Έρχονται πάντα στην ώρα τους.
Και οι τρεις.
Όταν το ρολόι τ’ Αη Γιωργιού χτυπάει μεσάνυχτα.

Εγώ τις περιμένω εξαγνισμένη.
Ανεβάσταγη πηγαινοέρχομαι όλο το απόγευμα. Αναδύομαι απ΄τα χαλάσματα του παλιού μας σπιτιού, βάτος καιγόμενη.
Κάποτε ήταν αρχοντόσπιτο χτισμένο από μαστόρους της Πυρσόγιαννης. Κιουπρουλήδες, έλεγε ο Τσιμπουκονίκος. Για τα γιοφύρια ήταν εκεί. Αυτός όμως, εκτός απ΄το πασχαλινό αρνί, είχε και την Πεντάμορφη δεμένη με άλυσσο στην αχυρώνα για πεσκέσι. Την πρόσφερε στο μεθυσμένο Πρωτομάστορα απόβραδο της Κυριακής του Πάσχα. Κάποιοι, κακόγλωσσοι, είπαν είχε και παρέα αυτός, τον Πελεκάνο του. Έναν κοντό κι ασούσουμο για να ‘ναι η θυσία αβάσκαντη. Το σίγουρο είναι, πως επέβλεπε ο Τσιμπουκονίκος απ΄ την κλειδαρότρυπα, τόσο κρασί που είχαν πιει, μη πάει η προσφορά στράφι. Έτσι, ξημερώνοντας τ΄ Άη Γιωργού, εκείνη τη χρονιά μετά το μεγάλο σεισμό, έσφαξαν τον πιο βαρβάτο κόκκορα στα θεμέλια καθώς η μάνα της σουρομαδιόταν.Την Πεντάμορφη την είχε από χρόνια ξεγραμμένη. Αλλά ποτέ δεν το πιστεύεις το κακό το τέλος πως στ΄αλήθεια ήρθε, είναι εδώ…
Να η πελεκημένη πέτρα, με αμμοδεσιά, να και μια σκάλα μαρμάρινη. Κανένας δε θυμάται πως βρέθηκε μάρμαρο Έρέτριας σε κείνο το ασήμαντο καμποχώρι. Αλλά, Τσιμπουκονίκος ήταν αυτός. Στα νιάτα του γυρολόγος, έτσι παντρεύτηκε και τη Μαριώ, από δεύτερο χέρι παρμένη. Ο άντρας της, ποτέ δεν είχε επιστρέψει από κείνο τον πρώτο Πόλεμο. Να και μια κίτρινη τριανταφυλλιά στο κεφαλόσκαλο, που ακόμη με στοιχειώνει και νου δεν έχω άλλο χρώμα ν΄αγαπήσω, μήτε άλλο άρωμα να με κερδίσει μπορεί.
Ανεβάσταγη πηγαινοέρχομαι από το σπίτι στο Κοιμητήριο και πάλι πίσω. Κοιτάζω τις φωτογραφίες τους στα μνήματα μονολογώντας “γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως όφεις”. Απ΄ το πέτρινο το μόνο που απέμεινε απ΄ την πυρκαγιά που έβαλε η Μαριώ είναι το υπόγειο. Εκεί χρόνο με το χρόνο, εμμονική ρακοσυλλέκτρα εγώ, έχω εναποθέσει τα που δε θέλω να λησμονηθούν.
Όταν σωθεί το τελευταίο φως, κατεβαίνω τη χορταριασμένη σκάλα. Μια φορά το χρόνο, πάντα τ΄ Αη Γιωργιού. Να αποκαθηλώσω τα σκουριασμένα εργαλεία. Τα δικά μου αναθήματα είναι. Ξεκρεμώ απ΄το τοίχο το τσιγγέλι και το ξυστρί. Αρπάζω και το λυσγάρι. Το λυσγάρι για να φυτέψω μια καινούρια κίτρινη αγριοτριανταφυλλιά. Κάθε χρόνο φυτεύω, ποτέ δεν πιάνει… Το ξυστρί για το φιδόδερμά μου. Το τσιγκέλι για την Περσεφόνη. Κι ένα παλιό οπλοπολυβόλο για να το ξαναδώσω στην Αντιγόνη. ..
Ψέματα είπε στους στρατοδίκες. Η Αντιγόνη. Για το οπλοπολυβόλο. Πήγαν με τη Μαριώ και το περιμάζεψαν. Κάτω απ΄την πατ΄λιά που το ΄χε κρυμένο, όταν έπιασαν την ομάδα της των ανταρτών του Διαμαντή στη Στρώμη.
Ανηφορίζω φορτωμένη τη Γόλινα. Έτσι κι αλλιώς κανένας δε ζει πλέον εδώ για να με καταδώσει. Εδώ έρχονται μόνο οι μελλοθάνατοι. Τι να φοβηθείς από τους καταδικασμένους;
Πάω πρώτα απ’ τον Οβρά. Εκεί που πάντα συναντιούνταν οι γυναίκες της γενιάς μου με τους παλιούς τους αγαπημένους. Αλλά ποτέ δεν τους ακολουθούσαν. Ποτέ. Όσα παρακάλια κι αν άκουγαν. Πάντα επέστρεφαν στο υπόγειο.
Κάθομαι στη βρύση με το λιγοστό πια νερό και αγναντεύω για λίγο την πέτρινη γέφυρα του τρένου. Έπειτα αρχίζω την ιεροτελεστία.
Ξυστρίζω όλες τις παλιές πληγές να στάξει αίμα καθαρό. Να θυμηθεί το σώμα όλα τα παλιά μαρτύρια και τις ξεχασμένες ηδονές. Καταδύομαι κατόπιν απο μάτι του Οβρά, πέρασμα στενό και σκοτεινό να φτάσω στα έγκατά μου. Στον πάτο του πηγαδιού με περιμένει η Περσεφόνη μ΄ ένα σκουριασμένο τσιγγέλι να με κρεμάσει ανάποδα, να στραγγίσω. Ένα μερόνυχτο. Αδειάζω από αίμα και αναμνήσεις, μόνο την ανεξίτηλη μουσική θα χρειαστώ στο Μυστήριο. Αυτή που φτιάχνεται από τις κραυγές των αλύτρωτων ψυχών λίγο πριν τους λιανίσουν οι βασανιστές τους.
Στο τέλος αναδύομαι πάλλευκη. Σέρνομαι ανάμεσα από κοτρώνες με άγριες εξοχές να απαλλαχθώ από τον άσπρο μου χιτώνα. Τον συμαζεύω κατόπιν και τον κρατώ αγκαλιά όπως το πρώτο μου μωρό. Το αποθέτω στο φαγωμένο μάρμαρο της Αγίας Τράπεζας. Το πρώτο φιδόδερμα της Άνοιξης.
Με περιμένουν και οι τρεις.
Κάθε τ΄ Άη Γιωργιού.
Η Μαριώ, η Αντιγόνη και η Πεντάμορφη.
Η σύναξη των δικών μου αγίων.

Γεωργία Καλαμποκά 30/1/2020