Η μεταλλευτική δραστηριότητα στη Σέριφο είναι πανάρχαιη, συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας. Φαίνεται ότι τα μεταλλεία λειτουργούσαν διαρκώς, με τη χρησιμοποίηση εκτεταμένης δουλικής εργασίας, όπως και κατά τη διάρκεια της - ιδιότυπης, στα νησιά των Κυκλάδων - Βενετοκρατίας (1208 - 1537).
Ουσιαστικά, η ιστορία των μεταλλείων της Σερίφου ξεκινά κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Από τη συγκρότηση ακόμη του ελληνικού κράτους, πολλοί κεφαλαιούχοι ενδιαφέρθηκαν να αποκτήσουν άδεια εξόρυξης μεταλλευμάτων, σε πολλές περιοχές του νεοσύστατου κράτους. Η πρώτη άδεια εκμετάλλευσης των μεταλλείων της Σερίφου δόθηκε το 1869, με βασιλικό διάταγμα του Οθωνα στην «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία», για την εξόρυξη και εκμετάλλευση μαγνητικού και ανθρακικού σιδήρου. Η εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει ετησίως 3 λεπτά φόρο ανά τόνο, για κάθε ένα από τα παραχωρημένα στρέμματα, φόρο καθαρού εισοδήματος που προσδιοριζόταν κάθε χρόνο από το φορολογικό νόμο και μέρισμα 5 τοις χιλίοις στους ιδιοκτήτες των μεταλλοφόρων κτημάτων. Μετά από αλλεπάλληλες εκδόσεις αδειών σε ιδιώτες, για την εξόρυξη ποικίλων μεταλλευμάτων και την κακή διαχείριση από την πλευρά των εργολάβων, που οδήγησε την εταιρία στα πρόθυρα της πτώχευσης, το 1880, τα μεταλλεία περιήλθαν στη γαλλική μεταλλευτική εταιρία του Λαυρίου. Η νέα εταιρία ονομάστηκε «Σέριφος - Σπηλιαζέζα», δραστηριοποιήθηκε για τρία χρόνια και το 1883 διέκοψε, με σοβαρές ζημιές, τη λειτουργία της.
Ο αδίστακτος Γερμανός αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πραγματοποίησης συσσώρευσης, χωρίς ο ίδιος να καταβάλει το παραμικρό αρχικό κεφάλαιο. Ο Γρόμαν πειθανάγκαζε τους ιδιοκτήτες των - μικρών έως νανωδών - κλήρων, να του εκχωρούν τα χωράφια τους, χωρίς να τους αποδίδει το νόμιμο μέρισμα και εξαναγκάζοντάς τους να δουλεύουν στην εξόρυξη με γλίσχρο μεροκάματο. Σε μια επίδειξη «φιλάνθρωπου» πνεύματος απέναντι στους άθλια πληρωμένους εργάτες του, ίδρυσε δημοτικό σχολείο στο Μέγα Λειβάδι (όπου και η έδρα της επιχείρησης) και ένα υποτυπώδες νοσοκομείο στο κοντινό Μέγα Χωριό. Το προσωπικό, βέβαια, των ιδρυμάτων αυτών, πληρωνόταν από τους ίδιους τους εργάτες.
Επί των ημερών του πρεσβύτερου Γρόμαν, ο οποίος πέθανε το 1906, εξορύχθηκαν 2.800.000 τόνοι σιδηρομεταλλεύματος. Στη Σέριφο, προσέφευγαν, για να δουλέψουν στα μεταλλεία, νησιώτες από τα γύρω νησιά, αλλά και από την απέναντι πελοποννησιακή ακτή. Τα επώνυμα «Πελοποννήσιος» και «Μονεμβάσιος», που επιχωριάζουν στη Σέριφο, μαρτυρούν τη μακρινή καταγωγή αυτών που τα φέρουν.
Νησί προλεταρίων
Η άγονη Σέριφος δεν υπήρξε ποτέ νησί αλιέων, εμπόρων και καπεταναίων, όπως ήταν για παράδειγμα η γειτονική Σίφνος. Το 19ο αιώνα, μετατράπηκε σε κάτι πολύ σπάνιο για τον ελλαδικό χώρο: Σε νησί προλετάριων. Παρατηρείται μία σημαντική, για τα πληθυσμιακά δεδομένα του νησιού, συγκέντρωση της εργατικής τάξης. Ο πληθυσμός, από 2.134 κατοίκους το 1880, ανεβαίνει στους 4.000 το 1912. Η συγκέντρωση αυτή αποτυπώνεται και στην οικιστική φυσιογνωμία του νησιού: Τα κυβόσχημα, λευκά σπίτια της Χώρας, τυπικά κυκλαδίτικα με την πρώτη ματιά, κρύβουν μια ιδιαιτερότητα: Για να περάσεις στο δεύτερο δωμάτιο του ίδιου σπιτιού (συνήθως αυτά αποτελούνται από ένα υπνοδωμάτιο και μια κουζίνα, όπου συγκεντρώνεται η οικογένεια), πρέπει να βγεις στο δρόμο και να μπεις από άλλη πόρτα. Οι εργάτες, που έρχονταν από άλλες περιοχές, έχτιζαν πρώτα ένα δωμάτιο για να μείνουν, και, αργότερα, όταν έφερναν όλη τους την οικογένεια, έχτιζαν και το δεύτερο, όπως και όπου μπορούσαν.
Δυστυχώς, πάρα πολλές είναι οι αδιερεύνητες πλευρές των δραστηριοτήτων της εταιρίας. Μία από αυτές αφορά και το για πού προοριζόταν το μετάλλευμα. Θρυλείται ότι, μεγάλο τουλάχιστον μέρος του, εξαγόταν προς τη Γερμανία και ότι προοριζόταν για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Η αλήθεια είναι ότι στα υπόγεια της ερειπωμένης πια έδρας της διοίκησης των μεταλλείων, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από γερμανικά εγχειρίδια πολέμου. «Από τα σπλάχνα του νησιού μας, βγήκε το γερμανικό μέταλλο δύο παγκοσμίων πολέμων», λένε οι γέροι Σερφιώτες: πολλοί από αυτούς, έχουν προλάβει να δουλέψουν στα μεταλλεία και πάσχουν από ασθένειες των πνευμόνων - κληρονομιά της δουλιάς τους στα έγκατα της γης.
Οι ήδη άθλιες συνθήκες ζωής των μεταλλωρύχων της Σερίφου, επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο με την ανάληψη της εργολαβίας των μεταλλείων από το νεότερο Γρόμαν, τον Γεώργιο, που διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1906. Οι Γρόμαν είχαν, επίσης, κατορθώσει να ελέγχουν πολιτικά το νησί, έχοντας δημιουργήσει στο πλάι τους μια ομάδα πιστών τους υπαλλήλων, που λειτουργούσαν ως επιστάτες και μαγκουροφόροι πραιτοριανοί. Αλλά και λόγιοι, «εγγράμματοι», τουλάχιστον υπάλληλοί τους, φαίνεται ότι έκαναν κάθε προσπάθεια να διαμορφώσουν την εικόνα ενός «εργοδότη - πατερούλη», που νοιάζεται και φροντίζει τους «εργάτες - παιδιά του». Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ο Εμμανουήλ Γ. Ανδρόνικος, διευθυντής της «Γρωμαννείου Σχολής» (του σχολείου που λειτουργούσε στο Μέγα Λειβάδι), για να εξυμνήσει τους «μεγάλους ευεργέτες»: «Ολοι» - σ.σ. εννοεί τους εργάτες - «ζουν με ζηλευτή αρμονία και άνεση, διότι βρίσκονται κάτω από την προστασία και βρίσκουν θαλπωρή και καταφύγιο, στο παρελθόν μεν από τον αείμνηστο πατέρα (Αιμίλιο Γρώμμαν), σήμερα δε από τον πολυαγαπημένο του γιο (το Γεώργιο), όπως ακριβώς ένα μεγάλο και ψηλό δέντρο που φυτρώνει στη μέση της ερήμου».
Το παραπάνω κείμενο είναι γραμμένο στα 1906. Δέκα χρόνια μετά, να πώς περιγράφει, σε μάλλον ήπιο και υπηρεσιακό ύφος, πλευρές των συνθηκών ζωής των μεταλλωρύχων, το υπόμνημα του νεοσυσταθέντος σωματείου τους, προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας:
«(...) εις το βασίλειον Σερίφου, αι ώραι εργασίας είναι κανονισμέναι από της Ανατολής μέχρι της δύσεως ηλίου, με διακοπή μιας ώρας κατά τους χειμερινούς μήνας, και 2 έως 2 1/2 κατά τους θερινούς, ήτοι 9 - 12». Και παρακάτω:
«Ασφάλεια καμία δεν υπάρχει μεταξύ των εργατών μεταλλωρύχων διότι η εταιρεία με τον σκοπόν να καρπωθεί κέρδη εύκολα από δύο μηνών διέταξε κι κρημνίζονται οι στύλοι μεταλλεύματος οίτινες μένουν προς στήριξη των στοών κατά τους κανόνες της μηχανικής. (...) Υποχρεούμεθα να καταβάλλωμεν 2% επί των ημερομισθίων μας διά το ταμείον αλληλοβοήθειάς μας, αλλά κανείς εργάτης δεν ηξεύρει τι ποσόν συνάζεται πού κατατίθεται και ποίος το διαχειρίζεται. Μόνον ιατρική περίθαλψις και τα στοιχειώδη φάρμακα τους παρέχονται και όχι πάντοτε».
Η ίδρυση του σωματείου
Το 1916, είναι μία χρονιά «στο μάτι του κυκλώνα», τόσο για τα εν γένει πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, όσο και για την ανέλιξη του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος. Είναι η χρονιά της κορύφωσης της σύγκρουσης ανάμεσα στις μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης για το αν θα βγει η Ελλάδα ή όχι στον πόλεμο. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων επιδιώκει την έξοδο της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, ενώ οι βασιλικοί προκρίνουν την ευμενή, προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, ουδετερότητα. Πιέσεις ασκούνται και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές, ενώ στην ουσία υπάρχουν δύο κυβερνήσεις: Η βασιλική της Αθήνας και η φιλοβενιζελική της «Εθνικής Αμυνας» στη Θεσσαλονίκη.
Η στάση απέναντι στον πόλεμο αποτελεί κομβικό ζήτημα και για το αδύναμο και κατακερματισμένο ακόμη σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, που, ωστόσο, μπαίνει σιγά - σιγά, στο δρόμο της ενοποίησής του και της αποσαφήνισης της φυσιογνωμίας του. Βέβαια, η ιδεολογική διαπάλη που αναπτύσσεται ανάμεσα στους διάφορους σοσιαλιστικούς ομίλους και τις οργανώσεις δεν μπορεί, αντικειμενικά, να έχει την αντανάκλασή της στο μικρό νησί των Κυκλάδων. Εκείνο όμως που αποτυπώνεται, τη χρονιά αυτή, στη συνείδηση και στις δραστηριότητες των κατοίκων του είναι η ένταση της ταξικής αγανάκτησης. Αυθόρμητη στην αρχή, ωριμάζει και αποκρυσταλλώνεται στη δημιουργία σωματείου «εργατών μεταλλευτών», στις 24 Ιουλίου. Η τρίτη παράγραφος του 2ου άρθρου, ορίζει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό του σωματείου, τα ακόλουθα:
«Η αλληλεγγύη με τους οργανωμένους εργάτας όλης της Ελλάδος και όλου του κόσμου, διά την άμυνα υπέρ των εργατικών δικαίων και την καταπολέμηση της εκμεταλλεύσεως από το κεφάλαιον, με τελικόν σκοπόν να δημοσιοποιηθούν τα μέσα παραγωγής να γίνουν τα εκ της εργασίας αγαθά αποκλειστική απόλαυσις των παραγωγών των και να παύσει η εκμετάλλευσις του ανθρώπου από τον όμοιόν του».
Στη συγκρότηση του σωματείου των μεταλλωρύχων συντέλεσε ουσιαστικά ο Κωνσταντίνος Σπέρας, ικανός συνδικαλιστής και μέλος της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Πειραιά (Σερφιώτης στην καταγωγή). Ωστόσο, ο ρόλος του δεν είναι καθαρός: γενικά, χαρακτηρίζεται ως «αναρχοσυνδικαλιστής». Ηταν κάθετα αντίθετος με τη δημιουργία πολιτικού κόμματος που θα έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο για το προλεταριάτο και, παρ' όλο που συμμετείχε στο ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, το 1918, στην ουσία διαφώνησε με τη συγκρότησή του και διαγράφτηκε στο 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ, το 1920. Η στάση του, στην απεργία που ακολούθησε, ήταν αρκετά συμβιβαστική, αλλά και - για λόγους που θα δούμε αμέσως παρακάτω - ύποπτη για εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων από εκείνους της εργατικής τάξης.
Η πρώτη οργανωμένη δράση οδηγεί στην απεργία
Το σωματείο των μεταλλωρύχων της Σερίφου συγκροτήθηκε, πάντως, με άμεσο στόχο και αίτημα τον περιορισμό των αυθαιρεσιών του Γρόμαν, την καθιέρωση του 8ωρου, την αύξηση των ημερομισθίων και τη λήψη μέτρων προστασίας. Στις 7 Αυγούστου του 1916, και μετά από σειρά υπομνημάτων προς τα αρμόδια υπουργεία, ξεσπά η απεργία. Οι μεταλλωρύχοι αρνούνται να φορτώσουν το ανδριώτικο πλοίο «Μανούσι», που ήρθε να παραλάβει σιδηρομετάλλευμα, για τη Γερμανία, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, για τη Γλασκώβη, όπως λένε οι εκπρόσωποι της εταιρίας. Στις 21 Αυγούστου, φτάνουν στη Σέριφο 10 (κατ' άλλους 12) χωροφύλακες, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου, άνθρωπο εντελώς χαρακτηριστικό του επαγγέλματός του, με την εντολή να καταπνίξουν την απεργία. Ο Χρυσάνθου βιαιοπραγεί εναντίον των πάντων, σε όλη την πορεία του αποσπάσματος από το λιμάνι του νησιού στο Μέγα Λειβάδι, ενώ φυλακίζει την ηγεσία του σωματείου - ανάμεσά τους και τον Σπέρα. Ο χώρος της απεργίας και της συγκέντρωσης των εργατών είναι η κλειστή παραλία του Μεγάλου Λειβαδιού: δεξιά, καθώς κοιτάζουμε τη θάλασσα, βρίσκονται οι εγκαταστάσεις εξόρυξης και η γέφυρα φόρτωσης, όπου είναι συγκεντρωμένοι οι εργάτες. Αριστερά, βρίσκεται το κτίριο της διοίκησης των μεταλλείων. Το απόσπασμα της χωροφυλακής δίνει προθεσμία 5 λεπτών στους συγκεντρωμένους για να φορτώσουν το πλοίο. Οταν η προθεσμία εκπνέει, πυροβολεί τους απεργούς εν ψυχρώ. Ενας εργάτης, ο Θεμιστοκλής Κουζούπης, πέφτει αμέσως νεκρός, και ακολουθούν άλλοι τρεις. Οι απεργοί δε μένουν με σταυρωμένα τα χέρια: Ακολουθεί γενικευμένη σύρραξη, στην οποία συμμετέχουν ενεργά γυναίκες και παιδιά. Τραυματίζονται 10 χωροφύλακες, ενώ λιθοβολούνται μέχρι θανάτου ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου και ο αστυνόμος Σερίφου Τριανταφύλλου, ο οποίος γκρεμίζεται από τη γέφυρα φόρτωσης στη θάλασσα. Κατά την τοπική μάλιστα παράδοση, είναι γυναίκα εκείνη που συνθλίβει με την πέτρα το κεφάλι του υπομοίραρχου!
Η σύρραξη έδειχνε τάσεις περαιτέρω γενίκευσης σε όλο τον πληθυσμό του νησιού. Ο Σπέρας - που είχε εν τω μεταξύ απελευθερωθεί - κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να συγκρατήσει το πλήθος. Η αντιφατική του στάση απέναντι στα γεγονότα, φαίνεται αρκετά καθαρά από τα όσα ο ίδιος περιγράφει στο μικρό βιβλίο που έγραψε, στις φυλακές Τζιβάρα της Σύρου.
«Φθάσαντες εις το κέντρον της κωμοπόλεως, συνεκεντρώθημεν εις την πλατείαν, εκεί δε αφού ωμίλησα διά μακρόν εξιστορήσας εις τον λαόν τα της συμπλοκής, απεφασίσθη να ζητήσωμεν ξένη προστασίαν μην έχοντες πλέον ουδεμίαν εμπιστοσύνη εις την Κυβέρνησιν των Αθηνών.
Πάραυτα, μετά την απόφασιν του λαού, διέταξα τους οπλισμένους εκ των απεργών να καταλάβουν το τηλεγραφείον, την Αστυνομίαν, το ειρηνοδικείον κτλ.. δημόσια ιδρύματα».
Και παρακάτω:
«Τακτοποιήσαντες προχείρως τα πράγματα, συνετάξαμεν έγγραφον προς τον αρχηγόν της εν Μήλω ναυλοχούσης συμμαχικής μοίρας εκθέτοντες τα της συμπλοκής και τακτοποιούντες την απόφασιν των κατοίκων όπως τεθούν υπό την προστασίαν της Γαλλικής Δημοκρατίας...».
Ηταν τα πρώτα σκιρτήματα ταξικής συνειδητοποίησης
Δεν έχουμε στα χέρια μας επαρκή στοιχεία για να τεκμηριώσουμε μία συγκροτημένη άποψη. Ωστόσο, μπορούμε να διατυπώσουμε μια υπόθεση εργασίας. Η εξέγερση των εργατών της Σερίφου το 1916, ήταν αναμφίβολα μια μεγαλειώδης εκδήλωση ταξικού φρονήματος, που εξελίχθηκε σε ανοιχτή ταξική σύγκρουση (και που έληξε με μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών). Αναντίρρητα, έδωσε στην ελληνική εργατική τάξη τους πρώτους νεκρούς ήρωές της, μέσα στον εικοστό αιώνα. Η πολιτική καθοδήγηση όμως της απεργίας αυτής ήταν όχι μόνο λειψή αλλά, κατά τη γνώμη μας, και ύποπτη. Με την επίκληση της προστασίας των δυνάμεων της Αντάντ, ο Σπέρας, που καθοδήγησε την εξέγερση, προσπάθησε, πρακτικά, να θέσει το εργατικό κίνημα του νησιού, στο πλευρό, αν όχι στην υπηρεσία, του ενός από τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς που έσερναν τους λαούς στο σφαγείο του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, της μιας από τις δύο αντιμαχόμενες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης. Σε τίποτα βέβαια, οι προσπάθειες αυτές δε μειώνουν τον ηρωισμό και τη θυσία των μεταλλωρύχων που με τον ηρωισμό της απελπισίας τους και της ταξικής τους οργής δημιούργησαν αυτό το εργατικό Κιλελέρ, στην καρδιά του Αιγαίου.
Τα μεταλλεία της Σερίφου λειτούργησαν μέχρι το 1964. Νέοι νεκροί, από εργατικά ατυχήματα, προστέθηκαν στη μακρά σειρά των θυμάτων που οι μνήμες τους εξακολουθούν να στοιχειώνουν τις στοές. Οταν οι κληρονόμοι του Γρόμαν βρήκαν πλουσιότερες φλέβες μεταλλεύματος στη Νότια Αφρική, τα εγκατέλειψαν. Εάν επισκεφτεί κανείς σήμερα το Μέγα Λειβάδι και τον Κουταλά θα δει ένα υποβλητικό τοπίο: Βαγονέτα και ράγες παρατημένα σαν να λειτουργούσαν μέχρι χτες, μισογκρεμισμένες γέφυρες φόρτωσης, είσοδοι στοών σαν γοτθικές αψίδες. Στο Μέγα Λειβάδι το έδαφος είναι κόκκινο από το σιδηρομετάλλευμα και τον ήλιο που τα απογεύματα του καλοκαιριού μένει για πολλή ώρα στο δυτικό ορίζοντα και η θάλασσα έχει το βαθύ πράσινο του οινοπνεύματος. Στη γωνία, το νεοκλασικό κτίριο της (φασματικής) πλέον εταιρίας, με τους σκονισμένους φοίνικες, δυστυχώς τελεί υπό κατάρρευση. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες (η οικογένεια Αγγελόπουλου) το «χάρισε» πρόσφατα στο Δήμο της Σερίφου, ωσάν να μην είναι χτισμένο και τούτο, όπως και όλα τα άλλα βιομηχανικά ερείπια με το αίμα, τον ιδρώτα, τη σάρκα, αυτού του κομματιού της ελληνικής εργατικής τάξης που είναι οι μεταλλωρύχοι του νησιού. Και δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς τη στιγμή που, σε μιαν άλλη κοινωνία, τα ερείπια αυτά θα συντηρηθούν και θα αποδοθούν σε ένα ευτυχισμένο, νικηφόρο προλεταριάτο, ως εργαλεία μνήμης και διαπαιδαγώγησης. Μέχρι τότε, ο επισκέπτης του νησιού, ας μην παραλείψει να επισκεφτεί αυτόν τον τόπο της θυσίας και, με το μπρούσκο, αρωματισμένο με θρούμπι και θυμάρι κόκκινο σερφιώτικο κρασί, ας κάνει μια σπονδή στη μνήμη των χιλιάδων νεκρών των στοών και των τεσσάρων ηρωικών νεκρών του 1916.
Πηγές:
- «Μέχρι Σερίφου», Θεοδώρου Κ. Αργουζάκη, Αθήνα 1904.
- Γ. Κορδάτος: Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδ. Μπουκουμάνη, 1972.
- «Η αιματηρή απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου», έκδ. Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων Ελλάδας.
- Κωνσταντίνος Σπέρας: Η απεργία της Σερίφου (ήτοι: αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916, εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου), εκδ. Ιστορία, Πλους 1ος, Βιβλιοπέλαγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου