Τη δεκαετία του ’70 και ως το τέλος του
Ψυχρού Πολέμου, το Δυτικό Βερολίνο θεωρούνταν μεταξύ των δυτικών ως το
προπύργιο του “Ελεύθερου Κόσμου”, ένα αγκάθι στην καρδιά του “σιδηρού
παραπετάσματος”. Για πολλά άστεγα παιδιά (θέαμα φυσικά απόλυτα άγνωστο
από την άλλη πλευρά του τείχους, σε οποιαδήποτε ηλικία) της πόλης, η
πραγματικότητα πίσω από τη βιτρίνα της χρυσόσκονης ήταν ένας εφιάλτης,
με τη γνώση και την ενεργό συμμετοχή των υπηρεσιών που υποτίθεται πως
ήταν επιφορτισμένες με την προστασία τους.
Μπορεί να μοιάζει με σενάριο διεστραμμένου ψυχολογικού θρίλερ ή έναν κακό εφιάλτη, ήταν όμως για τρεις περίπου δεκαετίες εγκεκριμένη πρακτική: Ευάλωτα κοινωνικά παιδιά που ζούσαν στο δρόμο δίνονταν για αναδοχή σε γνωστούς παιδόφιλους, σύμφωνα με σχέδιο του σεξολόγου καθηγητή Χέλμουτ Κέντλερ, αλλά και με την πλήρη στήριξη όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Το πόρισμα της έρευνας που διεξήγαγε το πανεπιστήμιο του Χίλντεσχαϊμ επισφραγίζει σε όλη του την έκταση αυτό που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό τα τελευταία χρόνια, όταν κάποια από τα θύματα άρχισαν να σπάνε τη σιωπή τους, δηλαδή ότι υπηρεσίες και τοπική κυβέρνηση του Δ. Βερολίνου στάθηκαν συνειδητά συνεργοί σε κάτι που δεν μπορεί παρά να περιγραφεί ως μαστροπεία ανηλίκων.
Ο Κέντλερ, ως επικεφαλής του σχεδίου αναδοχής των άστεγων παιδιών, πίστευε όχι απλά πως “δεν είναι επιβλαβείς οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ παιδιών και ενηλίκων”, αλλά ίσα-ίσα ότι οι σεσημασμένοι παιδόφιλοι (που είχαν ήδη εκτίσει ποινές φυλάκισης για αντίστοιχα εγκλήματα δηλαδή) ήταν ιδανικοί πατεράδες.
Μετά τις πρώτες μαρτυρίες θυμάτων για την εγκληματική πρακτική, ξεκίνησαν οι αρχειακές έρευνες και οι συνεντεύξεις με θύματα και εμπλεκόμενους. Το συμπέρασμα είναι συντριπτικό, όχι μόνο για τον Κέντλερ και τους ανάδοχους που κακοποιούσαν για χρόνια τα ανυπεράσπιστα παιδιά, αλλά κυρίως για το πλέγμα των αρμοδίων και υπευθύνων που είτε ενέκριναν και υπερασπίζονταν ενεργά, είτε έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στη φρίκη, που είχε όμως το “πλεονέκτημα” να βελτιώνει τις στατιστικές άστεγων παιδιών, αλλά και να εμφανίζει ως “σωφρονισμένους” τους παιδόφιλους δράστες.
Ακόμα κι όταν άρχισαν να διαφαίνονται ανησυχητικές ενδείξεις για το τι πραγματικά συνέβαινε στα παιδιά, οι υπηρεσίες αντιδρούσαν στην καλύτερη περίπτωση με αδιαφορία και στη χειρότερη αλλοιώνοντας τους φακέλους των παιδιών και των αναδόχων. Κανένας αρμόδιος στις Υπηρεσίες Πρόνοιας που εμπλέκεται δεν απολογήθηκε ποτέ για τη δράση του, κάποιοι μάλιστα ανήλθαν σε ηγετικά κλιμάκια. Συνταρακτικό είναι επίσης ότι ακόμα και σήμερα ο πραγματικός αριθμός των παιδιών που έπεσαν θύματα αυτής της συλλογικής μαστροπείας παραμένει άγνωστος. Ο ίδιος ο Κέντλερ ως το 1996 δίδασκε στο τμήμα Κοινωνικής Παιδαγωγικής του Πολυτεχνείου του Αννόβερου, και έφυγε από τη ζωή το 2008 χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ για τα εγκλήματά του λόγω παραγραφής. Για τον ίδιο λόγο, κανένα από τα θύματά του δεν έλαβε αποζημίωση για όσα υπέστη.
Μπορεί να μοιάζει με σενάριο διεστραμμένου ψυχολογικού θρίλερ ή έναν κακό εφιάλτη, ήταν όμως για τρεις περίπου δεκαετίες εγκεκριμένη πρακτική: Ευάλωτα κοινωνικά παιδιά που ζούσαν στο δρόμο δίνονταν για αναδοχή σε γνωστούς παιδόφιλους, σύμφωνα με σχέδιο του σεξολόγου καθηγητή Χέλμουτ Κέντλερ, αλλά και με την πλήρη στήριξη όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Το πόρισμα της έρευνας που διεξήγαγε το πανεπιστήμιο του Χίλντεσχαϊμ επισφραγίζει σε όλη του την έκταση αυτό που είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό τα τελευταία χρόνια, όταν κάποια από τα θύματα άρχισαν να σπάνε τη σιωπή τους, δηλαδή ότι υπηρεσίες και τοπική κυβέρνηση του Δ. Βερολίνου στάθηκαν συνειδητά συνεργοί σε κάτι που δεν μπορεί παρά να περιγραφεί ως μαστροπεία ανηλίκων.
Ο Κέντλερ, ως επικεφαλής του σχεδίου αναδοχής των άστεγων παιδιών, πίστευε όχι απλά πως “δεν είναι επιβλαβείς οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ παιδιών και ενηλίκων”, αλλά ίσα-ίσα ότι οι σεσημασμένοι παιδόφιλοι (που είχαν ήδη εκτίσει ποινές φυλάκισης για αντίστοιχα εγκλήματα δηλαδή) ήταν ιδανικοί πατεράδες.
Μετά τις πρώτες μαρτυρίες θυμάτων για την εγκληματική πρακτική, ξεκίνησαν οι αρχειακές έρευνες και οι συνεντεύξεις με θύματα και εμπλεκόμενους. Το συμπέρασμα είναι συντριπτικό, όχι μόνο για τον Κέντλερ και τους ανάδοχους που κακοποιούσαν για χρόνια τα ανυπεράσπιστα παιδιά, αλλά κυρίως για το πλέγμα των αρμοδίων και υπευθύνων που είτε ενέκριναν και υπερασπίζονταν ενεργά, είτε έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στη φρίκη, που είχε όμως το “πλεονέκτημα” να βελτιώνει τις στατιστικές άστεγων παιδιών, αλλά και να εμφανίζει ως “σωφρονισμένους” τους παιδόφιλους δράστες.
Ακόμα κι όταν άρχισαν να διαφαίνονται ανησυχητικές ενδείξεις για το τι πραγματικά συνέβαινε στα παιδιά, οι υπηρεσίες αντιδρούσαν στην καλύτερη περίπτωση με αδιαφορία και στη χειρότερη αλλοιώνοντας τους φακέλους των παιδιών και των αναδόχων. Κανένας αρμόδιος στις Υπηρεσίες Πρόνοιας που εμπλέκεται δεν απολογήθηκε ποτέ για τη δράση του, κάποιοι μάλιστα ανήλθαν σε ηγετικά κλιμάκια. Συνταρακτικό είναι επίσης ότι ακόμα και σήμερα ο πραγματικός αριθμός των παιδιών που έπεσαν θύματα αυτής της συλλογικής μαστροπείας παραμένει άγνωστος. Ο ίδιος ο Κέντλερ ως το 1996 δίδασκε στο τμήμα Κοινωνικής Παιδαγωγικής του Πολυτεχνείου του Αννόβερου, και έφυγε από τη ζωή το 2008 χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ για τα εγκλήματά του λόγω παραγραφής. Για τον ίδιο λόγο, κανένα από τα θύματά του δεν έλαβε αποζημίωση για όσα υπέστη.
Η τοπική κυβέρνηση του Βερολίνου υπόσχεται
να “ρίξει φως στην υπόθεση”, διακήρυξη που ηχεί κούφια στα θύματα που,
αφού υπέστησαν τη συμπαιγνία τοπικών αρχών και καταδικασμένων
εγκληματιών, έπεφταν ακόμα και μετά τις δημόσιες αποκαλύψεις τους σε
γραφειοκρατικούς τείχους και αλληλομεταθέσεις ευθυνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου