Το όνειρο
Γρηγοριάδης Κώστας
Οταν έσφαξαν οι χίτες όλους τους δικούς της, το Γενάρη του 1946, ψηλά στο Μοναστήρι του Τσίγκου, στα βουνά της Μάνης, η Τουλίτσα ήταν μικρό κοριτσάκι, τριάμισι χρόνων. Το σημάδευε κι αυτό ο χίτης με το μπιστόλι, αλλά δεν του βάσταξε η ψυχή να τραβήξει τη σκαντάλη. Το άφησαν εκεί ζωντανό, να βολοδέρνει ανάμεσα στα πτώματα, δυο μερόνυχτα. Το βρήκαν ύστερα κάτι δικοί τους, να κοιμάται δίπλα στη σκοτωμένη μάνα του. Το μάζεψαν και το έδωσαν ψυχοκόρη σε μια γνωστή τους γυναίκα, άκληρη, στην Αθήνα, και έτσι γλίτωσε. Ξαναγύρισε αργότερα (όταν σου λέω αργότερα, ύστερα από σαράντα, σαράντα πέντε χρόνια), ανέβηκε εκεί στο Μοναστήρι και έβαλε εργάτες με εκσκαφέα, μηχάνημα μεγάλο, να σκάψουν εκεί γύρω στον τόπο του μαρτυρίου, μήπως βρει κάτι απ' τους δικούς της. Εσκαψε παντού το μηχάνημα, ώσπου βρήκε βράχο σκληρό, το «φυσικό έδαφος», μα δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε ένα κοκαλάκι δε βρέθηκε από εφτά ανθρώπους...
Ερημιά και αγριότητα... Και τρόμος απερίγραπτος εκείνα τα φοβερά χρόνια. Δεν ξαναπάτησε άνθρωπος εκεί απάνω. Και τους νεκρούς που τους είχαν πρόχειρα σκεπασμένους με λίγο χώμα, τους έβγαλαν τ' αγρίμια και τα κοράκια. Και τους έφεραν... Και σκόρπισαν τα κόκαλά τους γύρω στα βράχια και στις νεροσυρμές. Και τα νερά, με τις βροχές και με τα χιόνια, πήραν ύστερα τα κόκαλα στις ρεματιές και στα φαράγγια, και δεν έμεινε τίποτα...
Εβαλε τότε η Τουλίτσα μαστόρους και έχτισαν εκεί στον τόπο της σφαγής ένα μεγάλο μνήμα, κενοτάφιο, και μια ψηλή πέτρινη κολόνα, τετράγωνη, σαν πύργο μανιάτικο. Και στη μια πλευρά του τοίχου, μια πλάκα μαρμάρινη, ένας μακρύς κατάλογος με τα ονόματα όλων των σκοτωμένων Πετρουλαίων, για να θυμίζει την αγριότητα και τη μισαλλοδοξία εκείνου του φοβερού και απάνθρωπου μεταβαρκιζιανού κράτους των δοσιλόγων και των προδοτών.
Κι όταν στήθηκε το μνημείο, μαζεύτηκαν, εκεί στο Μοναστήρι του Τσίγκου, συγγενείς και φίλοι των Πετρουλαίων απ' όλη τη Μάνη, αλλά και αγωνιστές και αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης απ' όλη την Ελλάδα, και έκαναν τα αποκαλυπτήρια. Μίλησαν οι αγωνιστές για τη σφαγή των Πετρουλαίων και απότισαν, όλοι μαζί, φόρο τιμής στη μνήμη των αδικοχαμένων.
--------------------------
Οταν μεγάλωσε η Τουλίτσα και έγινε δεκαπέντε χρόνων, πήγε να επισκεφτεί τον αδελφό της, τον Αντώνη, στη φυλακή της Κέρκυρας. Ο Αντώνης, ο μεγαλύτερος γιος των Πετρουλαίων, ήταν στη φυλακή απ' το 1945. Αμέσως μετά τη Βάρκιζα, οι νεκραναστημένοι, χάρη στις λόγχες των Εγγλέζων, δοσίλογοι και ταγματασφαλίτες που ξαναβρέθηκαν στην εξουσία, έπιαναν και δίκαζαν ομαδικά τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, για εγκλήματα φανταστικά, και τους ντουφέκιζαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα ή τους έκλειναν στις φυλακές.
Ο Αντώνης πήρε μαζί του, στο επισκεπτήριο, και τον Γιάννη, «συγκάτοικο» στο κελί της φυλακής και φίλο του αδερφικό. Χοντρά και κρύα εκείνα τα κάγκελα του επισκεπτηρίου, τυλιγμένα γύρω γύρω και από τις δυο μεριές με συρματόπλεγμα πυκνό, έτσι που να μην μπορείς ούτε το δαχτυλάκι του επισκέπτη σου να ακουμπήσεις με το δικό σου.
Πήγε η Τουλίτσα και κόλλησε το προσωπάκι της στο συρματόπλεγμα, να ιδεί τον αδερφό της, και να γνωρίσει και το φίλο του, τον Γιάννη. Κι αφού δεν μπορούσε αλλιώς να τους πλησιάσει, φιλούσε τα δαχτυλάκια κι από τα δυο της χέρια, κι ύστερα τα ακουμπούσε απάνω στο συρματόπλεγμα, για να φτάσουν τα φιλιά της σ' εκείνους. Γυρίσαν πίσω στα κελιά τους, με έναν κόμπο δεμένον στο λαιμό και στην καρδιά...
Την άλλη μέρα, ο Γιάννης βρήκε ένα κομματάκι χαρτί, και πήρε κι έγραψε κάτι στιχάκια, ένα ποιηματάκι για την Τουλίτσα.
Το σκοτεινό μπουντρούμι μας εχτές μια ηλιαχτίδα
το φώτισε και σκόρπισε των ντουβαριών τον ίσκιο.
Ηταν, που το κατώφλι μας πέρασε φτερουγώντας
σαν απριλιάτικη πεταλουδίτσα
η Τουλίτσα.
Στα σίδερα σταμάτησε, τα δυο της τα χεράκια
άνοιξε σαν περιστεριού φτερούγα και τις άκριες
των δαχτυλιών της απαλά στα χείλη ακουμπώντας
μας φίλησε από μακριά η Τούλα
η αδελφούλα...
Το έδωσε το ποιηματάκι στον Αντώνη, και της το έστειλε. Κι από τη μέρα εκείνη, του επισκεπτηρίου, την έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του. Πότε με την τσάντα της στο χέρι, να τρέχει βιαστική στο σχολείο, για να προλάβει το μάθημα, και πότε σ' ένα μπαλκονάκι με παλιά παραδοσιακά κάγκελα, να ανεβαίνει τα σκαλάκια του σπιτιού της.
Και μια νύχτα, βρέθηκε στον κάμπο το θεσσαλικό, δίπλα στο ποταμάκι του χωριού του. Πλημμύρα ο κάμπος του από πρασινάδες και ευωδιές... Παράδεισος χρωματιστός με κεντήματα φανταστικά, με μανουσάκια και παπαρούνες κατακόκκινες, να σε ξετρελαίνουν με τη μοσχοβολιά τους... Ενα άλογο, κάτασπρο και σπαθάτο σαν το χέλι, βοσκούσε ξέγνοιαστο εκεί στο λιβάδι, μέσα στην απεραντοσύνη του κάμπου. Ζύγωσε κοντά του και στάθηκε να το χαζεύει, μαγεμένος απ' την ομορφιά του. Εκείνο σήκωσε λίγο το κεφάλι του και ...«έλα!», του λέει, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, σαν άνθρωπος. «Ανέβα! Να τρέξουμε. Να χαρούμε τον κάμπο μας. Και να γιορτάσουμε τη λευτεριά σου...». Κι εκείνος, πανάλαφρος, σα να περπατούσε στο φεγγάρι, μ' ένα πηδηματάκι βρέθηκε στη ράχη του. Το άλογο ξεκίνησε μ' ένα χαριτωμένο, αέρινο «τροκ», λες και δεν πατούσε καθόλου στη γη. Ετρεχαν ανάλαφρα, σα να πετούσαν πάνω από το καταπράσινο λιβάδι, δίπλα σ' ένα ποταμάκι με μοσχοϊτιές, αραδιασμένες κι απ' τις δυο του όχθες.
Και τότε, ήρθε... Του φάνηκε σαν οπτασία, εκεί στην όχθη του ποταμιού, μέσα σ' ένα ολόλευκο φόρεμα, μακρύ μέχρι τα νύχια.
«...Η Τουλίτσα!...», κόντεψε να φωνάξει απ' τη χαρά του, που την είδε να στέκεται εκεί δίπλα στις μοσχοϊτιές και να του απλώνει τα χέρια... Ετσι, καθώς το άλογο έτρεχε δίπλα της, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. Εκείνη σηκώθηκε στον αέρα, ανάλαφρη σαν το πούπουλο, και κάθισε πίσω του, στα καπούλια του αλόγου. Το άσπρο φόρεμά της παιχνίδιζε απαλά στο ελαφρό αεράκι, και τα μαλλιά της ανέμιζαν με χάρη, λουσμένα μέσα σ' ένα παράξενο φως, αλλιώτικο...
Γύριζε κάθε λίγο πίσω το κεφάλι του να βλέπει τα μάτια της, που έλαμπαν κι εκείνα παράξενα, μες σ' εκείνο το αλλιώτικο φως.
Ολα γύρω τους ήταν φωτεινά... «Φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως...», ανέβαιναν αυθόρμητα στη γλώσσα του οι στίχοι του ποιητή. «Αυτό θα είναι Λευτεριά...», έλεγε από μέσα του, καθώς πετούσαν ευτυχισμένοι. «...Ισως αυτό να είναι ο έρωτας...».
Η καρδιά του χοροπηδούσε παράξενα στο στήθος. Πρώτη φορά... Ενιωθε ένα μυστικό ποτάμι χαράς και ευδαιμονίας, να χτυπάει κύματα κύματα μέσα στις φλέβες του, να ξεχειλίζει και να πλημμυρίζει τα πάντα. Του φαινόταν πως άκουγε κάπου, μακριά, μια καμπάνα με ήχο σαν από κρύσταλλο, να χτυπάει χαρμόσυνα, σα να προμηνούσε κάποια Ανάσταση...
Καθώς γύρισε πάλι το κεφάλι του να ιδεί το πρόσωπό της, που του χαμογελούσε, ξαναμμένο από το ρίπισμα του αέρα, είδε πιο πίσω μια μαύρη σκιά να τους πλησιάζει τρέχοντας.
«Ο δεσμοφύλακας!...». Τον γνώρισε αμέσως, απ' το βαρύ και άσχημο σουλούπι του. Κρατούσε στο πλάι με το ένα χέρι τη θήκη με το πιστόλι του, για να μην τον εμποδίζει στο τρέξιμο, και με το άλλο χειρονομούσε απειλητικά.
«Αλτ, ααλτ!...», ούρλιαξε ύστερα, κατακόκκινος απ' το θυμό του, βγάζοντας και προτείνοντας καταπάνω τους το όπλο του.
«Πού πας εσύ;!», βρυχήθηκε, στυλώνοντας τα πόδια του μπροστά στο άλογο, που χαμήλωσε και στάθηκε ακίνητο απάνω στη χλόη.
«Κατέβα κάτω! Αμέσως!».
Τον κοίταξε στα μάτια καλόβουλα, προσπαθώντας να καλμάρει το θυμό του.
«Μα ...όνειρο είναι. Τι φοβάστε...». Προσπάθησε ευγενικά να του χαμογελάσει. Τα φρύδια του έσμιξαν μοχθηρά και ακούμπησαν το ένα με τ' άλλο. Και τα μάτια του, κάρβουνα αναμμένα, δυο απαίσιες σχισματιές εκεί στο κατακόκκινο πρόσωπό του, σαν μαχαίρια τον κάρφωσαν, γεμάτα μίσος. «Σκασμός», ξαναβρυχήθηκε, χτυπώντας δυνατά τη μια αρβύλα του στη γη. «Απαγορεύονται τα όνειρα! Τσακίσου, γύρνα πίσω!».
Η λύπη του ήταν απερίγραπτη.
«Και ...το κορίτσι;...», είπε με έναν τόνο ικεσίας στη φωνή του. «Να πάρω, τουλάχιστον, και το κορίτσι μαζί μου...».
«Οχι!», γρύλισε κοφτά. «Απαγορεύονται οι γυναίκες στη φυλακή». Εσπρωξε απότομα από πάνω του την κουβέρτα και πετάχτηκε, ανακαθίζοντας στο στρώμα του. Ενας κόμπος τού έπνιγε το στήθος και τον εμπόδιζε να αναπνεύσει. Εσυρε το χέρι του στο λαιμό και μέχρι μέσα, στο στήθος του, που ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
«Απαγορεύεται!». Ακόμα και τα όνειρα...
Ηθελε πολύ εκείνη την ώρα να κλάψει. Να φωνάξει μέσα στη νύχτα την πίκρα και το παράπονό του, γι' αυτό το άδικο και παράλογο «απαγορεύεται».
Εμεινε ώρα πολλή εκεί απάνω στα στρωσίδια του, με το κεφάλι σκυμμένο, με τα χέρια του αγκαλιαστά γύρω απ' τα γόνατα, να ακούει έξω τον αέρα, που βαγγανούσε και σφύριζε πάνω απ' τη μάντρα της φυλακής και πέρα, στα ψηλά κυπαρίσσια του λόφου.
Οι φρουροί, απάνω στη σκοπιά, άλλαξαν βάρδια. Η φωνή του αντικαταστάτη που ανέλαβε υπηρεσία, ακούστηκε, όπως κάθε βράδυ, κρύα και διαπεραστική.
«Φύλακες, γρηγορείτεεε!...».
Ηταν η ώρα δώδεκα. Μεσάνυχτα, στη φυλακή της Κέρκυρας. Και έπεφτε γύρω του μια πάχνη, ένα ψιχάλισμα λυπητερό, σα να έκλαιγαν σιωπηλά, ψηλά στον ουρανό, χιλιάδες αστέρια...
(Από το βιβλίο «Στους Δρόμους του Αγώνα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου