16 Φεβ 2019

15-02-2019 Ο Γιάννης Παλαβός δεν ήταν κομμουνιστής όταν κατατάχθηκε στην Αστυνομία, αρχές του 1935. Ενας τίμιος άνθρωπος ήταν, που πίστευε στη δικαιοσύνη, στην καλοσύνη, στην ανθρωπιά. Ο ίδιος ως αστυνομικός διαπίστωσε ότι αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, αγωνίζεσαι ενάντια στο άδικο εκμεταλλευτικό σύστημα του καπιταλισμού, γίνεσαι κομμουνιστής.

Από το βιβλίο του Λάμπρου Τόκα “Τα παιδιά του Φλεβάρη”, με μαρτυρίες συλληφθέντων αγωνιστών, 40 χρόνια μετά το χτύπημα στο κλιμάκιο του ΚΚΕ το 1974.
Γεννήθηκε στις 4 Γενάρη 1912 στη Γορτυνία Πελοποννήσου, όπου και έζησε μέχρι το 1934, που έφυγε για σπουδές στην Αθήνα. Το 1935 πηγαίνει -για βιοποριστικούς λόγους και για να του μείνει περισσότερος χρόνος για διάβασμα- στη Σχολή Αστυφυλάκων Κέρκυρας. Μετά από εξάμηνη εκπαίδευση στέλνεται (Αύγουστος του ’35) στην Αθήνα ως επικεφαλής των συναδέλφων του και το 1940, τελειόφοιτος της Νομικής, μπαίνει στη Σχολή Υπαστυνόμων Αθήνας.
Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου, υπηρετεί ως αξιωματικός σε διάφορα τμήματα δήμων και περιοχών της Αθήνας. Είχε τη συνήθεια να “ψηλαφίζει” τα περίεργα της ζωής και να αναζητά την αλήθεια τους, αδυναμία που τον οδήγησε από νωρίς στο δρόμο του λαϊκού κινήματος. Το 1941 γίνεται μέλος του ΚΚΕ και δρα παράνομα μέσα στο αστυνομικό σώμα, από όπου απολύθηκε το Δεκέμβρη του 1943, επειδή αρνήθηκε να δώσει στους Γερμανούς αστυνομική δύναμη για φρούρηση γερμανικής αποθήκης πυρομαχικών. Καταζητούμενος από τους Γερμανούς, φυγαδεύεται -με εντολή του Κόμματος- στο Μοριά, όπου αναλαμβάνει χρέη αναπληρωτή διοικητή της Εθνικής Πολιτοφυλακής Πελοποννήσου.
Μετά τη Βάρκιζα, έρχεται στην Αθήνα και αναλαμβάνει χρέη γραμματέα της ΚΟ Αστυνομικών (ενεργών και απολυμένων), την έκδοση της μηνιαίας εφημερίδας Αστυνομικό Βήμα και την επαφή με το γραμματέα της ΚΟ Χωροφυλακής Αθήνας. Παράλληλα, βγάζει το ψωμί του, από το 1945 μέχρι τον Απρίλη του 1948, ως εργάτης σε αποθήκη του ΟΔΙΣΥ, οπότε και τον συνέλαβαν. Και στα χρόνια που ακολούθησαν, από το 1948 μέχρι και το 1963, βάδισε την ίδια πορεία με εκείνους που έταξαν να προσφέρουν τα πάντα στη μεγάλη υπόθεση της εργατικής τάξης. Μακρόνησος, φυλακές Επταπυργίου, Αβέρωφ, Αίγινας, Κέρκυρας, Βούρλων, Γυάρου, είναι ορισμένοι από τους τόπους μαρτυρίου, όπου ο σύντροφος Παλαβός έζησε πάνω από 15 χρόνια της ζωής του.
Με την αποφυλάκισή του το Δεκέμβρη του ’63, δουλεύει ως λογιστής και δρα ως γραμματέας της ΕΔΑ των νοτίων προαστίων και αργότερα στην εκτύπωση και διακίνηση της εφημερίδας Δημοκρατική Αλλαγή. Ξανασυλλαμβάνεται το 1965 (στη συγκέντρωση που έγινε στο θέατρο Ακάδημος για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ). Φυλακίζεται στου Αβέρωφ και έπειτα από δίκη στέλνεται στην Αίγινα. Από την Αίγινα, που τον βρήκε η απριλιανή χούντα, στέλνεται στα ΓΙούρα, μετά στο Λακκί Λέρου και μετά στο Παρθένι.
Αποφυλακίζεται τον Απρίλη του ’71 μέχρι το Φλεβάρη του ’74, όπου τον ξανασυνέλαβαν με την εξάρθρωση του κλιμακίου του ΚΚΕ. Στο 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ εκλέχτηκε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ. Μετά την αποφυλάκισή του και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ -τον Ιούλη του 1974-, το κόμμα τού εμπιστεύθηκε τη διαχείριση της εφημερίδας Νέα Ελλάδα κι ένα μήνα περίπου αργόρερα του νόμιμου Ριζοσπάστη.
Ο παλαίμαχος κομμουνιστής Γιάννης Παλαβός -που ήταν ο άνθρωπος με το χαμόγελο- έφυγε πλήρης ημερών στις 11 Φλεβάρη 2002.


Από το δισέλιδο του Ριζοσπάστη για τους ένστολους, στα Σώματα Ασφαλείας
«Τελείωσα το Γυμνάσιο και το στρατιωτικό. Μας λέγανε πως τα κακά και τα δεινά του Λαού και της χώρας οφείλονταν στους κομμουνιστές, που δεν έχουν τάχα τίποτε ιερό και όσιο. Και πήρα απόφαση και πήγα στην Αστυνομία Πόλεων, για να υπερασπιστώ αυτά τα όσια και τα ιερά.
Μια μέρα με είχανε βάλει υπηρεσία στα γραφεία του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ). Από συζήτηση με τον υπάλληλο, έμαθα πως στις 100 δραχμές χαρτόσημο, που πληρώνει ο κοσμάκης, τα 75% τα παίρνει ο ΔΟΕ και λίγα πάνε στο δημόσιο ταμείο. Εγώ αυθόρμητα λέω τότε: “Και γιατί δεν καταργούμε το ΔΟΕ”. Κι ο υπάλληλος μου απαντάει: “Αυτό ζητάνε οι κομμουνιστές”.
Μια άλλη φορά ήμουνα σκοπός στην περιοχή του Νοσοκομείου ”Ευαγγελισμός” και περνούσα έξω από το νοσοκομείο. Βρήκα έναν άρρωστο ξαπλωμένο δίπλα στην είσοδο. Μας λέγανε στις Σχολές, πως αν βρούμε στο δρόμο αρρώστους και πάσχοντες γενικά, να τους παράσχουμε κάθε βοήθεια και προστασία. Ρώτησα λοιπόν το θυρωρό του νοσοκομείου, γιατί αυτός είναι ξαπλωμένος εκεί. “Δεν έχει να πληρώσει άλλο”, μου λέει, “και τον πέταξαν έξω”. “Ασχημο πράγμα”, του λέω, “να είσαι άρρωστος και να σε πετάνε έξω από το νοσοκομείο γιατί δεν έχεις να πληρώσεις”. “Ναι”, μου λέει ο θυρωρός, “έχεις δίκιο, αλλά αυτά είναι ζητήματα της διεύθυνσης του νοσοκομείου”. Πήγα στο διευθυντή και του είπα πως δεν είναι σωστό να πετιέται ένας σοβαρά άρρωστος έξω από το νοσοκομείο, επειδή δεν έχει να πληρώσει. Κι αυτός μου απαντάει: “Αυτά λένε οι κομμουνιστές”.
Μια άλλη φορά πάλι, διαμαρτύρονταν εργάτες που δούλευαν σε μια οικοδομή της οδού Σόλωνος, στον εργοδότη τους. Σαν όργανο της τάξεως πλησίασα να δω τι συμβαίνει. Οι εργάτες ζητούσαν να πληρωθούν δουλεμένα μεροκάματά τους. Τους τ’ αρνιόταν ο εργοδότης. Παρεμβαίνω στον εργοδότη και ρωτάω γιατί αφήνει τους εργάτες απλήρωτους. “Δούλεψαν”, του λέω, “και θα πρέπει να πληρωθούν”. Κι αυτός μ’ απαντάει: “Πήρες το μέρος τους, δεν τους ξέρεις καλά, αυτοί είναι κομμουνιστές”».
Με τα παραπάνω λόγια άρχισε την απολογία του στο Εκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας, τον Ιούλη 1950, ο απότακτος υπαστυνόμος Γιάννης Παλαβός, που δικαζόταν μαζί με τους εν ενεργεία συναδέλφους του αστυνομικούς, για παράβαση του ΑΝ 509/1947 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος κ.λπ.».
Οταν άκουσαν την απολογία του, ο επίτροπος του στρατοδικείου τον αποκάλεσε «επίορκο του καθήκοντος» και οι στρατοδίκες τον καταδίκασαν ομόφωνα σε θάνατο.
Ο Γιάννης Παλαβός δεν ήταν κομμουνιστής όταν κατατάχθηκε στην Αστυνομία, αρχές του 1935. Ενας τίμιος άνθρωπος ήταν, που πίστευε στη δικαιοσύνη, στην καλοσύνη, στην ανθρωπιά. Ο ίδιος ως αστυνομικός διαπίστωσε ότι αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, αγωνίζεσαι ενάντια στο άδικο εκμεταλλευτικό σύστημα του καπιταλισμού, γίνεσαι κομμουνιστής.
Συνεπής στις αρχές του, στη διάρκεια της χιτλεροφασιστικής κατοχής εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση και αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Σωμάτων Ασφαλείας. Στις 19-12-1943, υπηρετών στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα Αθήνας, αποτάχθηκε γιατί αρνήθηκε να εκτελέσει διαταγή Γερμανού αξιωματικού να φρουρήσουν Ελληνες αστυνομικοί αποθήκες πυρομαχικών των ναζί.
Καταζητούμενος από τους Γερμανούς πέρασε στον ΕΛΑΣ στην Ελεύθερη Ελλάδα και με εντολή της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) ανέλαβε υποδιοικητής της Εθνικής Πολιτοφυλακής Πελοποννήσου, υπηρετώντας το λαό μας. Για τη συνέπειά του αυτή, μετά την απελευθέρωση, ο υπαστυνόμος διώχτηκε, καταδικάστηκε, βασανίστηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε. Εζησε και πέθανε όμως ως Ανθρωπος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ