Ηταν η «κερκόπορτα»;
Ο Αλεξέι Κοσίγκιν βαδίζει μέσα στα χιόνια, ακολουθούμενος από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
Από τις 27 έως τις 29 Σεπτέμβρη 1965 στη Μόσχα συγκλήθηκε η Ολομέλεια της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) για να εξετάσει την κατάσταση στη βιομηχανία της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας στον κόσμο. Η Απόφαση της ΚΕ, που δημοσιεύτηκε την 1η Οκτώβρη 1965 στην «Πράβντα», με τον τίτλο «Για τη βελτίωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας, την τελειοποίηση του σχεδιασμού και τo δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυνσης της βιομηχανικής παραγωγής», χαρακτηρίζεται ως «στροφή» στην οικονομική πολιτική που ακολουθούσαν ως εκείνη τη στιγμή οι Σοβιετικοί κομμουνιστές. Στην ιστορία έμεινε σαν η «μεταρρύθμιση του Κοσίγκιν», μια και την εισήγηση στην ΚΕ του ΚΚΣΕ έκανε ο τότε πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ.
Σήμερα, 40 χρόνια μετά, μελετώντας την εμπειρία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, το ΚΚΕ επιχειρεί να εμβαθύνει στα οικονομικά ζητήματα του σοσιαλισμού, σε επίπεδο θεωρίας αλλά και πολιτικής. Πρώτ' απ' όλα επιδιώκουμε να αποκτήσουμε περισσότερες γνώσεις, για τον προβληματισμό και τη διαπάλη που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ. Το σημερινό άρθρο δίνει προσαρμοσμένα στις δυνατότητες χώρου της εφημερίδας βασικά σημεία της μεταρρύθμισης Κοσίγκιν και τη διαπάλη γύρω απ' αυτήν με βασική πηγή τη σχετική αρθρογραφία της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης».
Η προϊστορία της Απόφασης
Η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ δεν ήταν σίγουρα ένας «κεραυνός εν αιθρία». Για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ΕΣΣΔ διεξάγονταν συζητήσεις, ακόμη κι έντονη πολεμική, ανάμεσα σε επιστήμονες, οικονομολόγους, κομματικά και κρατικά στελέχη. Αλλωστε, ο δρόμος από τον οποίο έπρεπε να βαδίσει η σοσιαλιστική οικονομία ήταν εντελώς πρωτόγνωρος και βέβαια δε θα μπορούσε να έχει καταγραφεί αναλυτικά από τους κλασικούς του μαρξισμού - λενινισμού.
Ο Αλεξέι Κοσίγκιν με το Μιχαήλ Γκορμπατσόφ τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους
Οπως είναι γνωστό, το έργο του Ι. Β. Στάλιν, με τον τίτλο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952), αναφέρεται στις θεωρητικές συζητήσεις για τα αντίστοιχα προβλήματα, που διεξάγονταν εκείνη την περίοδο κι έδωσε σημαντικές απαντήσεις, χρήσιμες ως τα σήμερα. Χωρίς να είναι δυνατό σε δύο αράδες να συμπυκνώσουμε όλον τον προβληματισμό, αξίζει να πούμε πως εκεί ο Στάλιν υποστηρίζει πως «η σοσιαλιστική παραγωγή (αυτή που στηρίζεται στην κοινωνική - κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής) δεν είναι εμπορευματική. Ο νόμος της αξίας δεν παίζει ρυθμιστικό ρόλο στη σοσιαλιστική παραγωγή, αφού τόσο η εργατική δύναμη όσο και τα μέσα παραγωγής δεν εισέρχονται πλέον ως εμπορεύματα στην παραγωγική διαδικασία. Ο εμπορευματικός - χρηματικός χαρακτήρας διατηρείται στην αγροτική παραγωγή και ανταλλαγή της με την παραγωγή της κοινωνικοποιημένης (κρατικής) βιομηχανικής παραγωγής μέσω του κοινωνικού (κρατικού) ιδιοκτήτη της (βιομηχανικής παραγωγής). Διατηρείται επίσης στο εξωτερικό εμπόριο (με κρατικό μονοπώλιο). Διατηρείται και για ένα μέρος της κατανομής, αυτό που αφορά το τμήμα της ατομικής κατανάλωσης που δε στηρίζεται στο σύστημα διανομής, αλλά στις εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις. Απ' αυτήν την άποψη, ο νόμος της αξίας υφίσταται και για τη σοσιαλιστική παραγωγή. Γι' αυτό χαρακτηρίζει την τέτοια ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής ως "ειδικής φύσης", με την έννοια ότι δεν παίρνει καπιταλιστικό χαρακτήρα, εφόσον δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η εργασία δεν είναι εμπόρευμα»1.
Μετά το θάνατο του Στάλιν, οξύνθηκε η διαπάλη για τα ζητήματα της οικονομίας του σοσιαλισμού. Το θεωρητικό ρεύμα που υποστήριζε το γενικευμένο ρυθμιστικό ρόλο του νόμου της αξίας στο σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής κερδίζει σταθερά έδαφος και επιρροή στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής. Ετσι π.χ. το Φλεβάρη του 1958, η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφάσισε την πώληση των τεχνικών μέσων των ΜΤΣ (Μηχανοτρακτερικών Σταθμών) στα κολχόζ, πολιτική η οποία δίνει ιδιοκτησία μηχανικών μέσων παραγωγής στα κολχόζ. Ταυτόχρονα αλλάζει και το σύστημα συγκέντρωσης, δίνοντας δυνατότητα διαφοροποίησης των τιμών μεταξύ των ζωνών της χώρας. Το Μάρτη του 1965, με εισήγηση του Λ. Μπρέζνιεφ, η ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφασίζει μεταρρυθμίσεις στον αγροτικό τομέα. Σ' αυτές περιλαμβάνονταν η μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος, η δυνατότητα πώλησης ποσότητας υπεράνω της υποχρεωτικής ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, καταργήθηκαν οι περιορισμοί στις συναλλαγές των νοικοκυριών των κολχόζνικων, ο φόρος για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Κρατικής Τράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Ακολούθησε λίγους μόνο μήνες μετά η μεταρρύθμιση Κοσίγκιν στη βιομηχανία.
Μπορεί κανείς να συμπεράνει πως οι κινήσεις που έγιναν από τη σοβιετική ηγεσία εκείνη την περίοδο κινήθηκαν «σε κατεύθυνση περαιτέρω τόνωσης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, στη βάση προσαρμογής της οικονομικής πολιτικής, του κεντρικού σχεδιασμού στη θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί αντικειμενικά στο σοσιαλισμό και πρέπει να υπολογίζεται η κατανομή με βάση αυτόν»2.
Ποια φαινόμενα επιδίωκε να λύσει
Χρόνια τώρα σοσιαλδημοκράτες, δεξιοί κι οπορτουνιστές, σε μια «συγκινητική» προσπάθεια, προσπαθούν να πείσουν όχι μόνο για τη δήθεν «αντιδημοκρατικότητα» του σοσιαλισμού, αλλά και για την οικονομική χρεοκοπία του. Το έργο τους είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αν πάρει κανείς υπόψη του τα στοιχεία που δείχνουν πως οι μπολσεβίκοι «ανέλαβαν» από τον τσαρισμό μια χώρα βιομηχανικά κι αγροτικά καθυστερημένη, με έντονα τα μισοφεουδαρχικά στοιχεία σε τεράστιες περιοχές, και μέσα σε λίγες δεκαετίες κατάφεραν να τη μετατρέψουν σε μια βιομηχανική υπερδύναμη. Ο εξηλεκτρισμός, η εκβιομηχάνιση και η κολεκτιβοποίηση στην αχανή αυτή χώρα έκανε αρκετές φορές τους αστούς οικονομολόγους να «τρίβουν τα μάτια τους», μην μπορώντας να πιστέψουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας των Σοβιέτ3. Αλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που η ΕΣΣΔ κατάφερε να κατατροπώσει την πολεμική μηχανή του Χίτλερ, σηκώνοντας το κύριο βάρος στην Αντιφασιστική Νίκη του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και να επιτύχει λίγο αργότερα την ανασυγκρότηση μιας κατεστραμμένης χώρας, την απόκτηση του πυρηνικού όπλου, που έπαιξε αναντικατάστατο ρόλο για την «εξισορρόπηση» των διεθνών υποθέσεων και την αποτροπή ενός ακόμη Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο ήταν έτοιμοι να καταφύγουν οι ιμπεριαλιστές.
Την ίδια ώρα όμως, όπως είναι αναμενόμενο, υπήρχαν και προβλήματα στη σοβιετική οικονομία, που απαιτούσαν λύσεις. Ετσι π.χ. τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60 παρατηρήθηκε μείωση των ρυθμών με τους οποίους αυξανόταν η ετήσια παραγωγικότητα της εργασίας και η ετήσια παραγωγή. Μια καθυστέρηση στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Επίσης υπήρχαν δυσαναλογίες στην παραγωγή. Μπροστά σ' αυτά τα προβλήματα επικράτησε η άποψη πως αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν αν υιοθετηθεί το κέρδος της επιχείρησης (με ταυτόχρονη μείωση του κεντρικού σχεδιασμού) ως βασικό κίνητρο για την εισαγωγή νέας τεχνολογίας, για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του πραγματικού όγκου παραγωγής, για την ανάπτυξη της ευθύνης της διεύθυνσης. Ετσι προχώρησε η αναμόρφωση του συστήματος διεύθυνσης στην κατεύθυνση της λεγόμενης αρχής της ιδιοσυντήρησης, η οποία προωθείται και στη διεύθυνση των κρατικών σοβχόζ. Ουσιαστικά, η μεταρρύθμιση Κοσίγκιν στηριζόταν στις απόψεις που είχε προτείνει ο καθηγητής Ε. Λίμπερμαν κι άλλοι ομοϊδεάτες του.
Πού οδήγησε;
Οπως γράφει ο Β. Γιάκουσεφ: «Η οικονομική μεταρρύθμιση του 1965 έδωσε προτεραιότητα στους αξιακούς δείκτες επί των φυσικών και ενίσχυσε το ρόλο του κέρδους. Η μεταρρύθμιση πρόσθεσε στη λογιστική λειτουργία του κέρδους τη λειτουργία της διαμόρφωσης των τιμών και του κινήτρου. Ως αποτέλεσμα εμφανίστηκε στις επιχειρήσεις ίδιον συμφέρον, που δεν εναρμονιζόταν πάντα με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Πολύ συχνά εμφανιζόταν η κατάσταση από τις θέσεις του κρατικού σχεδίου να πρέπει να γίνει το ένα, ενώ από τις θέσεις των συμφερόντων ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων το άλλο. Οι οικονομικοί μοχλοί λειτουργούσαν ενάντια στα καθήκοντα του σχεδίου.(...)
Ο μηχανισμός δαπανών εντάχτηκε πλήρως στη σοβιετική οικονομία μετά τη μεταρρύθμιση του '65, όταν άρχισαν να αξιολογούν τις επιχειρήσεις όχι μόνο με την εκτέλεση των καθηκόντων του πλάνου, εκφρασμένων σε φυσικούς δείκτες, αλλά και με το κέρδος. Ως αποτέλεσμα, η επιχείρηση άρχισε να ενδιαφέρεται για τα έξοδα παραγωγής, επειδή σε αυτήν την περίπτωση (σ.μ.: αυξημένων εξόδων παραγωγής) τα όργανα σχεδιοποίησης καθόριζαν υψηλότερη τιμή για την παραγωγή της. Μέχρι τη μεταρρύθμιση του '65 η επιχείρηση ενθαρρυνόταν για τη μείωση του κόστους παραγωγής, δηλαδή για τη μείωση των δαπανών εργασίας. Στο ότι ταυτόχρονα υπέφερε συχνά ο δείκτης του κέρδους (μερικές φορές ακόμα και μια πρωτοπόρα επιχείρηση γινόταν «ελλειμματική»), τότε δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή, στο βαθμό που ο δείκτης του κέρδους ήταν συμβατικός»4.
Ενας συνδυασμός μεταξύ του κινήτρου του κέρδους και της τροποποίησης της πολιτικής τιμών οδήγησε στη σπατάλη ενέργειας και υλικών από τις επιχειρήσεις, ενώ τους βόλευε η παραγωγή λιγότερων, αλλά ακριβότερων προϊόντων. Ετσι σ' ένα διάστημα 3 δεκαετιών οι κατευθύνσεις αυτές έκαναν αισθητή την έλλειψη προϊόντων. Σύμφωνα με άρθρο στην εφημερίδα «Σοβιετική Ρωσία», η κατάσταση όχι μόνο δεν καλυτέρευσε, αλλά χειροτέρευσε. Ετσι «στην περίοδο 1955-1985 οι ρυθμοί αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής έπεσαν σχεδόν κατά 5 φορές»5.
Και βέβαια αυτή η κατάσταση επηρέαζε και άλλους τομείς, που είχαν σχέση με τη βιομηχανία, όπως την αγροτική παραγωγή. Γράφει ο Μ. Ποπόφ: «Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η εμπορευματικότητα στην οικονομία μας δεν εμφανίστηκε μόνο στο κυνηγητό των επιχειρήσεων για αύξηση των αξιακών δεικτών, αλλά και στον προσανατολισμό τους στον "όγκο" σε φυσικούς δείκτες χωρίς να υπολογίζονται οι συγκεκριμένες απαιτήσεις των κοινωνικών συμφερόντων ως προς τη δομή και την ποιότητα της παραγωγής. Η παραγωγή της κονσερβοποιίας καρπών και λαχανικών, για παράδειγμα, αυξήθηκε, την περίοδο 1965 - 1980, πάνω από δυο φορές. Ομως αυξήθηκε μόνο ο λεγόμενος όγκος, δηλαδή η γενική παραγωγή της κονσερβοποιίας καρπών και λαχανικών σε εκατομμύρια συμβατικές κονσέρβες. Σε ό,τι αφορά όμως μια σειρά (ακριβώς των πιο σπάνιων) ειδών της, η επεξεργασία τους μειωνόταν συστηματικά. Ειδικά, στη Μολδαβία ενώ αυξανόταν ορμητικά η παραγωγή τοματοπελτέ και πουρέ μήλου, χρόνο με το χρόνο μειώνονταν οι όγκοι επεξεργασίας κερασιών, βύσσινου, βερίκοκου και ροδάκινων. Η πλειοψηφία των νοικοκυριών, που παλιότερα είχαν σημαντικές εκτάσεις τέτοιων καλλιεργειών, σταδιακά τις ξερίζωσαν, μετατρέποντάς τες σε κήπους με μηλιές. Χάθηκαν σχεδόν τελείως τα φραγκοστάφυλα, τα βατόμουρα και οι φράουλες»6.
Φυσικά, αυτές οι εξελίξεις στην οικονομία είχαν κι αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής του λαού, αφού οι ελλείψεις στα προϊόντα δε συμβάδιζαν με τις διακηρύξεις της κομματικής και κρατικής ηγεσίας περί οριστικής νίκης του σοσιαλισμού και μάλιστα περί σταδίου «ανεπτυγμένου σοσιαλισμού». Ο ενθουσιασμός για τις επιτυχίες που είχε πετύχει έως τότε η χώρα άρχισε σταδιακά να εξανεμίζεται, όλο και περισσότερο κυριαρχούσε η εγωπάθεια, ατομική και συλλογική.
Γιατί δεν ανατράπηκε η μεταρρύθμιση;
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, αν η μεταρρύθμιση του 1965 ήταν η μοναδική λύση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αναφέραμε. Κι αν δεν ήταν, γιατί η κομματική και κρατική ηγεσία της ΕΣΣΔ, που έβλεπε πώς πάει η κατάσταση, δεν πήρε κάποια άλλα μέτρα για την αλλαγή αυτής της κατάστασης;
Κατ' αρχήν είναι πλέον γνωστό πως η συγκεκριμένη κατεύθυνση, που ακολουθήθηκε με τη μεταρρύθμιση του 1965, δεν ήταν η μοναδική επιλογή. Υπήρχαν θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού, για την ισχυροποίηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ακόμη και της αγροτικής παραγωγής με στόχο τη διεύρυνση της παραγωγής7,8.
Η έλλειψη προϊόντων οδήγησε στην κερδοσκοπία και σε μια κατηγορία ανθρώπων που είχε συμφέρον από τη διατήρηση αυτής της κατάστασης (διευθυντές επιχειρήσεων, κρατικά στελέχη, τμήμα της κομματικής ηγεσίας κ.ά.). Να τι έγραψε η ρωσόφωνη σελίδα του BBC σχετικά με αυτήν την 40χρονη επέτειο: «Εμφανίστηκαν (σημ. μετά το 1965) νοικοκυραίοι με πρωτοβουλία, που μηχανεύονταν την ανάπτυξη την παραγωγή, παραβλέποντας τις οδηγίες από τα πάνω, χωρίς να ξεχνούν βέβαια και τον εαυτό τους. Οι κομματικές δυνάμεις, ανάλογα την περίσταση, είτε τους ανακήρυσσαν "φάρους" ή τους έστελναν στο δικαστήριο. Οι διευθυντές βρήκαν δυνατότητα να παζαρεύουν με τα παραπάνω όργανα για τις τιμές των προϊόντων τους και τη μείωση των πλάνων, με τρόπο που να μη χάνουν και τα παραπανίσια χρήματα από το κέρδος»9.
Η μεταρρύθμιση παλινόρθωσε τον καπιταλισμό;
Μπορούμε να πούμε ότι η μεταρρύθμιση του 1965 άνοιξε το δρόμο για τον καπιταλισμό;
Ο Ν. Γιάκουσεφ γράφει σχετικά: «Μετά τη μεταρρύθμιση του 1965 ο νόμος της αξίας άρχισε με επιμονή να ανοίγει το δρόμο του. Δεν είναι σωστό να πούμε ότι η μεταρρύθμιση του 1965 παλινόρθωσε τον καπιταλισμό, όμως η κίνηση στράφηκε ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Παρέμενε ακόμα το σχέδιο, εκφρασμένο σε φυσικούς δείκτες, το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, απουσίαζε η ελεύθερη διαμόρφωση τιμών, όμως όλα αυτά σιγά -σιγά υποσκάπτονταν. Ετσι, τη δεκαετία του '70 η Κρατική Επιτροπή Τιμών απέρριψε σαν ατεκμηρίωτες το 30% των αιτήσεων των επιχειρήσεων για αύξηση των τιμών της παραγωγής τους. Αρχιζε να ξετυλίγεται το κυνήγι του κέρδους. Τελειωτικά το αυθόρμητο της αγοράς απελευθερώθηκε από την περεστρόικα»10.
Στο Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΚΕΚΡ-ΚΚΡ) σημειώνεται σχετικά: «Η ενίσχυση των ατομικο-ιδιοκτησιακών τάσεων προετοίμασε την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, που είχε καταστροφικό χαρακτήρα για τη λαϊκή οικονομία. Προσανατολίζοντας τις επιχειρήσεις στο σύνολο του ποσού των ρουβλίων από την πώληση και στο κέρδος, έδωσε κίνητρο για τον ομαδικό εγωισμό, το υλικό ενδιαφέρον των παραγωγών να παράγουν όσο το δυνατόν λιγότερα προϊόντα και όσο το δυνατόν ακριβότερα, γεννώντας τις ελλείψεις προϊόντων και τον πληθωρισμό, ενισχύοντας την ανισοτιμία των σχέσεων πόλης και χωριού, αυξάνοντας απότομα το μέσο όρο των προϊόντων πολυτελείας και των κοινωνικο-επικίνδυνων προϊόντων στην προσωπική κατανάλωση του πληθυσμού. Σ' αυτές τις συνθήκες της άνθησης της σκιώδους οικονομίας γινόταν η αστική μετάλλαξη της ηγεσίας του κόμματος και του κράτους, με την κάλυψη των υποκριτικών φράσεων πίστης προς τον κομμουνισμό.
Οι ανώτατοι διοικητικοί, οικονομικοί και κομματικοί καθοδηγητές έμεναν χωρίς έλεγχο, σταδιακά βρίσκονταν πάνω από το νόμο, δημιουργούσαν για τον εαυτό τους διάφορα προνόμια, μετατρέπονταν σε αυτοτελές κοινωνικό στρώμα, αποσπασμένο από τους εργαζομένους. Στην κατάσταση που διαμορφώθηκε, της διασπατάλησης και του άνευ ελέγχου, διογκωνόταν η διαφθορά. Η ανεκτικότητα στις ατομικο-ιδιοκτησιακές τάσεις οδήγησε στη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. Η οικονομία της χώρας μεταφέρθηκε στο δρόμο της δημιουργίας της αγοράς κεφαλαίων και της αγοράς της εργατικής δύναμης, που ουσιαστικά αποτελεί την ουσία του καπιταλισμού. Η χώρα όλο και περισσότερο ζούσε χάρη στις εξαγωγές πρώτων υλών στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η παραίτηση, που επιβλήθηκε στο κόμμα, από τον αγώνα για τη συνέχιση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, σε θεωρητικό πλάνο καλύφθηκε και πολιτικά διατυπώθηκε στο επινοημένο στάδιο του "ανεπτυγμένου καπιταλισμού"» 11.
Οπως φαίνεται και από τα παραπάνω, λόγος γίνεται για ένα σύνολο παραγόντων, μεταξύ αυτών και η «στροφή» του 1965, που οδήγησαν στην ανατροπή του σοσιαλισμού. Οχι λοιπόν τυχαία η «μεταρρύθμιση» του Κοσίγκιν είχε στην εποχή της κερδίσει τα θετικά σχόλια της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε τυχαίο είναι ότι πρόσφατα οι αρχές της Μόσχας, της καπιταλιστικής αυτής μεγαλούπολης, αποφάσισαν να στήσουν προτομή στον Κοσίγκιν, στην ομώνυμη οδό, που δε μετονομάστηκε, όπως έτυχε με πολλές άλλες.
Στα υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, που διοργάνωσε το ΚΚΕ με θέμα «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού» (1995), σημειώνεται μεταξύ των άλλων πως: «Οι συνθήκες, οι μέθοδοι και οι τρόποι που πραγματοποιήθηκε η καπιταλιστική παλινόρθωση υποχρεώνουν να μελετηθεί το πρόβλημα με αφετηρία τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή το κόμμα και το κρατικό σοσιαλιστικό σύστημα, καθώς και το σύνολο των εσωτερικών κυρίως αντιθέσεων που αναφέρονται στην περιοχή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων»12.
Πηγές:
1. «Ιστορική προσέγγιση της αντιπαράθεσης για την τάση απονέκρωσης του νόμου της αξίας κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση», της Ελένης Μπέλλου, ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2003.
2. Στο ίδιο.
3. Βλέπε σχετικά «Ιστορική επισκόπηση της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ 1955-1990», του Λάμπρου Τσελίκα, ΚΟΜΕΠ, τ.6/2002.
4. Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ, του Ν. Β. Γιάκουσεφ.
5. Εφημερίδα «Σοβιετική Ρωσία», Γ. Ζιτορτσούκ, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού, που καθόρισαν τη διάλυσή του» 6/11/2002.
6. «Η συζήτηση για το ξεπέρασμα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό», του Μ. Β. Ποπόφ. ΚΟΜΕΠ, τ.3/2003.
7. «Εναλλακτική λύση στη μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965 χωρίς αποδέκτες», του Β. Ντ. Πιχόροβιτς, ΚΟΜΕΠ, τ.3/2005.
8. «Υποθήκες για όσους μένουν», του Βίκτορ Μιχάιλοβιτς Γκλουσκόφ, ΚΟΜΕΠ, τ.1/2005.
9. BBC. «Πώς ο Κοσίγκιν μεταρρύθμισε τη σοσιαλιστική οικονομία», 26/9/2005.
10. «Η "θεωρία" περί ύπαρξης κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ», Ν. Β. Γιάκουσεβ, ΚΟΜΕΠ, τ.6/2002.
11. Πρόγραμμα ΚΕΚΡ-ΚΚΡ.
12. «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού», σελ. 47.
Του
Ελισαίου ΒΑΓΕΝΑ*
*Ο Ελισαίος Βαγενάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου