Με λεκτικές ακροβασίες, παραπλανητικά επιχειρήματα και εξωραϊσμό των σκοπιμοτήτων του εργασιακού νομοσχεδίου που ο υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, Κ. Χατζηδάκης, κατέθεσε στη Βουλή, επιχειρείται από την κυβέρνηση και τους παρατρεχάμενους της δημοσιογράφους και διανοούμενους κάθε μορφής, με τη συνδυασμένη επιρροή τους, να χειραγωγήσουν και να ελέγξουν αντιδράσεις των εργαζομένων. Τα τουλάχιστον αφελή επιχειρήματα για τις απλήρωτες υπερωρίες και την κατάργηση του οκταώρου, που βαφτίζεται διευθέτηση του χρόνου εργασίας, για τις νέες ρυθμίσεις σχετικά με τις απεργίες, με τον υποκριτικό ισχυρισμό πως στοχεύουν στην διαφάνεια και την ενίσχυση της αξιοπιστίας του συνδικαλισμού, μετά από ενάμιση αιώνα αγώνων της εργατικής τάξης δεν θα έπρεπε να πείθουν κανένα σύγχρονο εργαζόμενο. Θα πρέπει η εξαθλίωση να αγγίξει την πλειοψηφία των εργαζομένων, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, αντίστοιχη μ’ αυτή των αρχών του 20ου αι. για να συνειδητοποιηθεί η έκταση και η ένταση της εκμετάλλευσης τους από την κυρίαρχη τάξη; Πώς επιτρέψαμε οι εργαζόμενοι να φτάσουν σε σημείο που να μην μοιάζουν τόσο απόμακρες οι εργασιακές καταστάσεις τις οποίες ο Τζακ Λόντον αναφέρει στο έργο του «Οι άνθρωποι της Αβύσσου» περιγράφοντας τις φτωχογειτονιές του Λονδίνου στο μακρινό 1902 και να μην αναγνωρίζουμε τις αιτίες τους;
«(…) Ήταν νύχτα κι όλοι όσοι συζητούσαν ήταν εργάτες της ανώτερης τάξης. Είχαν περικυκλώσει έναν δικό τους, έναν τριαντάρη με συμπαθητικό πρόσωπο και τον προγκούσαν άγρια.
Μα τι θα γίνει με τους φτηνούς μετανάστες; Ρώτησε ένας από δαύτους.
Δεν πρέπει να κατηγορείς αυτούς, ήταν η απάντηση. Είναι σαν κι εμάς και πρέπει κι αυτοί να ζήσουν. Μην κατηγορείς τους ανθρώπους που δουλεύουν για πιο λίγα και σου παίρνουν τη δουλειά.
Και η γυναίκα και τα παιδιά; Ρώτησε πάλι ο άλλος.
Εδώ είμαστε, ήρθε η απάντηση. Τι γίνεται με τη γυναίκα και τα παιδιά του ανθρώπου που δουλεύει για πιο λίγα και σου παίρνει τη δουλειά; (…)Νοιάζεται πιο πολύ για τη δικιά του γυναίκα και τα δικά του παιδιά και δε θέλει να τους βλέπει να πεινάνε. Γι’ αυτό και δουλεύει για λιγότερα και στου παίρνει τη δουλειά. Μα δεν πρέπει να τον κατηγορείς αυτόν τον φουκαρά. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο. Οι μισθοί πάντα πέφτουν όταν μια δουλειά την κυνηγάνε δυο άνθρωποι. Είναι σφάλμα του ανταγωνισμού, κι όχι του ανθρώπου που ρίχνει την τιμή.
Μα οι μισθοί δεν πέφτουνε όταν υπάρχει συνδικάτο, παρατήρησε ο πρώτος.
Να ΄μαστε πάλι, χτύπησες διάνα. Το συνδικάτο ρυθμίζει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες, αλλά κάνει δυσκολότερα τα πράματα στους κλάδους όπου δεν υπάρχουν συνδικάτα. Γι’ αυτό μπαίνει στη μέση και η φτηνή δουλειά . Είναι ανειδίκευτοι, δεν έχουν συνδικάτα και κόβουν ό ένας το λαιμό του αλλουνού και τους δικούς μας λαιμούς στο παζάρι για τη δουλειά, αφού δεν αποκτήσαμε ακόμα ένα ισχυρό συνδικάτο.
Χωρίς πολλές κουβέντες, ο άνθρωπος αυτός (…) είπε καθαρά τι συμβαίνει όταν δυο άνθρωποι κυνηγάνε την ίδια δουλειά. Οι μισθοί οπωσδήποτε πέφτουν. Αν είχε εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στο ζήτημα, θα είχε ανακαλύψει ότι ακόμα και το συνδικάτο, με είκοσι χιλιάδες μέλη ας πούμε, δεν θα μπορούσε να κρατήσει σε ικανοποιητικό επίπεδο τους μισθούς αν είκοσι χιλιάδες πεινασμένοι άνεργοι προσπαθούσαν να πάρουν τη θέση των εργατών μελών του συνδικάτου.(…) Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται σε κακό χάλι, από οικονομική άποψη, και πυκνώνουν τις στρατιές των ανέργων. Σ’ ολόκληρη τη χώρα παρατηρείται γενική μείωση των μισθών, πράγμα που συνεπάγεται συγκρούσεις στον τομέα της εργασίας και απεργίες, κι αυτό στη συνέχεια το εκμεταλλεύονται οι άνεργοι, που με μεγάλη χαρά παίρνουν στα χέρια τα σύνεργα της δουλειάς που άφησαν καταγής οι απεργοί.
(…) Όταν οι άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν είναι περισσότεροι απ’ τις δουλειές, γίνεται ένα ψιλοκοσκίνισμα. Απ’ όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, απομακρύνονται οι λιγότεροι αποδοτικοί εργάτες. Αφού η ανικανότητα τους είναι αυτή που τους διώχνει από τη δουλειά, δεν μπορούν ν’ ανέβουν αλλά είναι υποχρεωμένοι να κατέβουν και να εξακολουθούν να κατεβαίνουν μέχρι που να φτάσουν στο επίπεδο που τους αρμόζει, σ’ ένα μέρος του βιομηχανικού πλέγματος όπου θα είναι αποδοτικοί. Κατά συνέπεια, έπεται αναμφισβήτητα ότι οι λιγότερο αποδοτικοί θα πρέπει να κατέβουν στον πάτο (…)
Φτάσαμε, το λοιπόν στο πώς φτιάχνονται η Άβυσσος και τα σφαγεία. Από ολόκληρο το πλέγμα της βιομηχανίας διώχνονται διαρκώς άνθρωποι. Ξεσκαρτάρονται οι μη αποδοτικοί και πετιούνται κάτω.
(…)Οι ακατάλληλοι και οι άχρηστοι! Η βιομηχανία δεν τους έχει ανάγκη. Δεν υπάρχουν δουλειές που να βγαίνουν και να παρακαλάνε για άντρες και γυναίκες. Οι λιμενεργάτες κάνουν ουρά στις πόρτες του λιμανιού και βρίζουν και φεύγουν όταν δεν τους έχουν ανάγκη οι επιστάτες. …514.000 εργάτες της υφαντουργίας ψήφισαν εναντίον μιας πρότασης που ήθελε ν’ απαγορευτεί η δουλειά στα παιδιά κάτω των δεκαπέντε.
…Οι ακατάλληλοι και οι άχρηστοι! Οι εξαθλιωμένοι κι οι καταφρονεμένοι κι οι λησμονημένοι, που πεθαίνουν στα σφαγεία της κοινωνίας. Τα γεννήματα της πορνείας, της πορνείας αντρών και γυναικών και παιδιών, της σάρκας και του αίματος, της σπιρτάδας και του πνεύματος. Κοντολογής, γεννήματα της εκπόρνευσης της εργασίας. Αν αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει ο πολιτισμός για την ανθρωπότητα, τότε προτιμούμε τη φοβερή και γυμνή κατάσταση του άγριου. Χίλιες φορές καλύτερα να είμαστε άνθρωποι που ζούν στην άγρια ζούγκλα και στην έρημο, στα σπήλαια και στις πεδιάδες, παρά να είμαστε οι άνθρωποι των μηχανών της Αβύσσου»
(Τζακ Λόντον, «Οι άνθρωποι της αβύσσου» σελ. 140-143, 201, Ελληνικές εκδόσεις, 1987)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου