Ήδη από τη δεκαετία του 1980 η τηλεϊατρική
στη Σουηδία είναι γεγονός. Σε ένα σύστημα υγείας (το σουηδικό) το οποίο
χωλαίνει εδώ και αρκετά χρόνια και δέχεται βαριά κριτική από τους ίδιους
τους Σουηδούς (η αναβάθμιση του συστήματος υγείας ήταν η κοινή δέσμευση
που έκαναν όλα τα κόμματα προεκλογικά για να κερδίσουν τους
ψηφοφόρους), οι μάνατζερ της υγείας αποφάσισαν να προχωρήσουν κι ένα
βήμα παρακάτω.
Τι είναι όμως η τηλεϊατρική; Είναι η «συνάντηση» γιατρού/ασθενούς σε ένα εικονικό περιβάλλον μέσω της οθόνης του υπολογιστή. Χοντρικά, ο γιατρός είναι στο νοσοκομείο (ή όπου αλλού), ο ασθενής είναι στο σπίτι του, κάθονται μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους και έτσι γίνεται η εξέταση. Θεωρητικά και σε έκτακτες συνθήκες (π.χ. σε αποκλεισμένες και απομακρυσμένες περιοχές ή όταν ο ασθενής αδυνατεί να προσέλθει άμεσα σε δομή υγείας) θα μπορούσε η τηλεϊατρική να αποτελέσει μια προσωρινή λύση μέχρι ο ασθενής να μπορέσει να επισκεφθεί τη δομή υγείας (νοσοκομείο, κέντρο υγείας κλπ.). Παρόλα αυτά, φτάσαμε σήμερα να συζητάμε το προσωρινό να γίνει μόνιμο.
Στο σουηδικό μοντέλο υγείας τα πάντα μεταφράζονται σε αριθμούς, ο χρήστης των υπηρεσιών υγείας δεν είναι ασθενής, αλλά πελάτης και η σχέση κόστους/κέρδους είναι αυτή που καθορίζει την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας.
Στη Σουηδία οι εργαζόμενοι στην υγεία χωρίζονται χονδρικά σε 4 κατηγορίες. Αυτοί που έχουν συμβόλαιο αορίστου χρόνου (fast anställd – full time), αυτοί που έχουν συμβόλαιο ορισμένου χρόνου (visstidskontrakt), αυτοί που δουλεύουν ως αναπληρωτές ωρομίσθιοι (tmvikarie) και οι λεγόμενοι «ενοικιαζόμενοι» (hyr anställd) οι οποίοι καλύπτουν ανάγκες για μικρό χρονικό διάστημα (λίγες εβδομάδες έως και λίγους μήνες). Πρόσφατα οι νομαρχίες που είναι υπεύθυνες για την υγεία αποφάσισαν πως οι ενοικιαζόμενοι γιατροί είναι ασύμφοροι οικονομικά (καμία αναφορά στο πόσο ασύμφοροι είναι για τον ασθενή ο οποίος κάθε φορά συναντάει διαφορετικό γιατρό για το ίδιο πρόβλημα) και πως δε θα προβούν σε περαιτέρω προσλήψεις υπό αυτό το καθεστώς. Από την άλλη, οι γιατροί με συμβόλαια αορίστου χρόνου δεν φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού οπότε οι μάνατζερς κατέληξαν πως το πιο συμφέρον οικονομικά είναι να «προσλάβουν» γιατρούς των οποίων η φυσική παρουσία δεν κρίνεται απαραίτητη. Κάτι το οποίο ήδη συμβαίνει στη Σουηδία με την τηλεϊατρική. Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η χρήση της τηλεϊατρικής σε 4 νομαρχίες καθώς και ο τύπος εξέτασης στον οποίο την χρησιμοποιούν (Örebro universitet, 2015).
Τον τελευταίο χρόνο υπάρχει η σκέψη – η
οποία έχει ενθουσιάσει τους Σουηδούς – για πρόσληψη αλλοδαπών γιατρών σε
σουηδικά νοσοκομεία οι οποίοι όμως θα βρίσκονται στις χώρες τους. Για
παράδειγμα ένας γιατρός από την Ισπανία θα μπορεί να προσληφθεί από
κάποιο νοσοκομείο στη βόρεια Σουηδία χωρίς να χρειαστεί να
μεταναστεύσει. Απλά θα συνδέεται ο υπολογιστής του στη Μαδρίτη με τον
υπολογιστή του ασθενούς στο Umeå και έτσι θα γίνεται η εξέταση και η
διάγνωση (Läkartidningen, 2018).
Μελέτες έχουν δείξει πως τόσο το σύστημα της τηλεϊατρικής όσο και το σύστημα του γιατρού από απόσταση δεν είναι ασφαλή (Ekholm 2002, Blomstrand 2002, Yamaguchi et al 2009). Το κόστος όμως για τα νοσοκομεία είναι μικρότερο. Το κόστος ενός γιατρού που ζει στην Ισπανία ή στην Ελλάδα ή στην Ρουμανία και εργάζεται για τη Σουηδία είναι σαφώς μικρότερο από το κόστος ενός γιατρού που ζει και εργάζεται στη Σουηδία. Και αυτό είναι και το νόημα του εγχειρήματος. Να μειώσουμε το κόστος και όλο αυτό να το καμουφλάρουμε έτσι ώστε να έχουμε και τον ασθενή/πελάτη ευχαριστημένο. Ποιος θα πει όχι σε συνάντηση με γιατρό, κι ας είναι και εικονική, αν είναι να μην περιμένει τρεις και τέσσερις μήνες για να συναντήσει ένα γιατρό στο ΚΥ;
*Μέχρι το Σεπτέμβριο του 2019 θα έχει ολοκληρωθεί η μελέτη για την εισαγωγή του «γιατρού από απόσταση» οπότε και θα ξεκινήσει το πρόγραμμα. Ο σουηδικός ιατρικός σύλλογος δεν έχει πάρει ακόμη ξεκάθαρη θέση.
Τι είναι όμως η τηλεϊατρική; Είναι η «συνάντηση» γιατρού/ασθενούς σε ένα εικονικό περιβάλλον μέσω της οθόνης του υπολογιστή. Χοντρικά, ο γιατρός είναι στο νοσοκομείο (ή όπου αλλού), ο ασθενής είναι στο σπίτι του, κάθονται μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους και έτσι γίνεται η εξέταση. Θεωρητικά και σε έκτακτες συνθήκες (π.χ. σε αποκλεισμένες και απομακρυσμένες περιοχές ή όταν ο ασθενής αδυνατεί να προσέλθει άμεσα σε δομή υγείας) θα μπορούσε η τηλεϊατρική να αποτελέσει μια προσωρινή λύση μέχρι ο ασθενής να μπορέσει να επισκεφθεί τη δομή υγείας (νοσοκομείο, κέντρο υγείας κλπ.). Παρόλα αυτά, φτάσαμε σήμερα να συζητάμε το προσωρινό να γίνει μόνιμο.
Στο σουηδικό μοντέλο υγείας τα πάντα μεταφράζονται σε αριθμούς, ο χρήστης των υπηρεσιών υγείας δεν είναι ασθενής, αλλά πελάτης και η σχέση κόστους/κέρδους είναι αυτή που καθορίζει την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας.
Στη Σουηδία οι εργαζόμενοι στην υγεία χωρίζονται χονδρικά σε 4 κατηγορίες. Αυτοί που έχουν συμβόλαιο αορίστου χρόνου (fast anställd – full time), αυτοί που έχουν συμβόλαιο ορισμένου χρόνου (visstidskontrakt), αυτοί που δουλεύουν ως αναπληρωτές ωρομίσθιοι (tmvikarie) και οι λεγόμενοι «ενοικιαζόμενοι» (hyr anställd) οι οποίοι καλύπτουν ανάγκες για μικρό χρονικό διάστημα (λίγες εβδομάδες έως και λίγους μήνες). Πρόσφατα οι νομαρχίες που είναι υπεύθυνες για την υγεία αποφάσισαν πως οι ενοικιαζόμενοι γιατροί είναι ασύμφοροι οικονομικά (καμία αναφορά στο πόσο ασύμφοροι είναι για τον ασθενή ο οποίος κάθε φορά συναντάει διαφορετικό γιατρό για το ίδιο πρόβλημα) και πως δε θα προβούν σε περαιτέρω προσλήψεις υπό αυτό το καθεστώς. Από την άλλη, οι γιατροί με συμβόλαια αορίστου χρόνου δεν φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού οπότε οι μάνατζερς κατέληξαν πως το πιο συμφέρον οικονομικά είναι να «προσλάβουν» γιατρούς των οποίων η φυσική παρουσία δεν κρίνεται απαραίτητη. Κάτι το οποίο ήδη συμβαίνει στη Σουηδία με την τηλεϊατρική. Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η χρήση της τηλεϊατρικής σε 4 νομαρχίες καθώς και ο τύπος εξέτασης στον οποίο την χρησιμοποιούν (Örebro universitet, 2015).
Μελέτες έχουν δείξει πως τόσο το σύστημα της τηλεϊατρικής όσο και το σύστημα του γιατρού από απόσταση δεν είναι ασφαλή (Ekholm 2002, Blomstrand 2002, Yamaguchi et al 2009). Το κόστος όμως για τα νοσοκομεία είναι μικρότερο. Το κόστος ενός γιατρού που ζει στην Ισπανία ή στην Ελλάδα ή στην Ρουμανία και εργάζεται για τη Σουηδία είναι σαφώς μικρότερο από το κόστος ενός γιατρού που ζει και εργάζεται στη Σουηδία. Και αυτό είναι και το νόημα του εγχειρήματος. Να μειώσουμε το κόστος και όλο αυτό να το καμουφλάρουμε έτσι ώστε να έχουμε και τον ασθενή/πελάτη ευχαριστημένο. Ποιος θα πει όχι σε συνάντηση με γιατρό, κι ας είναι και εικονική, αν είναι να μην περιμένει τρεις και τέσσερις μήνες για να συναντήσει ένα γιατρό στο ΚΥ;
*Μέχρι το Σεπτέμβριο του 2019 θα έχει ολοκληρωθεί η μελέτη για την εισαγωγή του «γιατρού από απόσταση» οπότε και θα ξεκινήσει το πρόγραμμα. Ο σουηδικός ιατρικός σύλλογος δεν έχει πάρει ακόμη ξεκάθαρη θέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου