17 Αυγούστου 1944 στην Κοκκινιά
Γρηγοριάδης Κώστας
«Ολοι οι άντρες από δεκατεσσάρων χρονών και πάνω να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Οσοι δεν υπακούσουν στη διαταγή των δυνάμεων κατοχής θα εκτελούνται επιτόπου στο δρόμο ή στα σπίτια τους που θα ερευνηθούν ένα προς ένα...», ξεφωνίζει το χωνί των πουλημένων στους χιτλερικούς κατακτητές, από γειτονιά σε γειτονιά, απ' άκρη σ' άκρη στην ηρωική Κοκκινιά.
Οσοι δε συμμορφωθούν θα εκτελούνται επιτόπου τρεμοπαίζουν τα χείλη των κατοίκων μα και του φαλακρού βουνού ο αντίλαλος, που τα πεύκα του ξεριζώθηκαν από τους πρώτους κιόλας μήνες της σκλαβιάς, μιας και δεν υπήρχε άλλη καύσιμη ύλη εξόν απ' αυτά για τα νοικοκυριά.
Φοβερό το δίλημμα για τους αρσενικούς. Τι ν' αποφασίσουν, που η συνοικία ήταν μπλοκαρισμένη ολόγυρα από πλήθος βαριά οπλισμένων Γερμανοτσολιάδων; Ετσι ή αλλιώς, στο στόμα του λύκου θα πέφτανε. Κάποιοι αποφασισμένοι για όλα ταμπουρώθηκαν σε σπίτια στις παρυφές του Αιγάλεω και πολέμησαν μέχρις εσχάτων, ανάμεσά τους και ο Ιταλός αντιφασίστας Γκιουζέπε, που είχε ενταχτεί στο ΕΑΜ μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους «συμμάχους»!
Ηταν ένας πελώριος άντρας με παιδιάστικο χαμόγελο. Πριν το συμβάν, πουλούσε κάτι μαυροκούλουρα ζυμωμένα λες από σιτεμένη κοπριά κι έχοντας μόνιμα το «υπηρεσιακό» του περίστροφο κάτω από το εμπόρευμα για κάθε ενδεχόμενο στην κεντρική πλατεία της προσφυγούπολης στον Αγιο Νικόλα.
Αλλοι χώθηκαν σε κάποια κρύπτη του σπιτιού και πολλοί πήραν το δρόμο για το σημείο που όριζε το χωνί των εθνοπροδοτών.
Απ' όλους τους χωματόδρομους τραβούσαν μεστωμένοι άντρες κατά κει μα και παιδιά, μην έχοντας άλλη επιλογή, κι οι δρόμοι μοιάζανε ποταμοί που συναντιούνται στη μεγάλη λαοθάλασσα της πλατείας Οσίας Ξένης. Εκεί τους περίμεναν «επί σκοπόν» οι κάννες των όπλων, τα ρόπαλα και τα μαστίγια που κρατούσαν «περήφανα» οι καταδότες κι οι άλλοι προδότες που «δούλεψαν» υπερωριακά και με πρωτοφανή αγριότητα, για να ξεχωρίσουν την ήρα από το σιτάρι, όπως καυχιόνταν αδιάντροπα! Είχαν ξεκάνει μάλιστα λίγο πριν για παραδειγματισμό μερικούς πατριώτες, που κείτονταν μέσα στα αίματα και το τρομαγμένο πλήθος. Δεν το χωρούσε ο νους, πώς τράφηκε τόσο μίσος απέναντι στο συνάνθρωπο και ομοεθνή! Η ανάγκη της διατροφής τους από το χιτλερικό καζάνι, τους έκανε βασιλικότερους του βασιλέως! Μερικούς μήνες μετά ουκ ολίγοι από την άθλια αυτή πάστα «ανθρώπων», παίρνοντας συσσίτιο από τους Αγγλους, τούτη τη φορά, κυνηγούσαν και πάλι τους αντιστασιακούς αποκαλώντας τους προδότες! Φαύλος κύκλος! Τ' αποβράσματα λοιπόν αυτά που μιλούσαν την εθνική μας γλώσσα έκαναν σουλάτσο στους διαδρόμους που άφηναν οι πεντάδες των χιλιάδων κρατουμένων, που κάθονταν οκλαδόν στην καυτή γη με το κεφάλι ψηλά, κι έδειχναν με το δάκτυλο τους αγωνιστές.
- Σήκω πάνω εσύ ρε, κι εσύ που κάνεις το κορόιδο ψευτόμαγκα, κι εσύ παλιοπούστη!...
Ακένωτος βόθρος τα στόματα μερικών. Τους δόθηκε η ευκαιρία να βγάλουν όλα τους τ' απωθημένα οι κομπλεξικοί και δειλοί.
Με χωράφι σπαρμένο κεφάλια θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς την εικόνα της πλατείας και τους καταδότες και τσολιάδες «ν' αλωνίζουν», περπατώντας στις αυλακιές και μ' ένα νεύμα τους ν' αποφασίζουν ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Η ματιά τους σκληρή, σα λεπίδα κάρφωνε τον ένα και τον άλλο.:
- Σήκω εσύ, εσένα λέω ρε, ξέρεις, μην κάνεις τον ανήξερο. Κι εσύ, κι εσύ!
Οι δακτυλοδεικτούμενοι οδηγούνται στη μάντρα του πλαϊνού υφαντουργείου και το πολυβόλο γάζωνε τα κορμιά των παλικαριών, που σε κάθε επιδρομή των εθνοπροδοτών στη συνοικία, στηνόταν οδόφραγμα εμποδίζοντάς τους να περάσουν και να εκτελέσουν τα εγκληματικά τους σχέδια.
Οι άλλοι, το απέραντο πλήθος των συγκεντρωμένων ανδρών περίμενε τη σειρά του, για να οδηγηθεί στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και από εκεί στα γερμανικά κάτεργα.
Κάποιες λεβεντογυναίκες που κουβαλούσαν με τις στάμνες νερό στον κόσμο να τον δροσίσουν -σταγόνες στον ωκεανό έστω- ποδοπατήθηκαν και χτυπήθηκαν άγρια από τους εργολάβους του θανάτου.
Κόρακας που διψάει για αίμα το μυδράλιο στα χέρια του Γερμανού δολοφόνου δε χορταίνει να ρουφά τη ζωή νέων ανθρώπων, που το έγκλημά τους είναι η πίστη στα ιδανικά της φυλής. Σωρός τα άψυχα κορμιά στο λιοπύρι. Μες στο σωρό, και το διάτρητο κορμί του «Λοχαγού». Πριν τον στήσουν για εκτέλεση τον τριγυρνούσαν, τρυπώντας τον με την ξιφολόγχη, σε όλη την κατάμεστη πλατεία ουρλιάζοντας:
- Μαρτύρα ρε, λοχαγέ, μαρτύρα, και τον χλεύαζαν: χα, χα, χα. Ελα λέγε πού είχατε κρεμασμένη την κόκκινη σημαία και μας ανέμιζε τ' αχαμνά;
- Ψηλά τα κεφάλια αδέλφια, βογκούσε ο ηρωικός καπετάνιος και η φωνή του έβγαινε μέσα από ένα αιμάτωμα. Δε διακρίνονταν καθόλου τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Το κόκκινο κυριαρχούσε παντού, στο πρόσωπο, στα ρούχα στα παλιοπάπουτσα, στην καρδιά.
Η χαριστική βολή του Γερμανού δολοφόνου ήταν λυτρωτική για το παλικάρι, που δε θέλησε να πάρει μαζί του στο θάνατο κάποιον από τους συντρόφους του. Το αχνιστό αίμα των αγωνιστών της λευτεριάς τύλιξε στα μαύρα το μεγάλο συνοικισμό.
Χώρια οι χιλιάδες όμηροι από «δεκατεσσάρων χρονών και πάνω», όπως γκάριζε το χωνί των προδοτών πριν της μέρας το χάραμα. Πολύτεκνοι εργάτες με τα αγόρια τους μαζί σε κάποιες περιπτώσεις, πήραν το δρόμο της ξενιτιάς μέσα σε ζοφερές συνθήκες βίας και διαβίωσης. Στους νεκρούς της αποφράδας ημέρας συμπεριλαμβάνονται τα γειτονοπούλα, ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Μικές και ο Βαγγέλης του υαλοπώλη ο γιος, ο μεγάλος. Ο μικρός ήταν ανάπηρος, δεν τους έκανε...
Περνούσαν με τη σούστα που έσερνε ένα ήμερο αλογάκι με γυαλιστερά καπούλια και οι μωρομάνες τους σταματούσαν για ν' αγοράσουν γυαλικά, λαμπόγυαλα, φλιτζανάκια του καφέ, λαγήνια και πιατικά, πριν την κατοχική πείνα φυσικά. Στην περίοδο του λιμού του 1941 τους ήταν αχρείαστες τέτοιου είδους πραμάτειες. Ψωμί ήθελαν και πού να το βρουν. Με τον Γιώργο, τον Γιάννη και τον Μικέ ήμαστε στην ίδια πεντάδα, όταν ο καταδότης τούς σημάδεψε με το δάκτυλο και, στη συνέχεια το πολυβόλο στην καρδιά. Ξώφαλτσα και τη δική μου ψυχή.
Ο θάνατος τους πρόκαμε στο σύνορο της εφηβείας. Είχαν δεν είχαν κλείσει τα δεκαεφτά τους χρόνια.
Ο Βαγγέλης του υαλοπώλη ο γιος ήταν μεγαλύτερος. Είχε ξανθό μαλλί και τρυφερό μουστακάκι, για να δείχνει σωστός άντρας. Και το απέδειξε πραγματικά βαδίζοντας προς το θυσιαστήριο με αγέρωχο βηματισμό σαν σε παρέλαση εθνικής επετείου.
ΖΗΤΩ η Λευτεριά πρόκαμε να πει, στη «ΜΑΝΤΡΑ» που τον στήσανε για εκτέλεση και πέφτοντας αγκαλιάστηκε με τους άλλους ήρωες του Απελευθερωτικού Αγώνα, προσθέτοντας και το δικό του κορμί σ' ένα αιματοβαμμένο μακάβριο σύμπλεγμα.
Στο νεκροταφείο Κοκκινιάς κάτω από τα πόδια του φαλακρού βουνού, κείτονταν και τ' άψυχα σώματα εκείνων που αντί να παρουσιαστούν στο μπλόκο όπως πρόσταζε το χωνί των προδοτών, προτίμησαν ν' αντισταθούν με πιστολάκια και λιανοτούφεκα στους σιδερόφραχτους Γερμανοτσολιάδες.
Εκτός του ότι ήταν διάτρητα από σφαίρες ήταν και μισοκαμένα. Με εμπρηστικές βολίδες κάψανε το σπίτι, που είχαν μεταβάλει οι αγωνιστές σε άπαρτο κάστρο με αρχηγό τους τον Γκιουζέπε που είχε και τις πιο πολλές τρύπες στο πρόσωπο.
Η ατελείωτη και απαίσια για τους Κοκκινιώτες αυγουστιάτικη μέρα βυθίστηκε στο σκοτάδι πια, όταν μέσα στην πένθιμη σιωπή απλώθηκε απαλά ο ήχος φυσαρμόνικας και οι αποφασιστικές φωνές κάποιων αντρειωμένων:
«Επέσατε θύματα αδέλφια εσείς
στο δίκαιο και άνισο αγώνα...»
Για τους σκλαβωμένους με τις διπλαμπαρωμένες εξώπορτες του συνοικισμού, ήταν αυτό μια ανάσα ζωής κι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα μέσα στη νεκρική σιγή, ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Και συνεχίστηκε, ώσπου ξεκουμπίστηκαν τ' ανθρωπόμορφα τέρατα από την πατρίδα που επιχείρησαν να της φορέσουν τραχηλιά, ενώ σ' αυτούς ταίριαζε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου