Ο Ά. Γεωργιάδης, υπουργός της κυβέρνησης Μητσοτάκη που επαίρεται για
την επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας, στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον
κύρη του, τον πρωθυπουργό, στις σχέσεις του με την εκκλησία, παραδέχεται πως
αντίθετα με τις προτάσεις κάποιων λοιμωξιολόγων για καραντίνα στην Θεσσαλονίκη,
πριν από την εορτή του Αγίου Δημητρίου, αυτοί δεν εισακούστηκαν από την
κυβέρνηση «από σεβασμό στην παράδοση, στην Ορθοδοξία στην πίστη». Φαίνεται
λοιπόν ότι ο ίδιος «σεβασμός» επιδείχτηκε και στην εορτή των Θεοφανείων, όταν επαναλήφθηκε το απαγορευτικό για τις
δημόσιες συγκεντρώσεις, που αυτή την φορά περιλάμβανε τη ρίψη του σταυρού σε
ύδατα σε εξωτερικούς χώρους. Γι’ αυτό και η αστυνομική επιτήρηση ήταν αρκετά χαλαρή,
όπως αναγνώρισε και ο εκπρόσωπος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου Αθηναγόρας,
λέγοντας πως η εκκλησία επέδειξε ανυπακοή με την ανοχή της κυβέρνησης.
Και βεβαίως η
κριτική για την κυβέρνηση δεν περιορίζεται μόνο στην ανοχή της, που δεν
επέδειξε σε άλλες περιπτώσεις, απέναντι
στους ιεράρχες και το ποίμνιό τους οι οποίοι αψήφησαν κυβερνητικές αποφάσεις,
όσο στο είδος των αποφάσεων που η κυβέρνηση παίρνει και των σκοπιμοτήτων που
αυτές εξυπηρετούν. Η αμφιταλάντευση της κυβέρνησης ανάμεσα στα δυο προφίλ της που
προωθούνται, αυτό της συντηρητικής κυβέρνησης με όρους της δεκαετίας του ’60,
δηλ. υπέρμαχης της θρησκείας, της οικογένειας, του έθνους, κι αυτό της
τεχνοκρατικής, φιλελεύθερης κυβέρνησης που ισχυρίζεται πως στηρίζεται για τις αποφάσεις της στην τεχνολογία και στην ελευθερία αγορών και ατόμων, στην ουσία
είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Καλύπτοντας
με τον πολιτικό της λόγο της ένα μεγάλο φάσμα προσδοκιών, ιδεολογιών και
δράσεων ανταποκρίνεται καλύτερα στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της άρχουσας
τάξης.
Για την εκκλησία μας, η ιστορία επιβεβαιώνει πως
είναι δύσκολο να απομακρυνθεί από την πολιτική, όπου όμως γενικά δείχνει
ανίκανη για ανοχή όταν αυτό θεωρείται αδυναμία, αφού το αστικό μας κράτος
στηρίχτηκε σ’ αυτήν, δίνοντάς της έτσι το δικαίωμα να παρακάμπτει τις πολιτικές αρχές ή να τις αντικαθιστά.
Κύριο έργο της ήταν να επιβάλλει τον κοινωνικό έλεγχο, επιτυγχάνοντας μια κοινωνική
ενότητα επικεντρωμένη στην αποδοχή της κυρίαρχης πολιτικής, υπαγορευμένης από το θεό, και στην υποταγή στους πολιτικούς
και θρησκευτικούς εκπροσώπους της.
Γενικότερα, το καπιταλιστικό σύστημα, επιδιώκοντας
την υποταγή του εργαζομένου στους οικονομικούς
μηχανισμούς του, χρησιμοποιεί τη θρησκεία για την νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης
υποταγής, οικοδομώντας και τη δυσπιστία στην κοινωνικοοικονομική ανάλυση της πραγματικότητας.
Η θρησκεία χρησιμεύοντας ως άλλοθι, με τον απελευθερωτικό της λόγο για έναν
υπερβατικό κόσμο όπου προβάλλεται ο πόθος της δικαιοσύνης και ελευθερίας, στην επιθυμία εξέγερσης του εργαζομένου ο
οποίος υπόκειται στην οικονομική εκμετάλλευση που του στερεί την αξιοπρέπεια και την ελευθερία, έμμεσα
καθίσταται σύμμαχος και του πιο άγριου καπιταλισμού και της άρχουσας τάξης της οποίας
τα προνόμια προστατεύει. Κι ενώ δεν
εξαλείφει τις ανισότητες, μπορεί όμως να ενώσει τις κοινωνικές ομάδες σε ένα
σύνολο όπου οι οικονομικές ανισότητες βρίσκουν ηθική δικαιολογία.
Συγχρόνως όμως, πέρα από τον ιστορικά
αποδεδειγμένο ρόλο του για τη νομιμοποίηση των καθιερωμένων δομών, ο
θρησκευτικός θεσμός μπορεί και να αποκρύπτει επίσης και δυνατότητες διαμαρτυρίας. Ο Χριστιανισμός έχοντας
εξαπλωθεί σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας αναπτύσσει μια έννοια ισότητας, χωρίς όμως να εξαλείφει τις διαφορές. Η δε
εκκλησία φέρνει, εκών άκουσα, σε επαφή πιστούς με διαφορετική κοινωνική
προέλευση και διαφορετικά συμφέροντα, από
τον φτωχό μεροκαματιάρη μέχρι τον
ανάλγητο πλούσιο που υποχρεώνεται να υποκρίνεται τον ευσεβή και φιλάνθρωπο. Γι’
αυτό και στη διάρκεια της ιστορίας της μπορεί να διαμορφώνονται τάσεις, από τη μια
προσαρμογή στην καθιερωμένη τάξη και από την άλλη καταγγελία των κοινωνικών
συνθηκών με τη συνδρομή μάλιστα και του κατώτερου κλήρου που προωθεί ιδέες
θεωρούμενες από τον ανώτερο επαναστατικές. Η θρησκεία λοιπόν αποτελεί μέρος των
κυρίαρχων νοοτροπιών, αντιστοιχεί στο πνεύμα μιας
εποχής και ενός τόπου που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικοοικονομικές καταστάσεις
και στην οποία πολλοί από τους καταπιεσμένους
μπορεί να κατευθυνθούν να βρουν καταφύγιο, αλλά και να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην αποξένωση
που επιβάλλεται από την ταξική εξουσία. Ακόμα λοιπόν κι αν είναι απατηλή η
θρησκεία δεν παύει να έχει πραγματικές
συνέπειες και οι πράξεις που παρακινεί να επηρεάζουν την κοινωνική
πραγματικότητα ακόμα και αν έχουν τη δική τους λογική.
Στον εορτασμό λοιπόν των Θεοφανείων δεν έχει τόση
σημασία η αντίδραση μητροπολιτών ή της ιεράς Συνόδου που αφορά συσχετισμούς δύναμης
της άρχουσας τάξης, όσο εκείνη των
πιστών. Καθώς τις τελευταίες δεκαετίες οι επικοινωνίες και η παγκοσμιοποίηση ανατρέπουν
τα εθνικά και θρησκευτικά σύνορα, οι πολιτικές δυνάμεις και το κοσμικό κράτος
αδυνατούν πλέον να υποστηρίξουν μια αποκλειστική πίστη σε έναν θρησκευτικό θεσμό
που δυσκολεύεται πια να εγγυηθεί τις νέες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Γιατί
η θρησκεία μεταφέρει ένα σύνολο
συλλογικών αναπαραστάσεων μέσω των οποίων υποστηρίζει πρωτίστως εκείνη την ιεραρχία αξιών που δεν μπορούν όμως να μην είναι κοντά στα
συμφέροντά της. Με την υιοθέτηση όμως της πολιτικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
που εξυπηρετούν καλύτερα τα καπιταλιστικά συμφέροντα, μειώνεται η πολιτική
επιρροή και ο κοινωνικός ρόλος των θρησκειών στις δυτικές κοινωνίες, και στη
δική μας, μεταθέτοντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές στον τομέα της
ιδιωτικής ζωής. Το πέρασμα επομένως από την επιβολή του εξιδανικευμένου ζυγού της
θρησκευτικής ομοφωνίας στην αναγνώριση της ελευθερίας της λατρείας ιδιωτικά κλονίζει τα ιδεολογικά
θεμέλια των θρησκευτικών μονοπωλίων που διεκδικούν την παλιά τους δύναμη. Η
συμπεριφορά λοιπόν της εκκλησίας στον εορτασμό των Θεοφανείων δεν ήταν παρά μια
επίδειξη δύναμης σε μια διελκυστίνδα με το κράτος, το οποίο μοιάζει στον καιρό της
πανδημίας με πρόσχημα την covid-19
να θέλει να επιβάλλει απολύτως την ισχύ του. Και οι πιστοί είναι η δύναμή της
εκκλησίας.
Σε ένα λοιπόν ρευστό καπιταλιστικό περιβάλλον, που οι
εργαζόμενοι χάνουν δικαιώματα και εργασία, έρχεται η εκκλησία όχι μόνο να
υποσχεθεί παρηγοριά, αλλά να δώσει και νόημα σε μια αναβίωση της συλλογικής
μνήμης που τη συνδέει με την ασφάλεια μιας εξωραϊσμένης εθνικής και
θρησκευτικής ενότητας και σταθερότητας, την οποία εγγυάται. Οι περισσότεροι από
τους πιστούς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της για εορτασμό την ασφάλεια
γυρεύουν σ’ αυτή, την αντίδρασή τους προσπαθούν να εκδηλώσουν σε μια ανάλγητη
πολιτική. Και φυσικά και πάλι, δια της τεθλασμένης βέβαια, η εκκλησία έρχεται
να εγγυηθεί τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις που ευνοούν την άρχουσα τάξη,
αφού παραπλανά, συσκοτίζοντας την ταξική
διαστρωμάτωση της κοινωνίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που προκαλεί τη δυστυχία
και την ανασφάλεια.
Γι’ αυτό και αστικό κράτος και εκκλησία, παρά τις προστριβές
τους, συνεργάζονται αρμονικά στην αποδυνάμωση του κομμουνιστικού λόγου που αγωνίζεται για την ιδεολογική και πολιτική
χειραφέτηση της εργατικής τάξης από τις μεταφυσικές παρηγοριές της εκκλησίας
και τις υποσχέσεις για καπιταλιστικούς παραδείσους της άρχουσας τάξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου