Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Ο Στρατής Μυριβήλης  (1892-1969) εμφανίστηκε ουσιαστικά[1] στα ελληνικά Γράμματα με ένα από τα καλύτερα έργα που γράφτηκαν για τον πόλεμο. Το «Ζωή εν Τάφω» που έδινε όλη τη φρίκη του πολέμου και σηματοδοτούσε την αρχή της αντιπολεμικής μας λογοτεχνίας. Όμως σταδιακά ολισθαίνει σε όλο και συντηρητικότερες ιδέες, στέκεται εχθρικός στην κοσμοθεωρία των προλετάριων μέχρι που οι ιδέες του άρχισαν να εφάπτονται με αυτές του δικτάτορα Μεταξά.
Όσο άλλαζαν οι ιδέες του τόσο άλλαζε και ο ιδεολογικός προσανατολισμός του «Ζωή εν τάφω» μέχρι που έγινε αγνώριστο. Έτσι ο Μυριβήλης μαζί με τον Μ. Καραγάτση είναι οι μοναδικοί μάλλον στην ελληνική λογοτεχνία ,οι οποίοι σε μεταγενέστερες εκδόσεις του ίδιου έργου της αλλάζουν τον ιδεολογικό προσανατολισμό του (Έχω γράψει σχετικά στο Fractal).
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στρατεύεται στο μέτωπο της Μακεδονίας. Το 1917 κατατάσσεται στο 4ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αχιπελάγους και συμμετέχει στην προκάλυψη του Μοναστηρίου μαζί με τον αδελφό του, Κίμωνα. Εκεί αρχίζει να γράφει το «Η Ζωή εν Τάφω». Ο Μυριβήλης παίρνει μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά την εκκένωση του Εσκί-Σεχίρ καταφεύγει πρόσφυγας στη Θράκη και από εκεί επιστρέφει στη Λέσβο το 1922. Γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και υποστηρίζει το κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή παίρνει θέση υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Ζει στη Λέσβο μέχρι και το 1932, οπότε και εγκαθίσταται οικογενειακώς στην Αθήνα.
Μια αντιπροσωπευτική εικόνα του Μυριβήλη του Μεσοπολέμου μας δίνει ο «Ριζοσπάστης» (13/3/1936) που τον χαρακτηρίζει χαρακτηριστικό τύπο διανοούμενου φασίστα:
«Η πολιτική δράση του Μυριβήλη στον αγώνα των εργαζομένων τόσο μέσα στη Μυτιλήνη, την πατρίδα του, όσο κι εδώ, είναι αρκετά γνωστή. Πολέμησε τον αγών αυτό, στο πρόσωπο τάχα των κομμουνιστών, με τον πιο λυσσασμένο και μαγγιόρικο τρόπο. Εξ αιτίας του πολλοί πατριώτες του γνώρισαν τις φυλακές και τα ξερονήσια σαν πολιτικοί κατάδικοι και εξόριστοι.
Αφού ‘’δούλεψε’’ έτσι στη Μυτιλήνη ο Μυριβήλης, έπρεπε βέβαια να μεταφέρει τη δράση του και στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε από μερικά χρόνια.
Η αντικομμουνιστική του δράση δε σταμάτησε ούτε μια στιγμή. Με το πρόσχημα της ‘’αγάπης’’, του ‘’φιλειρηνισμού’’, της ‘’ατομικότητος’’, ξεφούρνισε επανειλημμένα διάφορα διανοητικά καταντήματα, ενάντια στον κομμουνισμό, στον εργατικό αγώνα, στον κάθε λογής αντιφασιστικό αγώνα. Στα χρονογραφήματα της ‘’Πρωΐας’’’, στις στήλες της ‘’Δημοκρατίας’’, στα διηγήματά του, χύθηκε άφθονο φαρμάκι, που τόσο δεξιότεχνα ξέρει να μανουβράρει ο Μυριβήλης.
(…)
Γιατί τότε ο Μυριβήλης υπόγραψε το δημοκρατικό μανιφέστο των διανοουμένων και πήρε μέρος στην επιτροπή για το χορό των εξορίστων; Δεν είναι τάχα αυτά μια αντιφασιστική πράξη;
Όχι. Ο Μυριβήλης, όπως είπαμε παραπάνω, είναι ένας βενιζελοδημοκρατικός αντιβασιλικός και σαν τέτοιος το υπόγραψε. Όπως το υπόγραψε και ο Σπύρο ο Μελάς – ο γνωστός κομμουνιστοφάγος και κολίγας του Πλαστήρα και πότε του Κονδύλη – που μ’ αυτόν ο Μυριβήλης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα. Για τον ίδιο λόγο ο Μυριβήλης  πήρε μέρος στην επιτροπή του χορού για τους εξόριστους (προχειρότητα κι αυτό). Μα δεν είναι μόνον αυτός ο λόγος.
Ο Μυριβήλης θέλει να πιαστεί για καλά και να κάνει καλύτερα τη δουλειά του. Το αναγνωστικό του κοινό, τώρα ιδιαίτερα με το βασιλισμό, καταλαβαίνει πως μ’ όλα τα αντικομμουνιστικά του σαλιαρίσματα, δεν μπορεί να το βρει παρά μέσα στους αριστερούς διανοούμενους και μέσα στην αριστερή φιλελεύθερη (χωρίς εισαγωγικά) νεολαία, που είναι και η μεγάλη πλειοψηφία, αν όχι η ολότητα – Μ’ αυτό το σκοπό μπορεί να κάνει και μερικές ‘’αβαρίες’’ (τι έχουμε να χάσουμε), με την ίδια ευκολία, που το κάνει και ο Φουρτούνιο – Μελάς».
Στην περίοδο της Μεταξικής δικτατορίας έρχεται …κοντά στον δικτάτορα με τη μεσολάβηση του Σπύρου Μελά.Το 1991, ο Κώστας Κρεμμύδας παρουσίασε στο περιοδικό «Πλανόδιον» (τ. 20, 1991) δύο επιστολές του Στράτη Μυριβήλη, οι οποίες προέρχονταν από το αρχείο Αλέξανδρου Γ. Κορυζή, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας και υπουργού Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως και πρωθυπουργού μετά τον θάνατο του Μεταξά. Σε μία από αυτές τις επιστολές, με ημερομηνία 19 Ιουλίου 1938, ο συγγραφέας απευθύνεται στον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά:
«Σας παρακαλώ θερμά να μου συχωρέσετε την τόλμη που πήρα, να σας γράψω για να ζητήσω τη βοήθειά σας σ’ ένα ζήτημά μου προσωπικό […]».
Ο Μυριβήλης που ταυτίστηκε με την αντιπολεμική λογοτεχνία, από το 1938 -μεσούσης της μεταξικής δικτατορίας- διορίζεται υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Μάλιστα γράφει υπέρ του καθεστώτος το ποίημα «Ο ύμνος της εργασίας», το οποίο δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», το 1939.
Ο Στράτης Μυριβήλης μέσα στη δίνη του ελληνικού Εμφυλίου, συγκεκριμένα κατά τη διετία 1946-1947, γίνεται λάβρος απολογητής του αντικομμουνισμού και υμνητής του στρατοπέδου της Μακρονήσου. Επιστρατεύεται από το καθεστώς ως κήρυκας της εθνικοφροσύνης και αποστέλλεται στην επαρχία μαζί με άλλους διανοούμενους της εποχής στα πλαίσια της εθνικής και πνευματικής εκστρατείας «δια την πάταξιν της ανταρσίας».
Και τότε ο Κώστας Βάρναλης γράφει στο «Ριζοσπάστη» μεταξύ άλλων:
«Μυριβήλης, Καραντώνης, Θρύλος. Τα κοράκια της Δεξιάς, οι μαύροι της Αντίδρασης».
Από το αρχείο του Στράτη Μυριβήλη, η ερευνήτρια Λήδα Κωστάκη έδωσε στη δημοσιότητα, δια μέσου της «Ελευθεροτυπίας» δύο ανέκδοτα ντοκουμέντα, ενδεικτικά των αντιλήψεων του Μυριβήλη αυτής της περιόδου:
Από το δακτυλόγραφο με χειρόγραφες προσθήκες: «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα»:
«[…] Εκείνο που δεν κατάλαβαν ακόμα ούτε οι Αγγλοι φίλοι μας, ούτε οι Αμερικάνοι, εκείνο που το μαθαίνουν σιγά-σιγά και απελπιστικά αργά με σπατάλη του ελληνικού άσματος, είναι τούτο: Πως ο σλαυϊκός κομμουνισμός δεν είναι μια κοινωνική θεωρία απλώς, ούτε ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι φοβερότερο απ’ αυτά. Είναι μια μέθοδος σατανική για την κατασκευή μιας νέας φυλής. […]», «[…] Δεν υπάρχουν Ελληνες κομμουνιστές. Οταν κανείς γίνει συνειδητός κομμουνιστής, παύει να είναι Ελληνας. […]».
Από το δακτυλόγραφο «Η Παγάνα για τους λύκους»:
«[…] Χιλιάδες χωριά είναι σήμερα ερειπωμένα από τους Γιαννιτσάρους του Σλαβισμού, κι ενός αιώνα κόποι και μόχθοι του λαού μας, κείτονται ξεθεμελιωμένα χαλάσματα. Και πέρα από τα σύνορά μας ακούεται ο κρότος από όπλα και μηχανές πολέμου, και ως τ’ αυτιά μας φτάνει ο ήχος από τα βήματα ενός κολοσσιαίου στρατού, που κατηφορίζει από τα Βαλκάνια για να πνίξει ένα μικρό λαό γεωργών και ναυτών, που δε διεκδικεί τίποτε άλλο από τη λευτεριά του […]». «[…] Η απάντηση του Ελληνικού Γένους προς τον κολοσσιαίο Ιμπραήμ του κόκκινου Πανσλαβισμού, δόθηκε με το στόμα του Κολοκοτρώνη, και δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ούτε ένα γιώτα από τα λόγια του […]».
Αργότερα τη δεκαετία του 1950 ως πρόεδρος της Εθνικής Εταιρίας Λογοτεχνών θα αδιαφορήσει για τις κατασχέσεις βιβλίων τις δίκες και καταδίκες, στη φυλάκιση και εκτόπιση συγγραφέων.
Στην περίοδο της δικτατορίας, το 1969, ο γιος του Στρ. Μυριβήλη, ενεργώντας ως πληρεξούσιος του πατέρα του, έστειλε στις εφημερίδες επιστολή (είχαν προηγηθεί πολλοί άλλοι λογοτέχνες), με την οποία ζητούσε να μη δημοσιευτεί στην «Ανθολογία του νεοελληνικού διηγήματος» που ήθελε να εκδώσει η δικτατορία.
[1] Γράφουμε ουσιαστικά γιατί είχε προηγηθεί η σε συνέχειες δημοσίευση των «Κόκκινων ιστοριών» το 1915 στη Μυτιλήνη. Το 1924 έγινε η πρώτη έκδοση του Ζωή εν τάφω» – είχε προηγηθεί η δημοσίευσή του σε συνέχειες στην εφημερίδα «Καμπάνα»