22 Ιουλ 2012

(«Το χτύπημα της Φυτιάς»)




(«Το χτύπημα της Φυτιάς»)





«Θωμάς Μπαρούτας»
«...Βράδυ, πρώτη του Νοέμβρη 1945. Λίγο πιο πάνω απ' τη Φυτιά κοντά στο δάσος δυο καρβουνάδες κάνουν την τελευταία εξέταση στο καμίνι τους. Είναι κι οι δυο νεολαίοι απ' τη Φυτιά, παλιοί ελασίτες. Για να γλιτώσουν απ' τους μαυροσκούφηδες διάλεξαν τη δουλιά του καρβουνά. Ζούσαν όλο τον καιρό όξω στο βουνό, έκοβαν ξύλα, φτιάχνανε το καμίνι και κουβάλαγαν τα κάρβουνα στη Νάουσα. Αυτή ήταν η ζωή τους.




Κείνη τη νύχτα τέλειωσαν νωρίς τη δουλιά και πέσανε να κοιμηθούν στο καλύβι πούχανε φτιάσει. Ξαφνικά μια ριπή έσκισε την ησυχία. Υστερα άστραψε ο ουρανός, σφύριξε ο αγέρας. Δέσμες δέσμες οι τροχιοδεικτικές φεύγανε κατακόκκινες απ' τη μεριά του βουνού και πνίγονταν μέσα στη Φυτιά...


Ο ένας πετάχτηκε όξω...


- Τι γίνεται βρε;


- Χτυπάνε τη Φυτιά...


Απ' το χωριό ακούγονταν ντουφεκιές που πέφτανε ομαδικά σα νάταν πασχαλιά - χαλασμός κόσμου. Φόρεσαν τα τσαρούχια τους κι όρμησαν.


- Επανάσταση μωρέ... Χτυπάνε τη Φυτιά...


Ο ένας κοντοστάθηκε μια στιγμή.


- Και τα κάρβουνα;


- Τι κάρβουνα μου λες μωρέ;... εδώ χαλάει ο κόσμος και μεις νάμαστε απ' όξω;


Τρέχανε μες στο σκοτάδι, γκρεμοτσακίζονταν στα χαλίκια ως που έφτασαν τα ακρινά σπίτια του χωριού και βρήκαν τα παιδιά του Μπαρούτα.


- Τι γίνεται βρε;


- Ο Μπαρούτας χτυπάει τη Φυτιά... Δε βλέπεις;


Οι δυο καρβουνάδες δεν πρόφτασαν να μπουν κι αυτοί στο χορό. Μέσα σε 9 λεφτά η μάχη είχε τελειώσει - αν πρέπει να το πούμε μάχη.


Γιατί ό,τι έγινε ήταν πολύ μακριά απ' το νόημα που δίνει στη συνάντηση δύο αντιπάλων τούτη η λέξη. Γιατί μοναχά από μια μεριά έρχονταν τα φωτεινά τόξα των τροχιοδεικτικών. Απ' την άλλη άκουγες τρομαγμένες φωνές, τζάμια που σπάζανε, τον αέρα που σφύριζε στις κάμαρες των μαυροσκούφηδων, και ανθρώπους να τρέχουνε σαν τρελοί. Οι μαυροσκούφηδες της Φυτιάς απ' τις πρώτες ριπές, πέταξαν τα όπλα τους και τόβαλαν στα πόδια. Αλλοι κρύφτηκαν σε αχυρώνες, άλλοι σε χαντάκια και υπόγεια, κι ένας άλλος, στη βιασύνη του να το σκάσει έπεσε, μέσα σ' ένα πλημμυρισμένο βόθρο. Από κει τον έβγαλε η γυναίκα του με χίλιους κόπους και μοναχά που δεν του τις έβραξε έτσι αγαναχτισμένη που ήταν. Τον έσερνε για το σπίτι και τον έψελνε...


- Βρε χέστη, αφού δεν έχεις ψυχή να κρατήσεις το ντουφέκι γιατί το πήρες;


- Τι τόθελα ντε ο βαριόμοιρος... Θαρρούσα όμως ότι δε θα χρειαζόταν να πολεμήσω.


Στο μεταξύ το χωριό ήταν στα χέρια του Μπαρούτα. Αυτό έγινε ακριβώς την πρώτη του Νοέμβρη 1945, όταν όλη η Ελλάδα πνιγόταν κάτω απ' τις αλυσίδες των εγγλέζικων τανκς, που περιοδεύανε μέχρι το τελευταίο χωριό, κουβαλώντας τα περιβόητα τάγματα της "Εθνοφυλακής". Απ' τη σπείρα του Σκουλαρικιώτη δεν ήταν παρά ο Θεοδωρόπουλος στο χωριό. Οι άλλοι λείπανε στη Βέροια, μαζί με τους μαυροσκούφηδες του Γαλή, που είχαν αφήσει πριν τρεις μέρες τη Φυτιά.


Η πλατεία γέμισε μονομιάς απ' τους λευτερωμένους Φυτιώτες. Βγήκαν οι κρυμμένοι, βγήκαν οι δαρμένοι, τα πομπεμένα κορίτσια, βγήκε κι η γριά Πανάγιω, η μάνα του Γκιουλιόπουλου κι έπεσε στην αγκαλιά του Μπαρούτα.


- Εγώ τόλεγα... Δε θα μ' αφήσουν τα παιδιά σ' αυτούς τους αντίχριστους.


Η νεολαία τριγύριζε στους δρόμους και χτύπαγε τις πόρτες.


- Ζήτω το καινούργιο αντάρτικο!


Κανείς δεν ήξερε τι γινόταν. Θαρρούσαν ότι το χτύπημα της Φυτιάς ήταν ένα μικρό μονάχα μέρος απ' το γενικό ξεσήκωμα.


Σ' ένα σπίτι πιάσανε τρυπωμένο τον τελάλη του Νικολόπουλου που γύριζε κάθε μέρα το χωριό και φώναζε ότι όποιος ελασίτης μετάνιωσε, να γραφτεί στη Χ, αλλιώς θα του κάψουνε τη φαμίλια. Ο Μπαρούτας δεν τον πείραξε.


- Πάρε το χωνί και τρέχα να φωνάξεις καλά λόγια... Αϊντε πες να μαζευτούνε όλοι στην πλατεία, δεξιοί και αριστεροί. Να μιλήσουμε μονιασμένοι λίγη ώρα.


Οι γυναίκες των μαυροσκούφηδων πήγαν οι ίδιες, τους ξετρύπωσαν απ' τους κρυψώνες και τους σύρανε στην πλατεία. Αυτοί στην αρχή τραβιόντουσαν τρομαγμένοι.


- Θα μας σκοτώσουν μωρέ...


- Βρε έλα πάμε... Ποιος θα σε σκοτώσει; Ο Μπαρούτας;... Σάματις δεν τον ξέρω γω τόσα χρόνια τι άνθρωπος είναι;...


Οταν μαζεύτηκε όλο το χωριό, ο Μπαρούτας μπήκε μπροστά και διάταξε...


- Πάμε, στο σχολειό.


Μέσα απ' το πλήθος ακούστηκαν φωνές:


- Ποιο σχολειό; Από καιρό τόχουν κάνει φυλακή...


- Πάμε, είπε πάλι ο Μπαρούτας.


Κίνησαν όλοι μαζί, δεξιοί κι αριστεροί, μαυροσκούφηδες και δικοί μας. Οταν φτάσανε μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα, ο Μπαρούτας έβγαλε το αυτόματό του, τσάκισε με δυο ριπές το λουκέτο και μπήκε μέσα.


Το σχολειό ήταν άδειο. Πριν δυο μέρες που φύγανε οι σουρλαίοι πήρανε μαζί όλους τους φυλακισμένους. Το πάτωμα ήταν λεκιασμένο και βρώμικο. Αίματα, τούφες από βγαλμένα μαλλιά, κουρελιασμένες κουβέρτες, όλα ανάκατα.


Το χωριό χώρεσε ολόκληρο κει μέσα. Εγινε ησυχία και ο Μπαρούτας άρχισε να μιλάει...


- Χωριανοί... Δεν ξεσηκώθηκε κανένα καινούργιο αντάρτικο όπως θάρρεψαν μερικοί... Εμείς οι λίγοι που μας διώξανε στα βουνά, κάναμε μοναχοί μας τούτο δω πούγινε... για να σας δείξουμε τι θα βγει αν κάνετε ό,τι σας λέει ο Νικολόπουλος κι όσοι τον πληρώνουν...


Κρυμμένος ανάμεσα στον κόσμο, έτρεμε ο Θοδωρόπουλος ο πρόεδρος της Χ.


- Ελα συ δω μπροστά...


Οι γυναίκες των μαυροσκούφηδων αγρίεψαν σαν τον είδανε. Αρχισαν να φωνάζουν και να σπρώχνουν το Θοδωρόπουλο.


- Σκότωσέ τον βρε Θωμά. Σκότωσέ τον να ξεβρωμίσει η Φυτιά... Αυτός σταυρώνει τους άντρες να πάρουν όπλα...


Ο χίτης, κιτρινιάρης και σκυφτός, ήρθε και ξέρασε μπροστά στο Μπαρούτα...


- Λυπήσου τα παιδιά μου, βρε Λιόλιο...


- Εσύ γιατί δε λυπήθηκες τα δικά μου Θοδωρόπουλε, κι έβαλες τους σουρλαίους να τα πομπέψουνε;


Στέκονται κι οι δυο δίπλα δίπλα. Ο Μπαρούτας ήταν δυο μπόγια ψηλότερος απ' το ζαρωμένο χίτη. Με κυπαρισσένιο κορμί, τα μαλλιά κατάμαυρα να πέφτουν αχτένιστα πάνω στο ατίθασο πρόσωπο - φάνταζε σαν το ίδιο το δίκιο καταντίκρυ στο άδικο.


- Εσύ Θοδωρόπουλε, τούπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια, έκανες τούτο το σχολειό φυλακή. Εγώ θα το κάνω πάλι σχολειό και θα σου μάθω αυτά που σ' έκαναν να ξεχάσεις οι λίρες των Εγγλέζων...


Τον έπιασε απ' το πέτο και τον τράνταξε.


- Γιατί να μη ζήσουμε μονιασμένοι βρε; Θέλεις να πιστεύεις στο βασιλιά σου. Πίστευε... Αν και εγώ θάθελα τώρα να μου πεις μπροστά στους χωριανούς πόσες φορές ήπιες καφέ με το βασιλιά για να τον αγαπάς τόσο.... Κι ύστερα να μου πεις πόσες φορές ήπιες με μένα και θέλεις τόσο το καλό μου... Αστα όμως τώρα αυτά... Εγώ σε ρωτάω; Θέλεις να ζήσουμε ήσυχοι στο χωριό μας;


- Και ποιος δεν το θέλει - έκανε ο Θοδωρόπουλος.


Ο Μπαρούτας κούνησε το κεφάλι:


- Μη λες μεγάλα λόγια. Εδώ έχει πέσει ούλο το χρυσάφι της Αγγλίας... Εσένα σ' αρέσουν τα λεφτά... Κι εγώ ξέρω πως μόλις φύγω απ' το χωριό, θα ξανάρθουν αυτοί. Θα σας πουν ότι ένας είναι ο Μπαρούτας... Τον καθαρίζουμε και τελειώνει. Θα μείνουμε μεις με την ησυχία μας και σεις με τις λίρες που θα πάρετε για πληρωμή, σα τον σκοτώσετε. Μην πάρετε ντουφέκι γιατί σας το ξαναλέω... Το ντουφέκι γεννάει ντουφέκι, το αίμα άλλο αίμα κι ο σκοτωμένος Μπαρούτας πολλούς Μπαρούτηδες ζωντανούς... Αντε πάτε τώρα στα σπίτια σας...


Χαράματα άφησε η μικρή ομάδα του Μπαρούτα τη Φυτιά. Ηταν ευχαριστημένοι και τραγούδαγαν. Τους ξεπροβόδησε όλο το χωριό. Ολόκληρη η Φυτιά είχε δεχτεί το σπόρο της συμφιλίωσης που τον πρόσφερε το ντουφέκι του Μπαρούτα. Γέροι, γυναίκες, ψημένοι άντρες όλοι ήταν βουρκωμένοι. Ο Μπαρούτας ήξερε να μιλάει στην καρδιά του λαού».
«Τα χελιδόνια»


«Οι Πολιτικοί Επίτροποι πόλεων και υπαίθρου είναι τα χελιδόνια του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, που θα ξαπλώσουν τη δράση τους στις πόλεις και στα χωριά και θα φέρουν σ' αυτά την άνοιξη της λευτεριάς».


Β. ΜΠΑΡΤΖΙΩΤΑΣ


«Η γριά Μέλπω έσκιζε με κόπο τα βαριά κούτσουρα. Κάθε τόσο σηκωνόταν, έπιανε τη μέση της και κοίταζε με θλίψη το Λίνο, το εγγονάκι της πούπαιζε με τα νερά της αυλής. Υστερα σήκωνε ξανά το τσεκούρι και στο μυαλό της γύριζε ολοένα το παιδί της και η νύφη της που είχαν φύγει πριν δυο χρόνια στους αντάρτες. Από τότε δεν είχε πάρει καμιά είδηση. Το χωριό ήταν ένα μικρό βαλτοχώρι, χωμένο ανάμεσα στις δημοσιές που σταυρώνανε απ' όλες τις μεριές τον κάμπο. Τα βουνά ήταν πολύ μακριά κι οι αντάρτες δεν είχαν έρθει ποτέ να χτυπήσουν εδώ. Ο σκληρός πόλεμος γινόταν αλλού, μακριά. Η γριά έβλεπε τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα που κουβαλάγανε τη νύχτα τους σακατεμένους, διάβαζε στα μάτια των περαστικών φαντάρων τον τρόμο του πολέμου και έτσι μάθαινε ότι οι δικοί της κρατάνε.


Οι μέρες στο χωριό περνάγαν, πικρές, σαν ένα ατέλειωτο βάσανο. Στο κτίριο της αστυνομίας έμενε ένας νωματάρχης και τρεις χωροφύλακες. Πίνανε κάθε τόσο στην ταβέρνα κι όταν το ούζο τους χτύπαγε στο κεφάλι θυμόντουσαν τούτη τη γριά πούχε δυο παιδιά στο βουνό. Εμπαιναν στο σπίτι, δέρνανε το μικρό και φεύγανε αφού μαζεύαν πρώτα όσες κότες βρίσκανε στην αυλή.


Τούτο τ' απομεσήμερο η γη άχνιζε κάτω από τα πόδια της - μούσκλια και χορτάρια είχαν φυτρώσει στις άκρες του φράχτη και η ανοιξιάτικη αντηλιά έπαιζε με τα κάτασπρα ανθάκια της μυγδαλιάς που καθρέφτιζε τα κλωνιά της στη μικρή στέρνα του χωριατόσπιτου.


Ξαφνικά ένα φουρφούρισμα έσκισε τον αέρα, τα ανθάκια της μυγδαλιάς τινάχτηκαν και σκόρπισαν πάνω απ' το κεφάλι της και πεντέξι σταυρωτές ουρίτσες ψαλίδισαν τον ουρανό.


Το μικρό άφησε τα παιχνίδια του με τα νερά και έτρεξε κοντά της, δείχνοντας ψηλά.


- Γιαγιάκα, χελιδόνια... Ηρθαν τα χελιδόνια... Ομως αυτή δε σταμάτησε τη δουλιά της.


- Καλά!... Τα είδα - τούπε ξερά και άρχισε πάλι να κατεβάζει το τσεκούρι στα χοντρά κούτσουρα... Ασε με τώρα να τελειώσω τη δουλιά μου και το βράδυ θα σου πω ένα παραμύθι για τα χελιδόνια.


Ο Λίνος τραβήχτηκε υπάκουα στη γωνιά του και η γριά βυθίστηκε πάλι στη συλλογή...


Τι κι αν είχαν έρθει τα χελιδόνια; Οι μυγδαλιές άσπρισαν πάνω από τους φράχτες, στις πλαγιές το χορτάρι είχε ψηλώσει και στον αέρα κυνηγιόντουσαν οι πεταλούδες. Μα ο νωματάρχης με το βούρδουλα τριγύριζε στα στενοσόκακα, μαύριζε την ψυχή της, και έκανε πιο χλωμό το φοβισμένο προσωπάκι του Λίνου. Κι αυτός ήταν που χαιρότανε τούτες τις ώρες την άνοιξη κει έξω στα λιβάδια. Είχε πάρει μαζί του τον ταβερνιάρη και τους τρεις χωροφύλακες και τρωγοπίνανε απ' το μεσημέρι. Η γριά τούς έβλεπε καλά. Το σπίτι της ήταν το τελευταίο του χωριού και ύστερα απ' το φράχτη του άρχιζαν πια τα χωράφια. Απότομα, κει που έκοβε τα ξύλα μια άγρια σκέψη της τάραξε το μυαλό. Αφησε το τσεκούρι, πήρε το Λίνο απ' το χέρι, και τον κατέβασε στο σκοτεινό υπόγειο με τα βαρέλια. Μπορεί αυτοί νάρχονταν σε λίγο έτσι όπως κάνανε πάντα σα μέθαγαν. Θα ανοίγανε με μια κλωτσιά την αυλόπορτα και θα της ζήταγαν το παιδί...


- Πού έχεις μωρέ το βουλγαράκι σου; Για φέρτο να το δούμε...


Πόσες φορές είχε γίνει αυτό, και πόσες φορές της το άρπαξαν απ' τα χέρια για να το πιλατέψουν με τις χερούκλες τους.


Ομως σήμερα θα τόκρυβε καλά. Και μοναχά αν τη σκοτώνανε θα κατέβαιναν στο υπόγειο.


Το παιδί δεν έβγαλε μιλιά απ' το στόμα του, ούτε τη ρώτησε γιατί τον έκρυψε μέσα στο αδειανό, αραχνιασμένο κρασοβάρελο. Τούτα τα άγρια χρόνια τόχαν κάνει σοβαρό σαν άντρα. Μονάχα όταν αυτή τοιμάστηκε να ανεβεί πάλι απάνω, έσκυψε στ' αφτί της και τη ρώτησε.


- Θάρθουν πάλι οι χωροφύλακες γιαγιάκα να μας δείρουν;


Η γριά δεν πρόφτασε να του απαντήσει. Κει προς τα λιβάδια άρχισαν ξαφνικά να πέφτουν ντουφεκιές. Το μικρό γαντζώθηκε τρομαγμένο απάνω της.


- Ερχονται γιαγιάκα.


- Οχι αγόρι μου... Ετσι βαράνε, στον αέρα...


Το ησύχασε μα ο φόβος της μεγάλωσε, γιατί οι ντουφεκιές δε σταματούσαν. "Εχουν γίνει σαν τρελοί απ' το μεθύσι και δεν ξέρουν τι κάνουν", σκέφτηκε με τρόμο.


Ανέβηκε γρήγορα γρήγορα τη σκάλα να δει τι γίνεται. Και τότε της ήρθε η ζαλάδα. Επιασε το μάνταλο να στηριχτεί και πάσχιζε να πει στον εαυτό της, πως ήταν ψέματα, όνειρο, ή καμιά φαντασία αυτό που έβλεπε. Γιατί κει στο λιβάδι οι τρεις χωροφύλακες ήταν ανασκελωμένοι με ανοιχτά τα χέρια ανάμεσα στις αναποδογυρισμένες μπουκάλες του κρασιού και τα πιατικά, ενώ ο νωματάρχης στέκονταν γονατιστός με σηκωμένα τα χέρια μπροστά σε δυο παλικάρια, που είχαν στυλώσει τα ντουφέκια τους ίσια στο κεφάλι του.


Στο δρόμο έτρεχε ο ταβερνιάρης με τα μάτια γουρλωμένα και την ποδιά λυτή να σέρνεται πίσω σα σκούπα. Χάθηκε κι αυτός σε κάποια πόρτα φωνάζοντας άγρια σα να τον σφάζανε...


- Οι αντάρτες σκοτώνουν το νωματάρχηηη. Βοήθεια...


Ως να τα δει όλα, και να τα πιστέψει, ένα παλικάρι ήρθε και στάθηκε μπροστά στο φράχτη.


- Εχει άλλους χωροφύλακες το χωριό γιαγιά;


- Οχι... όχι, έκανε με μια λαχταρισμένη φωνή εκείνη, δίχως να μπορεί να διώξει ακόμα τη ζαλάδα της. Εσείς τι είσαστε παλικάρι μου; Αντάρτες;


- Ναι... Ελεύθεροι σκοπευτές...


- Τι;


Το παλικάρι φαινόταν πως δεν είχε καιρό. Ετρεξε πάλι για τα λιβάδια και φεύγοντας της φώναξε:


- Εννοια σου και θα το μάθεις καλά τ' όνομά μας γιαγιά... Από τώρα και μπρος δω μέσα θα γυρίζουμε...


Κι η γριά έμεινε πάλι μονάχη. Ούτε την ταραχή και το σούρουπο που ξεσηκώθηκε στο χωριό άκουσε, ούτε τα πτώματα των χωροφυλάκων είδε, σαν τα παίρνανε.


Στεκόταν ασάλευτη κάτω απ' τη μυγδαλιά, κι έβλεπε σαν παιδί το φτεροκόπημα των χελιδονιών ανάμεσα απ' τ' ανθισμένα κλώνια του δέντρου. Κι όταν πιο ύστερα ένιωσε το χεράκι του Λίνου να την τραβάει απ' το φουστάνι, δεν κρατήθηκε. Το πήρε στην αγκαλιά της, άρχισε να το σφίγγει με τα αδύνατα γεροντικά χέρια της, να κλαίει και να γελάει μαζί, δείχνοντας κάπου με το χέρι...


- Τάδες τα χελιδόνια αγόρι μου; Τάδες; του φώναζε ολοένα, και μέσα σ' αυτό το γεροντικό παραμιλητό της που πότε ήταν γέλιο, κι άλλοτε κλάμα, δεν άκουγε τη φωνή του Λίνου που τη ρώταγε, ξαφνιασμένα:


- Και γω στα έδειξα πιο μπροστά τα χελιδόνια, γιαγιάκα... Ομως ούτε έκλαψες, ούτε γέλασες κι ούτε με πήρες στην αγκαλιά σου... Και τώρα γιατί κάνεις έτσι γιαγιάκα; Γιατί;»


Του
Αλέξη Πάρνη


    


Βιογραφικό του Αλέξη ΠΑΡΝΗ




Ο γνωστός ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός, μεταφραστής Αλέξης Πάρνης γεννήθηκε στον Πειραιά (24/5/1924). Ως ΕΠΟΝίτης πολέμησε με τον ΕΛΑΣ στο Περιστέρι. Τραυματίστηκε το Δεκέμβρη 1944. Εντάχθηκε στο ΔΣΕ. Ηταν πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, «Προς τη Νίκη». Το Γενάρη του 1949 ανακηρύχτηκε «υπολοχαγός ΠΕ» (με απόφαση δημοσιευμένη στην Εφημερίδα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης». Στην εφημερίδα «Προς τη Νίκη» δημοσίευσε τα δύο διηγήματα που δημοσιεύουμε στο σημερινό μας φύλλο, καθώς και πολλά άλλα διηγήματα και ποιήματά του. Ως πολιτικός πρόσφυγας ΔΣΕ έζησε στην Τασκένδη και στη Μόσχα, όπου σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο «Μάξιμ Γκόρκι». Αναγνωρίζοντας το λογοτεχνικό του ταλέντο, ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης τον παρότρυνε σε συνεχή δημιουργία. Το 1955 τιμήθηκε με το Βραβείο Παγκόσμιας Ποίησης της Νεολαίας, για το ποίημα «Νίκος Μπελογιάννης» (κριτική επιτροπή: Ναζίμ Χικμέτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Πικάσο, Νικόλα Γκιγιέν). Στην πολιτική προσφυγιά έγραψε και δημοσίευσε πολλά έργα. Μετά τη διεθνή επιτυχία (και κινηματογραφική) του θεατρικού έργου του «Το νησί της Αφροδίτης», για τους αγώνες του κυπριακού λαού κατά της αγγλικής κατοχής, το 1962 του επετράπη να επαναπατριστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ