Την
Τετάρτη 28 Νοέμβρη, οι εργαζόμενοι κατεβαίνουν σε 24ωρη πανελλαδική
απεργία, διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις,
κατάργηση των μνημονιακών νόμων, υπογραφή ΣΣΕ, ανάκτηση απωλειών από τα
χρόνια της κρίσης.
Αιτήματα αιχμής είναι να καταργηθεί τώρα ο αντιασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου, να επανέλθει ο κατώτερος μισθός στα 751 ευρώ για όλους, ως βάση για παραπέρα αυξήσεις, να καταργηθεί ο μνημονιακός νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου, τον οποίο ενεργοποίησε η κυβέρνηση.
Με το νόμο αυτό η κυβέρνηση υπόσχεται αυξήσεις, όμως στην πραγματικότητα βάζει τον κατώτερο μισθό μόνιμα στην πρέσα της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, δηλαδή της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Παράλληλα, εξασφαλίζει σε κράτος και εργοδοσία τη δυνατότητα να καθορίζουν τον κατώτερο μισθό ανάλογα με τις «αντοχές» και τα σκαμπανεβάσματα των κερδών, αφαιρώντας από τα συνδικάτα το δικαίωμα να παλεύουν για ουσιαστικές αυξήσεις.
Ο νόμος αυτός είναι από χέρι αντεργατικός και πρέπει να ξηλωθεί από τους εργαζόμενους, μαζί με όλο το μνημονιακό πλαίσιο.
Με τη συμπίεση του κατώτερου μισθού, όπως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία, χτυπιέται το σύνολο των μισθών, αφού το κατώτερο όριο του εργατικού εισοδήματος παίζει αποφασιστικό ρόλο σε όλη τη μισθολογική κλίμακα.
Ετσι, φτάσαμε σήμερα 500.000 μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα να έχουν μεικτό μισθό χαμηλότερο από 500 ευρώ και ακόμα τόσοι να έχουν μισθό από 500 έως 800 ευρώ. Δηλαδή, 1 εκατομμύριο μισθωτοί έχουν μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο από τα 751 ευρώ, που το 2012 ήταν η «βάση» των εργατικών μισθών, πολύ πίσω και τότε από τη στοιχειώδη κάλυψη των λαϊκών αναγκών!
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν περιορίστηκε σε αυτά. Ακόμα και για τα λίγα ψίχουλα που σχεδιάζει να δώσει, μετά από την καθήλωση για 7 ολόκληρα χρόνια του κατώτερου μισθού, φρόντισε να εξασφαλίσει νέα προνόμια στις επιχειρήσεις, επιδοτώντας τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές για τους νέους κάτω των 24 ετών και μειώνοντας τη φορολογία των καπιταλιστικών κερδών από το 29% στο 25%!
Αυτή ακριβώς η πολιτική δίνει αέρα στα πανιά του ΣΕΒ και άλλων εργοδοτικών ενώσεων, όπως ο ΣΒΒΕ, γενικότερα στους καπιταλιστικούς ομίλους, οι οποίοι, από τη μια, κινδυνολογούν για τις συνέπειες στην οικονομία από μια «μη λελογισμένη» αύξηση των μισθών και, από την άλλη, ακόμα και γι' αυτά τα ψίχουλα που υπόσχεται η κυβέρνηση, αξιώνουν νέα προνόμια, καθώς, όπως λέει ο λαός, «τρώγοντας έρχεται η όρεξη».
Από κοντά και η Κομισιόν, που μετά τα μνημόνια ανέλαβε την «ενισχυμένη εποπτεία», σημειώνει σε πρόσφατη έκθεσή της ότι η όποια αύξηση πρέπει «να αντικατοπτρίζει την παραγωγικότητα», ενώ στο θέμα της επεκτασιμότητας των συμβάσεων βάζει ζήτημα εξαιρέσεων, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Το αντεργατικό έργο όλων αυτών στηρίζει ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός, που ενώ στα λόγια ζητάει επαναφορά του κατώτερου μισθού, την ίδια ώρα κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων, την αναγκαία οργάνωση, τη σύγκρουση με την πολιτική στήριξης και ενίσχυσης των κερδών του κεφαλαίου, διεκδικώντας ενεργότερο ρόλο στον «κοινωνικό διάλογο» για το «αναπτυξιακό μοντέλο» μετά τα μνημόνια.
Απέναντι σε όλους αυτούς, με τα δίκαια αιτήματά τους και με σημαία τις σύγχρονες ανάγκες τους, οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν ένα μεγάλο βήμα μπροστά, δίνοντας αποφασιστική εργατική απάντηση στις 28 Νοέμβρη, συμμετέχοντας μαζικά στην απεργία και στις απεργιακές συγκεντρώσεις που καλεί το ΠΑΜΕ σε όλη τη χώρα.
Αιτήματα αιχμής είναι να καταργηθεί τώρα ο αντιασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου, να επανέλθει ο κατώτερος μισθός στα 751 ευρώ για όλους, ως βάση για παραπέρα αυξήσεις, να καταργηθεί ο μνημονιακός νόμος Βρούτση - Αχτσιόγλου, τον οποίο ενεργοποίησε η κυβέρνηση.
Με το νόμο αυτό η κυβέρνηση υπόσχεται αυξήσεις, όμως στην πραγματικότητα βάζει τον κατώτερο μισθό μόνιμα στην πρέσα της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, δηλαδή της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Παράλληλα, εξασφαλίζει σε κράτος και εργοδοσία τη δυνατότητα να καθορίζουν τον κατώτερο μισθό ανάλογα με τις «αντοχές» και τα σκαμπανεβάσματα των κερδών, αφαιρώντας από τα συνδικάτα το δικαίωμα να παλεύουν για ουσιαστικές αυξήσεις.
Ο νόμος αυτός είναι από χέρι αντεργατικός και πρέπει να ξηλωθεί από τους εργαζόμενους, μαζί με όλο το μνημονιακό πλαίσιο.
Με τη συμπίεση του κατώτερου μισθού, όπως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία, χτυπιέται το σύνολο των μισθών, αφού το κατώτερο όριο του εργατικού εισοδήματος παίζει αποφασιστικό ρόλο σε όλη τη μισθολογική κλίμακα.
Ετσι, φτάσαμε σήμερα 500.000 μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα να έχουν μεικτό μισθό χαμηλότερο από 500 ευρώ και ακόμα τόσοι να έχουν μισθό από 500 έως 800 ευρώ. Δηλαδή, 1 εκατομμύριο μισθωτοί έχουν μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο από τα 751 ευρώ, που το 2012 ήταν η «βάση» των εργατικών μισθών, πολύ πίσω και τότε από τη στοιχειώδη κάλυψη των λαϊκών αναγκών!
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν περιορίστηκε σε αυτά. Ακόμα και για τα λίγα ψίχουλα που σχεδιάζει να δώσει, μετά από την καθήλωση για 7 ολόκληρα χρόνια του κατώτερου μισθού, φρόντισε να εξασφαλίσει νέα προνόμια στις επιχειρήσεις, επιδοτώντας τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές για τους νέους κάτω των 24 ετών και μειώνοντας τη φορολογία των καπιταλιστικών κερδών από το 29% στο 25%!
Αυτή ακριβώς η πολιτική δίνει αέρα στα πανιά του ΣΕΒ και άλλων εργοδοτικών ενώσεων, όπως ο ΣΒΒΕ, γενικότερα στους καπιταλιστικούς ομίλους, οι οποίοι, από τη μια, κινδυνολογούν για τις συνέπειες στην οικονομία από μια «μη λελογισμένη» αύξηση των μισθών και, από την άλλη, ακόμα και γι' αυτά τα ψίχουλα που υπόσχεται η κυβέρνηση, αξιώνουν νέα προνόμια, καθώς, όπως λέει ο λαός, «τρώγοντας έρχεται η όρεξη».
Από κοντά και η Κομισιόν, που μετά τα μνημόνια ανέλαβε την «ενισχυμένη εποπτεία», σημειώνει σε πρόσφατη έκθεσή της ότι η όποια αύξηση πρέπει «να αντικατοπτρίζει την παραγωγικότητα», ενώ στο θέμα της επεκτασιμότητας των συμβάσεων βάζει ζήτημα εξαιρέσεων, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Το αντεργατικό έργο όλων αυτών στηρίζει ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός, που ενώ στα λόγια ζητάει επαναφορά του κατώτερου μισθού, την ίδια ώρα κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων, την αναγκαία οργάνωση, τη σύγκρουση με την πολιτική στήριξης και ενίσχυσης των κερδών του κεφαλαίου, διεκδικώντας ενεργότερο ρόλο στον «κοινωνικό διάλογο» για το «αναπτυξιακό μοντέλο» μετά τα μνημόνια.
Απέναντι σε όλους αυτούς, με τα δίκαια αιτήματά τους και με σημαία τις σύγχρονες ανάγκες τους, οι εργαζόμενοι μπορούν να κάνουν ένα μεγάλο βήμα μπροστά, δίνοντας αποφασιστική εργατική απάντηση στις 28 Νοέμβρη, συμμετέχοντας μαζικά στην απεργία και στις απεργιακές συγκεντρώσεις που καλεί το ΠΑΜΕ σε όλη τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου