Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα
Το “χάρτινο σπίτι” όπως μεταφράζεται επί λέξει το “Casa de Papel”, είναι μια σειρά ισπανικής παραγωγής που αναφέρεται σε μια ληστεία στο Εθνικό Νομισματοκοπείο στη Μαδρίτη. Στα ελληνικά μεταφέρθηκε με τον τίτλο “η τέλεια ληστεία” αν και στην πραγματικότητα βλέπουμε πώς περιπλέκεται και στραβώνει το αρχικό “τέλειο σχέδιο” οκτώ ληστών και του καθηγητή που τους εκπαίδευσε, ως ο εγκέφαλος της επιχείρησης. Ως εδώ η περιγραφή μοιάζει λίγο με το “The Κόπανοι” του Γ. Κωνσταντίνου, αλλά οι ομοιότητες είναι απλά και μόνο εξωτερικές.
Η δράση είναι πυκνή, ενίοτε καταιγιστική και τα 15 επεισόδια των δύο πρώτων κύκλων αναφέρονται σε γεγονότα που δεν ξεπερνούν συνολικά τη μια βδομάδα, στο χωροχρόνο της σειράς, αν και υπάρχουν συχνές αναδρομές στους πέντε μήνες της προετοιμασίας και της εκπαίδευσης των ληστών για την εφαρμογή του σχεδίου.
Η επιτυχία της σειράς ήταν τέτοια που έκανε το γνωστό Netflix να ενδιαφερθεί και να αγοράσει τελικά τα δικαιώματά της. Μια λογική κίνηση αφού το Casa de Papel τα έχει στην κυριολεξία όλα. Κι η κυριολεξία εδώ περιλαμβάνει ακόμα και τις άσχημες πλευρές, αδυναμίες κι αντιφάσεις.
Η σειρά έχει πχ σκηνές που μοιάζουν, μυρίζουν ή μάλλον βρωμάνε Ταραντίνο από χιλιόμετρα, με τους ληστές να σημαδεύουν ο ένας τον άλλο με πιστόλια, αλλά (τους βάζει να) αναγνωρίζουν με αυτοσαρκασμό, γιατί δεν παίζουν σε δική του ταινία και πρέπει να ηρεμήσουν.
Έχει στοιχεία “αμερικανιάς” και μερικά κλισέ, αλλά δεν εξυμνεί τους καλούς αστυνομικούς, όπως θα έκανε κάθε made in USA παραγωγή που σέβεται την τηλεθέαση, τους χορηγούς και το μέλλον της στην τηλεόραση. Ίσα-ίσα που δεν τηρεί καν ίσες αποστάσεις και παίρνει θέση υπέρ των ληστών, παρουσιάζοντάς τους ανθρώπινους, συμπαθείς, ακόμα και ιδεολόγους, ως ένα σημείο. Λίγο-πολύ στο πνεύμα των γνωστών στίχων του Σιδηρόπουλου.
Ληστέψανε την τράπεζα
και τι με νοιάζει εμένα
δεν είμαι με κανένα.
Σου λέω καλά της κάνανε
γιατί μας προκαλούσε,
γεμάτη εκατομμύρια,
ενώ κι ο Θεός πεινούσε.
(…)
Άντε και καλή τύχη μάγκες…
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σχεδίου εξάλλου βασίζεται ακριβώς στην έξωθεν καλή μαρτυρία των ληστών, ενάντια στην εκστρατεία συκοφάντησής τους από την αστυνομία. Προς το τέλος καταλήγουν μάλιστα να κάνουν κάτι σαν… ληστεία λαϊκής βάσης, μια επιχείρηση σοσιαλ-ληστών, αλλά αυτά θα τα δείτε καλύτερα και μόνοι σας.
Η ιστορία είναι αρκετά ρεαλιστική για να σε κρατήσει, φαίνεται ιδιοφυής στη σύλληψη, αλλά όσο προχωρά και ξετυλίγεται το νήμα της, μένουν διάφορα κενά και τρύπες στην εξέλιξη, ενώ κάποια γεγονότα είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά, με μια σειρά συμπτωματικών συμπτώσεων, για να προκληθεί σασπένς σε κάθε επεισόδιο. Κατά συνέπεια το πράγμα αρχίζει να ξεχειλώνει σε κάποια σημεία, αφήνοντάς μου προσωπικά παρόμοια αίσθηση με τον “Κώδικα Ντα Βίντσι” όπου εντυπωσιάζεσαι από τις πρώτες σελίδες, αλλά κάπου χάνεις το ενδιαφέρον σου, γιατί πρόκειται για μια κορύφωση διαρκείας, που ακυρώνει εν μέρει τον εαυτό της.
Μιας και μιλάμε για ξεχείλωμα, είναι απορίας άξιο τι θα βρουν να κάνουν οι υπεύθυνοι της σειράς στον τρίτο κύκλο της, που έχει προαναγγελθεί για το 19′, μολονότι οι δύο πρώτοι στέκονται αυτοτελώς και δεν αφήνουν την ανάγκη για έναν τρίτο. Οι λόγοι είναι εύλογοι και η ανάλυσή τους περισσεύει, από τη στιγμή που μπήκε στη μέση το Netflix. Κι αυτή η δικτατορία της επιτυχίας είναι μια βασική αιτία που καταστρέφει πολλές σειρές που έγιναν όμηροι της δικής τους απήχησης, παρασύρθηκαν, σύρθηκαν παραπάνω από όσο έπρεπε δηλαδή και δεν έκλεισαν εγκαίρως τον κύκλο τους, παρά περιφέρονταν ως άταφα πτώματα, μέχρι που άρχισαν να σαπίζουν.
Η σειρά έχει πολύ καλές ερμηνείες, υψηλότατου επιπέδου, αλλά και μια βασική πρωταγωνίστρια-αφηγήτρια, την Τόκιο (γιατί οι δράστες έχουν βασικά ονόματα πόλεων ως ψευδώνυμα) που είναι αρκετές σκάλες κάτω από όλους τους άλλους, κατά τη γνώμη μου, κερδίζει όμως το ενδιαφέρον των ανδρών τηλεθεατών, αλλά και των ελληνικών ΜΜΕ, με την πρόσφατη παρουσία της στη χώρα μας.
Παρά τα διάφορα κενά, το Casa de Papel φροντίζει να δημιουργεί πολύ δυνατούς χαρακτήρες-ρόλους (papel εξάλλου σημαίνει και ρόλος εκτός από χαρτί) και έντονες σχέσεις μεταξύ τους, καθημερινές κι ανθρώπινες. Όπως μου είπε και μια φίλη, με την οποία συζητούσαμε για τη σειρά, είχε αγωνία κάθε βράδυ που πήγαινε για ύπνο, μετά από δύο-τρία επεισόδια, να μην πάθουν κάτι κακό στα επόμενα. Έχει όμως κι εξαιρέσεις στον κανόνα, την εξής μία (καλά θα την/τον καταλάβετε από την πρώτη αρχή), που εύχεσαι να πεθάνει από τα πρώτα λεπτά και φτάνει όντως κοντά, αλλά είναι πάντα εκεί, γιατί έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο να επιτελέσει.
Άφησα για το τέλος το καλό (;) για να κάνουμε πολιτικό φινάλε. Η σειρά έχει ξεκάθαρες αναφορές στους αγανακτισμένους που ξεκίνησαν άλλωστε από την Ισπανία (Que hora es, estamos despiertos ya…), την αστυνομική τους καταστολή, τη μητριαρχία και την πατριαρχία εντός της ομάδας των ληστών -αλλά ούτε ένα τσιτάτο του Ένγκελς απ’ την καταγωγή της οκογένειας… Κάνει μια ανάλυση επιπέδου Βαρουφάκη στο τελευταίο επεισόδιο για τα χρήματα που μπορεί να αντιστοιχούν σε αέρα κοπανιστό αλλά βαφτίζονται ένεση ρευστότητας για το τραπεζικό σύστημα. Έχει μάσκες του Νταλί και κόκκινες φόρμες, που παραπέμπουν κάπως συνειρμικά στη μάσκα του V for Vendetta. Και επιβεβαιώνει το Ζαραλίκο που εκτιμά πως παράγουμε περισσότερο “Bella Ciao” από όσο μπορούμε να καταναλώσουμε. Υπάρχει μάλιστα μια σκηνή με τον εγκέφαλο και τον υπαρχηγό, που το τραγουδάνε συγκινημένοι, την τελευταία νύχτα πριν την επιχείρηση, λες και ξεκινάν να βγουν στο βουνό (αλλά την κατέβασαν από το Youtube).
Αλλά όπως σημειώνει μια άλλη φίλη, αποφεύγει τα “σεσημασμένα” και χρωματισμένα τραγούδια του ισπανικού εμφυλίου, που μπορεί να ξυπνούσαν πάθη και αντιδράσεις στο τηλεοπτικό της κοινό που αργότερα βέβαια έγινε διεθνές. Ενώ το Bella Ciao είναι πιο διεθνές και -δια της συχνής επανάληψης ακόμα και σε διασκευή στη Μύκονο- αποφορτισμένο.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με νομισματοκοπείο, έκδοση χρήματος, που είναι η ονείρωξη του Λαφαζάνη και μια ληστεία που αν ήμασταν σε πιο πολιτικοποιημένες εποχές, θα την παρουσίαζαν -ξέρω εγώ- σα συνέχεια των αντίστοιχων επιχειρήσεων των μπολσεβίκων στον Καύκασο, για να χρηματοδοτήσουν τις επαναστατικές δράσεις τους, παρά τις αντιδράσεις των μενσεβίκων, που σοκάρονταν με τέτοιες μεθόδους. Κι αν είχε γυριστεί μέχρι το 2015, είναι εντελώς σίγουρο πως το διαφημιστικό της ΛΑΕ με το Λάφα, δε θα είχε απλά ένα ταξί, αλλά κανονική σκηνή απ’ τη σειρά. Μη σου πω κιόλας ότι οι (σοσια)ληστές θα έβαζαν μάσκα Λαφαζάνη, αντί για μάσκα Νταλί, δείχνοντας με τη δράση τους πως το αστικό κράτος κι οι δυνάμεις καταστολής του δεν είναι πανίσχυρα, όπως νομίζουμε.
Δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις τελικά αν τα αριστερίζοντα στοιχεία συγκαταλέγονται στα θετικά ή τα αρνητικά σημεία της σειράς. Σίγουρα όμως δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια καλτ αίσθηση. Ή μάλλον προλεκάλτ, αφού έχουμε ακόμα κι έναν ανθρακωρύχο από την Αστούρια, γεννημένο την Πρωτομαγιά, που έφαγε τη μισή ζωή του σκάβοντας τούνελ και θέλει να βρει μια διέξοδο, κάτι διαφορετικό, να νιώσει τη γλυκιά πλευρά της ζωής, ότι είναι ωραία, λα βίτα ε μπέλα.
Ω μπέλα τσάο, μπέλα τσάο, μπέλα τσάο-τσάο-τσάο…
Το “χάρτινο σπίτι” όπως μεταφράζεται επί λέξει το “Casa de Papel”, είναι μια σειρά ισπανικής παραγωγής που αναφέρεται σε μια ληστεία στο Εθνικό Νομισματοκοπείο στη Μαδρίτη. Στα ελληνικά μεταφέρθηκε με τον τίτλο “η τέλεια ληστεία” αν και στην πραγματικότητα βλέπουμε πώς περιπλέκεται και στραβώνει το αρχικό “τέλειο σχέδιο” οκτώ ληστών και του καθηγητή που τους εκπαίδευσε, ως ο εγκέφαλος της επιχείρησης. Ως εδώ η περιγραφή μοιάζει λίγο με το “The Κόπανοι” του Γ. Κωνσταντίνου, αλλά οι ομοιότητες είναι απλά και μόνο εξωτερικές.
Η δράση είναι πυκνή, ενίοτε καταιγιστική και τα 15 επεισόδια των δύο πρώτων κύκλων αναφέρονται σε γεγονότα που δεν ξεπερνούν συνολικά τη μια βδομάδα, στο χωροχρόνο της σειράς, αν και υπάρχουν συχνές αναδρομές στους πέντε μήνες της προετοιμασίας και της εκπαίδευσης των ληστών για την εφαρμογή του σχεδίου.
Η επιτυχία της σειράς ήταν τέτοια που έκανε το γνωστό Netflix να ενδιαφερθεί και να αγοράσει τελικά τα δικαιώματά της. Μια λογική κίνηση αφού το Casa de Papel τα έχει στην κυριολεξία όλα. Κι η κυριολεξία εδώ περιλαμβάνει ακόμα και τις άσχημες πλευρές, αδυναμίες κι αντιφάσεις.
Η σειρά έχει πχ σκηνές που μοιάζουν, μυρίζουν ή μάλλον βρωμάνε Ταραντίνο από χιλιόμετρα, με τους ληστές να σημαδεύουν ο ένας τον άλλο με πιστόλια, αλλά (τους βάζει να) αναγνωρίζουν με αυτοσαρκασμό, γιατί δεν παίζουν σε δική του ταινία και πρέπει να ηρεμήσουν.
Έχει στοιχεία “αμερικανιάς” και μερικά κλισέ, αλλά δεν εξυμνεί τους καλούς αστυνομικούς, όπως θα έκανε κάθε made in USA παραγωγή που σέβεται την τηλεθέαση, τους χορηγούς και το μέλλον της στην τηλεόραση. Ίσα-ίσα που δεν τηρεί καν ίσες αποστάσεις και παίρνει θέση υπέρ των ληστών, παρουσιάζοντάς τους ανθρώπινους, συμπαθείς, ακόμα και ιδεολόγους, ως ένα σημείο. Λίγο-πολύ στο πνεύμα των γνωστών στίχων του Σιδηρόπουλου.
Ληστέψανε την τράπεζα
και τι με νοιάζει εμένα
δεν είμαι με κανένα.
Σου λέω καλά της κάνανε
γιατί μας προκαλούσε,
γεμάτη εκατομμύρια,
ενώ κι ο Θεός πεινούσε.
(…)
Άντε και καλή τύχη μάγκες…
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σχεδίου εξάλλου βασίζεται ακριβώς στην έξωθεν καλή μαρτυρία των ληστών, ενάντια στην εκστρατεία συκοφάντησής τους από την αστυνομία. Προς το τέλος καταλήγουν μάλιστα να κάνουν κάτι σαν… ληστεία λαϊκής βάσης, μια επιχείρηση σοσιαλ-ληστών, αλλά αυτά θα τα δείτε καλύτερα και μόνοι σας.
Η ιστορία είναι αρκετά ρεαλιστική για να σε κρατήσει, φαίνεται ιδιοφυής στη σύλληψη, αλλά όσο προχωρά και ξετυλίγεται το νήμα της, μένουν διάφορα κενά και τρύπες στην εξέλιξη, ενώ κάποια γεγονότα είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά, με μια σειρά συμπτωματικών συμπτώσεων, για να προκληθεί σασπένς σε κάθε επεισόδιο. Κατά συνέπεια το πράγμα αρχίζει να ξεχειλώνει σε κάποια σημεία, αφήνοντάς μου προσωπικά παρόμοια αίσθηση με τον “Κώδικα Ντα Βίντσι” όπου εντυπωσιάζεσαι από τις πρώτες σελίδες, αλλά κάπου χάνεις το ενδιαφέρον σου, γιατί πρόκειται για μια κορύφωση διαρκείας, που ακυρώνει εν μέρει τον εαυτό της.
Μιας και μιλάμε για ξεχείλωμα, είναι απορίας άξιο τι θα βρουν να κάνουν οι υπεύθυνοι της σειράς στον τρίτο κύκλο της, που έχει προαναγγελθεί για το 19′, μολονότι οι δύο πρώτοι στέκονται αυτοτελώς και δεν αφήνουν την ανάγκη για έναν τρίτο. Οι λόγοι είναι εύλογοι και η ανάλυσή τους περισσεύει, από τη στιγμή που μπήκε στη μέση το Netflix. Κι αυτή η δικτατορία της επιτυχίας είναι μια βασική αιτία που καταστρέφει πολλές σειρές που έγιναν όμηροι της δικής τους απήχησης, παρασύρθηκαν, σύρθηκαν παραπάνω από όσο έπρεπε δηλαδή και δεν έκλεισαν εγκαίρως τον κύκλο τους, παρά περιφέρονταν ως άταφα πτώματα, μέχρι που άρχισαν να σαπίζουν.
Η σειρά έχει πολύ καλές ερμηνείες, υψηλότατου επιπέδου, αλλά και μια βασική πρωταγωνίστρια-αφηγήτρια, την Τόκιο (γιατί οι δράστες έχουν βασικά ονόματα πόλεων ως ψευδώνυμα) που είναι αρκετές σκάλες κάτω από όλους τους άλλους, κατά τη γνώμη μου, κερδίζει όμως το ενδιαφέρον των ανδρών τηλεθεατών, αλλά και των ελληνικών ΜΜΕ, με την πρόσφατη παρουσία της στη χώρα μας.
Παρά τα διάφορα κενά, το Casa de Papel φροντίζει να δημιουργεί πολύ δυνατούς χαρακτήρες-ρόλους (papel εξάλλου σημαίνει και ρόλος εκτός από χαρτί) και έντονες σχέσεις μεταξύ τους, καθημερινές κι ανθρώπινες. Όπως μου είπε και μια φίλη, με την οποία συζητούσαμε για τη σειρά, είχε αγωνία κάθε βράδυ που πήγαινε για ύπνο, μετά από δύο-τρία επεισόδια, να μην πάθουν κάτι κακό στα επόμενα. Έχει όμως κι εξαιρέσεις στον κανόνα, την εξής μία (καλά θα την/τον καταλάβετε από την πρώτη αρχή), που εύχεσαι να πεθάνει από τα πρώτα λεπτά και φτάνει όντως κοντά, αλλά είναι πάντα εκεί, γιατί έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο να επιτελέσει.
Άφησα για το τέλος το καλό (;) για να κάνουμε πολιτικό φινάλε. Η σειρά έχει ξεκάθαρες αναφορές στους αγανακτισμένους που ξεκίνησαν άλλωστε από την Ισπανία (Que hora es, estamos despiertos ya…), την αστυνομική τους καταστολή, τη μητριαρχία και την πατριαρχία εντός της ομάδας των ληστών -αλλά ούτε ένα τσιτάτο του Ένγκελς απ’ την καταγωγή της οκογένειας… Κάνει μια ανάλυση επιπέδου Βαρουφάκη στο τελευταίο επεισόδιο για τα χρήματα που μπορεί να αντιστοιχούν σε αέρα κοπανιστό αλλά βαφτίζονται ένεση ρευστότητας για το τραπεζικό σύστημα. Έχει μάσκες του Νταλί και κόκκινες φόρμες, που παραπέμπουν κάπως συνειρμικά στη μάσκα του V for Vendetta. Και επιβεβαιώνει το Ζαραλίκο που εκτιμά πως παράγουμε περισσότερο “Bella Ciao” από όσο μπορούμε να καταναλώσουμε. Υπάρχει μάλιστα μια σκηνή με τον εγκέφαλο και τον υπαρχηγό, που το τραγουδάνε συγκινημένοι, την τελευταία νύχτα πριν την επιχείρηση, λες και ξεκινάν να βγουν στο βουνό (αλλά την κατέβασαν από το Youtube).
Αλλά όπως σημειώνει μια άλλη φίλη, αποφεύγει τα “σεσημασμένα” και χρωματισμένα τραγούδια του ισπανικού εμφυλίου, που μπορεί να ξυπνούσαν πάθη και αντιδράσεις στο τηλεοπτικό της κοινό που αργότερα βέβαια έγινε διεθνές. Ενώ το Bella Ciao είναι πιο διεθνές και -δια της συχνής επανάληψης ακόμα και σε διασκευή στη Μύκονο- αποφορτισμένο.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με νομισματοκοπείο, έκδοση χρήματος, που είναι η ονείρωξη του Λαφαζάνη και μια ληστεία που αν ήμασταν σε πιο πολιτικοποιημένες εποχές, θα την παρουσίαζαν -ξέρω εγώ- σα συνέχεια των αντίστοιχων επιχειρήσεων των μπολσεβίκων στον Καύκασο, για να χρηματοδοτήσουν τις επαναστατικές δράσεις τους, παρά τις αντιδράσεις των μενσεβίκων, που σοκάρονταν με τέτοιες μεθόδους. Κι αν είχε γυριστεί μέχρι το 2015, είναι εντελώς σίγουρο πως το διαφημιστικό της ΛΑΕ με το Λάφα, δε θα είχε απλά ένα ταξί, αλλά κανονική σκηνή απ’ τη σειρά. Μη σου πω κιόλας ότι οι (σοσια)ληστές θα έβαζαν μάσκα Λαφαζάνη, αντί για μάσκα Νταλί, δείχνοντας με τη δράση τους πως το αστικό κράτος κι οι δυνάμεις καταστολής του δεν είναι πανίσχυρα, όπως νομίζουμε.
Δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις τελικά αν τα αριστερίζοντα στοιχεία συγκαταλέγονται στα θετικά ή τα αρνητικά σημεία της σειράς. Σίγουρα όμως δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια καλτ αίσθηση. Ή μάλλον προλεκάλτ, αφού έχουμε ακόμα κι έναν ανθρακωρύχο από την Αστούρια, γεννημένο την Πρωτομαγιά, που έφαγε τη μισή ζωή του σκάβοντας τούνελ και θέλει να βρει μια διέξοδο, κάτι διαφορετικό, να νιώσει τη γλυκιά πλευρά της ζωής, ότι είναι ωραία, λα βίτα ε μπέλα.
Ω μπέλα τσάο, μπέλα τσάο, μπέλα τσάο-τσάο-τσάο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου