22 Αυγ 2019

«Αν γονατίσει τώρα η ΕΣΣΔ…» – Ο Δημήτρης Γληνός στην ταράτσα της Ειδικής Ασφάλειας του Μανιαδάκη

Σαν σήμερα, στις 22 του Αυγούστου 1882, γεννήθηκε στη Σμύρνη ο  Δημήτρης Γληνός, ο κομμουνιστής παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, στοχαστής, φιλόσοφος, που οραματίστηκε την αληθινή λαϊκή παιδεία και έκανε σκοπό της ζωής του την οριστική κατάκτηση των πνευματικών αγαθών από το λαό.
«Αυτός ο ανώτερος άνθρωπος, είχε τη δύναμη και το ηθικό σθένος σε προχωρημένη ηλικία να κόψει κάθε θεσμό με την αστική τάξη και να περάσει με το μέρος του ελληνικού λαού. Προσχώρησε στο Κομμουνιστικό στρατόπεδο, αφού η θεωρητική μελέτη του κομμουνισμού και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής τον έπεισαν ότι ο κομμουνισμός αντιπροσωπεύει την πρόοδο, την ευτυχία, τον πολιτισμό της ανθρωπότητας», έγραψε για τον Δ. Γληνό ο Γιάννης Ζέβγος.
Για την προσχώρησή του στο «κομμουνιστικό στρατόπεδο», ο Δημήτρης Γληνός διώχτηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε σε προχωρημένη (για την εποχή) ηλικία και με επιβαρυμένη την υγεία του. Τον Ιούνη του 1941, ο φωτισμένος δάσκαλος πιάνεται από τους ασφαλίτες του φασίστα Μεταξά και μεταφέρεται σιδηροδέσμιος στο κτίριο της Ειδικής Ασφάλειας, στο φοβερό άντρο βασανιστηρίων στο οποίο μαρτύρησαν κι έχασαν τη ζωή τους πολλοί κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές. Εκεί κρατείται ήδη μια ομάδα 23 αγωνιστών, μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος-ποιητής Νίκος Καρβούνης, ο πρώην δήμαρχος Κιλκίς και ηγέτης της αγροτιάς Κώστας Γαβριηλίδης, η συγγραφέας Μαρίκα Ιορδανίδου και ο αγωνιστής Θεσσαλός δημοσιογράφος-συγγραφέας Κώστας Στούρνας. Στο βιβλίο του Casa Preventiva (εκδ. Πύλη, 1974), ο Κώστας Στούρνας εξιστορεί στιγμές από την καθημερινότητα των κρατουμένων, με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Γληνό, αναφερόμενος με απέραντο σεβασμό στον φωτισμένο δάσκαλο:
Λίγες μέρες αργότερα έφεραν μαζί μας και το Δημήτρη Γληνό. Μπήκε μ’ έναν αέρα αισιοδοξίας και πάντα χαμογελαστός. Όλοι μας χαρήκαμε που τον είδαμε, γιατί αυτές τις αφάνταστα πικρές ώρες που βλέπαμε τους εαυτούς μας αιχμάλωτους του Μουσολίνι μέσα στο ίδιο σπίτι μας, την πατρίδα μας την Ελλάδα, η συντροφιά του Γληνού μάς έρχονταν σαν πολύτιμο δώρο, που δε μπορούσε να περιμένουμε καλύτερο, αν και η σύλληψή του μας λύπησε σα γεγονός.
Όταν μπήκε στο δωμάτιό μας ο Γληνός, ένα δωμάτιο των γραφείων στο επάνω πάτωμα που μας το είχαν παραχωρήσει ύστερ’ από διάβημα του Γιώργου Βούρου, γενικού γραμματέα τότε της «Ενώσεως Συντακτών», ο Καρβούνης τόνε ρώτησε γιατί δεν κρύφτηκε όταν έμαθε ότι γίνονται συλλήψεις αριστερών.
– Μπορούσα να φύγω, απάντησε ο Γληνός, αλλά φοβήθηκα ότι αν κρυβόμουν θάπιαναν τον Αντρέα, το γιο μου. Και δεν ήθελα να κρύβομαι, εγώ και νάναι πιασμένος ο Αντρέας.
Στο δωμάτιο αυτό των γραφείων τής Ειδικής Ασφαλείας (Ελπίδος 5) κρατηθήκαμε αρχικά οι δυο δημοσιογράφοι, ο Νίκος Καρβούνης και ο υποφαινόμενος. Αμέσως ύστερα με διάβημα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (Προέδρου Καρζή) μάς έφεραν το γιατρό Αντωνιαδη και με διάβημα του Δικηγορικού Συλλόγου το δικηγόρο Γιάννη Κατσουνωτό. Με τον ερχομό του Γληνού Συμπληρωθήκαμε πέντε.
Όλοι οι άλλοι κρατούνταν στα ισόγεια κρατητήρια.
Μια ώρα κάθε βράδυ εμάς τους πέντε μάς ανέβαζαν στην ταράτσα για να πάρουμε αέρα. Τούς άλλους που κρατούσαν στα ισόγεια κρατητήρια τούς έβγαζαν την ίδια ώρα στην αυλή. Αυτή όμως η έξοδο μάς έδινε την ευκαιρία κάπως να επικοινωνούμε και να μαθαίνουμε ποιοι συλλαμβάνονται.
Κείνες τις μέρες ο πόλεμος άναβε στα καλά. Οι χιτλερικές στρατιές είχαν σπάσει τα ρωσικά σύνορα και προχωρούσαν βαθιά μέσα στα εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης. Κάθε μέρα σχεδόν τα γερμανικά ανακοινωθέντα μιλούσαν για καινούριες νίκες των χιτλερικών, που έκαναν τους γερμανόφιλους εξουσιαστές μας να πηδούν από τη χαρά τους και να μάς γνωστοποιούν κάθε γερμανική επιτυχία, για να γλεντούν τη στενοχώρια μας. Επειδή, όμως, είχε μπει στον πόλεμο και η Αμερική αυτή την περίοδο, όλοι μας νοιώθαμε ότι δεν ήταν τόσο εύκολη η τελική νίκη του Χίτλερ. Μόνο που θα κρατούσε ο πόλεμος πολλά χρόνια. Ωστόσο ο στρατηγός Μερεντίτης, που έρχονταν κάποτε και έβλεπε το Γληνό, σαν γνωστός του, σαν επιτελικός αξιωματικός υποστήριζε, ότι παρ’ όλες τις ραγδαίες γερμανικές προελάσεις σ’ όλο το ανατολικό μέτωπο, και αν ακόμα ο Χίτλερ καταλάβει τη Μόσχα, αν δεν αιχμαλωτισθεί και διαλυθεί ο σοβιετικός στρατός και υποχωρήσει προς τα Ούράλια, οι Γερμανοί θα βρεθούν σε δύσκολη θέση. Σ’ αυτές τις προοπτικές άρχιζε να αχνοφαίνεται κάποια μελλοντική μάχη, σαν του Στάλινγκραντ…
Μια βραδιά που έγινε λόγος και για την Αμερική, σχετικά με το ρόλο της στην έκβαση του πολέμου και στη συντριβή του φασισμού, ένας είπε:
Τι Αμερική; Εκεί είναι πούναι η μεγάλη ρίζα του κεφαλαίου….
Κι όλοι οι άλλοι συγκατανεύοντας γέλασαν, για την αφέλεια να πιστεύεται το αμερικάνικο κράτος οχτρός του φασισμού.
Ο Γληνός σ’ όλο αυτό το διάστημα διάβαζε το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, κι όπως μας έλεγε τον απασχολούσε τότε η συγγραφή ενός έργου που να εξαντλούσε τα μεγάλα ελληνικά προβλήματα, αυτά που έχουν σχέση θεμελιακή με την πρόοδο και ευτυχία τού Ελληνικού Λαού και που ποτέ δε βρήκαν τη σωστή λύση. Σαν παράδειγμα έφερνε το βασικό πρόβλημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και το πρόβλημα της γλώσσας.
Για το μεγάλο αυτό ψέμα είχαν μείνει σύμφωνοι —όπως μάς έλεγε— με το Λευτέρη Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη το 1916, όταν έγινε το κίνημα τής Εθνικής Άμυνας, να κάνουν τη μεταρρύθμιση μόλις θα επικρατούσε ολοκληρωτικά η επανάσταση και θάρχονταν η Επαναστατική Κυβέρνηση στην Αθήνα.
—Ο Βενιζέλος —έλεγε ο Γληνός— μου είχε δώσει ρητή υπόσχεση να μου αναθέσει εμένα το Υπουργείο Παιδείας να εφαρμόσουμε πέρα πέρα το πρόγραμμά μας. Είχαμε συζητήσει οι δυο μας το πρόβλημα λεπτομερειακώς και είχε πεισθεί απόλυτα. Ήταν, άλλωστε δημοτικιστής ο ίδιος. Τι έγινε όμως; Συμβιβαστικός όπως ήταν, σαν επεκράτησε το κίνημα κι ήρθαμε στην Αθήνα, πήρε Υπουργό της Παιδείας ένα αντιδραστικό καθαρευουσιάνο, το Δίγκα, και τον κάθισε από πάνω μου. Από τότε απελπίστηκα και είπα μέσα μου: Αφού ένας τόσο έξυπνος και τολμηρός άνθρωπος σαν το Βενιζέλο δεν μπορεί να λύσει το Εκπαιδευτικό, ή αστική τάξη δε θα μπορέσει ποτέ να το λύσει. Θα το λύσει μόνος του ο Λαός και το κίνημά του της Αριστεράς.
Και έτσι ο Γληνός προσχώρησε στην αριστερά, συμμερίστηκε τις εξορίες κι έφτασε ως την Ακροναυπλία.
Από την Ακροναυπλία είχε ένα πολύτιμο —όπως το χαρακτήριζε— ενθύμιο. Μια αναπαυτική πολυθρόνα, που γινόντανε μαζί και γραφείο, σαν ένα θρανίο ν’ ακουμπάει τα βιβλία του και τα χαρτιά του. Ήταν ευτυχής μ’ αυτό το έξυπνο πραματάκι που τούχαν φτιάξει και του είχαν χαρίσει οι Ακροναυπλιώτες εργάτες. Και καθισμένος σ’ αυτή την πολυθρόνα εργαζόντανε ώρες.
Κάθε βράδυ όμως μάς μιλούσε αναπτύσσοντας ένα θέμα, έκανε ένα είδος διάλεξη, ή διηγούνταν αναμνήσεις από τις εξορίες του στον Αη Στράτη, στην Ανάφη, στην Ακροναυπλία. Κάποτε, κάποτε, έλεγε μελαγχολικά.
— Δεν το ξέρουμε… Αν γονατίσει τώρα η Ε.Σ.Σ.Δ. με το τεράστιο πολεμικό υλικό και τη βοήθεια του κεφαλαίου που έχει ο Χίτλερ, δε θα σταματήσουν βέβαια οι κοινωνικοί αγώνες. Θάχουμε εξελίξεις αργότερα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία… αλλά εγώ δε θα προφτάσω πια να ιδώ τίποτα… Είμαι τώρα 62 χρονώ… Πόσο θα ζήσω ακόμα; Είμαι στο λυκόφως του βίου μου!
Ήταν σα να προαισθανότανε ότι σε δυο τρία χρόνια θάρχονταν ο θάνατος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ