Το γεγονός ότι η διαχείριση της ακραίας φτώχειας
αποτελεί πλευρά της στρατηγικής της αστικής τάξης και γι' αυτό
αποτυπώνεται στα προγράμματα όλων των κυβερνήσεων και των κομμάτων της,
επιβεβαιώνεται και από τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, που
περιλαμβάνει τη «συνταγματοποίηση» του «ελάχιστου εγγυημένου
εισοδήματος». Ενός θεσμού, βγαλμένου από τα κιτάπια του ΟΟΣΑ, που
εφαρμόζεται στα περισσότερα κράτη της ΕΕ, από κυβερνήσεις όλων των
αποχρώσεων (σοσιαλδημοκρατικές, συντηρητικές κ.λπ.). Μέτρο
συμπληρωματικό στην πραγματικότητα της αντιλαϊκής - αντεργατικής
επίθεσης, της έντασης της εκμετάλλευσης, της δουλειάς χωρίς δικαιώματα,
της κατάργησης παροχών σε Υγεία και Πρόνοια.
Αποκαλύπτοντας έτσι ότι αυτό που «συνταγματοποιείται» τελικά με τη διαδικασία της αναθεώρησης είναι η μονιμοποίηση της ακραίας φτώχειας. Χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι η σύγκλιση των ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ γύρω από τη διαχείρισή της με επιδόματα πτωχοκομείου, που θα εξασφαλίζουν οριακά την επιβίωση όσων ουσιαστικά ρίχνονται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής και για να μπορούν στο μέλλον να αξιοποιηθούν ως ανακυκλούμενο πάμφθηνο εργατικό δυναμικό χωρίς δικαιώματα.
Σε ό,τι αφορά την «προϊστορία» τέτοιων ρυθμίσεων, ήταν το 2005, όταν ο τότε ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει τη θέσπιση του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», προφανώς βλέποντας «μπροστά», στην ανάγκη του αστικού πολιτικού συστήματος να βουλώνει στόματα με ξεροκόμματα. Αλλωστε, τέτοιες συστάσεις έκανε και η ΕΕ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο όνομα της «κοινωνικής συνοχής», δηλαδή της εξουδετέρωσης των δίκαιων διεκδικήσεων για σύγχρονα δικαιώματα από τους εργαζόμενους.
Στο πλαίσιο αυτό, ήρθε τελικά η κυβέρνηση της ΝΔ το 2014 να θεσπίσει το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» των 13,1 ευρώ τη μέρα (!) για μια τετραμελή οικογένεια. Και όταν στη συνέχεια ανέλαβε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βάφτισε τον παραπάνω θεσμό «εισόδημα κοινωνικής αλληλεγγύης», δίνοντας πάνω - κάτω το ίδιο κονδύλι από τον κρατικό προϋπολογισμό, επιταχύνοντας όμως και την υλοποίηση των «ουρών» του, όπως το άνοιγμα του δρόμου για την κατάργηση όλων των άλλων κοινωνικών επιδομάτων και παροχών, την εμπλοκή ΜΚΟ και άλλων ιδιωτών στην Πρόνοια κ.ο.κ.
Η πρόκλησή τους αποκαλύπτεται, όταν η συζήτηση πάει στα κριτήρια με τα οποία επιλέγονται όσοι θα απολαύσουν την παραπάνω «μέριμνα» όπως λέει η ΝΔ, ή «εγγύηση», όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ετήσιο «κατώφλι της φτώχειας» ορίζεται στα 4.608 ευρώ ανά άτομο ή στα 9.677 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια, με παιδιά μικρότερα των 14 ετών. Από αυτό γίνεται κατανοητό πως τα μέτρα τους για τη φτώχεια αφορούν την πολύ ακραία εκδοχή της, βγάζοντας εκτός «μέριμνας» ή «εγγύησης» χιλιάδες που ζουν χωρίς να μπορούν να καλύψουν πάγιες και στοιχειώδεις ανάγκες τους.
Γι' αυτό, όσο κι αν το «κάτι παραπάνω», έστω και το ελάχιστο στην τσέπη εργατικών - λαϊκών στρωμάτων που πνίγονται στην εξαθλίωση, μπορεί να δώσει μια μικρή ανάσα, άλλο τόσο δεν πρέπει να γίνεται άλλοθι ανοχής στην αντιλαϊκή πολιτική που γεννά αυτήν την εξαθλίωση. Οσο οι κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου καλούν τους εργαζόμενους να συνηθίζουν με τα «ελάχιστα», με τη χαμοζωή της μισοδουλειάς, της ανεργίας και των ψευτοεπιδομάτων, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ενίσχυση της πάλης για τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες, η πάλη ενάντια στο σύστημα που τις ποδοπατά.
Αποκαλύπτοντας έτσι ότι αυτό που «συνταγματοποιείται» τελικά με τη διαδικασία της αναθεώρησης είναι η μονιμοποίηση της ακραίας φτώχειας. Χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι η σύγκλιση των ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ γύρω από τη διαχείρισή της με επιδόματα πτωχοκομείου, που θα εξασφαλίζουν οριακά την επιβίωση όσων ουσιαστικά ρίχνονται στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής και για να μπορούν στο μέλλον να αξιοποιηθούν ως ανακυκλούμενο πάμφθηνο εργατικό δυναμικό χωρίς δικαιώματα.
* * *
Σε αυτό το πλαίσιο, στη σχετική συζήτηση στη Βουλή,
από τη μία, η ΝΔ έκανε λόγο για συνταγματοποίηση του «ελάχιστου
εγγυημένου εισοδήματος» και, από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ για το «ελάχιστο
αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης». Μάλιστα, ο Γ. Κατρούγκαλος, εκ μέρους του
ΣΥΡΙΖΑ, αναγνώρισε ότι «μπορεί να υπάρχουν συγκλίσεις στη διατύπωση της
ΝΔ σχετικά με το άρθρο 21» που αφορά στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πρότεινε να αντικατασταθεί η φράση της ΝΔ «το
κράτος μεριμνά» με τη φράση το «κράτος εγγυάται/εξασφαλίζει»
(αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης). Τέτοιες είναι οι διαφορές τους, που
μάλιστα παρουσιάζονται στον Τύπο ως «σύγκρουση δύο κόσμων» (!).Σε ό,τι αφορά την «προϊστορία» τέτοιων ρυθμίσεων, ήταν το 2005, όταν ο τότε ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει τη θέσπιση του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», προφανώς βλέποντας «μπροστά», στην ανάγκη του αστικού πολιτικού συστήματος να βουλώνει στόματα με ξεροκόμματα. Αλλωστε, τέτοιες συστάσεις έκανε και η ΕΕ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο όνομα της «κοινωνικής συνοχής», δηλαδή της εξουδετέρωσης των δίκαιων διεκδικήσεων για σύγχρονα δικαιώματα από τους εργαζόμενους.
Στο πλαίσιο αυτό, ήρθε τελικά η κυβέρνηση της ΝΔ το 2014 να θεσπίσει το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» των 13,1 ευρώ τη μέρα (!) για μια τετραμελή οικογένεια. Και όταν στη συνέχεια ανέλαβε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βάφτισε τον παραπάνω θεσμό «εισόδημα κοινωνικής αλληλεγγύης», δίνοντας πάνω - κάτω το ίδιο κονδύλι από τον κρατικό προϋπολογισμό, επιταχύνοντας όμως και την υλοποίηση των «ουρών» του, όπως το άνοιγμα του δρόμου για την κατάργηση όλων των άλλων κοινωνικών επιδομάτων και παροχών, την εμπλοκή ΜΚΟ και άλλων ιδιωτών στην Πρόνοια κ.ο.κ.
* * *
«Ενα το κρατούμενο» στην υπόθεση «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα»,
το οποίο μάλιστα διαφημίζουν σαν φιλεύσπλαχνες κυβερνήσεις και
ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι το γεγονός ότι το θεσπίζουν οι ίδιοι που
επιβάλλουν τη φτώχεια στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Δηλαδή, εκείνοι
που με την πολιτική τους εξασφαλίζουν για λογαριασμό των επιχειρηματικών
ομίλων την κλοπή από την εργατική τάξη του τεράστιου πλούτου που
παράγει, εκείνοι που απλώνουν σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα των
εργαζομένων την απόλυτη και τη σχετική εξαθλίωση, που περνούν τη θηλιά
των χρεών στα λαϊκά νοικοκυριά, παρουσιάζουν ως «κοινωνική κατάκτηση» το
μοίρασμα ενός ξεροκόμματου στα πιο ακραία θύματά τους.Η πρόκλησή τους αποκαλύπτεται, όταν η συζήτηση πάει στα κριτήρια με τα οποία επιλέγονται όσοι θα απολαύσουν την παραπάνω «μέριμνα» όπως λέει η ΝΔ, ή «εγγύηση», όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ετήσιο «κατώφλι της φτώχειας» ορίζεται στα 4.608 ευρώ ανά άτομο ή στα 9.677 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια, με παιδιά μικρότερα των 14 ετών. Από αυτό γίνεται κατανοητό πως τα μέτρα τους για τη φτώχεια αφορούν την πολύ ακραία εκδοχή της, βγάζοντας εκτός «μέριμνας» ή «εγγύησης» χιλιάδες που ζουν χωρίς να μπορούν να καλύψουν πάγιες και στοιχειώδεις ανάγκες τους.
* * *
Βεβαίως, το θέμα δεν είναι μόνο πόσα ευρώ και σε πόσους ή ποιους θα διατίθενται,
αλλά το γεγονός ότι το αστικό κράτος αξιοποιεί ακόμα και την ακραία
φτώχεια που το ίδιο αναπαράγει ως «πολυεργαλείο». Από τη μια, για να
κρύβει κάτω από μια ομπρέλα «προστασίας» για την ακραία φτώχεια το
ξεπάτωμα σε ό,τι έχει απομείνει όρθιο από κοινωνικές παροχές που είχε
κατακτήσει το εργατικό - λαϊκό κίνημα. Και από την άλλη, για να
κατοχυρώνεται και «συνταγματικά» η λογική των μειωμένων απαιτήσεων, του
«τόσα αντέχει η οικονομία», δηλαδή τα κέρδη των μονοπωλίων.Γι' αυτό, όσο κι αν το «κάτι παραπάνω», έστω και το ελάχιστο στην τσέπη εργατικών - λαϊκών στρωμάτων που πνίγονται στην εξαθλίωση, μπορεί να δώσει μια μικρή ανάσα, άλλο τόσο δεν πρέπει να γίνεται άλλοθι ανοχής στην αντιλαϊκή πολιτική που γεννά αυτήν την εξαθλίωση. Οσο οι κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου καλούν τους εργαζόμενους να συνηθίζουν με τα «ελάχιστα», με τη χαμοζωή της μισοδουλειάς, της ανεργίας και των ψευτοεπιδομάτων, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ενίσχυση της πάλης για τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες, η πάλη ενάντια στο σύστημα που τις ποδοπατά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου