“Σ’ έστησαν σε μια γωνιά και ήσουνα νέο παλληκάρι / σ’ έστησαν σε μια
γωνιά κι ήταν τέσσεροι φαντάροι / σ’ έστησαν σε μια γωνιά και σημαδεύαν
τη καρδιά σου / σ’ έστησαν σε μια γωνιά κι ήταν πρωί και παγωνιά” λένε
οι στίχοι του πασίγνωστου τραγουδιού “Αλάνα” των Γιάννη Σπανού και
Λευτέρη Παπαδόπουλου, το οποίο δεν αναφέρεται, όπως θα φαινόταν ίσως εκ
πρώτης όψης, σε κάποιον εκτελεσμένο πολιτικό κρατούμενο των εμφυλιακών
χρόνων, αλλά στον Αριστείδη Παγκρατίδη, ένα φτωχοδιάβολο από τη
Θεσσαλονίκη που κατηγορήθηκε ως ο πιο διαβόητος εγκληματίας της
μετεμφυλιακής Ελλάδας. Μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο διαμάχης αν ο
Παγκρατίδης ήταν πράγματι ο δράστης αιματηρών και ενίοτε θανατηφόρων
επιθέσεων κατά νεαρών γυναικών και ζευγαριών στο δάσος του Σεϊχ Σου που
βρίσκεται πάνω από τη Θεσσαλονίκη, τοποθεσία που έδωσε και το όνομα στο
διαβόητο “δράκο” της περιοχής. Οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν πάντως
στο γεγονός πως η δίκη δε διεξήχθη με δίκαιους όρους και πως η σύλληψή
του αποτέλεσε αντιπερισμπασμό σε μια εποχή βεβαρυμένη από τη δράση των
παρακρατικών στην πόλη, με αποκορύφωμα τη δολοφονία Λαμπράκη.
Ήρθε στον κόσμο το Μάη του 1940 στα Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης, σε φτωχή οικογένεια αγροτών, με το στρατιωτικό πατέρα του να εκτελείται μπροστά στην οικογένεια από συγχωριανό του που ανήκε στον ΕΛΑΣ. Η οικογένεια εγκαθίσταται στην Τούμπα με τη μητέρα να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και στη συνέχεια να παντρεύεται έναν εισπράκτορα λεωφορείων. Ο Αριστείδης έμεινε μαζί τους, ενώ τα δυο αδέρφια του στάλθηκαν στον Πειραιά σε συγγενείς. Ο Αριστείδης φοίτησε μόνο στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού, μένοντας τρία χρόνια στην πρώτη, κάτι που πιθανόν είναι ένδειξη κάποιας αδιάγνωστης μαθησιακής δυσκολίας ή και ελαφράς νοητικής στέρησης. Σίγουρα πάντως ήταν λειτουργικά αναλφάβητος. Δούλεψε από εδώ κι από εκεί για να επιβιώσει ως λουστράκος, πωλητής λεμονιών, ρακοσυλλέκτης, χαμάλης του λιμανιού, γκαρσόνι και βοηθός στο «γύρο του θανάτου» σε λούνα παρκ. Όταν ήταν 10 χρονών έπεσε θύμα ασέλγειας από έναν χημικό, που του έδωσε λεφτά για την κακοποίηση. Για να επιβιώσει, ο Παγκρατίδης εκδιδόταν τακτικά, ενώ επιδιδόταν και σε μικροκλοπές. Μία από αυτές, στο κυλικείο του γυμναστηρίου του ΠΑΟΚ, τον οδήγησε στη σύλληψη και την Πρόνοια ανηλίκων. Αργότερα συλλαμβάνεται και στέλνεται στο αναμορφωτήριο για την κλοπή δουο ποδηλάτων με ένα φίλο του.
Στο μεταξύ, έχει ήδη πραγματοποιηθεί το Φλεβάρη του 1958 η πρώτη επίθεση στο δάσος του Σέιχ Σου, σε καθηγήτρια του Αμερικανικού Κολλεγίου. Ο δράστης πέταξε πέτρα στη γυναίκα, το έβαλε όμως στα πόδια όταν αντιλήφθηκε πως ένα αυτοκίνητο ερχόταν προς το δάσος. Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς η σύζυγος ενός στρατιωτικού με το σοφέρ εραστή της, δέχονται επίθεση με πέτρα, το ίδιο και ένα νεαρό ζευγάρι τον επόμενο μήνα.
Ένα χρόνο μετά, στις 19 Φεβρουάριου του 1959, ο δράστης επιτέθηκε και πάλι με πέτρα, σε ένα ζευγαράκι- τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονώρα Βλαχογιάννη,- που ήθελε να απομονωθεί στο δάσος, και τους κατάφερε βαριά τραύματα. Οι γιατροί έκαναν μεγάλες προσπάθειες να σώσουν τη ζωή τους και τελικά τα κατάφεραν. Τους επόμενους μήνες ο άγνωστος θα επιτεθεί και πάλι σε δυο ζευγαράκια που βρίσκονταν στην περιοχή, χωρίς όμως να τους καταφέρει σημαντικά τραύματα.
Τον επόμενο χρόνο, στις 6 Μάρτη 1959, η Θεσσαλονίκη και όλη η Ελλάδα θα συγκλονιστούν από το διπλό φονικό του ίλαρχου Κωνσταντίνου Ραΐση και της φίλης του Ευδοξίας Παληογιάννη στη Μίκρα: «Ενώ εψυχορράγει ακόμη η νέα, εβιάζετο υπό των κακούργων, ο δε ίλαρχος επάλαισεν απεγνωσμένα με τους στυγερούς δράστας». Τότε θεωρούνταν δεδομένο ότι το φονικό είχε διαπραχθεί από δύο δράστες. Συνελήφθησαν δυο φαντάροι που είχαν δει το ζευγάρι, που παρά τις αντιφάσεις στις οποίες έπεσαν, τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ούτε ένα μήνα μετά, νέο θύμα του δράκου ήταν η μοδίστρια και φοιτήτρια νοσοκόμα του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, Μελπομένη Πατρικίου.Η πόλη παρέλυσε σε ένα πρωτοφανές πέπλο φόβου και οι νεαρές κυρίως γυναίκες κλειδαμπαρώνοντας στα σπίτια τους, ενώ ο δράστης επικηρύχθηκε για 100.00 δρχ.
Κι ενώ οι επιθέσεις είχαν σταματήσει, ο Παγκρατίδης συνελήφθη τα ξημερώματα της 7ης Δεκέβρη 1963 την ώρα που προσπαθούσε να το σκάσει από το ορφανοτροφείο «Μέγας Αλέξανδρος», όπου προηγουμένως είχε προσπαθήσει να βιάσει μια 12χρονη τρόφιμη. Ο Παγκρατίδης ομολογεί όχι μόνο αυτή την πράξη του, αλλά και πως είναι ο δράστης των εγκλημάτων στο Σεϊχ Σου, με αποτέλεσμα αμέσως ο τύπος της εποχής να το βαφτίσει “δράκο”. Σύμφωνα μάλιστα με τους υποστηρικτές της ενοχής του, αποκάλυψε κατά την ανάκριση στοιχεία που μόνο ο δολοφόνος θα μπορούσε να γνωρίζει, καθώς δεν είχαν διαρρεύσει στον τύπο.
Η εξέλιξη όμως θα είναι διαφορετική, καθώς μόλις απέκτησε συνηγόρους, ο Παγκρατίδης ανακάλεσε την αρχική του ομολογία και την παρουσίασε ως προϊόν πιέσεων και βασανιστηρίων των αστυνομικών, καταγγέλλοντας ότι τον άφησαν διψασμένο και πεινασμένο μέχρι να ομολογήσει, ενώ τον υπέβαλαν και στο μαρτύριο της σταγόνας, όπως και σε αναγκαστική ορθοστασία. Ενδεικτικό της βασιμότητας των καταγγελιών αυτών είναι πως με δικαστική παρέμβαση απαγορεύεται στον τύπο κάθε περαιτέρω αναφορά στην υπόθεση. Το 1964 καταδικάστηκε σε 9 χρόνια κάθειρξη και χρηματικό πρόστιμο για τον “εξαναγκασμό σε ασέλγεια” της 12χρονης, έγκλημα που ομολόγησε και απέδωσε στην επήρεια του αλκοόλ και του χασίς, αρνούμενος όμως ότι είχε διαπράξει όσα άλλα του αποδίδονταν.
Η δίκη για τα εγκλήματα στο Σέιχ Σου ξεκίνησε στις 11 Φλεβάρη 1966 και έληξε στις 22 Φεβρουαρίου. Οι επιζώντες των επιθέσεων κι άλλα άτομα που είχαν δει το “δράκο” δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Παγκρατίδη το δράστη, ενώ και η ομάδα αίματος που βρέθηκε στο σημείο της δολοφονίας του ζευγαριού διέφερε ελαφρώς από τη δίκη του. Από την άλλη, ο πρότερος βίος του, η χρήση πέτρας στην απόπειρα βιασμού στο ορφανοτροφείο και η κατάθεση του ψυχιάτρου Α. Διακογιάννη που βεβαίωνε πως οι αρχικές ομολογίες ήταν ειλικρινείς κι αυθόρμητες, επισφράγισαν την καταδίκη του Παγκρατίδη και μάλιστα σε θάνατο, παρά την εισαγγελική πρόταση για ισόβια κάθειρξη. Ενδεικτικό της σωρείας παρατυπιών στη δίκη είναι πως οι συνήγοροι του Παγκρατίδη άλλαξαν τρεις φορές, αφού τις δυο πρώτες παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας που δεν εισακουγόταν κανένα από τα αιτήματά τους από την έδρα.
Η εκτέλεσή του έγινε στις 16 Φλεβάρη 1968, με τον ίδιο να πληροφορείται το νέο ένα βράδυ πριν. Υποστήριξε ως το τέλος την αθωότητά του, ενώ ο τύπος της εποχής του απέδωσε τα λόγια “Μανούλα μου γλυκειά, είμαι αθώος”, η οποία όμως, όπως και όλοι οι Έλληνες, έμαθαν για την εκτέλεση από τις εφημερίδες.
Εκτός από το χώρο του πενταγράμμου, η σκοτεινή αυτή υπόθεση τροφοδότησε κι άλλες μορφές τέχνης μέσα στα χρόνια, συγκεκριμένα μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο “Αθώος ή Ένοχος”, που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, μια μυθιστορηματική βιογραφία του Θωμά Κοροβίνη (Ο γύρος του θανάτου) που απέσπασε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 2011 και δυο θεατρικές διασκευές του βιβλίου, με πιο πρόσφατη αυτή του 2018 (Αρίστος) σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου.
Ήρθε στον κόσμο το Μάη του 1940 στα Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης, σε φτωχή οικογένεια αγροτών, με το στρατιωτικό πατέρα του να εκτελείται μπροστά στην οικογένεια από συγχωριανό του που ανήκε στον ΕΛΑΣ. Η οικογένεια εγκαθίσταται στην Τούμπα με τη μητέρα να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και στη συνέχεια να παντρεύεται έναν εισπράκτορα λεωφορείων. Ο Αριστείδης έμεινε μαζί τους, ενώ τα δυο αδέρφια του στάλθηκαν στον Πειραιά σε συγγενείς. Ο Αριστείδης φοίτησε μόνο στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού, μένοντας τρία χρόνια στην πρώτη, κάτι που πιθανόν είναι ένδειξη κάποιας αδιάγνωστης μαθησιακής δυσκολίας ή και ελαφράς νοητικής στέρησης. Σίγουρα πάντως ήταν λειτουργικά αναλφάβητος. Δούλεψε από εδώ κι από εκεί για να επιβιώσει ως λουστράκος, πωλητής λεμονιών, ρακοσυλλέκτης, χαμάλης του λιμανιού, γκαρσόνι και βοηθός στο «γύρο του θανάτου» σε λούνα παρκ. Όταν ήταν 10 χρονών έπεσε θύμα ασέλγειας από έναν χημικό, που του έδωσε λεφτά για την κακοποίηση. Για να επιβιώσει, ο Παγκρατίδης εκδιδόταν τακτικά, ενώ επιδιδόταν και σε μικροκλοπές. Μία από αυτές, στο κυλικείο του γυμναστηρίου του ΠΑΟΚ, τον οδήγησε στη σύλληψη και την Πρόνοια ανηλίκων. Αργότερα συλλαμβάνεται και στέλνεται στο αναμορφωτήριο για την κλοπή δουο ποδηλάτων με ένα φίλο του.
Στο μεταξύ, έχει ήδη πραγματοποιηθεί το Φλεβάρη του 1958 η πρώτη επίθεση στο δάσος του Σέιχ Σου, σε καθηγήτρια του Αμερικανικού Κολλεγίου. Ο δράστης πέταξε πέτρα στη γυναίκα, το έβαλε όμως στα πόδια όταν αντιλήφθηκε πως ένα αυτοκίνητο ερχόταν προς το δάσος. Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς η σύζυγος ενός στρατιωτικού με το σοφέρ εραστή της, δέχονται επίθεση με πέτρα, το ίδιο και ένα νεαρό ζευγάρι τον επόμενο μήνα.
Ένα χρόνο μετά, στις 19 Φεβρουάριου του 1959, ο δράστης επιτέθηκε και πάλι με πέτρα, σε ένα ζευγαράκι- τον Αθανάσιο Παναγιώτου και την Ελεονώρα Βλαχογιάννη,- που ήθελε να απομονωθεί στο δάσος, και τους κατάφερε βαριά τραύματα. Οι γιατροί έκαναν μεγάλες προσπάθειες να σώσουν τη ζωή τους και τελικά τα κατάφεραν. Τους επόμενους μήνες ο άγνωστος θα επιτεθεί και πάλι σε δυο ζευγαράκια που βρίσκονταν στην περιοχή, χωρίς όμως να τους καταφέρει σημαντικά τραύματα.
Τον επόμενο χρόνο, στις 6 Μάρτη 1959, η Θεσσαλονίκη και όλη η Ελλάδα θα συγκλονιστούν από το διπλό φονικό του ίλαρχου Κωνσταντίνου Ραΐση και της φίλης του Ευδοξίας Παληογιάννη στη Μίκρα: «Ενώ εψυχορράγει ακόμη η νέα, εβιάζετο υπό των κακούργων, ο δε ίλαρχος επάλαισεν απεγνωσμένα με τους στυγερούς δράστας». Τότε θεωρούνταν δεδομένο ότι το φονικό είχε διαπραχθεί από δύο δράστες. Συνελήφθησαν δυο φαντάροι που είχαν δει το ζευγάρι, που παρά τις αντιφάσεις στις οποίες έπεσαν, τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι.
Ούτε ένα μήνα μετά, νέο θύμα του δράκου ήταν η μοδίστρια και φοιτήτρια νοσοκόμα του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, Μελπομένη Πατρικίου.Η πόλη παρέλυσε σε ένα πρωτοφανές πέπλο φόβου και οι νεαρές κυρίως γυναίκες κλειδαμπαρώνοντας στα σπίτια τους, ενώ ο δράστης επικηρύχθηκε για 100.00 δρχ.
Κι ενώ οι επιθέσεις είχαν σταματήσει, ο Παγκρατίδης συνελήφθη τα ξημερώματα της 7ης Δεκέβρη 1963 την ώρα που προσπαθούσε να το σκάσει από το ορφανοτροφείο «Μέγας Αλέξανδρος», όπου προηγουμένως είχε προσπαθήσει να βιάσει μια 12χρονη τρόφιμη. Ο Παγκρατίδης ομολογεί όχι μόνο αυτή την πράξη του, αλλά και πως είναι ο δράστης των εγκλημάτων στο Σεϊχ Σου, με αποτέλεσμα αμέσως ο τύπος της εποχής να το βαφτίσει “δράκο”. Σύμφωνα μάλιστα με τους υποστηρικτές της ενοχής του, αποκάλυψε κατά την ανάκριση στοιχεία που μόνο ο δολοφόνος θα μπορούσε να γνωρίζει, καθώς δεν είχαν διαρρεύσει στον τύπο.
Η εξέλιξη όμως θα είναι διαφορετική, καθώς μόλις απέκτησε συνηγόρους, ο Παγκρατίδης ανακάλεσε την αρχική του ομολογία και την παρουσίασε ως προϊόν πιέσεων και βασανιστηρίων των αστυνομικών, καταγγέλλοντας ότι τον άφησαν διψασμένο και πεινασμένο μέχρι να ομολογήσει, ενώ τον υπέβαλαν και στο μαρτύριο της σταγόνας, όπως και σε αναγκαστική ορθοστασία. Ενδεικτικό της βασιμότητας των καταγγελιών αυτών είναι πως με δικαστική παρέμβαση απαγορεύεται στον τύπο κάθε περαιτέρω αναφορά στην υπόθεση. Το 1964 καταδικάστηκε σε 9 χρόνια κάθειρξη και χρηματικό πρόστιμο για τον “εξαναγκασμό σε ασέλγεια” της 12χρονης, έγκλημα που ομολόγησε και απέδωσε στην επήρεια του αλκοόλ και του χασίς, αρνούμενος όμως ότι είχε διαπράξει όσα άλλα του αποδίδονταν.
Η δίκη για τα εγκλήματα στο Σέιχ Σου ξεκίνησε στις 11 Φλεβάρη 1966 και έληξε στις 22 Φεβρουαρίου. Οι επιζώντες των επιθέσεων κι άλλα άτομα που είχαν δει το “δράκο” δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Παγκρατίδη το δράστη, ενώ και η ομάδα αίματος που βρέθηκε στο σημείο της δολοφονίας του ζευγαριού διέφερε ελαφρώς από τη δίκη του. Από την άλλη, ο πρότερος βίος του, η χρήση πέτρας στην απόπειρα βιασμού στο ορφανοτροφείο και η κατάθεση του ψυχιάτρου Α. Διακογιάννη που βεβαίωνε πως οι αρχικές ομολογίες ήταν ειλικρινείς κι αυθόρμητες, επισφράγισαν την καταδίκη του Παγκρατίδη και μάλιστα σε θάνατο, παρά την εισαγγελική πρόταση για ισόβια κάθειρξη. Ενδεικτικό της σωρείας παρατυπιών στη δίκη είναι πως οι συνήγοροι του Παγκρατίδη άλλαξαν τρεις φορές, αφού τις δυο πρώτες παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας που δεν εισακουγόταν κανένα από τα αιτήματά τους από την έδρα.
Η εκτέλεσή του έγινε στις 16 Φλεβάρη 1968, με τον ίδιο να πληροφορείται το νέο ένα βράδυ πριν. Υποστήριξε ως το τέλος την αθωότητά του, ενώ ο τύπος της εποχής του απέδωσε τα λόγια “Μανούλα μου γλυκειά, είμαι αθώος”, η οποία όμως, όπως και όλοι οι Έλληνες, έμαθαν για την εκτέλεση από τις εφημερίδες.
Εκτός από το χώρο του πενταγράμμου, η σκοτεινή αυτή υπόθεση τροφοδότησε κι άλλες μορφές τέχνης μέσα στα χρόνια, συγκεκριμένα μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο “Αθώος ή Ένοχος”, που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, μια μυθιστορηματική βιογραφία του Θωμά Κοροβίνη (Ο γύρος του θανάτου) που απέσπασε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 2011 και δυο θεατρικές διασκευές του βιβλίου, με πιο πρόσφατη αυτή του 2018 (Αρίστος) σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου