Έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες
μια θρυλική μορφή της Ολλανδικής αντίστασης σε ηλικία 92 ετών, η
Freddie Oversteegen, που μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή της Truus και
μερικές ακόμα κοπέλες, σήκωσαν τα όπλα κατά του ναζί κατακτητή και των
ντόπιων συνεργατών τους. Ήταν μόλις 14 ετών όταν μπήκε στην αντίσταση,
αλλά παρόλαυτα δε δίστασε να σαμποτάρει γέφυρες και σιδηροδρομικές
γραμμές, να σκοτώσει ναζί στα ποδήλατά τους και να βοηθήσει Εβραιόπουλα
να διαφύγουν από τη χώρα ή και από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η πιο
επικίνδυνη πτυχή της δράσης των κοριτσιών ήταν να προσεγγίζουν τους
στόχους τους σε ταβέρνες και μπαρ και μετά από φλερτ να τους παρασύρουν
στο δάσος, όπου τους εκτελούσαν με περίστροφο.
Η Freddi Oversteegen γεννήθηκε στο χωριό Schoten στις 6 Σεπτέμβρη 1925 και οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν μικρή. Εκείνη κι η αδερφή της ανατράφηκαν από τη μητέρα τους, που ήταν κομμουνίστρια που τους μεγάλωσε με τα ιδανικά της ιδεολογίας της. Η ίδια ενθάρρυνε τις κόρες της να φτιάχνουν κούκλες για τα παιδιά του Ισπανικού Εμφυλίου και στις αρχές του 1930 ήταν εθελόντρια στην οργάνωση “Κόκκινη Βοήθεια”, που προσέφερε αρωγή σε πολιτικούς κρατούμενους σε όλο τον κόσμο.
Παρά τη φτώχεια της οικογένειας, στο σπίτι τους φιλοξενούνταν πρόσφυγες από τη Γερμανία και το Άμστερνταμ, ανάμεσά τους και ένα ζευγάρι Εβραίων όπως και μια μητέρα με το γιο της που ζούσαν στη σοφίτα. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ολλανδία το Μάη του 1940, η εβραϊκή κοινότητα απομάκρυνε τους φιλοξενούμενους από φόβο πως τα γνωστά πολιτικά φρονήματα της οικογένειας θα τραβούσαν την προσοχή των αρχών για έφοδο στο σπίτι.
Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε μοιραία, καθώς όλοι τους μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης και δολοφονήθηκαν. Η δυο αδερφές ξεκίνησαν την αντιστασιακή τους δράση μοιράζοντας φυλλάδια και κολλώντας αντιναζιστικές αφίσες, κάτι που τράβηξε την προσοχή του τοπικού αρχηγού της αντίστασης Frans van der Wiel, που στρατολόγησε τις κοπέλες στην ομάδα του με την άδεια της μητέρας τους.
Εκείνος τις έμαθε να βάζουν εκρηκτικά σε γέφυρες και ράγες και πώς να πυροβολούν ναζί. Η Freddie ήταν η πρώτη που πυροβόλησε και σκότωσε κάποιον. “Ήταν τραγικό και πολύ δύσκολο και κλάψαμε γι’αυτό μετά”, θυμόταν η αδερφή της Truus, “Δε νιώθαμε να μας ταιριάζει- δεν ταιριάζει σε κανέναν, εκτός αν είναι αληθινοί εγκληματίες…Χάνεις τα πάντα. Δηλητηριάζει κάθετι όμορφο στη ζωή.”
Η ίδια σε συνέντευξή της είχε πει: “Έπρεπε να το κάνουμε. Ήταν αναγκαίο κακό, να σκοτώνουμε αυτούς που πρόδιδαν τους καλούς ανθρώπους”. Η ίδια αρνούνταν να απαντήσει πόσους είχε σκοτώσει ή είχε συμβάλει στη δολοφονία τους, λέγοντας πως “Κανείς δεν πρέπει να ρωτάει ένα στρατιώτη τέτοια πράγματα”.
Η ομάδα αποτελούνταν από επτά και στη συνέχεια οχτώ νεαρές, που ήταν μια αυτόνομη ομάδα που παρέμενε όμως υπό τις οδηγίες του Συμβουλίου Αντίστασης της πόλης. Η Freddie, σε αντίθεση με την αδερφή τους που ως καλλιτέχνις και συγγραφέας απομνημονευμάτων συνέχισε να βρίσκεται στη δημοσιότητα, προτίμησε να μείνει με λίγες εξαιρέσεις στην αφάνεια, ξεπερνώντας τα τραύματα του πολέμου κάνοντας τη δική της οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια ζούσε σε γηροκομείο και είχε υποστεί επανειλημμένα εμφράγματα.
Στις συνεντεύξεις της, η Oversteegen έλεγε ότι το πρώτα πράγμα που της ερχόταν να κάνει μόλις τα θύματά της έπεφταν στο έδαφος, ήταν “να τους βοηθήσει να σηκωθούν”.
Η Freddi Oversteegen γεννήθηκε στο χωριό Schoten στις 6 Σεπτέμβρη 1925 και οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν μικρή. Εκείνη κι η αδερφή της ανατράφηκαν από τη μητέρα τους, που ήταν κομμουνίστρια που τους μεγάλωσε με τα ιδανικά της ιδεολογίας της. Η ίδια ενθάρρυνε τις κόρες της να φτιάχνουν κούκλες για τα παιδιά του Ισπανικού Εμφυλίου και στις αρχές του 1930 ήταν εθελόντρια στην οργάνωση “Κόκκινη Βοήθεια”, που προσέφερε αρωγή σε πολιτικούς κρατούμενους σε όλο τον κόσμο.
Παρά τη φτώχεια της οικογένειας, στο σπίτι τους φιλοξενούνταν πρόσφυγες από τη Γερμανία και το Άμστερνταμ, ανάμεσά τους και ένα ζευγάρι Εβραίων όπως και μια μητέρα με το γιο της που ζούσαν στη σοφίτα. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ολλανδία το Μάη του 1940, η εβραϊκή κοινότητα απομάκρυνε τους φιλοξενούμενους από φόβο πως τα γνωστά πολιτικά φρονήματα της οικογένειας θα τραβούσαν την προσοχή των αρχών για έφοδο στο σπίτι.
Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε μοιραία, καθώς όλοι τους μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης και δολοφονήθηκαν. Η δυο αδερφές ξεκίνησαν την αντιστασιακή τους δράση μοιράζοντας φυλλάδια και κολλώντας αντιναζιστικές αφίσες, κάτι που τράβηξε την προσοχή του τοπικού αρχηγού της αντίστασης Frans van der Wiel, που στρατολόγησε τις κοπέλες στην ομάδα του με την άδεια της μητέρας τους.
Εκείνος τις έμαθε να βάζουν εκρηκτικά σε γέφυρες και ράγες και πώς να πυροβολούν ναζί. Η Freddie ήταν η πρώτη που πυροβόλησε και σκότωσε κάποιον. “Ήταν τραγικό και πολύ δύσκολο και κλάψαμε γι’αυτό μετά”, θυμόταν η αδερφή της Truus, “Δε νιώθαμε να μας ταιριάζει- δεν ταιριάζει σε κανέναν, εκτός αν είναι αληθινοί εγκληματίες…Χάνεις τα πάντα. Δηλητηριάζει κάθετι όμορφο στη ζωή.”
Η ίδια σε συνέντευξή της είχε πει: “Έπρεπε να το κάνουμε. Ήταν αναγκαίο κακό, να σκοτώνουμε αυτούς που πρόδιδαν τους καλούς ανθρώπους”. Η ίδια αρνούνταν να απαντήσει πόσους είχε σκοτώσει ή είχε συμβάλει στη δολοφονία τους, λέγοντας πως “Κανείς δεν πρέπει να ρωτάει ένα στρατιώτη τέτοια πράγματα”.
Η ομάδα αποτελούνταν από επτά και στη συνέχεια οχτώ νεαρές, που ήταν μια αυτόνομη ομάδα που παρέμενε όμως υπό τις οδηγίες του Συμβουλίου Αντίστασης της πόλης. Η Freddie, σε αντίθεση με την αδερφή τους που ως καλλιτέχνις και συγγραφέας απομνημονευμάτων συνέχισε να βρίσκεται στη δημοσιότητα, προτίμησε να μείνει με λίγες εξαιρέσεις στην αφάνεια, ξεπερνώντας τα τραύματα του πολέμου κάνοντας τη δική της οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια ζούσε σε γηροκομείο και είχε υποστεί επανειλημμένα εμφράγματα.
Στις συνεντεύξεις της, η Oversteegen έλεγε ότι το πρώτα πράγμα που της ερχόταν να κάνει μόλις τα θύματά της έπεφταν στο έδαφος, ήταν “να τους βοηθήσει να σηκωθούν”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου