαράλαμπος Τσαμπίρας που δολοφονήθηκε από τη συμμορία του Μπίσδα, το 1945. Εικονίζονται τα τρία του εγγόνια.



Ο βασανισμός του πατέρα 
"Δεύτερο γεγονός που θα μου μείνει αξέχαστο είναι το εξής: Ένα φθινοπωριάτικο απόγευμα του 1946, περιμέναμε τον πατέρα μας να γυρίσει από το Τσακερλί, ένα διπλανό χωριό προσφύγων, όπου ήταν αγροφύλακας. Αγναντεύαμε στα Ίτσια όταν κάποια στιγμή βλέπουμε μια γυναίκα με ένα φορτωμένο ζώο. Το φορτίο δεν φαινόταν συνηθισμένο, κάτι σαν κουβέρτες μαζεμένες επάνω στο σαμάρι. Όσο η γυναίκα ζύγωνε, τόσο η ανησυχία μας μεγάλωνε, διότι αναγνωρίσαμε το μουλάρι το δικό μας, τη Μαρίκα, όπως το λέγαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε με τι ήταν φορτωμένο. Όταν πλησίασε στα 300 μέτρα σχεδόν από το κονάκι μας, τρέξαμε προς το μέρος της γυναίκας και του ζώου και τότε αναγνωρίσαμε την Παρασκευή, μια γνωστή μας προσφυγοπούλα. Το δε παράξενο φορτίο ήταν ο πατέρα μας, ριγμένος με την κοιλιά πάνω στο σαμάρι. Για μια στιγμή νομίσαμε ότι επρόκειτο για δυστύχημα κι οτι ο πατέρας μας ήταν πεθαμένος. Αλλά η Παρασκευή, βλέποντας τη λαχτάρα μας, μας καθησύχασε και μας είπε ότι ο πατέρας μας ζει, αλλά είναι σε αφασία από το πολύ ξύλο και φυσικά, από κάποια ληστοσυμμορία του Σούρλα ή του Μπίσδα.

Ο παλικαράς αυτή τη φορά ήταν ο Θανάσης αδελφός του Γρηγόρη του Σούρλα. 

Το μουλάρι τράβηξε κατευθείαν στην πόρτα της καλύβας μας κι εκεί κατεβάσαμε αναίσθητο τον πατέρα μας και τον ξαπλώσαμε πάνω σε μια χοντρή φλοκάτη βελέντζα, διότι δεν υπήρχε κρεβάτι. Οι αδελφές μου άρχισαν να του βγάζουν τα καταματωμένα ρούχα του και τότε είδαμε ότι όλο του το κορμί ήταν πιο μαύρο από τα ρούχα του. Του έδωσαν λίγο νερό και όταν συνήλθε κάπως, άνοιξε τα μάτια του κι αφού μας είδε όλους γύρω του, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, άρχισαν να δακρύζουν τα μάτια του και ψιθύρισε: "Τι να του κάνω του κερατά που είχε έτοιμο το όπλο να μου ρίξει και θα σου τον βόλευα εγώ!"

Οι αδελφές μου τον καθησύχασαν και του είπαν ότι να δοξάζει το θεό που δεν τον σκότωσαν, διότι αυτοί δεν έχουν ίχνος ανθρωπιάς. Η συνέχεια ήταν δραματικά. Αμέσως σφάξαμε δύο πρόβατα, πήραμε τα τομάρια τους ζεστά, όπως ήταν και τυλίξαμε μ' αυτά όλο το σώμα του πατέρα μου, για να ανακουφιστεί και να του τραβήξουν τη μαυρίλα, δηλαδή το σκοτωμένο αίμα. Έτσι συνηθιζόταν τότε για κάποιον που είχε πολλούς μώλωπες. Αυτό συνεχίστηκε έναν μήνα. Σιγά σιγά του έφευγαν οι μελανιές και ο πατέρας μου άρχισε να βρίσκει πάλι τη δύναμή του και τον εαυτό του. Είχε πάθει όμως τέτοιο ψυχικό κλονισμό, που δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει με τίποτε."


Από αριστερά προς τα δεξιά: Οι παρακρατικοί συμμορίτες που λυμαίνονταν τη Θεσσαλία, Θανάσης Σούρλας, Γρηγόρης Σούρλας και Βαγγέλης Μπίσδας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ