Ταξιδεύοντας σε φουρτουνιασμένο πέλαγος*
Γρηγοριάδης Κώστας
Κάτω κυλούσε ήρεμα το ποτάμι, ανάμεσα από χιλιάδες ψηλόλιγνες λεύκες και χαμηλοβλεπούσες ιτιές. Ακουγόταν το ρέκασμα π' άφηναν οι βάτραχοι και το απαλό νανούρισμα των γρύλων. Ηταν και το φεγγαράκι που μας χαμογελούσε από ψηλά και πώς να σε πάρει ο ύπνος! Ηθελα να μοιραστώ αυτό το μαγευτικό θέαμα και σκούντηξα το συγκάτοικό μου στο ίδιο στρώμα:
«Θύμιο!».
Δεν κοιμόταν, όμως ούτε που μ' άκουσε. Αλλού ταξίδευε αυτός. Ξανάπα:
«Ε, Θύμιο».
Κι όταν συνήλθε:
«Είπες τίποτα;».
«Ναι, κάτι είπα».
«Τι;».
«Κοίτα εκεί ψηλά στον ουρανό. Κοίτα τ' αστέρια, κοίτα το φεγγαράκι. Σα να μας γνέφει. Σα να μας μιλάει. Κοίτα κάτω... και το ποτάμι πώς λαμπυρίζει. Ακου και το κελάηδημα π' αφήνουν τα νυχτοπούλια. Είν' ένα χάρμα, μια μαγεία. Δεν είναι;».
Ο Θύμιος γύρισε απ' τ' άλλο το πλευρό κι άφησε να βγει μια λέξη:
«Η γίδα».
Ούτε που κατάλαβα τι ήθελε να πει και τον ρώτησα:
«Γίδα, είπες;».
Επανέλαβε τη λέξη κοφτά και θυμωμένα:
«Ναι, γίδα είπα».
Ανασηκώθηκα να δω μήπως και ξέφυγε καμιά γίδα απ' το κοπάδι και περιφέρεται ανάμεσα στον καταυλισμό. Τίποτα δεν είδα και τον ξαναρώτησα:
«Ακουσα καλά, Θύμιο, γίδα είπες;».
Κι εκείνος με πιο δυνατή φωνή:
«ΝΑΙ, ΓΙΔΑ ΕΙΠΑ!».
«Πού την είδες;».
«Την έχω σπίτι μου. Μια μαλτέζα είναι. Ενα καρδάρι γάλα τη μέρα βγάζει».
«Και πώς τη θυμήθηκες απόψε;».
«Ρωτάς πώς τη θυμήθηκα; Γιατί πάνε να μου την πάρουν. Να την αρπάξουν».
«Τίποτα ζωοκλέφτες; Αλογοσύρτες;».
«Οχι αυτοί. Αλλοι είναι οι άτιμοι, που ζητούν να μας τ' αρπάξουν όλα. Να φέρουν την καταστροφή...».
«Δε σε καταλαβαίνω, Θύμιο, ποιοι είναι αυτοί οι άτιμοι, που θέλουν να σ' αρπάξουν τη γίδα και να φέρουν τη μεγάλη καταστροφή;».
«Δεν το 'χεις καταλάβει; Κρίμα σου. Λες πως ξέρεις και γράμματα».
«Οχι, δεν το 'χω καταλάβει. Εσύ τους ξέρεις; Ποιοι είναι;».
Πέρασε λίγη ώρα και βρόντηξε η φωνή του:
«ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΕΙΝΑΙ! Κι ένας απ' αυτούς, ο σκυλοκερατάς που διαβάζει καθημερινά τη φυλλάδα. Και κάθεσαι κι εσύ και τον ακούς. Ντροπή σου! Να μη σε δω άλλη μέρα, θα σου σπάσω τα παΐδια!..».
«Και λες πως θα σου πάρει τη γίδα αυτός που διαβάζει αυτή τη φυλλάδα, το "Ριζοσπάστη;"».
«Μόνο τη γίδα; Ολο το βιος. Ολα θέλουν να τα πάρουν. Να τα μοιραστούν, να τα φάνε. Και τα παιδιά θέλουν να πάρουν. Και τις γυναίκες. Να τις κάνουν κοινές. Κούνια που τους κούναε!..».
«Ελα, ρε Θύμιο. Τα πιστεύεις αυτά;».
«Πώς να μην τα πιστέψω, που είναι αλήθεια;».
«Και ποιος σου την είπε αυτήν την αλήθεια; Πού την άκουσες;».
«Ο λοχαγός μας την είπε, στο ευζωνικό. Κάθε μέρα την ακούγαμε».
«Και τι άλλο σας έλεγε ο λοχαγός για τους κόκκινους;».
«Οτι είναι απάτριδες, πλερωμένοι προδότες και άθρησκοι».
Προσπάθησα να πείσω το Θύμιο πως δεν είναι έτσι, πως δε μοιάζει, δε δείχνει να είναι κακός άνθρωπος αυτός ο εργάτης που διαβάζει το «Ρ», αλλά έμεινε αμετάπειστος. Σε μια στιγμή ξέσπασε:
«Αν τον είχα τώρα εδώ...».
«Ναι, αν τον είχες τώρα εδώ τι...».
«Σου το λέω καθαρά: Αν τον είχα τώρα εδώ, αυτόν ή όποιον άλλο απ' αυτούς τους κόκκινους...».
«Τι θα τον έκανες;».
«Θα του 'κοβα το λαρύγγι. Τόσο θυμό τούς έχω».
Τον συγκράτησα:
«Μη λες τέτοια, Θύμιο».
«Το λέω και θα το έκανα, πίστεψέ με».
«Τότε θα σε ρωτήσω κι εγώ κάτι».
«Ρώτα με».
«Το δικό μου το λαρύγγι θα το 'κοβες, αν...».
«Αν ξαναβγάλεις από το στόμα σου τέτοιες λέξεις, να ξέρεις, θα σου σπάσω τα παΐδια. Ακούς;».
«Λέω, αν. Αν ήμουνα κόκκινος».
«Σου είπα, μη λες τέτοια, γιατί με ξαγριώνεις».
«Τότε θα σου πω την αλήθεια κι ας είσαι και ξαγριωμένος: Είμαι κόκκινος. Ανήκω στους κομμουνιστές».
«Λες ψέματα».
«Λέω αλήθεια».
«Αν το πεις ακόμα μια φορά...».
«Το λέω και μια και πολλές φορές. Είμαι κόκκινος. Ανήκω στους κομμουνιστές».
«Ωωωχ, φουρτούνα που μου 'ρθε στο κεφάλι! Λες αλήθεια, βρε άτιμε; Εσύ μ' αυτούς;».
«Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Πώς κατάφεραν να βάλουν μέσα σου αυτό το μίσος;»
«Πού το είδες το μίσος, Θύμιο; Εγώ είμαι γεμάτος αγάπη».
«Σε ξεγέλασαν. Σε εξαπάτησαν. Σε πότισαν δηλητήριο».
«Κανένας δε μ' εξαπάτησε. Μόνος μου τον πήρα αυτόν το δρόμο».
«Για να γίνεις χαλαστής; Για να γκρεμίσεις την κοινωνία;».
«Οχι για να γίνω χαλαστής. Αλλά χτίστης μιας καινούριας κοινωνίας».
«Σήκω να φύγεις από κοντά μου. Δε σε θέλω. Και το μεσημέρι να τρως χωριστά. Δε σε θέλω και στον ύπνο. Το στρώμα θα το κάψω, γιατί το μόλυνες. Σε είχα για καλό και μου 'φερες δαιμόνια».
Σηκώθηκα να φύγω. Βγάζει μια φωνή:
«Πού πας;».
«Είπες να φύγω και φεύγω».
«Κάτσε λίγο, θέλω να μου 'ξηγήσεις. Πώς έγινε αυτό; Ποιος ήταν αυτός ο άτιμος που σε ξεστράτισε; Πες μου να πάω να τον βρω, να τον σκοτώσω...».
«Σου είπα. Κανένας δε με ξεστράτισε. Μοναχός μου τον πήρα αυτόν το δρόμο».
«Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω. Κάποιος θα πρέπει να σε μάγεψε...».
Δε μ' άφησε να φύγω. Ξαπλώσαμε μαζί στο ίδιο στρώμα. Ολη τη νύχτα κάτι ψιθύριζε, κάτι έλεγε, κάτι μονολογούσε. Σηκωνόταν να δει, αν υπάρχω, μήπως έφυγα, ξάπλωνε πάλι. Το πρωί, μόλις ξύπνησε, πέταξε μια λέξη:
«Θα σε καταγγείλω. Το 'χω υποχρέωση».
Τ' απάντησα σταθερά:
«Οποτε θέλεις».
«Και δε φοβάσαι; Δε γυρίζει το κεφάλι σου;».
«Οχι, δε φοβάμαι κι ούτε γυρίζει το κεφάλι μου».
«Ακου να σου πω, εγώ σπιούνος δε γίνομαι. Δε θα σε καταδώσω. Θα σε ρωτήσω, όμως, κάτι και θέλω να μ' απαντήσεις αντρίκεια».
«Ρώτα με».
«Χτες βράδυ, κοιμήθηκες ήσυχα;».
«Οπως κάθε βράδυ».
«Και δε φοβήθηκες;».
«Το να φοβηθώ;».
«Αυτό που είπα. Μήπως σου κόψω το λαρύγγι».
«Οχι, δε φοβήθηκα. Ακουσα που το είπες, αλλά δεν το πίστεψα».
«Γιατί δεν το πίστεψες;».
«Δε μοιάζεις για δολοφόνος. Είσαι τόσο αγαθός...».
«Θα σου δώσω μια να σου 'ρθει αντράλα μ' αυτά τα λόγια σου».
«Δεν μπορείς».
«Μπορείς, αλλά δεν το κάνεις. Γιατί μ' αγαπάς...».
«Μη μου λες εμένα τέτοια λόγια, θα σε χτυπήσω».
Πήγαμε στη δουλιά. Είχ' έρθει κάποιος ανώτερος της εταιρίας να κάνει έλεγχο. Πέρασαν από μπροστά του όλοι οι εργάτες. Πέρασα κι εγώ. Εκείνη τη μέρα το παραφόρτωνα το καρότσι με χώμα, για να του κάνω καλή εντύπωση, να δείξω ότι είμαι ικανός. Παρ' όλα αυτά, δεν του γέμιζα το μάτι και με ρώτησε:
«Πόσο χρονώ είσαι, μικρέ;».
Το ίδιο πάλι εγώ, έβαλα δυο παραπάνω. Δεν τον ξεγέλασα. Μ' απέλυσε. Δεν το πήρα κατάκαρδα. Κάπου αλλού θα βρω δουλιά, είπα.
Καθόμουν στο στρώμα του Θύμιου και περίμενα να γυρίσει απ' το λατομείο. Ηταν απ' την προηγούμενη κουβέντα μας ακόμα ζαβλακωμένος, σαν άκουσε πως μ' απόλυσαν, αναστατώθηκε περισσότερο. Του είπα:
«Ελα να σ' αποχαιρετήσω, φεύγω».
Αυτός κοίταζε πέρα, έκανε πως δε με πρόσεχε.
«Καλά», του λέω κι εγώ, «αφού δε θέλεις, φεύγω».
Σηκώθηκα, πήρα το δρόμο. Λίγο πιο κει, άκουσα τη φωνή του.
«Εεεε!».
«Τι θέλεις που φωνάζεις;».
«Τι φωνάζω, λέει. Να μ' ακούσεις».
«Ε, ναι, σ' άκουσα. Τι θέλεις;»
«Να γυρίσεις πίσω».
«Οχι, δε γυρίζω».
«Γύρνα σου λέω. Θα δείξω το γράμμα του λοχαγού και θα σε ξαναπάρουν στη δουλιά».
«Αυτό είναι που δε θέλω».
«Γύρνα πίσω, σου λέω».
«Κι εγώ σ' απαντώ: Δε γυρίζω».
«Ξεροκέφαλε, πεισματάρη!..».
Κίνησε, ήρθε αυτός κοντά μου. Κάθισε σε μια πέτρα. Μου 'πε να καθίσω κι εγώ. Μισοκάθισα. Εξυνε τα γένια του, ξεφυσούσε, αναστέναζε, βασανιζόταν. Υστερα, του ήρθαν οι λέξεις:
«Για τελευταία φορά θα σε ρωτήσω. Είν' αλήθεια αυτό που είπες ότι είσαι κόκκινος, ότι είσαι κομμουνιστής;».
«Σ' απάντησα πολλές φορές κι εγώ με το ναι. Είμαι κόκκινος, ανήκω στους κομμουνιστές».
«Μα γιατί, βρε παιδί, είσαι τόσο καλός...».
«Κι εσύ είσαι πολύ καλός. Γιατί πιστεύεις τα ψέματα για τους κομμουνιστές;».
«Θέλεις να πεις ότι ήταν ψέματα αυτά που μας έλεγε ο λοχαγός στο ευζωνικό;».
«Ναι, είναι ψέματα».
«Και τώρα που θα φύγεις, πού θα πας;».
«Θα πάω στην πολιτεία. Για κει ήταν ο σκοπός μου. Εχω πολλά όνειρα στο κεφάλι μου».
«Και θα μ' αφήσεις εμένα μόνο;».
«Εχεις τόσους εργάτες δίπλα σου. Ακόμα κι αυτόν που διαβάζει κάθε μεσημέρι τη φυλλάδα, όπως λες, το "Ριζοσπάστη"...».
«Μη μου κάνεις εμένα το δάσκαλο».
«Το δάσκαλο, όχι. Το φίλο».
«Με θέλεις για φίλο σου;».
«Εσύ με θέλεις;».
«Τζαναμπέτη, μ' έκανες να σ' αγαπήσω».
«Αμ εγώ...».
Σηκωθήκαμε. Κόμπιαζε, ήταν έτοιμος να κλάψει. Τα λόγια του έβγαιναν με δυσκολία:
«Τώρα πήγαινε και να ξέρεις... Να ξέρεις ότι εγώ... Χάιντε στο καλό και να με θυμάσαι. Πάντως εγώ...».
Με το 'να χέρι μ' αποχαιρετούσε και με τ' άλλο σκούπιζε τα μάτια του.
«Πάντως εγώ... Και μη με ξεχάσεις...».
Ετσι αποτυπώθηκε η φωνή του μέσα μου.
Να 'ξερες πόσο καλό μου 'κανες, Θύμιο, που σε γνώρισα!..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου