Κοδριγκτώνος, Δεριγνύ, Χέιδεν, πλατεία Ναυαρίνου: Ακόμα κι αν κάποιος
δεν έχει ταξιδέψει στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, ίσως έχει ακούσει αυτά
τα εκ πρώτης όψεως “απρόσμενα” οδωνύμια. Όλα σχετίζονται με τη
διασημότερη ναυμαχία της Ελληνικής Επανάστασης που πραγματοποιήθηκε σαν
σήμερα το 1827, μεταξύ των στόλων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας εναντίον του
τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στον όρμο του Ναυαρίνου. Η επέμβαση αυτή των
μεγάλων δυνάμεων ήρθε σε ένα σημείο καμπής του επαναστατικού αγώνα, όταν
η εισβολή του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο από το 1825 φαινόταν να
έχει καταστείλει στρατιωτικά το γεωγραφικό επίκεντρο της επανάστασης.
Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο όμως η κατάσταση δε βρισκόταν στο ίδιο τέλμα. Κάθε άλλο, καθώς τον Απρίλη του 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας είχε εκλέξει τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας. Η ιδιότητα του Ιωάννη Καποδίστρια ως ΥΠΕΞ του τσάρου είχε θορυβήσει τους Αγγλογάλλους που τον θεωρούσαν όργανο για την εδραίωση της ρωσικής επιρροής στο “σκιώδες” ελληνικό κράτος.
Η κινητικότητα που σημειώθηκε λοιπόν τους επόμενους μήνες ήταν αξιοσημείωτη, καταλήγοντας στην υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας στις 6 Ιούλη 1827, όπου προβλεπόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, καθώς και απόσυρση του τουρκοαιγυπτιακού στρατού και στόλου. Η ελληνική πλευρά έκανε ασμένως δεκτή την πρόταση, παρότι δεν ανταποκρινόταν πλήρως στις επιδιώξεις της για ανεξαρτησία, σε αντίθεση με την οθωμανική, με τον Ιμπραήμ κυρίαρχο σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο να περιμένει οδηγίες από την Αίγυπτο και την Υψηλή Πύλη, με το στόλο του να παραμένει στην Πύλο. Ο Ιμπραήμ είχε δεσμευτεί να μην εξέλθει από εκεί ως την άφιξη των διαταγών.
Ωστόσο, μετά από ένα ναυτικό επεισόδιο στην περιοχή της σημερινής Ιτάς το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, ο Ιμπραή, αποφάσισε να εκδικηθεί για την καταστροφή τουρκοαλγερινών πλοίων, στρεφόμενος κατά του βρετανικού στόλου. Ο αρχηγός του, ναύαρχος Κόδριγκτον, ανέκοψε την τουρκοαιγυπτιακή μοίρα, ωστόσο ο Αιγύπτιος πασάς προέβη σε πολιτική καμένης γης στην Πελοπόννησο, όπου απλώθηκε λιμός. Μετά από αναφορά του πλοιάρχου Χάμιλτον συνοδεία Ρώσου αξιωματικού για την κατάσταση στην ξηρά, οι ναύαρχοι έστειλαν επιστολή στον Ιμπραήμ, ο οποίος δεν εμφανιζόταν.
Με απόφαση των συμμάχων, η οποία συνοψίζεται στην προτροπή του Στράτφορντ Κάνιγκ -πρέσβη της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη- στον Κόδριγκτον: “Αν δεν εισακουσθεί ο λόγος σας, μεταχειριστείτε τα πυροβόλα”, δόθηκε τελεσίγραφο στον Ιμπραήμ να αποπλεύσει ή να υπάρξει επίθεση. Πρώτοι άνοιξαν πυρ οι Αιγύπτιοι, σκοτώνοντας αξιωματικό βρετανικής λέμβου. Μετά από σποραδικές αψιμαχίες, ο Ιμπραήμ βασιζόμενος στην αριθμητική υπεροχή και την παρουσία φρουρίων με πολυβόλα στη στεριά, έκρινε πως μπορούσε να ξεκινήσει γενικευμένη επίθεση.
Η ναυμαχία ήταν πολύ σκληρή, οδηγώντας ως το απόγευμα σε εξόντωση ή παράδοσο σχεδόν του συνόλου του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που μετρούσε 1000 νεκρούς έναντι 654 των συμμάχων. Ανάμεσα στους τραυματίες βρέθηκε ο ίδιος ο Κόδριγκτον και ο γιος του.
Ενώ στη Γαλλία η είδηση της νίκης έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, η αγγλική πλευρά έκρινε πως η έκταση της καταστροφής του αντιπάλου είχε υπερβεί τα εσκαμμένα, χαρακτηρίζοντας τη ναυμαχία, “ατυχές συμβάν” που δρούσε προς όφελος της ρωσικής επέκτασης στο Μεσόγειο.
Για τους επαναστατημένους Έλληνες η νίκη ήταν πραγματικό φιλί της ζωής, ανατρέποντας άρδην τους συντριπτικούς σε βάρος τους στρατιωτικούς συσχετισμούς. Οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων συνεχίστηκαν, με το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829 και την “Εκστρατεία του Μοριά” από τους Γάλλους, συμβάλλοντας επίσης στην επιτυχία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Έκτοτε, οι εν λόγω επεμβάσεις, με προεξάρχουσα φυσικά τη ναυαμαχία του Ναυαρίνου, προκάλεσαν παθιασμένες συζητήσεις για το αν η ελληνική ανεξαρτησία ήταν καρπός ξένης επέμβασης, άποψη που προβάλλεται είτε από όσους αμφισβητούν τη συμβολή του ξεσηκωμού στο γεγονός, είτε από όσους υποστηρίζουν τη θεωρία περί διαχρονικής υποτέλειας και εξάρτησης της Ελλάδας από ισχυρές χώρες του εξωτερικού.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πειστικά ότι η εξέλιξη της επανάστασης θα ήταν πολύ δυσμενέστερη χωρίς την παρουσία του συμμαχικού στόλου. Από την άλλ, ο πολεμικός αγώνας των Ελλήνων που είχε προηγηθεί, έχοντας ξεκινήσει σε μια εποχή φαινομενικά καταθλιπτικού συσχετισμού δυνάμεων στη βαθιά αντιδραστική Ευρώπη της παλινόρθωσης, ήταν αυτός ακριβώς που ανάγκασε τις αρχικά διστακτικές ως απορριπτικές Μ. Δυνάμεις να επαναχαράξουν την πολιτική τους, στα πλαίσια των δικών τους ανταγωνισμών και επιμέρους συμφερόντων, με τρόπο που τελικά απέβη επωφελής για την υπόθεσή του – περιορισμένου έστω εδαφικά σε πρώτη φάση – σχηματισμού του πρώτου ελληνικού κράτους της νεότερης ιστορίας.
Σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο όμως η κατάσταση δε βρισκόταν στο ίδιο τέλμα. Κάθε άλλο, καθώς τον Απρίλη του 1827 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας είχε εκλέξει τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας. Η ιδιότητα του Ιωάννη Καποδίστρια ως ΥΠΕΞ του τσάρου είχε θορυβήσει τους Αγγλογάλλους που τον θεωρούσαν όργανο για την εδραίωση της ρωσικής επιρροής στο “σκιώδες” ελληνικό κράτος.
Η κινητικότητα που σημειώθηκε λοιπόν τους επόμενους μήνες ήταν αξιοσημείωτη, καταλήγοντας στην υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας στις 6 Ιούλη 1827, όπου προβλεπόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, καθώς και απόσυρση του τουρκοαιγυπτιακού στρατού και στόλου. Η ελληνική πλευρά έκανε ασμένως δεκτή την πρόταση, παρότι δεν ανταποκρινόταν πλήρως στις επιδιώξεις της για ανεξαρτησία, σε αντίθεση με την οθωμανική, με τον Ιμπραήμ κυρίαρχο σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο να περιμένει οδηγίες από την Αίγυπτο και την Υψηλή Πύλη, με το στόλο του να παραμένει στην Πύλο. Ο Ιμπραήμ είχε δεσμευτεί να μην εξέλθει από εκεί ως την άφιξη των διαταγών.
Ωστόσο, μετά από ένα ναυτικό επεισόδιο στην περιοχή της σημερινής Ιτάς το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, ο Ιμπραή, αποφάσισε να εκδικηθεί για την καταστροφή τουρκοαλγερινών πλοίων, στρεφόμενος κατά του βρετανικού στόλου. Ο αρχηγός του, ναύαρχος Κόδριγκτον, ανέκοψε την τουρκοαιγυπτιακή μοίρα, ωστόσο ο Αιγύπτιος πασάς προέβη σε πολιτική καμένης γης στην Πελοπόννησο, όπου απλώθηκε λιμός. Μετά από αναφορά του πλοιάρχου Χάμιλτον συνοδεία Ρώσου αξιωματικού για την κατάσταση στην ξηρά, οι ναύαρχοι έστειλαν επιστολή στον Ιμπραήμ, ο οποίος δεν εμφανιζόταν.
Με απόφαση των συμμάχων, η οποία συνοψίζεται στην προτροπή του Στράτφορντ Κάνιγκ -πρέσβη της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη- στον Κόδριγκτον: “Αν δεν εισακουσθεί ο λόγος σας, μεταχειριστείτε τα πυροβόλα”, δόθηκε τελεσίγραφο στον Ιμπραήμ να αποπλεύσει ή να υπάρξει επίθεση. Πρώτοι άνοιξαν πυρ οι Αιγύπτιοι, σκοτώνοντας αξιωματικό βρετανικής λέμβου. Μετά από σποραδικές αψιμαχίες, ο Ιμπραήμ βασιζόμενος στην αριθμητική υπεροχή και την παρουσία φρουρίων με πολυβόλα στη στεριά, έκρινε πως μπορούσε να ξεκινήσει γενικευμένη επίθεση.
Η ναυμαχία ήταν πολύ σκληρή, οδηγώντας ως το απόγευμα σε εξόντωση ή παράδοσο σχεδόν του συνόλου του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που μετρούσε 1000 νεκρούς έναντι 654 των συμμάχων. Ανάμεσα στους τραυματίες βρέθηκε ο ίδιος ο Κόδριγκτον και ο γιος του.
Ενώ στη Γαλλία η είδηση της νίκης έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, η αγγλική πλευρά έκρινε πως η έκταση της καταστροφής του αντιπάλου είχε υπερβεί τα εσκαμμένα, χαρακτηρίζοντας τη ναυμαχία, “ατυχές συμβάν” που δρούσε προς όφελος της ρωσικής επέκτασης στο Μεσόγειο.
Για τους επαναστατημένους Έλληνες η νίκη ήταν πραγματικό φιλί της ζωής, ανατρέποντας άρδην τους συντριπτικούς σε βάρος τους στρατιωτικούς συσχετισμούς. Οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων συνεχίστηκαν, με το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829 και την “Εκστρατεία του Μοριά” από τους Γάλλους, συμβάλλοντας επίσης στην επιτυχία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Έκτοτε, οι εν λόγω επεμβάσεις, με προεξάρχουσα φυσικά τη ναυαμαχία του Ναυαρίνου, προκάλεσαν παθιασμένες συζητήσεις για το αν η ελληνική ανεξαρτησία ήταν καρπός ξένης επέμβασης, άποψη που προβάλλεται είτε από όσους αμφισβητούν τη συμβολή του ξεσηκωμού στο γεγονός, είτε από όσους υποστηρίζουν τη θεωρία περί διαχρονικής υποτέλειας και εξάρτησης της Ελλάδας από ισχυρές χώρες του εξωτερικού.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πειστικά ότι η εξέλιξη της επανάστασης θα ήταν πολύ δυσμενέστερη χωρίς την παρουσία του συμμαχικού στόλου. Από την άλλ, ο πολεμικός αγώνας των Ελλήνων που είχε προηγηθεί, έχοντας ξεκινήσει σε μια εποχή φαινομενικά καταθλιπτικού συσχετισμού δυνάμεων στη βαθιά αντιδραστική Ευρώπη της παλινόρθωσης, ήταν αυτός ακριβώς που ανάγκασε τις αρχικά διστακτικές ως απορριπτικές Μ. Δυνάμεις να επαναχαράξουν την πολιτική τους, στα πλαίσια των δικών τους ανταγωνισμών και επιμέρους συμφερόντων, με τρόπο που τελικά απέβη επωφελής για την υπόθεσή του – περιορισμένου έστω εδαφικά σε πρώτη φάση – σχηματισμού του πρώτου ελληνικού κράτους της νεότερης ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου