6 Δεκ 2019

Και πάλι για το επίπεδο των μαθητών


Με αφορμή τα πρόσφατα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ, άνοιξε πάλι στον Τύπο η συζήτηση για το επίπεδο των μαθητών του σχολείου. Φυσικά, οι χαμηλές αυτές επιδόσεις δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, ούτε καν αποκλειστικά εκπαιδευτικό πρόβλημα, όμως είναι υπαρκτό. Το επίπεδο των γνώσεων των μαθητών είναι πράγματι πεσμένο. Υπάρχει όμως ένα ερώτημα γύρω από την PISA, που αποτυπώνει μετρήσιμα την πτώση του επιπέδου των μαθητών: Πώς γίνεται το ζήτημα των δεξιοτήτων, που είναι κυρίαρχο στα σχολικά βιβλία, να είναι αυτό που ελέγχεται στις αποτιμήσεις του ΟΟΣΑ και οι επιδόσεις των μαθητών μας να πέφτουν; Από την άλλη, ακόμα και χώρες που ήταν στις πρώτες θέσεις της PISA πριν από κάποια χρόνια, όπως η Φινλανδία, γιατί έχουν υποχωρήσει τόσες θέσεις; Τι φταίει;
* * *
Γενικά, ενώ η τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων απαιτεί ανεβασμένο επίπεδο εκπαίδευσης, αυτή η ανάγκη δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως, λόγω της κυριαρχίας των αστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνει τις αντίστοιχες προσαρμογές. Αυτή η αντίφαση οδηγεί στο να συνυπάρχουν πιο έντονα στην εποχή μας:
  • Από τη μια μεριά, η σχετική ημιμάθεια, η αδυναμία του ανθρώπου να συγκροτήσει ένα στέρεο μεθοδολογικό υπόβαθρο ανάλυσης του κόσμου, παρακολούθησης των αλλαγών με τη συσσώρευση γνώσεων.
  • Από την άλλη, η πολλαπλότητα πηγών πληροφόρησης, η πρόσβαση ολοένα και περισσότερων ανθρώπων σε αυτές. Κυρίως η δυνατότητα που δίνει σήμερα η ανάπτυξη της επιστήμης, ώστε τα πορίσματά της να διαχέονται με παιδαγωγικό και φιλοσοφικά τεκμηριωμένο τρόπο στο σχολείο και γενικότερα στην Εκπαίδευση.
* * *
Η δεξιότητα, για να ενταχθεί αρμονικά και να παγιωθεί ως ικανότητα του ανθρώπου, χρειάζεται να ακουμπήσει σε έναν ευρύτερο τρόπο σκέψης. Αλλιώς χάνει τη δυναμική της. Η δεξιότητα αποτελεί μια απάντηση κατά βάση στο πώς γίνεται κάτι, δεν είναι απάντηση στο γιατί. Το γιατί όμως απαντιέται μέσα από τη συγκρότηση ενός λογικού τρόπου σκέψης, γνώση της σχέσης αιτίας - αποτελέσματος, φυσικά με διαβαθμίσεις ανάλογα με την ηλικία.
Οι μαθητές σήμερα διδάσκονται πολλά, όμως δεν αφομοιώνουν. Ενας μαθητής του Δημοτικού π.χ. είναι κυριολεκτικά χαμένος μέσα σε έναν κυκεώνα πληροφοριών που πρέπει να διαχειριστεί. Μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα από συνταγές και προσκλήσεις σε πάρτι, διδάσκεται ότι ένα αποτέλεσμα στην αριθμητική μπορεί να δοθεί και στο «περίπου», η απλή μέθοδος των τριών σχεδόν εξαφανίζεται κ.ά. Στο Γυμνάσιο τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά, γιατί και εδώ τα βιβλία υπακούν στην ίδια λογική της διαθεματικότητας (της λογικής από το μέρος σε μέρος και όχι από το μέρος στο όλο και πάλι πίσω στο συγκεκριμένο). Ενώ στο Λύκειο, που είναι προθάλαμος των πανελλαδικών, εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι τα παιδιά δεν βοηθιούνται να αφομοιώσουν τα αντικείμενα που διδάσκονται και ο όγκος των πληροφοριών που συσσωρεύουν σβήνεται σε ένα διάστημα μετά τις εξετάσεις.
Ετσι, παρ' όλη την ένταση της προσπάθειας, το φόρτωμα της ύλης, την πληθώρα γνωστικών αντικειμένων, υπάρχει σοβαρή οπισθοχώρηση στην εκμάθηση και αφομοίωση ενός τρόπου σκέψης που ευνοεί το γενικό έναντι του ειδικού, την καθολική γνώση έναντι της συγκεκριμένης δεξιότητας, της φαντασίας έναντι του φορμαλισμού.
* * *
Αυτή είναι η έκφραση του λειτουργικού αναλφαβητισμού (όπου ο άνθρωπος, μολονότι γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να λειτουργήσει με αυτάρκεια στην κοινωνική ομάδα που είναι ενταγμένος), που αποτελεί «σήμα κατατεθέν» του αστικού σχολείου σε κάθε φάση της ανάπτυξής του.
Φταίει η συσσώρευση γνώσεων, που κάθε φορά επιχειρείται είτε εξ ανάγκης είτε ως ένδειξη εκσυγχρονισμού, που σκοντάφτει και στην ανελαστικότητα του χρόνου διδασκαλίας. Κυρίως όμως οφείλεται στο ότι τα διαφορετικά γνωστικά πεδία, που θα έπρεπε να συλλειτουργούν, πορεύονται ανεξάρτητα σαν αυτόνομες λειτουργίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η σύστοιχη και αρμονική επίδραση στην καλλιέργεια και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της συνείδησης.
Οι γνώσεις δεν παρουσιάζονται μόνο αποσπασματικές και αυτόνομες από το σύνολο, αλλά μένουν σε ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο και δεν συνδέονται με την πραγματικότητα, την πρακτική ζωή και την παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας, έτσι ώστε και εμπέδωση και δημιουργική αφομοίωση της γνώσης να αποκτώνται.
Για παράδειγμα, συνδέονται στο σχολείο οι επιστημονικές ανακαλύψεις με τις πρακτικές ανάγκες που τις γέννησαν; Αυτό που φαίνεται στον μαθητή «έτοιμη γνώση» με τη μορφή του ορισμού ή του κανόνα δεν πρέπει να παρουσιαστεί στην εξέλιξή του, όπως ξεκίνησε σαν υπόθεση; `Η, ακόμα παραπέρα, πόσα εργαστήρια υπάρχουν σήμερα στα σχολεία για να γίνουν πειράματα ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση από την υπόθεση στην εμπειρία και ύστερα πάλι στη θεωρία;
Φυσικά, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ούτε και το παλιό, πιο κλασικό σχολείο, έδινε ολόπλευρη μόρφωση.
* * *
Λύση στο πρόβλημα μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα σε ένα άλλο σχολείο, σε μια άλλη κοινωνία. Και το ΚΚΕ έχει καταθέσει ολοκληρωμένη πρόταση για το πώς πρέπει να είναι το σχολείο των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων της εποχής μας, χωρίς να κρύβει ότι η πρόταση αυτή αφορά τη σοσιαλιστική κοινωνία.
Παράλληλα, στις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (βλέπε στήλη «Τι μαθαίνουν τα παιδιά μας στο σχολείο»), στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας», στο «Κόκκινο αερόστατο» υπάρχει μια πληθώρα άρθρων που όχι μόνο εντοπίζουν τα κακώς κείμενα των σχολικών βιβλίων, αλλά και επιδιώκουν να αντιπροτείνουν τρόπους και περιεχόμενο διδασκαλίας που μπορεί να συμβάλει, στο βαθμό του δυνατού, στην οικοδόμηση ενός ορθολογικού τρόπου σκέψης, να αποκαταστήσει χρόνιες ανεπάρκειες στο πώς σκέφτονται και μαθαίνουν οι μαθητές.
Είναι ευκαιρία να ανοιχτεί ακόμα πιο μαζικά ο προβληματισμός για το τι μαθαίνουν τα παιδιά μας στο σχολείο και στην κοινωνία που ζούμε. Γιατί εικόνα της κοινωνίας είναι το σχολείο και της μοιάζει και είναι αυτή που πρέπει να πέσει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ