30 Νοε 2019

«Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;»



Elina Giounanli/nophoto.gr
Ο τίτλος «Who's afraid of Virginia Woolf?» είναι η παραλλαγή του λαϊκού τραγουδιού «Who's afraid of the big bad wolf», που για τον Εντουαρντ Αλμπι σημαίνει «ποιος φοβάται τη ζωή χωρίς φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις».

Το αιώνιο πρόβλημα που συνεχίζει να απασχολεί επιστήμονες, ψυχολόγους, ιστορικούς, απλούς καθημερινούς ανθρώπους.
Ο Εντουαρντ Αλμπι γεννήθηκε το 1928 στην Ουάσιγκτον. Τους γονείς του δεν τους γνώρισε ποτέ. Θα τον υιοθετήσει μια οικογένεια πλουσίων, οι οποίοι διέθεταν αλυσίδα θεάτρων στην Αμερική. Ανήσυχος, τολμηρός και με διάθεση να καταρρίψει το μύθο του αμερικάνικου τρόπου ζωής, επομένως το «αμερικάνικο όνειρο», φεύγει από το σπίτι του, αναζητώντας πλέον το δικό του δρόμο, μακριά από κάθε είδους σύμβαση και κοινωνική υποκρισία. Το 1958 γράφει το πρώτο σημαντικό μονόπρακτο, «Η ιστορία του ζωολογικού κήπου», ακολουθούν «Ο θάνατος της Μπέσι Σμιθ», το 1959 το «Κουβαδάκι», «Το αμερικάνικο όνειρο». Σε ηλικία 32 ετών θα γράψει το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», αυτό το έργο που θα σημαδέψει το αμερικανικό αλλά και το παγκόσμιο θέατρο. Από τις μεγαλειώδεις εκείνες στιγμές του παγκόσμιου θεάτρου που τοποθετούν τον Ε. Αλμπι στην πρώτη σειρά των Αμερικανών συγγραφέων, δίπλα στον Αρθουρ Μίλερ και τον Τένεσι Ουίλιαμς. Το έργο του Αλμπι αγγίζει την τραγωδία, τη σύγχρονη τραγωδία, που μέσα από τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπινων σχέσεων θα διασχίσουμε και θα διανύσουμε μαζί τα μονοπάτια των αέναων λαβυρίνθων του μυαλού και της ψυχής τους. Ενα ταξίδι που θα περάσει μέσα από το ζόφο και το έρεβος. Μετά θα μας διαπεράσει ο Αιθέρας, ως παιδί του Ερέβους και της Νύχτας και ίσως συναντήσουμε την αδερφή του την Ημέρα. Μια Ημέρα, όμως, όπου όλα θα είναι φωτισμένα αλλιώς πια, μέσα από το αραχνοΰφαντο πέπλο της «κάθαρσης». Ο Αλμπι δεν καινοτομεί απλώς, μας αποκαλύπτει τους κανόνες της φύσης. Τέσσερα αγρίμια, παγιδευμένα σε ένα κλουβί, θα αγωνιστούν μέχρις εσχάτων, ο καθένας από τη δική του γενετήσια δομή και ορμή. Ποιος θα νικήσει; Αυτό το ερώτημα είναι για τη δική μας απλοϊκή ικανοποίηση. Για τον Αλμπι η νίκη ή η ήττα είναι απλώς τα ζάρια για να ξεκινήσει το παιχνίδι.
Κανόνες του παιχνιδιού
Για να επιζήσουν θα πρέπει να καταστρέψουν όλες τις ψευδαισθήσεις, αυταπάτες, την ψευτο-κοινωνική τους θέση, τον ψευτογάμο τους, την ψευτοδουλειά τους, τον ψευτοαμερικάνικο, δήθεν ιδανικό τρόπο ζωής τους, μέσα από τις ψευτοπαγκόσμιες κατακτήσεις τους. Να καεί και το τελευταίο γραμμάριο πολιτισμικού λίπους.
Ο Αλμπι συλλαμβάνει με μοναδικό τρόπο τον κόσμο των «καμποτίνων» και της απάτης.
Το έργο διαδραματίζεται στο σαλόνι ενός ζευγαριού, της Μάρθας και του Τζορτζ, του Τζορτζ και της Μάρθας. Καθηγητής Ιστορίας εκείνος, κόρη του αφεντικού του, προέδρου του Πανεπιστημίου, εκείνη. Επιστρέφοντας από μια δεξίωση που έδωσε ο πατέρας της Μάρθας στο Πανεπιστήμιο, η Μάρθα πληροφορεί τον Τζορτζ ότι κάλεσε στο σπίτι τους, 3 τα ξημερώματα, ένα νεαρό, νιόπαντρο ζευγάρι, τον Νικ και την Χάνι. Και έτσι αρχίζουν όλα. Αποκαλύψεις, μυστικά, επικίνδυνες ομολογίες, εκρήξεις, ψέματα, απάτες, απιστίες, θεατρινισμοί. Και όλα αυτά μπροστά στο νεαρό ζευγάρι. Οπου και αυτό με τη σειρά του θα ξεγυμνωθεί και θα αρχίσει να αποκαλύπτεται και ο δικός του μη συνειδητοποιημένος μικρόκοσμος, που εν ευθέτω χρόνω διαφαίνεται ότι θα έχει τη μοίρα της Μάρθας και του Τζορτζ.
Ο Αλμπι έχει συνθέσει ένα δύσκολο παζλ χαρακτήρων, όπου με το που τους βλέπουμε, αρχίζουν ακατάπαυστα και ανελέητα να κονταροχτυπιούνται μέχρι τελικής πτώσης. Με χιούμορ, συγκίνηση, τρέλα, βία, συμπόνια, θα τερματίσουν έναν αγώνα γόνιμης αξίας.
Γιατί ο Αλμπι τώρα τοποθετεί το νεαρό ζευγάρι ως μοχλό εκκίνησης της έκρηξης της Μάρθας και του Τζορτζ; Ερωτήματα που έχουν ήδη απαντηθεί. Η Μάρθα και ο Τζορτζ θέλουν μάρτυρες, θέλουν κοινό για να παίξουν την παράστασή τους, να αυτοσχεδιάσουν, να εξουσιάσουν, να επιδείξουν τις ικανότητές τους και να συμπαρασύρουν το κοινό τους. Επιδιώκουν την ταύτισή τους με τους άλλους με οδυνηρό τρόπο.
Η παράσταση
Η παράσταση στο Θέατρο Αθηνών, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, και τον ίδιο στο ρόλο του Τζορτζ, την Μαρία Πρωτόπαππα στο ρόλο της Μάρθας, τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο και την Ντάνη Γιαννακοπούλου, θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά καλή, αφού κινήθηκε σε βατά για το ευρύ κοινό μέτρα. Εντιμη, καλοστημένη, με το ζεστό και αντιπροσωπευτικό σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρου, τα επίσης πιστά κοστούμια της δεκαετίας του '60 από την Μαρία Κοντοδήμα, με κάποιες ενστάσεις αισθητικής ως προς τα κοστούμια της Μαρίας Πρωτόπαππα. Ρέουσα η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Και οι δύο ηθοποιοί, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και η Μαρία Πρωτόπαππα, είχαν καλές στιγμές και αρκετές ήταν οι φορές που ένιωθες ότι δύνανται να ταυτιστούν με τους ρόλους τους. Η Πρωτόππαπα είναι μια ηθοποιός με εσωτερικότητα που μπορεί να ταυτίζεται με τους ρόλους, τους οποίους καταπιάνεται με αίσθημα και βάθος και δυνητικά είχε τις προϋποθέσεις να αποδώσει πολύ καλά την Μάρθα. Ο Μαρκουλάκης, ηθοποιός αξιώσεων και αυτός, θα μπορούσε να θίξει πιο πολλές διαστάσεις του ρόλου του αλλά δεν τον βοήθησε προφανώς ο επιπλέον ρόλος, αυτός του σκηνοθέτη. Ολη η παράσταση έχει στηθεί με έναν πιο «ανάλαφρο τρόπο», μένοντας πιο πολύ στη σύγκρουση των δύο φύλων, αποδυναμώνοντας το έργο από τον πολυεπίπεδο συμβολισμό του, άρα την πολιτική διάσταση δηλαδή την αποκάλυψη της απάτης που είναι το «αμερικάνικο όνειρο». Θεωρώ ότι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης δεν τόλμησε να φτάσει στα άκρα, να τσαλακωθεί, όπως ιδανικά απαιτεί ο ρόλος του. Κινήθηκε, καθοδηγώντας και τους άλλους ηθοποιούς, σε πιο ασφαλή μονοπάτια δράσης - αντίδρασης με το κοινό. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, σε ικανοποιητικό βαθμό έχτισε το χαρακτήρα του Νικ, η Ντάνη Γιαννακοπούλου αν και επί τη εμφανίσει έφερε την ξανθιά ντελικάτη γυναίκα αλλά αδιάφορη, για το τι πραγματικά συμβαίνει γύρω της ήταν τόση φανερή η πρόθεση της συγκινησιακής της κατάστασης, που δεν σε άφηνε να την δεις στο ρόλο. Οφείλω να πω, πάντως, ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και στις εκπτώσεις που γίνονται τόσο στα καλλιτεχνικά πράγματα όσο και σε άλλα, είναι αξιέπαινο το γεγονός ότι οι καλλιτέχνες καταπιάνονται με τα αριστουργήματα του θεάτρου που στις μέρες μας είναι τόσο χρήσιμα για το κοινό.
Εχοντας δει και την παράσταση του Οιδίποδα το καλοκαίρι θα έλεγα για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη ότι ήρθε η ώρα να επαναστατήσει, να σπάσει φράγματα και κώδικες ασφαλείας, να αποποιηθεί έναν «αστικό» τρόπο παιξίματος, να συγκρουστεί και να βουτήξει σε βαθιά νερά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ