21 Φεβ 2020

Επικίνδυνο και αντιδραστικό το κυβερνητικό σχέδιο για τις διαδηλώσεις – Θέλουν να ευνουχίσουν την πολιτική, συνδικαλιστική και κοινωνική δράση


Το σχέδιο νόμου για τις «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις», που διέρρευσε και σκοπεύει άμεσα να προωθήσει η κυβέρνηση, στοχεύει στον ασφυκτικό περιορισμό του δικαιώματος των διαδηλώσεων που κατοχυρώνεται ακόμα και σε όλα τα αστικά Συντάγματα (άρθρο 11 του ελληνικού Συντάγματος). Καθιερώνοντας την αστυνομική διαχείριση των συναθροίσεων, το σχέδιο υπερακοντίζει και τους υπάρχοντες συνταγματικούς περιορισμούς, θίγει τον ίδιο τον πυρήνα της άσκησης του δικαιώματος.
Είναι ένα νομοσχέδιο με ρυθμίσεις που εκφράζουν και στο νομικό πεδίο τον σημερινό, αρνητικό για την εργατική τάξη, συσχετισμό δυνάμεων στην κοινωνία. Επιδιώκεται ο ευνουχισμός της πολιτικής, συνδικαλιστικής και κοινωνικής δράσης. Η ψήφιση του νομοσχεδίου και ιδιαίτερα η εφαρμογή του στην πράξη θα αποτελέσει μεγάλο χτύπημα για το λαϊκό κίνημα. Αυτή η εξαιρετικά επικίνδυνη επιχείρηση καταστολής του λαού πρέπει να απαντηθεί με την αδιαπραγμάτευτη, καθολική και μαχητική αντίδραση του λαϊκού κινήματος.

Τα βασικά σημεία του κυβερνητικού σχεδίου

Τα βασικά στοιχεία του νομοσχεδίου που δημοσιεύτηκε και αποτελείται από 16 άρθρα είναι τα ακόλουθα:
— Ο ασφυκτικός περιορισμός των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων.
— Η αστυνομοκρατία στη διοργάνωση, εξέλιξη και απαγόρευση των συναθροίσεων.
— Η πρόβλεψη οργανωτή συνάθροισης με ποινικές και αστικές ευθύνες.
— Η ποινικοποίηση της συμμετοχής στις συναθροίσεις (ιδιώνυμο).
Στο 1ο άρθρο του νομοσχεδίου περιγράφεται ο σκοπός. Από τη διατύπωση και μόνο προκύπτει ότι αυτός δεν είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της συνάθροισης, αλλά ο στραγγαλισμός του. Αντί, έστω για τυπικούς λόγους, να ακολουθηθεί η συνταγματική διατύπωση, χρησιμοποιούνται με πρόθεση άλλοι όροι που δέχονται ευρύτερη και αόριστη ερμηνεία για απαγορεύσεις. Βέβαια, η ερμηνεία των όρων αυτών και η υπαγωγή κάθε συνάθροισης στους νομικούς όρους θα γίνεται αυθαίρετα από την αστυνομία.
Το 2ο άρθρο περιλαμβάνει τους ορισμούς των εννοιών του νομοσχεδίου.
— Στην έννοια της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης περιλαμβάνει τόσο τις συγκεντρώσεις όσο και τις πορείες.
— Η έννοια της «αυθόρμητης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης» καθορίζεται χωριστά και συνδέεται με την επέλευση αιφνίδιου γεγονότος. Στόχος της ρύθμισης είναι να ενσωματώσουν κάθε πιθανή περίπτωση συνάθροισης στους απαγορευτικούς κανόνες του νομοσχεδίου και να ελέγξουν και αυτές τις καταστάσεις (π.χ. συνάθροιση γονέων στο Μενίδι, ύστερα από θάνατο μαθητή από πυροβολισμό).
— Ως «διάλυση» ορίζει τη διακοπή της διεξαγωγής συνάθροισης και την απομάκρυνση των διαδηλωτών (με τη θέλησή τους ή μη, δηλαδή με τη βία), κατόπιν προφορικής ή γραπτής διαταγής της παριστάμενης αστυνομικής αρχής. Αυτό σημαίνει ότι η αστυνομία έχει τη διακριτική ευχέρεια, όχι μόνο να απαγορεύσει εκ των προτέρων, αλλά και όποτε το κρίνει η ίδια, να διαλύσει μια συνάθροιση.
— Στην έννοια του «οργανωτή» επικεντρώνεται στο φυσικό πρόσωπο, επιχειρώντας να ασκήσει πίεση πάνω σ’ αυτό και να σπάσει τους δεσμούς αλληλεγγύης. Ετσι, πέραν από το φυσικό πρόσωπο που προσκαλεί το ευρύ κοινό σε συγκέντρωση, βάζει τον νόμιμο εκπρόσωπο νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων και όχι τη συλλογική εκπροσώπηση (διοικητικό συμβούλιο, προεδρείο, γραμματεία) ενός φορέα, που καλεί το κοινό σε συνάθροιση.
— Στην έννοια των «περιορισμών» περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις που βάζει η αστυνομία προς όλους τους συμμετέχοντες να υπακούσουν στις υποδείξεις της, προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα συμμετοχής σε συνάθροιση. Δηλαδή, όποιος συμμετέχει, πρέπει να ακολουθήσει τις συστάσεις της αστυνομίας για να μην απομακρυνθεί ή συλληφθεί.
Οι περιορισμοί δεν καταγράφονται περιοριστικά στο νομοσχέδιο, αλλά ενδεικτικά. Δηλαδή, η αστυνομία μπορεί, κατά περίπτωση, να προσθέσει και άλλους, όταν και όπως θέλει.
Ως περιορισμοί καταγράφονται η κατάληψη μόνο μέρους του οδοστρώματος ή άλλου δημόσιου χώρου (πλατείας, πεζοδρομίου, αποβάθρας κ.ά.), η μερική διαφοροποίηση της διαδρομής μιας πορείας, οι συλλήψεις διαδηλωτών μέσα στις πορείες, η μη παρακώλυση της κυκλοφορίας (κλείσιμο δρόμων, επαρχιακών και εθνικών οδών και λιμανιών), της πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες (παραστάσεις και διαμαρτυρίες σε υπουργεία, Περιφέρειες κ.ά.), οργανισμούς κοινής ωφέλειας (διαμαρτυρίες σε ΔΕΗ) και νοσηλευτικά ιδρύματα.

Οι πάντες και τα πάντα κάτω από την εποπτεία της αστυνομίας

Στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου περιγράφονται οι υποχρεώσεις του οργανωτή της συνάθροισης να γνωστοποιήσει στην αστυνομία την πρόθεσή του να καλέσει σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση και μάλιστα να δώσει πληροφορίες ποιους καλεί, καθώς και τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Απαιτεί μάλιστα η γνωστοποίηση να γίνεται εγγράφως ή μέσω ειδικής διαδικτυακής πλατφόρμας της αστυνομίας, τουλάχιστον 48 ώρες πριν την πραγματοποίησή της. Με τη διάταξη αυτή ουσιαστικά επιχειρούν να περάσουν τις δράσεις του λαϊκού κινήματος μέσα από το ελεγκτικό τους πλαίσιο, αφού είναι γνωστό ότι οι συναθροίσεις προαναγγέλλονται δημόσια και είναι σε γνώση της αστυνομίας, ανεξάρτητα επίσημης γνωστοποίησης.
Αυτό φαίνεται και από την ειδικότερη διάταξη που πρόσθεσαν για τις αυθόρμητες δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, που τις εντάσσουν στο πλαίσιο των περιορισμών και κανόνων του νομοσχεδίου και ζητούν από τους αυθόρμητα συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή.
Στο άρθρο 4 καθορίζονται οι υποχρεώσεις του οργανωτή, που επιχειρούν να τον καταστήσουν αφενός συνεργάτη της αστυνομίας και αφετέρου τον καθιστούν υπεύθυνο για την περιφρούρηση της συνάθροισης. Σκοπός είναι σε κάθε περίπτωση (προβοκάτσια κ.ά.) η ευθύνη για ό,τι συμβαίνει να αποδοθεί από την αστυνομία στον οργανωτή.
Στο άρθρο 5 προβλέπεται η ύπαρξη «Αστυνομικού Διαμεσολαβητή», δηλαδή αξιωματικού που θα υπαγορεύει στον οργανωτή της συνάθροισης τις εντολές της αστυνομίας και θα του ζητά να συμμορφωθούν με αυτές οι διαδηλωτές. Πρόκειται για τη δοκιμασμένη συνταγή που εφαρμόστηκε από όλες τις δυνάμεις καταστολής, ότι γίνονται πιο αποδεκτές οι εντολές που μεταβιβάζει «ο δικός μας άνθρωπος».
Το άρθρο 6 τιτλοφορείται «υποχρεώσεις της αστυνομικής αρχής», αλλά δεν περιγράφεται καμιά συγκεκριμένη υποχρέωση της αστυνομίας. Ούτε αυτές που προβλέπονται από διεθνή πρωτόκολλα και εθνικές ρυθμίσεις για τη δράση της αστυνομίας, ούτε βέβαια οι συστάσεις διεθνών οργανισμών αλλά και των εθνικών ανεξάρτητων αρχών (Συνήγορος του Πολίτη) για την απαγόρευση μέσων κατά των διαδηλωτών.

Απαγορεύσεις, περιορισμοί και μέσα διάλυσης

Το άρθρο 7 αναφέρεται στην απαγόρευση δημόσιας υπαίθριας συγκέντρωσης.
Για την απόφαση απαγόρευσης, όπως και για την επιβολή περιορισμών, η αστυνομία θα λαμβάνει υπόψη το πλήθος που θα συμμετέχει, την περιοχή που θα γίνει και την επικινδυνότητα της συνάθροισης. Και μόνο αυτά τα στοιχεία αρκούν για να απαγορευτεί κάθε διαδήλωση, αφού ακόμη και ένα από αυτά θα χαρακτηρίζεται ικανό να δημιουργήσει συνθήκες σοβαρού κινδύνου. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να απαγορευτεί κάθε πορεία προς τη Βουλή, το Μέγαρο Μαξίμου, την πρεσβεία των ΗΠΑ λόγω περιοχής και πολύ περισσότερο σε συνάρτηση με μεγάλο πλήθος.
Ως επαπειλούμενος σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια θεωρείται η ιδιαιτέρως πιθανή διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας. Πρόκειται λοιπόν για μια διάταξη που δεν είναι περιοριστική και αποκλειστική, αλλά ανοιχτή σε ερμηνείες και σε εφαρμογές κατά τη διάθεση της αστυνομίας.
Η διάταξη αυτή ικανοποιεί απόλυτα τις δυνάμεις καταστολής, αφού και μόνο με την επίκληση πληροφορίας, θα μπορούν να απαγορεύουν. Πολύ περισσότερο, θα μπορούν να δικαιολογούν τις απαγορεύσεις με το στήσιμο προβοκάτσιας (π.χ. βρέθηκαν μολότοφ) ή και την επίκληση ότι οι διαδηλωτές θα φέρουν αντικείμενα επίθεσης (π.χ. κοντάρια με σημαίες). Η προσθήκη των εγκλημάτων κατά της πολιτειακής εξουσίας έχει σκοπό να χτυπήσει τις παρεμβάσεις ιδιαίτερα των συνδικαλιστών σε υπουργικά γραφεία, οργανισμούς, αλλά και σε συνεδριάσεις συμβουλίων και άλλων οργάνων. Η διάταξη αυτή με την ασφαλίτικη μεθοδολογία θα χρησιμοποιείται για την απαγόρευση των μεγάλων διαδηλώσεων.
Το άρθρο 8 αφορά τους περιορισμούς.
Περιορισμοί (πεζοδρόμιο κ.λπ.) μπορούν να τεθούν είτε προληπτικά, με πιθανολόγηση των κυκλοφοριακών και άλλων ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών (π.χ. κέντρο Αθήνας ή άλλων πόλεων), είτε κατασταλτικά, κατά την εξέλιξη μιας πορείας, ιδίως λόγω του αριθμού των διαδηλωτών, πάντοτε με το πρόσχημα να μη διαταραχτεί δυσανάλογα η κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής (π.χ. αν κάποιοι εργαζόμενοι συγκεντρωθούν κοντά στην είσοδο ενός υπουργείου για διαμαρτυρία, η αστυνομία μπορεί να τους απωθήσει στον απέναντι δρόμο ή πλατεία). Η διάταξη αυτή χτυπά άμεσα τις συγκεντρώσεις και πορείες που κάνουν συνδικάτα και εργαζόμενοι σε διάφορους κλάδους και η αστυνομία, ανάλογα με τη συμμετοχή, θα δείχνει τη δύναμή της.
Το άρθρο 9 αναφέρεται στη διάλυση συναθροίσεων. Το άρθρο κλιμακώνει τη δυνατότητα η αστυνομία να διατάξει διάλυση. Ειδικότερα:
— Αν πραγματοποιείται παρά την έκδοση απόφασης απαγόρευσης.
— Αν οι διαδηλωτές δεν συμμορφώνονται με τους περιορισμούς που επιβάλλει η αστυνομία (π.χ. δεν είναι στο πεζοδρόμιο ή δεν συμμορφώνονται στην εντολή να πάνε από άλλο δρόμο ή να διακόψουν την πορεία).
— Αν μετατρέπεται σε βίαιη ή από τη συνέχιση προκύπτει άμεσος κίνδυνος ζωής ή σωματικής ακεραιότητας των συμμετεχόντων ή συμμετέχοντες τελούν αξιόποινες πράξεις (αρκεί μια προβοκάτσια για την απαγόρευση, όπως σπάσιμο μιας βιτρίνας από μικρή ομάδα που βρίσκεται μέσα στη διαδήλωση). Υπόψη ότι εδώ υπάρχει γενική αναφορά σε αξιόποινη πράξη.
— Αν πραγματοποιείται χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί. Πρόκειται για διάταξη τιμωρίας για όσους οργανωτές δεν συνεργαστούν ή περιφρονήσουν την αστυνομική εξουσία.
Τα άρθρα 10 και 11 προβλέπουν το αρμόδιο αστυνομικό όργανο για την έκδοση των αποφάσεων περιορισμού ή απαγόρευσης συναθροίσεων, καθώς και περιορισμών ή τη διάλυση συνάθροισης που είναι σε εξέλιξη. Το όργανο είναι ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Αστυνομικός Διευθυντής (π.χ. Αττικάρχης ή Αστυνομικός Διευθυντής Σάμου).
Για την έκδοση της απόφασης αρκεί η απλή γνώμη του δημάρχου της περιοχής. Ουσιαστικά αυτή δεν είναι απαραίτητη, αφού δεν απαιτείται σύμφωνη γνώμη. Με τη διάταξη αυτή απορρίπτεται το παλιό σχέδιο Καμίνη – Αλιβιζάτου που προέβλεπε «κοινωνική συμφωνία και συναίνεση» για τον περιορισμό των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας. Εξάλλου, δεν προβλέπεται ούτε γνωμοδότηση της εισαγγελικής αρχής, στην οποία απλά κοινοποιείται η απόφαση για να έχουν τυπική νομική κάλυψη οι ενέργειες της αστυνομίας.
Το άρθρο 12 τιτλοφορείται «Μέσα και διαδικαστικές προϋποθέσεις» και αναφέρεται στα μέσα διάλυσης των συναθροίσεων. Το νομοσχέδιο δεν κάνει την παραμικρή ενδεικτική αναφορά στα μέσα διάλυσης συναθροίσεων, αλλά παραμένει στην αόριστη φράση «κάθε νόμιμο μέσο». Αυτό γίνεται με πρόθεση, ώστε η αστυνομία να μπορεί να στηριχτεί σε όλη την προϋπάρχουσα νομοθεσία για να κλιμακώσει την επίθεσή της στους διαδηλωτές.
Ετσι, πέρα από την αυτονόητη αναφορά ότι τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει για τη διάλυση πρέπει να είναι τα κατά περίπτωση πρόσφορα, αναγκαία και ανάλογα με τις περιστάσεις και να λαμβάνουν υπόψη το είδος της συνάθροισης, τον αριθμό των διαδηλωτών και τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται ή η τέλεσή τους πιθανολογείται σοβαρά (προληπτική παρέμβαση), δεν βάζει όρια ή απαγορεύσεις στη χρήση μέσων.
Ουσιαστικά, δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τη νομολογία, ούτε τις συστάσεις διεθνών και εθνικών οργάνων για την απαγόρευση χρήσης μέσων στις διαδηλώσεις. Μπορεί, λοιπόν, κατά περίπτωση, να χρησιμοποιήσει και τις χειροβομβίδες κρότου – λάμψης και τα κάθε φύσης χημικά και τα γκλομπς και την εκτόξευση νερού (χρωματιστού και μη) και τους αστυνομικούς σκύλους και τις σφαίρες καουτσούκ και τα πυροβόλα όπλα και γενικά όποια μέσα καταστολής διαθέτει ή προσθέτει στο οπλοστάσιό της.

Ιδιώνυμο αδίκημα με στόχο τον εκφοβισμό!

Τα άρθρα 13 και 14 είναι διαδικαστικού χαρακτήρα και προβλέπουν τη δυνατότητα των οργανωτών συνάθροισης να ζητήσουν την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης για απαγόρευση, καθώς και την οριστική δικαστική προστασία ή την ακύρωση της πράξης απαγόρευσης στα διοικητικά δικαστήρια (Επιτροπή Αναστολών ΣτΕ και ΣτΕ ή Διοικητικό Πρωτοδικείο, κατά περίπτωση).
Πρόκειται για διαδικασίες που υπάρχουν και σήμερα. Οσες φορές υπήρχε αίτημα στη Δικαιοσύνη, αυτή απέρριψε τις αναστολές ενόψει συναθροίσεων (π.χ. επίσκεψη Κλίντον) ή λειτούργησε με «χρονοκαθυστέρηση», παραπέμποντας σε απόφαση μετά το κρίσιμο γεγονός. Πρέπει να σημειωθεί ότι έως τώρα, αναστολή εκτέλεσης ζητούσαν φορείς ή και πολίτες (συνήθως νομικοί), ενώ με τα άρθρα αυτά φαίνεται το δικαίωμα να περιορίζεται μόνο στον οργανωτή της συνάθροισης.
Με το άρθρο 15, γίνεται ιδιώνυμο αδίκημα η συμμετοχή σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που έχει απαγορευτεί ή η παρεμπόδιση διεξαγωγής συνάθροισης (π.χ. αντίδραση σε ναζιστική συγκέντρωση). Τιμωρείται μάλιστα με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος. Σκοπός της διάταξης είναι ο εκφοβισμός του λαϊκού κινήματος και η ποινικοποίηση της πολιτικής, συνδικαλιστικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αυτή στρέφεται ενάντια σε όλους τους συμμετέχοντες.
Τονίζεται ότι υπάρχουν ειδικές ποινικές διατάξεις που αφορούν το ζήτημα (άρθρο 170 Ποινικού Κώδικα «στάση» και άρθρο 189 Ποινικού Κώδικα «διατάραξη κοινής ειρήνης»). Ιδιώνυμο βέβαια χαρακτηρίζεται και η μη συμμόρφωση στις υποδείξεις και τους περιορισμούς της αστυνομίας (πορεία από το πεζοδρόμιο κ.λπ.). Επίσης, προβλέπεται φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια για όσους κατηγορηθούν για βιαιοπραγίες (π.χ. αντιδράσουν στα χτυπήματα που δεχτούν από τις δυνάμεις καταστολής), εφόσον βέβαια δεν υπαχθούν στα άρθρα 170 και 189 του ΠΚ ή άλλες βαρύτερες διατάξεις.
Τέλος, το άρθρο 16 προβλέπει αστικές κυρώσεις για τον οργανωτή δημόσιας συνάθροισης. Με τη διάταξη αυτή η αστυνομία και το κράτος απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη για τις δικές τους ενέργειες και παραλείψεις σε μια διαδήλωση. Ολη η ευθύνη για αποζημιώσεις προσώπων που υπέστησαν βλάβες και για τις ιδιοκτησίες που έπαθαν ζημιές από συμμετέχοντες στη διαδήλωση (ακόμη και προβοκάτορες) μεταφέρεται στον οργανωτή.
Βέβαια, η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο του δίνει τη διέξοδο για να απαλλαγεί από τις ευθύνες. Και αυτή δεν είναι άλλη από την πιστή εφαρμογή των διατάξεων του νόμου, δηλαδή να ενημερώσει την αστυνομία για τη συνάθροιση και κυρίως να συνεργαστεί μαζί της και να εκτελέσει όλες τις εντολές που θα του δοθούν. Το κράτος τονίζει με τη διάταξη αυτή ότι δεν έχει πρόβλημα με μια απονευρωμένη, συμβιβασμένη και πειθήνια ηγεσία στο συνδικαλιστικό κίνημα και γενικότερα, η οποία δεν θα αμφισβητήσει ποτέ την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Η μαζική αντίδραση του λαού ενάντια στο νομοσχέδιο αυτό πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για το λαϊκό κίνημα. Να σημάνει τώρα συναγερμός!

Γιώργος Παλιούρας
Υποστράτηγος της Αστυνομίας ε.α. και απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Ασφάλειας
Ριζοσπάστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ