Η ΘΟΔΩΡΑ
Στη μνήμη των Σωτήρη Πέτρουλα και Σωτηρίας Βασιλακοπούλου
Γρηγοριάδης Κώστας
Εκείνη την Τρίτη ήταν που έγινε το κακό.
Ετσι, καθώς δούλευε ο Βαγγέλης στο γιαπί, βρέθηκε ξαφνικά στο κενό... κι έπεφτε κι έπεφτε με γρηγοράδα. Ενας τρομερός γδούπος ακούστηκε κι ύστερα απλώθηκε μια νεκρική ησυχία.
Ο Βαγγέλης, ο οικοδόμος, κείτουνταν τώρα ακίνητος στο πεζοδρόμιο. Στην οικοδομή από κείνη τη στιγμή σταμάτησε το πηγαινέλα, των οικοδόμων, όλα γίνανε μπετόν, πήξανε όλα στο γιαπί και γίνανε ακίνητα, βουβά και παγερά σαν το τσιμέντο.
- Κι εσείς στη δουλιά σας τώρα, μουγκάνισε ο εργολάβος, καθώς το ασθενοφόρο είχε πάρει τον Βαγγέλη να τον μεταφέρει στο νεκροτομείο. Το κακό μαντάτο έτυχε στο φίλο του Γεράσιμο να το μεταφέρει στη γυναίκα του, τη Θοδώρα. Στο άκουσμά του, ταμπλάς της ήρθε κι άφησε την τρομαγμένη ματιά της να πνιγεί στο κλάμα. Καταπώς ήταν ορφανεμένη από μικρή, ύστερα από το χαμό των γονιών της στον Εμφύλιο, που σκοτώθηκαν από τα μοναρχοφασιστικά βόλια, ο Βαγγέλης ήταν το μόνο στήριγμά της.
Γειτονόπουλα στο χωριό, είχαν αγαπηθεί κι όταν παντρεύτηκαν ήρθαν στην Αθήνα να δουλέψουν, για τη ζήση τους, και κάνανε και μια κορούλα. Με το μεροκάματο του Βαγγέλη, τα βολεύανε και χαίρονταν τη ζωή κι ας φτωχοπερνούσαν. Τώρα, κατάμονη με την κορούλα της, βασάνιζε το μυαλό της, με τη σκέψη τι θα έκανε όταν τελείωναν οι λίγες οικονομίες που είχε στο Ταμιευτήριο. Ενα μεσημέρι, η Θοδώρα βγήκε στην αυλή να φωνάξει την κόρη της Αννούλα, που ήταν στην κάμαρη της Σούζι, της γειτόνισσάς της. Ηταν η πρώτη φορά που ανταμώνανε και πιάσανε κουβέντα. Η Θοδώρα, στην απελπισιά της, άνοιξε την καρδιά της στη Σούζι, της ιστόρησε την κακοτυχία της και της εμπιστεύτηκε πως πρέπει να δουλέψει για το μεροκάματο. Αν θέλεις δουλιά, της είπε η Σούζι, μπορώ να πω στο αφεντικό στο μαγαζί που δουλεύω να σε πάρει στη θέση της κοπέλας που έφυγε γιατί παντρεύτηκε. Κάπως αυθόρμητα, η Θοδώρα είπε το ναι κι έτσι κανόνισαν να πάει στο μαγαζί να τη συστήσει στο αφεντικό, τον κύριο Μίμη. Την άλλη μέρα κιόλας, η Θοδώρα, το σούρουπο, ντύθηκε, παρακάλεσε την κυρά - Λένη, που έμενε στο πλαϊνό δωμάτιο, να κρατήσει την κορούλα της και πήρε το δρόμο για την Πλάκα όπου βρισκόταν το μαγαζί.
Ξεβγήκε από το Μεταξουργείο, ανηφόρισε κατά την Ομόνοια κι έφτασε στη Σταδίου. Εκεί βρέθηκε ανάμεσα σε ανθρώπινες ομάδες με υψωμένα πανό, που προχωρούσαν προς το Σύνταγμα, φωνάζοντας διάφορα συνθήματα. Κάποια διαδήλωση, απ' τις συνηθισμένες, θα είναι, σκέφτηκε και αποτραβήχτηκε ριζά στο πεζοδρόμιο. Προχωρούσε με κόπο, καθώς μπλεκόταν με τους διαδηλωτές, που κρατούσαν ψηλά κόκκινες σημαίες και φώναζαν συνθήματα ενάντια στο παλάτι και τους Αμερικάνους. Οι μαγαζάτορες κατέβαζαν βιαστικά τα ρολά κι άλλοι σμίγαν με τους διαδηλωτές κι άλλοι ξεμάκραιναν.
Θα είχε φτάσει κοντά στο δρόμο Χρ. Λαδά, όταν ακούστηκαν απανωτές ντουφεκιές και μονοστιγμής ανταριασμένες κραυγές: Δολοφόνησαν τον Σωτήρη... οι μοναρχοφασίστες σκότωσαν τον Πέτρουλα, τον Σωτήρη μας. Ενας φόβος την κυρίεψε κι άρχισε να τρέχει ξοπίσω από μια ομάδα διαδηλωτών. Οι αστυφύλακες είχαν ριχτεί με λύσσα καταπάνω τους, τους χτυπούσαν με τα γκλομπς και μερικούς τους σέρνανε κατά τη μεριά που ήταν στημένες οι αστυνομικές κλούβες.
Η Θοδώρα δίχως να το καταλάβει βρέθηκε μαζί με άλλες γυναίκες κουρνιασμένη σ' ένα κρατητήριο.
- Τι ήταν αυτό που έπαθα, ψέλλισε, γιατί με κλείσανε σ' αυτό το μπουντρούμι; Η κοπέλα που ήταν δίπλα της τη ρώτησε γιατί έκλαιγε. Εκείνη αναγύρισε το βλέμμα της, της παραπονέθηκε γιατί την πιάσανε δίχως να φταίει. Η κοπέλα τής εξήγησε πως οι μπάτσοι πιάνουν στο σωρό και δε ρωτάνε. Και σας που σας πιάσανε, τι κακό κάνατε; Εμείς κάναμε μια ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας, γιατί το παλάτι έριξε τη νόμιμη κυβέρνηση κι έβαλε τη δικιά του, καταπώς θέλανε οι Αμερικάνοι. Μα, εγώ δεν ήμουν στη διαδήλωση, είπε γιομάτη απορία, γιατί με πιάσανε;
Απ' ό,τι κατάλαβα είσαι άσχετη, της απάντησε η κοπέλα... το όνομά μου είναι Μαρίτσα και δουλεύω σε μια φάμπρικα, εσένα πώς σε λένε; Εμένα με λένε Θοδώρα κι ως είχε ξεθαρρέψει της ιστόρησε πώς βρέθηκε ανάμεσα στους διαδηλωτές. Η Μαρίτσα κατάλαβε την παγίδα που της είχε στήσει η Σούζι κι άρχισε να της εξηγεί πώς γίνεται η δουλιά σ' αυτά τα μπαρ και πως αν ήθελε μια τίμια δουλιά θα τη βοηθούσε να βρει. Στο μεταξύ, μπήκε στο κρατητήριο ένας αστυφύλακας μ' ένα χαρτί στο χέρι κι άρχισε να φωνάζει ονόματα και πρόσθεσε: Οσες ακούσανε το όνομά τους είναι λεύτερες να φύγουν. Η Θοδώρα που άκουσε το όνομά της καταχάρηκε, σηκώθηκε όρθια, αγκαλιάστηκε με τη Μαρίτσα και κανόνισαν όταν θα έβγαινε κι εκείνη ν' ανταμώσουν.
Η Θοδώρα γύρισε στο σπίτι της κοντά τα μεσάνυχτα, βρήκε την κυρά - Λένη αναστατωμένη και τη μικρή να κλαίει.
Εξήγησε στην κυρά - Λένη τι έγινε, πήρε την Αννούλα και πήγε στην κάμαρά της. Την άλλη μέρα, η Σούζι αγουροξυπνημένη, με ένα τσιγάρο στο χέρι, φώναξε την Θοδώρα και τη ρώτησε γιατί δεν πήγε στο μαγαζί. Εκείνη της ζήτησε συγνώμη, της διηγήθηκε τι έγινε και της είπε πως το ξανασκέφτηκε και θα κοιτάξει να βρει κάπου αλλού δουλιά. Δε θα είχε περάσει βδομάδα από κείνα τα θλιβερά γεγονότα, όταν ένα δειλινό έφτασε η Μαρίτσα στο σπίτι της και της έφερε τα ευχάριστα νέα, πως από την ερχόμενη Δευτέρα μπορεί να πάει στο υφαντουργείο να πιάσει δουλιά. Οι δυο φιλενάδες είπανε διάφορα γύρω από τα βάσανα της ζωής και στερνά η Μαρίτσα έφυγε. Οι μέρες γλιστρούσαν γρήγορα η μια πίσω απ' την άλλη, περνούσαν οι βδομάδες, οι μήνες κι έφτασε η Θοδώρα να έχει κλείσει χρόνο στη φάμπρικα. Ηταν τώρα και κείνη ένα απλό εργαλείο, με κόκαλα και σάρκες σαν όλες τις άλλες, που κι αυτή δεν είχε χορτάσει το ψωμί και τον ύπνο.
Κάποια μέρα, στο μεσημεριανό διάλειμμα, η Μαρίτσα της έδωσε ένα χαρτί και της είπε να το διαβάσει στο σπίτι της. Η Θοδώρα όμως, γιομάτη περιέργεια, χώθηκε στην τουαλέτα και το διάβασε. Τα μαύρα σημαδάκια που ήσαν τυπωμένα στο χαρτί μιλούσαν στην ψυχή της και τα είχε αποστηθίσει. Οταν σχόλασαν, πλησίασε τη Μαρίτσα και της είπε πως το διάβασε το χαρτί και θέλει κι αυτή να πάρει μέρος στην απεργία.
Την άλλη μέρα το πρωί, που έφτασε η Θοδώρα στη φάμπρικα είδε τις εργάτριες μαζωμένες στον αυλόγυρο να γυροφέρνουν ανήσυχες. Η απεργία είχε ξεκινήσει. Η Θοδώρα, στο άκουσμα πως έγινε ένα ατύχημα γιατί δεν είχαν πάρει μέτρα ασφαλείας, πήρε φωτιά, αγρίεψε το πρόσωπό της, καθώς έφερε στο νου της το θάνατο του άντρα της, κι ευθύς βγήκε μπροστά στις μαζωμένες εργάτριες και με στεντόρεια φωνή είπε πως δεν πρέπει να κιοτέψουν από τις φωνές του διευθυντή και ν' αγωνιστούν για τα δίκια τους.
Οι άλλες εργάτριες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και δίναν υποσχέσεις πως δε θα κάνει πίσω καμιά, και καλούσαν τον διευθυντή να κατέβει στην αυλή να ακούσει τα αιτήματά τους. Οι μπράβοι κι η αρχιεπιστάτρια, με φωνές κι απειλές, προσπαθούσαν να τις παρασύρουν να γυρίσουν στη δουλιά.
Η Θοδώρα και οι άλλες κοπέλες της Επιτροπής με ένα μάτσο προκηρύξεις στα χέρια τρέχανε και τις μοίραζαν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα χτυπήματα των αστυνομικών. Κείνη τη στιγμή, ξαφνικά, πετάχτηκε η λιμουζίνα του διευθυντή από το γκαράζ, κι ως κινήθηκε προς τα Γραφεία της Διεύθυνσης έπεσε πάνω στην Θοδώρα. Ενας δυνατός γδούπος ακούστηκε κι η άτυχη εργάτρια βρέθηκε κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου με τσακισμένο το κρανίο.
Οι εργάτριες τρέξαν ανάστατες κοντά στη χτυπημένη για να τη βοηθήσουν, μα εκείνη είχε πια τελέψει, είχε περάσει στην αιωνιότητα. Το θέαμα ήταν τραγικό. Τα δάκρυα άρχισαν να κατεβαίνουν καυτά κι οι εργάτριες ήταν έτοιμες να ριχτούν στον οδηγό, μα πρόλαβαν οι αστυφύλακες και τις απωθήσανε.
Η Μαρίτσα, όταν αντίκρισε τη Θοδώρα μέσα στα αίματα, ένιωσε την ψυχή της να γιομίζει θλίψη, άρχισε να τρέμει από το θυμό της και ξέσπασε σε κατάρες ενάντια στους δολοφόνους.
Αυτήν τη στυγνή δολοφονία, οι εφημερίδες την άλλη μέρα την πέρασαν στα «ψιλά» σαν τροχαίο ατύχημα. Ομως, οι εργάτριες στη σκέψη τους και στη συνείδησή τους την είχαν χαραγμένη με το αληθινό της όνομα «προμελετημένη δολοφονία».
«Και μ' αυτό το όνομα θα μείνει καταγραμμένη στην ιστορία του εργατικού κινήματος, για να θυμίζει τη θυσία της Θοδώρας δίπλα στις θυσίες όλων των λαϊκών αγωνιστριών και αγωνιστών, σαν μια ιερή προσφορά για τα μεγάλα ιδανικά του λαού». Μ' αυτά τα λόγια, έκλεισε η Μαρίτσα τον επικήδειο που έβγαλε λίγο πριν παραχώσουν τη Θοδώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου