Η μπαλάντα του δασκάλου
Γρηγοριάδης Κώστας
Βαρύς ο χειμώνας τούτη τη χρονιά.
Οι δυο λαβωματιές στο ποδάρι τού το είχανε μηνύσει, όπως πάντα. Θυμάται πως το έλεγε και στα παιδιά του σκολειού κι εκείνα το είχαν πάρει συνήθειο και τον ρωτούσαν: Δάσκαλε, φέτος θα έχουμε βαρυχειμωνιά;
Σήμερα σηκώθηκε πριν το χάραμα. Είχε πεισματωθεί. Επρεπε επιτέλους να ξεκινήσει το γράψιμο. Γιατί έτσι που πήγαινε, το βιβλίο δε θα τέλευε ποτές κι ο χρόνος έβιαζε. Τα ξεσηκωμένα παιδιά ενάντια στη χούντα, θα το έχουν ίσως ανάγκη κι εκείνος δεν είχε γράψει μήτε μια σελίδα. Εφερε γύρα στη μικρή κάμαρή του, ζύγωσε στο παραθύρι και στύλωσε τη ματιά του στο ασπροντυμένο χωριουδάκι. Οι χωριανοί είχαν κιόλας κινήσει για τον καφενέ, μια κι η χιονιά τούς κρατούσε ανενεργούς. Ηταν ο τρίτος χειμώνας που περνούσε σε τούτο το χωριουδάκι εξόριστος. Κι ως η βαρυχειμωνιά τον κρατούσε διπλομανταλωμένο, ένιωθε το νου του ασάλευτο. Για να ξεδίνει, αφήνονταν σε παλιές θύμησες.
Φορές, διαλογιζόταν: Ραγιάς τετρακόσια χρόνια ο λαός μας, μια μέρα αντρειεύτηκε κι έκανε κοινό τον ξεσηκωμό του εικοσιένα. Κι η πατρίδα λευτερώθηκε. Και μονοστιγμής γιόμιζαν τα μάτια του δάκρυα κι αναταράζονταν απ' την οργισμένη φωνή του στρατηγού Μακρυγιάννη: «...Πατρίδα δεν μπορώ να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά κι οι γριγιές να διακονεύουν και τις νιες να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδας. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστάς και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτήνοι οι αγωνιστές όπου χύσανε τα αίματά τους διά να ξαναειπωθεί πατρίδα Ελλάς». Κείνα τα λόγια του Μακρυγιάννη, καθώς σούριζαν στ' αυτιά του, τον ανατάραζαν και πλήθαιναν το θυμό και την αγανάκτησή του. Και τότες ο νους του μπουρδουκλωνόταν μια στο Κιλελέρ, μια στη δικτατορία του Μεταξά, τα ξερονήσια με τους κομμουνιστές, την Αλβανία, τη γερμανική κατοχή και καταστάλαζε στο δεύτερο ξεσηκωμό του '41 και σ' όλα εκείνα που υστερότερα ακολουθήσανε.
Και ξανά τα ίδια συλλογιόταν κι η συλλογή του παρασυρμένη από τα λόγια του Μακρυγιάννη ξόμπλιαζε τα τοτινά και τα τωρινά και μάχονταν να τα συνταιριάξει, ότι 'μοιαζαν. Πάλι κυνηγητά, φυλακώματα, πάλι εξορίες. Τούτος ο λαός, σκεφτόταν, που ποτέ του δεν κιότεψε, σούρνεται και πάλι στις «χάψες», στις εξορίες, βασανίζεται, δολοφονιέται και βιάζεται. Μ' αυτά τα λογιάσματα, ντράπηκε που έμενε έτσι ανενεργός τόσο καιρό. Πρέπει να μπω σε δράση, σκέφτηκε. Μα, τούτη τη φορά από άλλο δρόμο. Κι αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Θα το ονομάτιζε: «Η ταχτική του ανταρτοπόλεμου», θα είναι ό,τι πρέπει για την περίσταση. Αλλωστε, «πράξη και θεωρία» πάνε απόκοντα και συνταιριασμένες γίνονται πιο καρπερές. Αναθυμιέται πως από το δασκαλίκι βρέθηκε στ' αντάρτικο, όταν κείνο το χάραμα οι Γερμανοί είχαν χιμήξει στο χωριό, το κάνανε ρημαδιό και μακελέψανε στη ρεματιά πολλά παλικάρια, για αντίποινα είπαν.
Κάποια μέρα, όλα εκείνα είχαν πάρει τέλος. Οι καταχτητές διώχτηκαν, στη θέση τους αναπάντεχα ήρθαν οι Εγγλέζοι - οι σύμμαχοι - να διαγουμίσουν, με τα όπλα τους, τον τόπο, οι κιοτήδες και οι προσκυνημένοι να σηκώσουν κεφάλι κι οι αγωνιστές πατριώτες, που λευτέρωσαν την Ελλάδα, να κυνηγιούνται, να δολοφονούνται, να φυλακώνουνται. Αναποδογύρισε η ιστορία κι οι Ελληνες σπρώχτηκαν σ' ένα αδερφοφάγωμα, που κράτησε τέσσερα χρόνια.
Κείνος είχε γυρίσει, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, στο δασκαλίκι του. Τα χρόνια κυλούσαν με βιάση, ο τόπος βολόδερνε κι ο λαός πότε φούσκωνε σαν ποτάμι και ξεχύνονταν στους δρόμους και πότε κατάπεφτε κι έδειχνε όμοια με λιμνιασμένο νερό. Κι εκείνος, ζωσμένος το δασκαλίκι, κρυφοκοίταζε με παράπονο να πέφτουν τα πρώτα χρόνια στα κορακίσια μαλλιά του, τις πίκρες που είχαν μαζωχτεί μέσα του να ξεγελιούνται με μικροχαρές της καθημερινότητας και την αντάρτικη καρδιά του να μερώνει, με κάποιες κρυφές ελπίδες. Μα, εκεί που είχε αρχίσει ν' ανθίζει μέσα η ελπίδα ότι θα ερχόταν το γλυκοχάραμα να φέρει φως και ζεστασιά στη βαλαντωμένη ψυχή του, άξαφνα κι αναπάντεχα, να 'σου ξανά μαύρα σκοτάδια και παγωμάρα.
Ηταν ένα απριλιάτικο πρωινό, θυμάται, που άκουσε κείνα τα στρατιωτικά εμβατήρια στο ραδιόφωνο. Δυο τρεις συνταγματαρχαίοι πρόφτασαν, λέγανε, το βασιλιά και τους στρατηγούς του και 'φτιαξαν εκείνοι τη δικτατορία. Ως να ζυγαριάσει στο νου του την καινούρια συμφορά που βρήκε τον τόπο, άνθρωποι της Ασφάλειας φέρανε και του δώσανε το χαρτί που του όριζε κείνο το ξέμακρο χωριουδάκι για την εκτόπισή του. Πίκρα φαρμάκωσε την ψυχή του, απελπισιά κι απογοήτεψη τον κυρίεψε, σαν βρέθηκε, την άλλη μέρα, σ' εκείνο τον τόπο της εξορίας του, με τα χαμόσπιτα και τους ξεχασμένους κι απ' το θεό κατοίκους του. Μα, γρήγορα συνταιριάστηκε, παρήγορες ελπίδες άρχισαν να κρυφοφωλιάζουν στο νου του και χαροκοπάτα κελαηδίσματα να φτάνουν στ' αυτιά του. Κι είπε μέσα του: Ψυχή βαθιά, πού θα πάει, θα περάσει και τούτο το κακό Τα καλοσυνάτα καλημερίσματα των χωριανών και τ' απλόχερα φιλέματά τους στον καφενέ τού δίνανε θάρρητα και τον 'σπρωχναν να αναμερίζει τη θλίψη του.
Ενα απομεσήμερο στον καφενέ, τον πλησίασε ένας χωροφύλακας και του είπε: Είναι διαταγή, μήτε κουβέντες με τους χωριανούς, μήτε ξεπορτίσματα. Ετσι, από κείνη τη μέρα, κούρνιαζε με το βασίλεμα στην κάμαρή του και ριχνόταν σε βαθιά συλλογή. Και μέσα σε εκείνη τη βασανιστική μοναξιά, ήρθε απόκοντα κι η βαρυχειμωνιά.
Ευτυχώς, που οι λαβωματιές τού το είχαν μηνύσει και πήρε κείνη την ξυλόσομπα. Και τώρα είχε λίγη ζεστασιά. Χωμένος τώρα σ' εκείνη τη θλιβερή μοναξιά του αφουγκραζόταν, φορές, τις ορμήνιες της απροσκύνητης ψυχής του, που τον πρόσταζε να μην κιοτέψει. Μάχουνταν πεισματικά να ξεπεράσει κείνες τις διαταγές της χωροφυλακής που τον κατακρατούσαν σ' ακινησία κι έβανε όλα τα δυνατά του να τις κατανικήσει. Οπόταν, μια νύχτα, σπαθιές τ' αστροπελέκι φώτισε το νου του και φούντωσε μέσα του η σκέψη: Θα γράψω ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Κι να, που τώρα μέρες παλεύει με δαύτο, και το μόνο που κατάφερε ήταν να γράψει τον τίτλο! Κάτι δεν πάει καλά λογιάστηκε. Σήμερα, μάλιστα, τον ταλάνισε πολύ. Κι όσο έπεφτε το νύχτωμα, άρχισε να τον κυριεύει μια απογοήτεψη. Πέταξε, απελπισμένος, το μολύβι και στήθηκε ολόρθος μπροστά στο τραπέζι. Ενιωθε πολύ κουρασμένος, τα μάτια του τσούζανε, τα μηλίγγια του σφυροκοπούσαν, τον έπιασε σύγκρυο ολόκορμα και τρεμούλιαζε καταπώς γίνεται σαν πάει να σου 'ρθει πυρετός. Λόξεψε το βλέμμα του και με βιάση πήγε και σωριάστηκε στο ντιβάνι του. Θα ματαρχίσω αύριο, μονολόγησε. Ωστόσο, πάλευαν οι σκέψεις στο μυαλό του. Κι όταν απόκαμε να συλλογάται, έγειρε από το άλλο πλευρό, χασμουρήθηκε και καμώνονταν πως κοιμάται. Τα κουτσούρια στη σόμπα είχαν θρακιάσει κι οι σπίθες, που σκάγαν με δύναμη, σκορπούσαν ολόγυρα μια φωτερή φλόγα που τον παραξένεψε. Γούρλωσε τα μάτια, τέντωσε το λαιμό του, ανασηκώθηκε λίγο, έριξε το βλέμμα του κατά τη σόμπα, και βάλθηκε ν' αναμαζώξει τις σκέψεις του και να βάνει μια τάξη στο νου του. Και τότες φεγγοβόλησε το μυαλό του και φώτισε μέσα του η ιδέα να παρατήσει το γράψιμο και να κοιτάξει να δραπετεύσει και να σμίξει με τους ξεσηκωμένους.
Τούτο θα είναι πιο σωστό, πιο μπορετό και πάνω από όλα πιο χρήσιμο, λογιάστηκε κι άρχισε ησυχασμένος τα σχεδιάσματα για την απόδραση, ίσαμε που τον πήρε το ξημέρωμα.
Του
Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ
Γρηγοριάδης Κώστας
Βαρύς ο χειμώνας τούτη τη χρονιά.
Οι δυο λαβωματιές στο ποδάρι τού το είχανε μηνύσει, όπως πάντα. Θυμάται πως το έλεγε και στα παιδιά του σκολειού κι εκείνα το είχαν πάρει συνήθειο και τον ρωτούσαν: Δάσκαλε, φέτος θα έχουμε βαρυχειμωνιά;
Σήμερα σηκώθηκε πριν το χάραμα. Είχε πεισματωθεί. Επρεπε επιτέλους να ξεκινήσει το γράψιμο. Γιατί έτσι που πήγαινε, το βιβλίο δε θα τέλευε ποτές κι ο χρόνος έβιαζε. Τα ξεσηκωμένα παιδιά ενάντια στη χούντα, θα το έχουν ίσως ανάγκη κι εκείνος δεν είχε γράψει μήτε μια σελίδα. Εφερε γύρα στη μικρή κάμαρή του, ζύγωσε στο παραθύρι και στύλωσε τη ματιά του στο ασπροντυμένο χωριουδάκι. Οι χωριανοί είχαν κιόλας κινήσει για τον καφενέ, μια κι η χιονιά τούς κρατούσε ανενεργούς. Ηταν ο τρίτος χειμώνας που περνούσε σε τούτο το χωριουδάκι εξόριστος. Κι ως η βαρυχειμωνιά τον κρατούσε διπλομανταλωμένο, ένιωθε το νου του ασάλευτο. Για να ξεδίνει, αφήνονταν σε παλιές θύμησες.
Φορές, διαλογιζόταν: Ραγιάς τετρακόσια χρόνια ο λαός μας, μια μέρα αντρειεύτηκε κι έκανε κοινό τον ξεσηκωμό του εικοσιένα. Κι η πατρίδα λευτερώθηκε. Και μονοστιγμής γιόμιζαν τα μάτια του δάκρυα κι αναταράζονταν απ' την οργισμένη φωνή του στρατηγού Μακρυγιάννη: «...Πατρίδα δεν μπορώ να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά κι οι γριγιές να διακονεύουν και τις νιες να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδας. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστάς και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτήνοι οι αγωνιστές όπου χύσανε τα αίματά τους διά να ξαναειπωθεί πατρίδα Ελλάς». Κείνα τα λόγια του Μακρυγιάννη, καθώς σούριζαν στ' αυτιά του, τον ανατάραζαν και πλήθαιναν το θυμό και την αγανάκτησή του. Και τότες ο νους του μπουρδουκλωνόταν μια στο Κιλελέρ, μια στη δικτατορία του Μεταξά, τα ξερονήσια με τους κομμουνιστές, την Αλβανία, τη γερμανική κατοχή και καταστάλαζε στο δεύτερο ξεσηκωμό του '41 και σ' όλα εκείνα που υστερότερα ακολουθήσανε.
Και ξανά τα ίδια συλλογιόταν κι η συλλογή του παρασυρμένη από τα λόγια του Μακρυγιάννη ξόμπλιαζε τα τοτινά και τα τωρινά και μάχονταν να τα συνταιριάξει, ότι 'μοιαζαν. Πάλι κυνηγητά, φυλακώματα, πάλι εξορίες. Τούτος ο λαός, σκεφτόταν, που ποτέ του δεν κιότεψε, σούρνεται και πάλι στις «χάψες», στις εξορίες, βασανίζεται, δολοφονιέται και βιάζεται. Μ' αυτά τα λογιάσματα, ντράπηκε που έμενε έτσι ανενεργός τόσο καιρό. Πρέπει να μπω σε δράση, σκέφτηκε. Μα, τούτη τη φορά από άλλο δρόμο. Κι αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Θα το ονομάτιζε: «Η ταχτική του ανταρτοπόλεμου», θα είναι ό,τι πρέπει για την περίσταση. Αλλωστε, «πράξη και θεωρία» πάνε απόκοντα και συνταιριασμένες γίνονται πιο καρπερές. Αναθυμιέται πως από το δασκαλίκι βρέθηκε στ' αντάρτικο, όταν κείνο το χάραμα οι Γερμανοί είχαν χιμήξει στο χωριό, το κάνανε ρημαδιό και μακελέψανε στη ρεματιά πολλά παλικάρια, για αντίποινα είπαν.
Κάποια μέρα, όλα εκείνα είχαν πάρει τέλος. Οι καταχτητές διώχτηκαν, στη θέση τους αναπάντεχα ήρθαν οι Εγγλέζοι - οι σύμμαχοι - να διαγουμίσουν, με τα όπλα τους, τον τόπο, οι κιοτήδες και οι προσκυνημένοι να σηκώσουν κεφάλι κι οι αγωνιστές πατριώτες, που λευτέρωσαν την Ελλάδα, να κυνηγιούνται, να δολοφονούνται, να φυλακώνουνται. Αναποδογύρισε η ιστορία κι οι Ελληνες σπρώχτηκαν σ' ένα αδερφοφάγωμα, που κράτησε τέσσερα χρόνια.
Κείνος είχε γυρίσει, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, στο δασκαλίκι του. Τα χρόνια κυλούσαν με βιάση, ο τόπος βολόδερνε κι ο λαός πότε φούσκωνε σαν ποτάμι και ξεχύνονταν στους δρόμους και πότε κατάπεφτε κι έδειχνε όμοια με λιμνιασμένο νερό. Κι εκείνος, ζωσμένος το δασκαλίκι, κρυφοκοίταζε με παράπονο να πέφτουν τα πρώτα χρόνια στα κορακίσια μαλλιά του, τις πίκρες που είχαν μαζωχτεί μέσα του να ξεγελιούνται με μικροχαρές της καθημερινότητας και την αντάρτικη καρδιά του να μερώνει, με κάποιες κρυφές ελπίδες. Μα, εκεί που είχε αρχίσει ν' ανθίζει μέσα η ελπίδα ότι θα ερχόταν το γλυκοχάραμα να φέρει φως και ζεστασιά στη βαλαντωμένη ψυχή του, άξαφνα κι αναπάντεχα, να 'σου ξανά μαύρα σκοτάδια και παγωμάρα.
Ηταν ένα απριλιάτικο πρωινό, θυμάται, που άκουσε κείνα τα στρατιωτικά εμβατήρια στο ραδιόφωνο. Δυο τρεις συνταγματαρχαίοι πρόφτασαν, λέγανε, το βασιλιά και τους στρατηγούς του και 'φτιαξαν εκείνοι τη δικτατορία. Ως να ζυγαριάσει στο νου του την καινούρια συμφορά που βρήκε τον τόπο, άνθρωποι της Ασφάλειας φέρανε και του δώσανε το χαρτί που του όριζε κείνο το ξέμακρο χωριουδάκι για την εκτόπισή του. Πίκρα φαρμάκωσε την ψυχή του, απελπισιά κι απογοήτεψη τον κυρίεψε, σαν βρέθηκε, την άλλη μέρα, σ' εκείνο τον τόπο της εξορίας του, με τα χαμόσπιτα και τους ξεχασμένους κι απ' το θεό κατοίκους του. Μα, γρήγορα συνταιριάστηκε, παρήγορες ελπίδες άρχισαν να κρυφοφωλιάζουν στο νου του και χαροκοπάτα κελαηδίσματα να φτάνουν στ' αυτιά του. Κι είπε μέσα του: Ψυχή βαθιά, πού θα πάει, θα περάσει και τούτο το κακό Τα καλοσυνάτα καλημερίσματα των χωριανών και τ' απλόχερα φιλέματά τους στον καφενέ τού δίνανε θάρρητα και τον 'σπρωχναν να αναμερίζει τη θλίψη του.
Ενα απομεσήμερο στον καφενέ, τον πλησίασε ένας χωροφύλακας και του είπε: Είναι διαταγή, μήτε κουβέντες με τους χωριανούς, μήτε ξεπορτίσματα. Ετσι, από κείνη τη μέρα, κούρνιαζε με το βασίλεμα στην κάμαρή του και ριχνόταν σε βαθιά συλλογή. Και μέσα σε εκείνη τη βασανιστική μοναξιά, ήρθε απόκοντα κι η βαρυχειμωνιά.
Ευτυχώς, που οι λαβωματιές τού το είχαν μηνύσει και πήρε κείνη την ξυλόσομπα. Και τώρα είχε λίγη ζεστασιά. Χωμένος τώρα σ' εκείνη τη θλιβερή μοναξιά του αφουγκραζόταν, φορές, τις ορμήνιες της απροσκύνητης ψυχής του, που τον πρόσταζε να μην κιοτέψει. Μάχουνταν πεισματικά να ξεπεράσει κείνες τις διαταγές της χωροφυλακής που τον κατακρατούσαν σ' ακινησία κι έβανε όλα τα δυνατά του να τις κατανικήσει. Οπόταν, μια νύχτα, σπαθιές τ' αστροπελέκι φώτισε το νου του και φούντωσε μέσα του η σκέψη: Θα γράψω ένα βιβλίο για τον ανταρτοπόλεμο. Κι να, που τώρα μέρες παλεύει με δαύτο, και το μόνο που κατάφερε ήταν να γράψει τον τίτλο! Κάτι δεν πάει καλά λογιάστηκε. Σήμερα, μάλιστα, τον ταλάνισε πολύ. Κι όσο έπεφτε το νύχτωμα, άρχισε να τον κυριεύει μια απογοήτεψη. Πέταξε, απελπισμένος, το μολύβι και στήθηκε ολόρθος μπροστά στο τραπέζι. Ενιωθε πολύ κουρασμένος, τα μάτια του τσούζανε, τα μηλίγγια του σφυροκοπούσαν, τον έπιασε σύγκρυο ολόκορμα και τρεμούλιαζε καταπώς γίνεται σαν πάει να σου 'ρθει πυρετός. Λόξεψε το βλέμμα του και με βιάση πήγε και σωριάστηκε στο ντιβάνι του. Θα ματαρχίσω αύριο, μονολόγησε. Ωστόσο, πάλευαν οι σκέψεις στο μυαλό του. Κι όταν απόκαμε να συλλογάται, έγειρε από το άλλο πλευρό, χασμουρήθηκε και καμώνονταν πως κοιμάται. Τα κουτσούρια στη σόμπα είχαν θρακιάσει κι οι σπίθες, που σκάγαν με δύναμη, σκορπούσαν ολόγυρα μια φωτερή φλόγα που τον παραξένεψε. Γούρλωσε τα μάτια, τέντωσε το λαιμό του, ανασηκώθηκε λίγο, έριξε το βλέμμα του κατά τη σόμπα, και βάλθηκε ν' αναμαζώξει τις σκέψεις του και να βάνει μια τάξη στο νου του. Και τότες φεγγοβόλησε το μυαλό του και φώτισε μέσα του η ιδέα να παρατήσει το γράψιμο και να κοιτάξει να δραπετεύσει και να σμίξει με τους ξεσηκωμένους.
Τούτο θα είναι πιο σωστό, πιο μπορετό και πάνω από όλα πιο χρήσιμο, λογιάστηκε κι άρχισε ησυχασμένος τα σχεδιάσματα για την απόδραση, ίσαμε που τον πήρε το ξημέρωμα.
Του
Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου