Περίσσεψαν
για μια ακόμη φορά στη συζήτηση για το Κλίμα στον ΟΗΕ τα κροκοδείλια
δάκρυα, οι διακηρύξεις και οι ανταγωνισμοί από τους αρχηγούς κρατών, με
αφορμή το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και της προστασίας του
περιβάλλοντος.
Τα όσα ακούστηκαν στη Διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή, καμιά σχέση δεν έχουν με την αγωνία και το δίκαιο ενδιαφέρον εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι ανησυχούν βλέποντας απειλές από «φυσικά φαινόμενα» που γίνονται «αφύσικες καταστροφές». Οσα ακούστηκαν ειπώθηκαν απ' όλους αυτούς που κατά τ' άλλα «αγωνίζονται» και ανταγωνίζονται για τα συμφέροντα και τα κέρδη των «δικών τους» επιχειρηματικών ομίλων, που είναι η «νούμερο 1» αιτία για περιβαλλοντικές καταστροφές.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι «ανησυχίες» για το περιβάλλον μοιράζονται και προβάλλουν πολυεθνικά μεγαθήρια, κυβερνήσεις, κόμματα και οργανισμοί. Στην πλειοψηφία τους, όλοι αυτοί αντιπαραθέτουν την «πράσινη ανάπτυξη», ένα «πράσινο new deal», ως απάντηση τάχα στην ανάπτυξη της οικονομίας που βασίζεται σε «παραδοσιακές» μορφές Ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, ο λιγνίτης και άλλα.
Στο όνομα της «σωτηρίας» τάχα του πλανήτη, προτείνουν τον περιορισμό πηγών Ενέργειας που επιβαρύνουν περισσότερο το περιβάλλον, με στόχο όμως όχι την προστασία του, αλλά την υπονόμευση ανταγωνιστικών οικονομιών, που έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση από «παραδοσιακές» πηγές Ενέργειας και ταυτόχρονα τη βελτίωση του «ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος» που έχουν άλλες οικονομίες, με πιο προχωρημένη έρευνα και χρήση «εναλλακτικών» πηγών Ενέργειας. Ομως, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας και η χρήση αυτών των μορφών Ενέργειας δεν γίνεται με σχεδιασμό και κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες ή την προστασία του περιβάλλοντος.
Τέτοιες αντιθέσεις κρύβει για παράδειγμα η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, σε μια περίοδο που η αμερικανική οικονομία αποκτά ενεργειακή αυτονομία από το σχιστολιθικό πετρέλαιο και αέριο που εξορύσσεται στις ΗΠΑ, κάνοντας μάλιστα και εξαγωγές, ενώ στο ενεργειακό της μείγμα μεγάλο ρόλο παίζει και ο λιγνίτης. Η ίδια ακριβώς αντιπαράθεση εκφράζεται και ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στις εξορύξεις υδρογονανθράκων και σε εκείνους που επενδύουν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ως ένα παρθένο πεδίο κερδοφόρας δράσης.
Αποκαλυπτικό του κάλπικου ενδιαφέροντος επιχειρηματικών ομίλων και καπιταλιστικών κρατών για το περιβάλλον είναι και το «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών», όπου μια πολυεθνική μπορεί να αγοράζει το δικαίωμα να ρυπαίνει ασύστολα το περιβάλλον από το Χρηματιστήριο Ρύπων που λειτουργεί γι' αυτόν το σκοπό. Αποθέωση της καπιταλιστικής υποκρισίας για το περιβάλλον είναι η λογική «ο ρυπαίνων πληρώνει», που σημαίνει ότι το μονοπώλιο μπορεί να καταπατά ακόμα και στοιχειώδεις κανόνες προστασίας και πρόληψης, αρκεί να αναλάβει το κόστος ενός ατυχήματος ή μιας μεγάλης ζημιάς, όταν αυτή προκύψει.
Κανείς δεν μπορεί, τέλος, να μη δει ότι η αγωνία για το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική συνδέεται άμεσα με το ποια κράτη θα έχουν το προβάδισμα στην εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου και τον έλεγχο των δρόμων της ναυσιπλοΐας που ανοίγονται, με απειλές ακόμα και για γενικευμένη σύρραξη, αν δεν υπάρξει συμβιβασμός.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ανάπτυξη με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, όποιο χρώμα και αν έχει, «μαύρο», μπλε ή «πράσινο», δεν μπορεί να προστατέψει ούτε το περιβάλλον ούτε την ανθρώπινη ζωή από καταστροφές.
Εχει σημασία λοιπόν η ανησυχία, η αγωνία και η αγανάκτηση να μην αξιοποιηθούν στο πλαίσιο ανταγωνισμών ανάμεσα σε μεγάλα μονοπώλια και ιμπεριαλιστικά κράτη. Πρέπει να τροφοδοτηθούν με την προοπτική της σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την εξουσία του, την πάλη για ένα μέλλον όπου θα έχει φύγει από τη μέση το καπιταλιστικό κέρδος ως κίνητρο της οικονομίας και θα έχουν μπει στο επίκεντρο οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Τα όσα ακούστηκαν στη Διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή, καμιά σχέση δεν έχουν με την αγωνία και το δίκαιο ενδιαφέρον εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι ανησυχούν βλέποντας απειλές από «φυσικά φαινόμενα» που γίνονται «αφύσικες καταστροφές». Οσα ακούστηκαν ειπώθηκαν απ' όλους αυτούς που κατά τ' άλλα «αγωνίζονται» και ανταγωνίζονται για τα συμφέροντα και τα κέρδη των «δικών τους» επιχειρηματικών ομίλων, που είναι η «νούμερο 1» αιτία για περιβαλλοντικές καταστροφές.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι «ανησυχίες» για το περιβάλλον μοιράζονται και προβάλλουν πολυεθνικά μεγαθήρια, κυβερνήσεις, κόμματα και οργανισμοί. Στην πλειοψηφία τους, όλοι αυτοί αντιπαραθέτουν την «πράσινη ανάπτυξη», ένα «πράσινο new deal», ως απάντηση τάχα στην ανάπτυξη της οικονομίας που βασίζεται σε «παραδοσιακές» μορφές Ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, ο λιγνίτης και άλλα.
Στο όνομα της «σωτηρίας» τάχα του πλανήτη, προτείνουν τον περιορισμό πηγών Ενέργειας που επιβαρύνουν περισσότερο το περιβάλλον, με στόχο όμως όχι την προστασία του, αλλά την υπονόμευση ανταγωνιστικών οικονομιών, που έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση από «παραδοσιακές» πηγές Ενέργειας και ταυτόχρονα τη βελτίωση του «ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος» που έχουν άλλες οικονομίες, με πιο προχωρημένη έρευνα και χρήση «εναλλακτικών» πηγών Ενέργειας. Ομως, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας και η χρήση αυτών των μορφών Ενέργειας δεν γίνεται με σχεδιασμό και κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες ή την προστασία του περιβάλλοντος.
Τέτοιες αντιθέσεις κρύβει για παράδειγμα η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, σε μια περίοδο που η αμερικανική οικονομία αποκτά ενεργειακή αυτονομία από το σχιστολιθικό πετρέλαιο και αέριο που εξορύσσεται στις ΗΠΑ, κάνοντας μάλιστα και εξαγωγές, ενώ στο ενεργειακό της μείγμα μεγάλο ρόλο παίζει και ο λιγνίτης. Η ίδια ακριβώς αντιπαράθεση εκφράζεται και ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στις εξορύξεις υδρογονανθράκων και σε εκείνους που επενδύουν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ως ένα παρθένο πεδίο κερδοφόρας δράσης.
Αποκαλυπτικό του κάλπικου ενδιαφέροντος επιχειρηματικών ομίλων και καπιταλιστικών κρατών για το περιβάλλον είναι και το «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών», όπου μια πολυεθνική μπορεί να αγοράζει το δικαίωμα να ρυπαίνει ασύστολα το περιβάλλον από το Χρηματιστήριο Ρύπων που λειτουργεί γι' αυτόν το σκοπό. Αποθέωση της καπιταλιστικής υποκρισίας για το περιβάλλον είναι η λογική «ο ρυπαίνων πληρώνει», που σημαίνει ότι το μονοπώλιο μπορεί να καταπατά ακόμα και στοιχειώδεις κανόνες προστασίας και πρόληψης, αρκεί να αναλάβει το κόστος ενός ατυχήματος ή μιας μεγάλης ζημιάς, όταν αυτή προκύψει.
Κανείς δεν μπορεί, τέλος, να μη δει ότι η αγωνία για το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική συνδέεται άμεσα με το ποια κράτη θα έχουν το προβάδισμα στην εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου και τον έλεγχο των δρόμων της ναυσιπλοΐας που ανοίγονται, με απειλές ακόμα και για γενικευμένη σύρραξη, αν δεν υπάρξει συμβιβασμός.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ανάπτυξη με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, όποιο χρώμα και αν έχει, «μαύρο», μπλε ή «πράσινο», δεν μπορεί να προστατέψει ούτε το περιβάλλον ούτε την ανθρώπινη ζωή από καταστροφές.
Εχει σημασία λοιπόν η ανησυχία, η αγωνία και η αγανάκτηση να μην αξιοποιηθούν στο πλαίσιο ανταγωνισμών ανάμεσα σε μεγάλα μονοπώλια και ιμπεριαλιστικά κράτη. Πρέπει να τροφοδοτηθούν με την προοπτική της σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την εξουσία του, την πάλη για ένα μέλλον όπου θα έχει φύγει από τη μέση το καπιταλιστικό κέρδος ως κίνητρο της οικονομίας και θα έχουν μπει στο επίκεντρο οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου