To παπουτσάκι της Σεμπιλέ
Γρηγοριάδης Κώστας
Μεγαλοβδομάδα κι είχα αρχίσει να βαριέμαι. Ο καιρός ήταν χάλια, ο ουρανός μαύρος, έτοιμος για βροχή, η θάλασσα ήσυχη, μολυβένια.
Εψαξα στη βιβλιοθήκη να βρω κανένα βιβλίο, μήπως και μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, όλα ήταν χιλιοδιαβασμένα. Χωμένη κάτω από ένα σωρό κόμικς του Μάνθου ανακάλυψα την «Οδύσσεια». Τέλεια. Είχα αυτό που ήθελα. Την προηγούμενη χρονιά είχαμε κάνει μερικά γράμματα και μου άρεσε αυτό το πρώτο παραμύθι της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μυθιστόρημα κοριτσίστικης εφηβείας το έλεγε η φιλόλογος. Κι η μετάφραση του Ζήσιμου Σίδερη κυλούσε σαν το γάργαρο νεράκι.
Ταξίδεψα με τον Οδυσσέα σε φουρτουνιασμένες θάλασσες κι αφιλόξενα ακρογιάλια, αλλά και σε γαλάζιους ουρανούς και κύματα γαληνεμένα. Σε χώρες παράξενες και σε νησιά με φιλόξενους κατοίκους κι όμορφες θεές, πρόθυμες να κάνουν τον κουρασμένο ταξιδιώτη να ξεχάσει στην αγκαλιά τους τρικυμίες και ναυάγια, πόνους του κορμιού και της ψυχής, χαμένους συντρόφους, γυναίκες, παιδιά.
Παράτησα για λίγο το βιβλίο και κοίταξα το πέλαγος. Το πρωί η θάλασσα ήταν λάδι, όσο περνούσε όμως η ώρα ένα αεράκι φορτωμένο αρμύρα ερχόταν από το βοριά κι έκανε τα κύματα να χοροπηδούν στο πέρασμά του.
Στην αρχή δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω αν αυτό που έβλεπα να πλησιάζει ήταν ράχη δελφινιού, ιστιοσανίδα ή κάποιο ξύλινο καφάσι πεταμένο από κάποιο καράβι, ελληνικό ή τούρκικο, από τα τόσα που μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο στο λιμάνι. Η θάλασσα μια το έσπρωχνε στην ακρογιαλιά, μια το τραβούσε πίσω στην αγκαλιά της, λες κι έπαιζε μαζί του και δεν ήθελε να το αφήσει να φτάσει στην αμμουδιά.
Γεμάτη περιέργεια πέταξα στην άκρη την «Οδύσσεια» και κατέβηκα στην παραλία. Σήκωσα το φουστάνι μου πάνω από τα γόνατα και μπήκα στο νερό. Το κύμα, όταν βαρέθηκε να πηγαινοφέρνει το παράξενο παιχνίδι του, με δυο τρεις σπρωξιές το ξεφορτώθηκε και τ' ακούμπησε στα ρηχά, μπροστά στα πόδια μου. «Θεέ μου, ένας άντρας» φώναξα.
Ηταν γυρισμένος ανάσκελα, γυμνός από τη μέση και πάνω, με τα μάτια κλειστά, τα χείλια του μελανιασμένα. Κοίταζα σαστισμένη μια το μισόγυμνο άντρα και μια το σπίτι μας. Τέτοια ώρα όλοι έλειπαν στην πόλη, δεν υπήρχε κανείς να δώσει βοήθεια.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να το βάλω στα πόδια και ν' απομακρυνθώ από το μακάβριο θέαμα. Κι αν ήταν ακόμα ζωντανός; Με τα μάτια μου σάρωσα την παραλία. Δεν έβλεπα πουθενά ψυχή ζωντανή. Επρεπε να κατανικήσω το φόβο μου και να σύρω μόνη μου τον άντρα στην αμμουδιά. Τον έπιασα δειλά από τις μασχάλες. Ηταν παγωμένος σαν μάρμαρο, το κορμί του ασήκωτο, με δυσκολία μπόρεσα να τον μετακινήσω μερικά εκατοστά.
Με τα πολλά κατάφερα και τον ακούμπησα στη στεγνή άμμο. Είχα κουραστεί, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από πάνω μου, το μυαλό μου όμως ήταν καθαρό, έψαχνα να βρω τρόπο να τον συνεφέρω, αν ήταν ακόμα ζωντανός. Θυμήθηκα εκείνες τις ναυαγοσώστριες που έβλεπα στην τηλεόραση να σώζουν τους απρόσεκτους κολυμβητές στις παραλίες. Γύρισα τον άντρα στο πλάι. Ενα σιγανό βογκητό βγήκε από τα χείλια του. Ζούσε. Με το δεύτερο βογκητό πετάχτηκε από το στόμα του ολόκληρος καταρράχτης θαλασσινό νερό. Υστερα τα βλέφαρα του πετάρισαν, άνοιξε τα μάτια του κι αμέσως τα ξανάκλεισε.
Ψύχραιμη πια, αφού ήταν ζωντανός, άρχισα να τον παρατηρώ. Ηταν μελαχρινός, πολύ νέος, με μαύρα μακριά μαλλιά και γένια πολλών ημερών. Φορούσε παντελόνι χακί και στη ζώνη του ήταν περασμένο ένα πλαστικό τσαντάκι. Τον άφησα μόνο του κι έτρεξα στο σπίτι να φέρω μια κουβέρτα να τον σκεπάσω. Εκείνη την ώρα έμπαινε στην πόρτα ο μπαμπάς. Με λίγα λόγια του είπα τι συνέβαινε και κατεβήκαμε μαζί στην παραλία.
- Σίγουρα είναι Κούρδος λαθρομετανάστης, είπε ο μπαμπάς. Πρέπει να καλέσουμε το Λιμενικό να τον πάρει.
- Ας τον κρατήσουμε απόψε στο σπίτι, να συνέλθει ο κακόμοιρος και τον παραδίνουμε αύριο, είπα παρακαλετά.
Δυο μερόνυχτα κοιμόταν ο ναυαγός κι όταν ξύπνησε εμένα πρωτοείδε, που τον παραφύλαγα πότε θα ανοίξει τα μάτια του. Η Θέκλα τον φρόντισε σαν να ήταν δικός της άνθρωπος. Τον τάισε, του 'δωσε νερό να πιει, ρούχα να ντυθεί, παπούτσια να φορέσει. Υστερα φώναξε τον μπαμπά και πάτησε πόδι: «Οσα χρόνια ζω σ' αυτό το σπίτι, τους αναγκεμένους που ζήτησαν βοήθεια δεν τους διώξαμε. Τα κόκαλα των γονιών και των παππούδων σου θα τρίζουν αν παραδόσεις τον ξένο. Εγώ η ίδια που ένιωσα την πίκρα του ξεριζωμούν δε θα σ' αφήσω να κάνεις τέτοια πράξη».
Οι επιθυμίες της Θέκλας, σπάνιες για να πω την αλήθεια, ήταν διαταγές για τον μπαμπά. Ο Νουρή έμεινε κοντά μας και με τα λίγα αγγλικά που ήξερε μας διηγήθηκε την περιπέτεια του, όμοια με τόσες άλλες που συμβαίνουν καθημερινά στο Αιγαίο.
Ηταν κι αυτός ένας από τους χιλιάδες Κούρδους που ξεκινούσαν από τα βάθη της Τουρκίας, αναζητώντας ψωμί κι ελευθερία. Τα σαπιοκάραβα κι οι βάρκες τις περισσότερες φορές άδειαζαν τους άντρες και τα γυναικόπαιδα μεσοπέλαγα κι όσοι κατάφερναν να βγουν ζωντανοί στα ελληνικά νησιά γρήγορα έβλεπαν τα όνειρα τους να διαλύονται σαν την πρωινή ομίχλη. Δεν προλάβαιναν να χαρούν τον παράδεισο που ονειρεύτηκαν και γρήγορα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής, διωγμένοι από την Ελλάδα που δεν άντεχε άλλους πρόσφυγες.
Ο Νουρή, με χέρια που έτρεμαν, έβγαλε μέσα από το πλαστικό τσαντάκι του λίγες φωτογραφίες, μισοκαταστρεμμένες από τη θάλασσα, μερικά πρόσωπα όμως διακρίνονταν ακόμα. Ηταν η γυναίκα του η Ραμπιγιέ και το χρονιάρικο κοριτσάκι τους η Σεμπιλέ. Ράγισαν οι καρδιές μας, όταν μας είπε πως η ψαρόβαρκα που τους μετέφερε, μαζί με άλλους είκοσι, αναποδογύρισε μέσα στη θαλασσοταραχή κι όλοι βρέθηκαν στη θάλασσα. Κανένας από τους βουνίσιους μετανάστες δεν ήξερε κολύμπι, ούτε κι ο Νουρή. Πάλεψε κάμποση ώρα, προσπαθώντας να σώσει τη γυναίκα του και την κόρη του. Μόνο το ένα παπουτσάκι της Σεμπιλέ του 'μεινε στα χέρια όταν την άρπαξε το κύμα. Αυτό το ταλαιπωρημένο παπουτσάκι φιλούσε και ξαναφιλούσε ο Νουρή και το μούσκευε με τα δάκρυά του.
Μαζί του έκλαψε κι η Θέκλα, που θυμήθηκε τις περιπέτειες και τα βάσανα των ξεριζωμένων της Ιωνίας. Εκλαιγε και για τα τωρινά πάθη των Κούρδων, ιστορίες παράλληλες μέσα στο χρόνο... Πώς ν' αφήσει το παλικάρι να το γυρίσουν πίσω; Ηξερε την τύχη που το περίμενε.
Ο Νουρή έφαγε, στυλώθηκε, κούρεψε τα γένια και τα μαλλιά του. Σαν τα μάτια του άλλα δεν είχα ξαναδεί, όμοια με τον κατάμαυρο ουρανό που τον φώτιζαν αστέρια. Ωρες ώρες όμως έσβηνε το φως τους, τα σκέπαζε μια μελαγχολία μαζί μ' αβάσταχτη νοσταλγία. Οταν νύχτωνε έβγαινα μαζί του στον κήπο και του μάθαινα πώς λένε τα δέντρα, τη θάλασσα, το γιασεμί, τις πασχαλιές. Δεν κινδύνευε να τον δει κανένα μάτι, το σπίτι μας ήταν απομονωμένο, μακριά από τουριστικά περάσματα, ο χωματόδρομος γεμάτος πέτρες και λακκούβες. Το φεγγάρι ήταν στη χάση του, όταν τα κύματα έφεραν τον Νουρή στην αμμουδιά και μόλις άρχιζε να γεμίζει και να φέγγει, ο ίδιος ζήτησε φτυάρι και αξίνα και ρίχτηκε τις νύχτες στη δουλιά. Επιαναν τα χέρια του κι ας ήταν στο χωριό του δάσκαλος. Η Θέκλα του άναβε τα φώτα της βεράντας κι εκείνος κλάδευε, κούρευε, ξεχορτάριαζε, στερέωσε την κληματαριά και το φράχτη. Κοιμόταν τη μέρα και δούλευε ως την ώρα που το φως της αυγής άσπριζε πάνω από το βουνό. Πολλές φορές τα βράδια τον έπιανα ν' αφήνει την αξίνα, να βγάζει από την τσέπη του το παπουτσάκι της Σεμπιλέ, να το φιλάει και να σκουπίζει ύστερα τα μάτια του.
Μπήκε ο Ιούνιος με ζέστες, υγρασία και άπνοια. Μόλις ξυπνούσα φορούσα το μαγιό μου, έτρεχα στην άκρη της παραλίας και βουτούσα από τα βράχια. Στην αρχή δεν ήξερα ότι δυο μάτια με παρακολουθούσαν. Γρήγορα όμως κατάλαβα την παρουσία του Νουρή πίσω από τους βράχους. Φορούσε τις παλιές μπότες του μπαμπά κι οι φρέσκες πατημασιές του πάνω στην υγρή άμμο τον πρόδωσαν. Εγώ προσποιόμουνα την ανήξερη. Μου άρεσε να με χαϊδεύει με τα μάτια του. Μόλις έμπαινα στα δεκατρία κι ήμουνα μονίμως ερωτευμένη με τον έρωτα.
Αρχισα να τον σκέφτομαι. Τις νύχτες σηκωνόμουνα, άνοιγα κρυφά το παράθυρο και τον παρακολουθούσα να δουλεύει στον κήπο. Εκείνος κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του, λες κι ήξερε ότι τον έβλεπα από τη χαραμάδα του παντζουριού. Υστερα ξάπλωνα στο κρεβάτι μου και τον έφερνα ολοζώντανο μπροστά μου. Το κεφάλι του που μύριζε αρμύρα και άρωμα της νύχτας, τα χέρια του με τα μακριά δάχτυλα. Η φαντασία μου δεν τολμούσε να περάσει το σύνορο κάτω από το λαιμό. Και μόνο η σκέψη πως υπήρχε πιο κάτω ένα αντρικό κορμί, μου προξενούσε ένα γλυκό πανικό.
Η μαμά εκείνο τον καιρό έλειπε ταξίδι στη Δανία. Είχε πάει να δει τα ξαδέρφια και τους λίγους συγγενείς και φίλους της. Τα γράμματά τους έρχονταν γεμάτα παράπονα ότι τάχα είχε ρίξει πέτρα πίσω της. Δεκατρία χρόνια μακριά από την πατρίδα της κι ούτε μια φορά δεν αποφάσισε να τους επισκεφτεί.
Η Θέκλα πρώτη παρατήρησε μέσα στα υγρά μάτια του Νουρή τον έρωτα να θεριεύει. Εβλεπε και μένα να παλεύω με τον εαυτό μου. Πότε ήμουνα γεμάτη νεύρα και μου έφταιγαν όλα κι άλλοτε πάλι έμενα ώρες σιωπηλή, βυθισμένη σε μια αναίτια θλίψη.
Μια μέρα ο Νουρή χάθηκε από το σπίτι μας. Ετσι ξαφνικά όπως είχε έρθει. Ο πατέρας βρήκε αμέσως την εξήγηση: «Δε μας είχε ανάγκη πια. Ηθελε αλλού δουλιά με μεγαλύτερο μεροκάματο. Αλλά ο ευλογημένος να μη μας πει ούτε ένα αντίο;». Ούτε κι η Θέκλα παραξενεύτηκε, φαινόταν μάλλον ευχαριστημένη. Μόνο εγώ ήξερα την αλήθεια. Ο Νουρή φοβήθηκε μην παρασυρθεί και παρασύρει και μένα. Τέτοια πάθη φουντώνουν καμιά φορά και πυρπολούν χωρίς να λογαριάζουν οικογένεια, καθήκον, τιμή. Εφυγε όσο ήταν νωρίς, γιατί δεν ήθελε να φερθεί σαν παλιάνθρωπος στους ανθρώπους που τον έσωσαν. Αν και καμιά φορά περνούσε από το μυαλό μου μια υποψία. Μπορεί και να του μίλησε η Θέκλα γι' αυτό που έβλεπε να γίνεται κάτω από τα μάτια της και να του έδειξε με τρόπο ότι ήταν πια καιρός να του δίνει.
Εγώ όμως προτιμούσα να σκέφτομαι ρομαντικά. Ο δικός μου Οδυσσέας έφυγε από αγάπη για μένα κι ας ήμουνα μόνο δεκατριών χρονών.
Πριν τελειώσει το καλοκαίρι, πρόλαβα επιτέλους και τελείωσα την «Οδύσσεια»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου