5 Σεπ 2020

ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ



Αυτό το καλοκαίρι η επικέντρωση στην έξαρση των κρουσμάτων κορωνοϊού και στην αυξανόμενη ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Αιγαίο χρησιμοποιήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης, που διαχέουν με διάφορες μορφές τις απόψεις της άρχουσας τάξης, για δικαίωση της κυρίαρχης πολιτικής που εξυπηρετεί τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Πέρα από τη χρέωση της αύξησης των κρουσμάτων στην ατομική ευθύνη που ενεργοποιεί τον κοινωνικό αυτοματισμό, η τουρκική απειλή χρησιμοποιείται για υπενθύμιση μιας εθνικής ενότητας που αποτρέπει ταξικές διαφοροποιήσεις.
            Ένα παράδειγμα για τον τρόπο χρησιμοποίησης της εθνικής απειλής στη χάραξη οικονομικής πολιτικής είναι τα αναδρομικά των συνταξιούχων. Αφού λοιπόν θριαμβευτικά η κυβέρνηση είχε προ μηνών ανακοινώσει τη συμμόρφωσή της σε απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, δημοσιογράφοι που θέλουν να πιστεύουν πως πείθουν για την αντικειμενικότητά τους ή τις καλές προθέσεις  τους, όπως ο Α. Παπαχελάς και  Θ. Μαυρίδης, είτε επισημαίνουν την αναγκαιότητα αναβάθμισης των αμυντικών δαπανών με πολιτικές αποφάσεις που τις χαρακτηρίζει γενναιότητα, όπως είναι η αναβολή της άμεσης καταβολής των αναδρομικών, είτε συσχετίζεται η ακύρωση της αγοράς φρεγατών από τη Γαλλία με την καταβολή των αναδρομικών στους συνταξιούχους, στοχοποιώντας τις δαπάνες για συντάξεις σαν έναν αρνητικό παράγοντα συνολικά για τη χώρα.  
Αυτή η αρθρογραφία είναι χαρακτηριστική της ανάδειξης εθνικών συμφερόντων ως ενοποιητικών τάσεων του καπιταλισμού που αποσκοπεί στην εξομάλυνση των ταξικών διαφορών με τρόπους που είναι σύμφωνοι με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Και ίσως κανένα από τα ιδεολογικά όπλα της αστικής τάξης δεν έχει αποδειχθεί τόσο αποτελεσματικό στη ματαίωση αγώνων εργαζομένων όσο αυτός ο αδιαμφισβήτητος χαρακτηρισμός εθνικός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές αδικαιολόγητα από τους καπιταλιστές της χώρας. Επιδιώκοντας τη συνένωση όλων των εργαζομένων κάτω  από την ομπρέλα  αυτών που ονομάζονται  εθνικά συμφέροντα η άρχουσα τάξη ζητεί ν’ αγνοηθούν  η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και  η εκμετάλλευση εργαζομένων στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις, για να αποτρέπονται αγώνες εργατικοί, ώστε να γίνονται δεκτοί χαμηλότεροι μισθοί, περισσότερη εργασία για ν’ αναπτύσσεται η εθνική οικονομία. Κι αν στη πάλη με τη φεουδαρχία, στην περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, ο πατριωτισμός γινόταν αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής συνείδησης, στην εποχή της παγίωσης της αστικής εξουσίας γίνεται εκμετάλλευσή του και όλο και περιορίζεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Η κλιμάκωση λοιπόν της συνεχιζόμενης αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι απλώς ένα περιφερειακό φαινόμενο, αλλά αποτελεί μέρος της γενικής εντατικοποίησης των παγκόσμιων αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καθώς η παγκόσμια οικονομία κατευθύνεται προς μια νέα ύφεση και η «πίτα» των κερδών συρρικνώνεται, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για πρώτες ύλες και αγορές γίνεται όλο και πιο έντονος. Η αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αποτελεί μια εξαίρεση. Παρόμοιες αντιπαραθέσεις παρατηρούνται στον Ειρηνικό Ωκεανό, στην Αφρική, στην Ασία και, γενικά, σε όλο τον κόσμο.
Η διαμάχη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας γίνεται για την ενέργεια. Η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και το γεγονός ότι οι πολυεθνικές εταιρείες είναι σχεδόν σε θέση να τους εξαγάγουν, κάνει τόσο την  ελληνική όσο και την τουρκική αστική τάξη να ελπίζουν πως θα ωφεληθούν οικονομικά. Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν αλληλεπικαλυπτόμενες αξιώσεις σε περιοχές με φυσικό αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η θέση της Ελλάδας είναι ότι κάθε ένα από τα νησιά της –και υπάρχουν εκατοντάδες από αυτά– δικαιούται τη δική του υφαλοκρηπίδα με αποκλειστικά δικαιώματα γεώτρησης. Η Τουρκία λέει ότι πρόκειται για μια άδικη ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου που καταπατά τη δική της αποκλειστική οικονομική ζώνη. Τους τελευταίους μήνες μάλιστα, η Τουρκία και η Ελλάδα προσπάθησαν να ενισχύσουν τις εδαφικές τους αξιώσεις δημιουργώντας αποκλειστικές θαλάσσιες οικονομικές ζώνες με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, αντίστοιχα.  
Ένα σημαντικό στοιχείο σε όλα αυτά είναι, αφενός η σχετική οικονομική και στρατιωτική αποδυνάμωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε σύγκριση με πριν από μισό αιώνα, (το 1960, οι ΗΠΑ παρήγαγαν το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά μέχρι το 2017 αυτό είχε μειωθεί στο 24%) και, αφετέρου, η ταυτόχρονη ενδυνάμωση περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όπως η Ρωσία και η Κίνα. Η αποδυνάμωση των ΗΠΑ ως αστυνομικού του κόσμου άνοιξε περισσότερο χώρο στις τοπικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να  προσπαθήσουν να αναλάβουν έναν πιο ανεξάρτητο ρόλο. Έτσι, οι αντίπαλοι των ΗΠΑ γίνονται όλο και πιο τολμηροί στην επιδίωξη των συμφερόντων τους, όπως για παράδειγμα οι ενέργειες  της Ρωσίας στην Ουκρανία ή τη  Συρία. Από την άλλη πλευρά, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ γίνονται λιγότερο σταθεροί και με δικές τους απαιτήσεις, ανάλογα με την ικανότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να εγγυάται τα συμφέροντά τους. Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα είναι η Τουρκία, η οποία φάνηκε να  φτάνει στα πρόθυρα μιας ρήξης με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, διότι ο τελευταίος υποστήριζε τις κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία.
Γενικά πάντως, στην περιοχή μας και αλλού, μοιάζει η κυρίαρχη τάξη να φοβάται τις τεράστιες αποσταθεροποιητικές και δυνητικά ανεξέλεγκτες συνέπειες που θα είχε ένας γενικευμένος πόλεμος σε ευρύτερες περιοχές. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η αυξανόμενη αστάθεια και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων οδηγούν σε περισσότερες τοπικές συγκρούσεις και πολέμους. Και στο βαθμό που η εργατική τάξη αποτυγχάνει ν’ ανατρέψει την ταξική ισορροπία που είναι υπέρ του  κεφαλαίου σε αυτές τις δύο χώρες, η προοπτική οποιασδήποτε μορφής σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα έχει ολέθριες συνέπειες για την εργατική τάξη.  Ταυτόχρονα, η αλλαγή ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού καπιταλισμού οδηγεί την τούρκικη άρχουσα τάξη να προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί για να αποκομίσει πραγματικά κέρδη, ενώ η ελληνική αστική τάξη, ελπίζει να καλύψει την αδυναμία της εκμεταλλευόμενη τη σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, προχωρώντας στην αναβάθμιση του ρόλου της στο ΝΑΤΟ, όπως έκανε με την «αμυντική» συμφωνία με τις ΗΠΑ. Προσπαθεί επίσης να εκμεταλλευτεί όποια αντιπαράθεση μεταξύ της Ε.Ε και της Τουρκίας ενώ έχει δημιουργήσει μια οικονομική και στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, προκειμένου να μοιραστούν τα δικαιώματα των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, εξαιρουμένης της Τουρκίας. Μόνο που φαίνεται πως αυτές οι κινήσεις δεν είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την ελληνική αστική τάξη. Η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας έχει τα όριά της, καθώς η Τουρκία είναι πολύτιμος σύμμαχος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ειδικά τώρα που οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή εντείνονται.  Κι αν η Γαλλία, υιοθετεί, για τα δικά της συμφέροντα, μια πιο σκληρή στάση έναντι της Τουρκίας, όμως είναι πολύ πιο  διαλλακτική η προσέγγιση της  Ευρωπαϊκής Ένωσης και   χωρών όπως η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της ελληνικής άρχουσας τάξης ότι σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, ενώ μόνο η Τουρκία το παραβιάζει, μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς και οι δύο ερμηνεύουν το Διεθνές Δίκαιο σύμφωνα με τα δικά τους θεωρούμενα εθνικά συμφέροντα. Είναι που  το Διεθνές Δίκαιο δεν αντιπροσωπεύει υπεριστορικούς νόμους, αλλά μόνο μια δεδομένη ισορροπία ισχύος μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών κρατών.
Επειδή επομένως η  πολεμική ένταση που καλλιεργείται από την αστική τάξη τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας, η οποία πιθανότητα δεν θα οδηγήσει σε ανοιχτό πόλεμο, αποτελεί μέρος μιας μάχης για τα κέρδη που μπορούν να υπάρξουν από τους υδρογονάνθρακες και τους αγωγούς και αναπτύσσεται στο πλαίσιο των ευρύτερων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, η  αποκάλυψη του αντιδραστικού χαρακτήρα αυτής της σύγκρουσης,  βοηθά στην συνειδητοποίηση από τους εργαζόμενους πως δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν απ’ αυτές τις αντιπαραθέσεις και πως μόνο ένας μικρός αριθμός πλουτοκρατών μπορεί να ευνοηθεί από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ