ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ
Ζωή , αγώνας, τέχνη σαν ... γλυκόπικρο παραμύθι
Σ' αυτή την έκθεση, που συνδιοργανώνουν η ΠΕΑΕΑ και οισύλλογοι των Πολιτικών Εξορίστων, εκτός από έργα του, θα εκτεθεί- μέσω προβολής βίντεο και φωτογραφιών με κειμενολεζάντες- ένα «πανόραμα» της ζωής του. Και όχι μόνο. Ο επισκέπτης θα δει σπάνιο και άγνωστουλικό των πιο μελανών σελίδων της ιστορίας μας- του Εμφυλίου Πολέμου- αποτέλεσμα κοπιαστικής έρευνας για χάρη της ιστορικής αλήθειας. Υλικό (κυρίως φωτογραφικό), συχνά ανατριχιαστικό, αλλά ιστορικά πολύτιμο.
Με αφορμή την έκθεση, συναντήσαμε τον Γ. Φαρσακίδη στο λιτό εργαστήριο - αρχείο του. Η συζήτησή μας ήταν... ένα συναρπαστικό «ταξίδι», από την προεπαναστατική Ρωσία μέχρι το σήμερα, με «στάσεις» σε σημαντικότατα γεγονότα του αιώνα μας και στη ζωή του σεμνού, αταλάντευτου αγωνιστή και υπέροχου ανθρώπου Γ. Φαρσακίδη.
Μέρες της Οδησσού
«Γεννήθηκα στην Οδησσό το 1926», διηγείται ο Γ. Φαρσακίδης. «Ο πατέρας μου, ο Αναστάσης, ήταν Κωνσταντινουπολίτης. Αποφοίτησε από τη Ρώσικη Εμπορική Σχολή Κωνσταντινούπολης, που επόπτευε ο τσάρος. Ουσιαστικά ήταν σχολή πρακτόρων της τσαρικής πολιτικής στην Ανατολή και τη Μεσόγειο. Νεαρός έγινε υποδιευθυντής του Ρωσικού Ταχυδρομείου και Ακτοπλοϊκών Εταιριών- επίκεντρο της τσαρικής επεκτατικής πολιτικής».
Η απόφαση της Τουρκίας να επιβάλλει την υποχρεωτική θητεία και στους αλλόθρησκους, ανάγκασε πολλούς επίστρατους Ελληνες να φυγαδευτούν στο εξωτερικό. Ο νεαρός Ελληνας, με τις μεγάλες επαγγελματικές προοπτικές, χρησιμοποιεί το κύρος της θέσης του και, σε συνεργασία με οργανώσεις, φυγαδεύει για την Ελλάδα επίστρατους, κρυμμένους σε βάρκες, που τους μεταφέρουν σε ρώσικα πλοία. Οταν οι Τούρκοι ανακαλύπτουν τη δραστηριότητά του, ο Αναστάσης αναγκάζεται να φυγαδευτεί και ο ίδιος στην Οδησσό. «Μάλιστα, επιστρέφοντας στην Ελλάδα το '34, σύστησαν στον πατέρα μου να μην κατέβει στην Κωνσταντινούπολη, γιατί το όνομά του φιγουράριζε στους "μαύρους" καταλόγους των Τούρκων».
Στην Οδησσό ο Αναστάσης ασχολείται με την παραδοσιακή δραστηριότητα των Ελλήνων του εξωτερικού εκείνης της εποχής. Το εμπόριο. «Ηταν όμως κακός έμπορος. Ηταν αιθεροβάμων, με τον ιδεαλισμό και τις αρχές του. Αντίθετα, η μάνα μου είχε την καπατσοσύνη του εμπορικού χώρου της. "Με τον σταυρό στο χέρι δε συντηρείται οικογένεια", του 'λεγε. Αλλά με τις γνωριμίες, το κύρος, την εντιμότητά του, έκανε εμπόριο κι έβγαλε χρήματα».
Η έλευση της επανάστασης
«Μετά ήρθε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Η οικογένεια καταστράφηκε οικονομικά. Αλλά ο πατέρας μου πίστεψε στην Επανάσταση, παρά τις αντιρρήσεις του σε μια σειρά πράγματα. Δεν ήταν όλα ρόδινα. Ενίοτε, μάλιστα, ήταν υπερβολικά και όχι πάντα σωστά. Ελεγε, όμως, ότι "το μεγάλο δίκιο ήταν το δίκιο της Επανάστασης". Λόγω των γνώσεών του δούλεψε σαν προγραμματιστής της παραγωγής ενός μεγάλου ελληνοαρμενικού εργοστασίου παπουτσιών, που λεγόταν "Ριζοσπάστης"».
Ο «αστός» Αναστάσης τιμήθηκε με το βιβλιάριο του πρωτοπόρου της σοσιαλιστικής εργασίας και προτάθηκε να γίνει μέλος του Μπολσεβίκικου Κόμματος. «Αξιοπρεπέστατα αρνήθηκε, λέγοντας ότι "θα νιώθει σα να έχει καθίσει σε αλλουνού θέση". Κι η μάνα είχε ωραίες αρχές, που έφταναν στα όρια της αυταπάρνησης, αλλά λόγω της καταγωγής της έβλεπε αλλιώς τα πράγματα. Αυτή η γυναίκα, που φύλαγε αυτόγραφα αστέρων του τσαρικού θεάτρου, μας βοηθούσε αργότερα να τυπώνουμε παράνομα προκηρύξεις και να φυγαδεύουμε Ρώσους αιχμαλώτους από τη Θεσσαλονίκη».
«Οι μετεπαναστατικές συνθήκες δεν ήταν εύκολες. Το '33 υπήρχε πείνα. Ο κόσμος σατίριζε, πως όσο ήταν ο "βλάκας ο Νικόλαος στην εξουσία το ψωμί είχε ένα πενηνταράκι. Αλλά με τους μπολσεβίκους δεν υπάρχει ούτε ψίχουλο". Ο ίδιος λαός που έκανε την Επανάσταση, στα δύσκολα χρόνια ακολούθησε αυτό που έλεγε ο Μαρξ, ότι αν δε γεμίσει το στομάχι, ο άνθρωπος θα ακολουθήσει το άμεσο συμφέρον του. Ο πατέρας μου έλεγε " εγώ είμαι αστός, αλλά είμαι σε θέση να καταλάβω την αναγκαιότητα αυτής της δύσκολης περιόδου, αφού χτίζεται ένα ωραίο μέλλον. Ενώ, αυτοί που έκαναν την επανάσταση και πολέμησαν στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού δεν είναι σε θέση να το καταλάβουν"».
Ο νεαρός Γιώργος θα φοιτήσει στο ελληνικό σχολείο της Οδησσού. Ομως, η οικογένεια αποφασίζει να φύγει στην Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Το ότι ο πατέρας δεν έχασε την ελληνική υπηκοότητά του βοήθησε και να φύγουν και να μεταφέρουν όλα τους τα πράγματα. Αυτά τα πράγματα που δώρισε ο Φαρσακίδης στο «Κέντρο Μελέτης και Ανάπτυξης του Ελληνικού Πολιτισμού», και με τα οποία αναπαριστάται πλήρως ένα τυπικό αστικό σπίτι της ελληνικής παροικίας της Οδησσού. Αν, βέβαια, το Κέντρο αποφασίσει, επιτέλους, να αξιοποιήσει αυτή τη σημαντική προσφορά...
Κατοχή
Ξεσπά ο πόλεμος. Το μέτωπο, μετά τη γερμανική επίθεση καταρρέει. Ο Γιώργος θυμάται τους φαντάρους, που, επιστρέφοντας, πετούσαν τα όπλα τους στο Καραμπουρνάκι. «Προσπαθήσαμε να τα σπάσουμε, αλλά επειδή δεν τα καταφέρναμε τα πετάγαμε στη θάλασσα. Είχα πάρει και ένα μακρύκαννο όπλο, είχα πάρει και σφαίρες, για όποτε γινόταν η επανάσταση. Το κρύψαμε μέσα σε ένα μπιλιάρδο του πατέρα μου. Οταν βγήκε η ανακοίνωση των Γερμανών ότι θα εκτελείται όλη η οικογένεια αν βρισκόταν όπλο, το λαδώσαμε, το τυλίξαμε σε κουρέλια και το παραχώσαμε σε έναν κήπο. Υστερα από χρόνια το βρήκαν οι πιτσιρικάδες, σκουριασμένο βέβαια, και παίζανε».
Το καλοκαίρι του '44 εντάσσεται στον ΕΛΑΣΧαλκιδικής. «Στον ΕΛΑΣ ζωγραφίζω και κρατώ ημερολόγιο, το οποίο δεν επιτρεπόταν για λόγους περιφρούρησης». Σε μια μάχη με ένα βουλγάρικο τάγμα στον Αγιο Πρόδρομο Χαλκιδικής, ο Γιώργος χάνει το σακίδιο, όπου είχε τα σκίτσα του. Δεκαετίες αργότερα, στη μεταπολίτευση, θα διαβάσει στο «Ριζοσπάστη» για τα «Σκίτσα ενός άγνωστου ΕΛΑΣίτη, προσφορά από τη ΛΔ της Βουλγαρίας»! Τι είχε συμβεί; «Ο Βούλγαρος που τα βρήκε ήταν σιτιστής εκείνου του τάγματος, με το οποίο συγκρουστήκαμε. Μάλιστα, σε μερικά από τα σκίτσα είναι γραμμένοι και λογαριασμοί για το συσσίτιο. Μετά από 30 χρόνια τα παρέδωσε στην Ελληνική Λέσχη της Σόφιας».
Ξεδιψώντας με τον ιδρώτα
«Δεν πονούσα στην αρχή. Ενιωθα το αίμα να με ζεσταίνει σα χλιαρό νερό. Σηκώθηκα και είδα το χέρι μου να κουνιέται κρεμασμένο. Σκέφτηκα ότι θα μου πέσει και θα το φάνε τα σκυλιά του χωριού. Ηταν καλύτερα το νυστέρι».
Ο επικεφαλής της «υποδειγματικής», ο Βαγγέλης Παντελάκος, χρειάστηκε να τον βρίσει για να πάψει να επιμένει να τον αφήσουν εκεί. Ενιωσε ανακούφιση μ' αυτό το βρίσιμο. Ο ίδιος τον μετέφερε, κουβαλώντας τον στην πλάτη του. «Η δίψα αφόρητη. Εγλειφα τον ιδρώτα του από το λαιμό του, για να ξεδιψάσω...»
«Δε θα άλλαζα τη ζωή μου»
Θα ήθελε να ήταν αλλιώς η ζωή του; «Είναι μια ζωή, την οποία ποτέ δε θα 'θελα ν' αλλάξω. Οπως δεν άλλαξα και την πίστη μου κι ας απομυθοποιήθηκαν κάποια πράγματα. Το ιδανικό παρέμεινε το ίδιο. Ο Λένιν έλεγε ότι κομμουνιστής είναι εκείνος που συμβάλλει, ώστε να προωθηθούμε, έστω κι ένα βηματάκι, προς την επανάσταση. Ούτε μεγάλα λόγια, ούτε εξάρσεις. Απλώς, πρακτικά, να συμβάλεις με ένα μικρό λιθαράκι. Αυτό που μπορεί να προσφέρει ο καθένας. Για μένα οι ιδέες του σοσιαλισμού συνοψίζονται στη φράση "να ανθρωπέψει ο άνθρωπος". Για μένα, θα υπάρχει πάντα η "Ιθάκη" μου, η ιδεολογία μου. Ποτέ δε θα 'θελα να κάνω συμβιβασμό, να κάνω πίσω, να αρνηθώ. Αυτό ποτέ δε θα το κάνω».
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ
Πόλεμος και Υπερηφάνεια!
Εκείνο που με κάνει να απελπίζομαι είναι πως υπάρχουν ακόμα αδιόρθωτοι ρομαντικοί, που μιλούνε για την Ελλάδα της ελιάς και των περιστεριών, της σταθερότητας και της ειρήνης. Και όχι μόνο μιλούνε, αλλά ομολογούν πως είναι υπερήφανοι για το ότι η χώρα μας έπαιξε και είναι έτοιμη να ξαναπαίξει το ρόλο της σταθεροποιητικής δύναμης στα Βαλκάνια, το ρόλο στην προσπάθεια της οικονομικής τους ανασυγκρότησης. Και όλα αυτά τα "μιλήματα" και οι υπερηφάνειες σε μια εποχή που τη χώρα μας την οργώνουν οι ερπύστριες των ΝΑΤΟικών τανκς, χωρίς την έγκριση του ελληνικού κοινοβουλίου, όπως προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα. Σε μια εποχή που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε την 25η Μαρτίου και τα πιτσιρίκια των δημοτικών σχολείων λένε και ξαναλένε τα ποιήματα που θα απαγγείλουν με το γνωστό στόμφο, για να καμαρώνουν οι γονείς και οι παππουδογιαγιάδες υπερήφανοι κι αυτοί για τα μεγαλεία μιας χώρας που μόνο κλάματα προκαλούν, όταν τα διηγείσαι.
Κι όλα αυτά δεν τα λέω, γιατί είμαι αντίπαλος, ούτε γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι λογής είναι αυτή η "περηφάνια" και σε ποια λογική στηρίζεται. Τα λέω, γιατί όποτε κι αν στρέψω τ' αυτί μου για ν' ακούσω τι λένε και τι δηλώνουν οι αφέντες τούτου του τόπου όλο και μια αναφορά θα γίνει στα όπλα μας, στις ένοπλες δυνάμεις μας, στο νέο μας εξοπλιστικό πρόγραμμα και, φυσικά, στους δοξασμένους μας φαντάρους που, αψηφώντας τους κινδύνους και την κακοπέραση, εκπροσωπούν επάξια την ελληνική πατρίδα στην προσπάθεια που γίνεται αυτή τη στιγμή από το πολεμοκάπηλο ΝΑΤΟ για να σταθεροποιηθεί η ειρήνη στο Κόσσοβο, και να διασφαλιστεί το αδιαμφισβήτητο των εθνικών συνόρων.
Και αναρωτιέμαι εγώ, καχύποπτα και πονηρά: γιατί να κινδυνεύουν οι φαντάροι μας, αφού όλα πλέουν μέσα σε γαλήνιους κυματισμούς ειρήνης και σταθερότητας, με τους "απελευθερωτές" Αλβανούς να "φυλάνε" τη σταθερότητα και τους "τρομοκράτες" Σέρβους να έχουν πάει στον "πάγκο" τους, εγκαταλείποντας τις εθνοκαθαρτικές τους ανησυχίες; Κι ακόμα πιο καχύποπτα και πιο πονηρά, αναρωτιέμαι: γιατί τέλος πάντων, ούτε ο πρωθυπουργός ούτε ο υπουργός της άμυνας δεν μπαίνουν στον κόπο να μας περιγράψουν πώς είναι, περίπου, αυτή η ειρήνη που βάλαμε και μεις το χεράκι μας, για να επιτευχθεί; Πώς πραγματώνεται από τους κατοίκους της περιοχής αυτή η περίφημη ειρήνη που τόσες "έξυπνες" μπόμπες έπεσαν για το χατίρι της, τόσα γεφύρια γκρεμίστηκαν, εκκλησιές και άλλα μνημεία του πολιτισμού εξαφανίστηκαν και μαζί με όλα αυτά αθώες ζωές χάθηκαν; Γιατί η Ειρήνη δεν είναι μια απλή συμβολική κατηγορία, που γράφεται στα υπηρεσιακά έγγραφα, για να δεσμεύσει τυπικά τους αντίπαλους ενός πολέμου ή να προσδιορίσει τις υποχρεώσεις ενός νικητή. Ειρήνη σημαίνει πάνω απ' όλα ΖΩΗ. Οπως την ξέρουμε και τη λαχταρούμε. Ειρήνη σημαίνει να είναι τα χωράφια στεφανωμένα με καρπούς και αμέριμνα γέλια, τα εργοστάσια πλημμυρισμένα με τις βραχνές φωνές των μηχανών. Οι κάμαρες των σπιτιών γεμάτες με αγάπη και ερωτικούς διαλόγους και από τις καμινάδες να βγαίνει ο καπνός του φρέσκου φαγητού.
Λοιπόν, κύριε υπουργέ της ελληνικής εθνικής άμυνας πού τα είδατε όλ' αυτά; Εγώ, μια φορά, κρατάω στα χέρια μου ένα επίσημο χαρτί του γιουγκοσλάβικου υπουργείου των εξωτερικών που αναφέρει με σκληρούς αριθμούς τι έγινε ακριβώς στο Κόσσοβο, από τότε που πάτησαν τα χώματά του οι ειρηνοφόρες ορδές του ΝΑΤΟ. Και αυτοί οι αριθμοί μιλούν για 4.200, πάνω κάτω, τρομοκρατικές ενέργειες, για 800 νεκρούς, για άλλους τόσους αγνοούμενους και για άλλα τέτοια "ειρηνικά" περιστατικά. Και σεις, κύριε υπουργέ, και οι άλλοι οι εν κόμματι "καρντάσηδες" μας λέτε πως είστε περήφανοι για όλ' αυτά, επειδή στηρίζονται και στην παρουσία των Ελλήνων φαντάρων που βρίσκονται χοντρά "πληρωμένοι", ως μισθοφόροι επομένως, σ' αυτή την πολύπαθη περιοχή.
Εγώ, πάντως, με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να συμμεριστώ την περηφάνια σας. Αντίθετα, νιώθω ανείπωτα ΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΟΣ!
Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου