Ο κόκκινος γάτος
Στο φίλο και σύντροφο Γιώργο Δομουχτσή
Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
θα πεις, γάτος είναι γάτος. Γενικά μοιάζουν: Πόδια τέσσερα, μάτια στο κεφάλι, ουρά και κυρίως νύχια. Κι όμως, είναι διαφορετικοί. Ενας είναι μικρόσωμος, άλλος μεγαλόσωμος. Κάποιος έχει προγόνους που φτάνουν ως την 49η γενιά. Αυτός είναι από ράτσα. Αλλος πάλι, από διάφορα μείγματα και ο τρίτος δε γνωρίζει ούτε τη μάνα του.
Εκείνος εκεί που μεσημεριάτικα τριγυρίζει χορτάτος στην αυλή του γέρου Κωσταντή Δομουχτσή ξεχωρίζει. Είναι γάτος με τα όλα του. Και μεγαλόσωμος είναι και σβέλτος, κανένα ποντίκι δεν του ξεφεύγει, ούτε θηλύκια γάτα. Σίγουρος και για τη δύναμή του, είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Παρ' όλα τα χαρίσματά του έχει κι αυτός ένα κουσούρι. Είναι κοκκινοτρίχης. Κακό σημάδι, θα πεις. Μήπως ο διάβολος δεν είναι κοκκινομάλλης; Είναι. Δηλαδή, αυτό μας βεβαιώνουν εκείνοι που τον είδαν και είχαν μπλέξει μαζί του. Υστερα, ο Ιούδας, προδότης με τα όλα του, δεν ήταν κοκκινοτρίχης; Ηταν και παραήταν.
Λοιπόν, κοκκινοτρίχης και ο γάτος που άκουγε στο όνομα Αρης. Ηταν όμως το καμάρι της οικογένειας. Πιο πολύ τριβόταν στη μακριά φούστα της γριάς Δομούχτσαινας. Μόλις άρμεγε η γριά, η πρώτη γαβάθα ήταν γι' αυτόν. Αυτή τον έπαιρνε αγκαλιά, τον χάιδευε και δεν το έσπρωχνε από την ποδιά της. Με τη γριά Δομούχτσαινα είχε τις καλύτερες τρυφερές σχέσεις. Στο γέρο δεν πήγαινε γιατί αυτός μύριζε απαίσια τσιγαρίλα. Και ο γάτος τίποτα δεν απεχθανόταν τόσο πολύ όπως τον καπνό.
Ηταν κι άλλοι στην οικογένεια που μπαινόβγαιναν στην αυλή και το σπίτι. Ο Λευτέρης και ο Ανάστασης. Είναι αλήθεια, αυτούς τους γνώρισε αργά. Οταν είχε γεννηθεί αυτοί οι δυο δε βρίσκονταν σπίτι. Ηρθαν μια μέρα, ήταν ζεστές οι μέρες και τα πρώτα κεράσια κοκκίνιζαν ανάμεσα στα πράσινα φύλλα. Ολοι στο σπίτι έκαναν σαν ξετρελαμένοι από χαρά. Κι αυτοί οι δυο άγνωστοι ήταν και διαφορετικά ντυμένοι, όχι όπως οι άλλοι στο χωριό.
Αυτές τις μέρες δεν έδινε κανένας σημασία στο γάτο, τον Αρη. Πάντα άκουγε τα ίδια και τα ίδια ονόματα: «Λευτέρη! Ανάσταση!» Σα να μην υπήρχε ο ίδιος. Ούτε πρωινό γάλα, ούτε δροσερό νεράκι, ούτε ένα κομματάκι κρέας. Οταν πέρασαν οι χαρές, πήρε, δόξασι τω θεώ, πάλι την πρέπουσα θέση. Καθόταν πάλι, όπως και πριν, στα γόνατα της κυράς του και ένιωθε τη ζεστασιά της.
Σιγά - σιγά έπιασε και φιλίες με τον Λευτέρη και τον Ανάσταση. Μια μέρα όμως εξαφανίστηκαν. Το πρωί δε βγήκαν στην αυλή, δεν πήγαν με τ' αμάξι στα χωράφια, το μεσημέρι δε φάνηκαν και όταν άναψαν τη λάμπα έλειπαν ακόμα. Η κυρά Δομούχτσαινα έδειχνε στεναχωρημένη, ο γέρος κάπνιζε το ένα στριφτό τσιγάρο μετά τ άλλο. Και ο ίδιος περνούσε άσχημες μέρες. Ηρθαν και κάποιοι άγνωστοι άντρες στο χωριό με φωνάρες που δεν ήξερε κανένας τι θέλανε. Μόλις η γριά ή ο γέρος τους έβλεπαν μένανε στο σπίτι και μαντάλωναν τη θήρα. Και ο γάτος δεν τους συμπαθούσε. Τον ενοχλούσαν οι φωνές τους που χτυπούσαν τόσο άσχημα στ' αυτιά του.
Μια νύχτα, είχε στρωθεί δίπλα στη λαμαρινένια σόμπα και κοιμόταν βαθιά, ξύπνησε από κάποιους παράξενους κρότους. «Ντουφεκιές!» είπε ο γέρος και για πρώτη φορά, αργότερα θα την άκουγε πολύ συχνά, τη λέξη «αντάρτες!» Και το παράξενο, ο γέρος και η γριά χαίρονταν και ρίχνανε σε ένα δισάκι διάφορα πράγματα: Ψωμί, καρβέλια ολόκληρα, κάτι μεγάλα και χοντρά σουτζούκια, παστουρμά κι ένα μπουκάλι με ένα ποτό που έμοιαζε με νερό.
Οταν σταμάτησαν οι ντουφεκιές και η νύχτα ηρέμησε ακούστηκαν βαριά βιαστικά βήματα στην αυλή, μετά μπροστά στην πόρτα. Την άνοιξε με δύναμη ο γέρος, ακούστηκε η φωνή της γριάς όλο λαχτάρα, η συγκρατημένη του γέρου.
«Να σας φιλήσουμε ήρθαμε και φεύγουμε!» Φιλήθηκαν, πήραν τα δισάκι, φύγανε και τους πήρε η νύχτα μαζί τους. Η γριά έκλαψε, μουρμούρισε κάτι ο γέρος, άναψε τσιγάρο.
«Τα παιδιά θα ξανάρθουν», είπε και από το στόμα του έβγαιναν γκρίζοι καπνοί.
Δεν ξανάρθαν. Εφυγε μια νύχτα και ο γέρος, όταν μπήκε στο χωριό ένα απόσπασμα χωροφυλάκων και άρχισε τις συλλήψεις. Ενας συγγενής του που ήταν από την άλλη πλευρά τον ειδοποίησε κρυφά: «Φύγε! Ερχονται! θα σε πιάσουν!». Εγινε αντάρτης με το ψευδώνυμο «Αυγερινός». Αλλά στο λημέρι οι περισσότεροι τον φώναζαν μπάρμπα Κωσταντή.
Τώρα στο σπίτι έμειναν η γριά Δομούχτσαινα και τα δυο μικρότερα παιδιά της, η Τότα και ο Γιώργος.
Στην αρχή ο γάτος έμεινε αδιάφορος. Είχε ακόμα την ποδιά της γριάς, είχε τα παιδιά να τα πειράζει, αυτά να τον κυνηγούν κι αυτός να σκαρφαλώνει σβέλτα στη μουριά.
Σιγά - σιγά άρχισε κάτι να του λείπει. Ο καπνός του μπάρμπα Κωσταντή και η μυρουδιά του καπνού. Τον έψαχνε, έμπαινε στον στάβλο, πήγαινε στον μπαχτσέ, τριγυρνούσε στην αυλή, νιαούριζε λυπημένα και καθόταν στο χαγιάτι. Ωρες ολόκληρες έμενε ξαπλωμένος, ανόρεχτος και αδρανής. Μόνο κάποια μέρα, μεσημέρι ήταν, μπήκαν άξαφνοι τρεις παράξενα ντυμένοι στην αυλή. Δε φορούσαν τσαρούχια στα πόδια, ούτε τραγιάσκες ή σκούφιες στα κεφάλια. Και δε μιλούσαν όπως όλοι στο σπίτι ή στη γειτονιά. Αυτοί ούρλιαζαν και έκαναν το γάτο να τρομάξει, να τρέξει στην κυρά του. Μα ακριβώς σ' αυτήν απευθύνονταν οι παράξενοι ξένοι: «Αντε κυρά! Πάμε μια βόλτα ως το Σουφλί!», Κάποτε είχε πάει κι ο γάτος στο Σουφλί. Ηταν τότε καλοί οι καιροί. Ξαπλωμένος πάνω στη βοϊδάμαξα παρατηρούσε τους λόφους, τα ρυάκια, τα θερισμένα χωράφια. Είδε και κοπάδια με πρόβατα και κατσίκια. Αυτά θα έβλεπε και η κυρά του. Ισως όμως και όχι. Γιατί τώρα υπήρχαν βροχές και αέρηδες. Κι όμως, θα πήγαινε κι αυτός μαζί της. Γιατί όχι; Αφού αυτή του έδινε να φάει, να πιει νερό και το πρωινό γαλατάκι όταν ακόμα άφριζε από το άρμεγμα.
Στη μέση η κυρά του μ' ένα μπογαλάκι στο χέρι, αριστερά και δεξιά οι παράξενοι, πιο πίσω ο γάτος. Από την αυλή ακούγονταν παιδικά κλάματα. Οταν οι χωροφύλακες τον είδαν να τους ακολουθεί, τον κλότσησαν, ούρλιαξαν, μα αυτός δε φοβήθηκε. Τους ακολούθησε ως την πλατεία όπου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Χώθηκε ανάμεσα τους, ακολουθώντας την κυρά του. Αυτή τον πήρε αγκαλιά της και μαζί της έφτασε στο Σουφλί. Χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι φύλακες χώθηκε κι αυτός σ' ένα χώρο με λίγο φως και πολλές άλλες γυναίκες και κοπέλες. Ολες του δίνανε και κάτι απ' αυτά που φέρνανε οι δικοί τους. Μόνο στην κυρά του δεν ερχόταν κανείς και οι φύλακες δεν τη φώναζαν να περιλάβει κάτι. Μόνον μια μέρα, ήταν κιντί, ακούστηκαν άγριες φωνές και μετά άνοιξε τη σιδερένια πόρτα ένας φύλακας και φώναξε: «Ε, Δομούχτσαινα! Ελα να πάρεις ένα δέμα!».
Η γριά παραξενεύτηκε. Ποιος να έστειλε κι σ' αυτήν την έρμη κατιτί. Χάρηκε. Τη σκέφτονταν στο χωριό. Τα παιδιά, κάποιος συγγενής, κάποιος καλός γείτονας. Δόξα τω θεώ, ο κόσμος είναι ακόμα καλός!
Βγήκε στην αυλή, ήταν φραγμένη με σύρματα, είδε καμιά δεκαριά άντρες με πολιτικά, αλλά όλοι αρματωμένοι και όλοι αξύριστοι, με μεγάλα μουστάκια, χαρούμενα μάτια, χαμογελαστά και θριαμβευτικά. Μόλις αντίκρισαν τη γριά έβαλαν τις φωνές και κάποιος της πέταξε στα πόδια κάτι. Ενα κεφάλι. Αγνώριστο μέσα στα αίματα. Το στόμα ήταν σφιχτό, τα μάτια ορθάνοιχτα. Από τα μάτια, που δεν υπήρχαν άλλα σαν αυτά στον κόσμο το αναγνώρισε. Ακόμα δε δάκρυσε, δεν έκλαψε, δε μοιρολόγησε. Μόνο είπε: «Για το δίκαιο αγώνα του λαού το παιδί μου χαλάλι».
Ακολούθησαν τρανταχτά χαχανητά. Από τότε που πιάσανε ζωντανό το Λευτέρη δεν είχαν πάψει με τις χαρές και το ντουφεκίδι. Είχαν στήσει ενέδρα στους «Τρεις Μύλους» της Λαδιάς. Ηταν πέντε αντάρτες, σύνδεσμοι του Αρχηγείου των ανταρτών Εβρου που είχαν λημέρι τους την Γκίμπραινα.
Μόλις πέρασαν το ποτάμι στάθηκαν στην όχθη για να ποδεθούν. Αμέσως δέχτηκαν πυκνά πυρά από τους Μάυδες. Τρεις τραυματίστηκαν αμέσως. Οι δυο ελαφρά. Ο Λευτέρης είχε δεχτεί βόλι στο μηρό. Χτυπήθηκε και το κόκαλο. Ηταν ανίκανος να κινηθεί. Αποτραβήχτηκαν οι ελαφρά τραυματισμένοι με τους υπόλοιπους. Ο Λευτέρης έμεινε στη θέση του για να τους καλύψει. Εριξε και το τελευταίο φυσίγγι, αχρήστεψε τ' αυτόματο, σηκώθηκε με δυσκολία όρθιος και φώναξε: «Κάντε μου καθάρματα ό,τι θέλετε, έκανα το καθήκον μου προς το λαό!»
Του πήραν το κεφάλι, το τριγύριζαν σ' ένα κοντάρι στους δρόμους του Σουφλίου. Κάποιος είπε κοροϊδευτικά: «Να το πάμε στη μάνα του, η καψερή θα θέλει να τον δει ακόμα μια φορά πριν το πετάξουμε στο ποτάμι!». Ετσι το φέρανε και το πέταξαν μπροστά στα πόδια της μάνας. Αυτή σήκωσε το ματωμένο κεφάλι, φίλησε τα μάτια, χάιδεψε τα ακούρευτα μακριά μαλλιά του. Ο γάτος παρακολουθούσε τη γριά και έμενε ακίνητος δίπλα της. Το κεφάλι το είχε τώρα πάνω στο στήθος της και συνέχιζε να το χαϊδεύει. Ετσι έκανε και μ' αυτόν όταν ήθελε να του δείξει την τρυφεράδα και την αγάπη της. Γι' αυτό και οργίστηκε όταν κάποιος από τους άντρες προσπάθησε να της πάρει το κεφάλι. Ο γάτος ρίχτηκε πάνω του, του έγδαρε με τα νύχια το πρόσωπο. Ούρλιαξε εκείνος από πόνο, τον έπιασε τρομαγμένος από το λαιμό, τον έσφιξε και τον πέταξε μακριά του, αλλά ο γάτος στάθηκε στα πόδια του, τινάχτηκε ψηλά, μα κάποιος από τους Μάυδες τράβηξε το περίστροφο και πέτυχε με την πρώτη βολή το στήθος του γάτου. Σωριάστηκε αυτός κάτω, τεντώθηκε, είδε την κυρά του να κρατά ακόμα το κεφάλι στο στήθος, προσπάθησε να συρθεί κοντά, στα πόδια της, να σκαρφαλώσει στην ποδιά της, να νιώσει τη ζεστασιά και το χάδι της.
Χρήστος ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗΣ
Του Χρήστου ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗ
Ο Χρήστος Πολυχρονίδης γεννήθηκε στο χωριό Κυριακή Σουφλίου. Ο πατέρας του σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, κι έτσι από μικρός βρέθηκε στις σοσιαλιστικές χώρες.
Εζησε από το 1948 έως το 1950 στη Βουλγαρία και από το 1950 έως το 1979 στη Λαοκρατική Γερμανία. Το 1979 επέστρεψε στην Ελλάδα.
Σπούδασε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας στη Λιψία και δημοσίευσε στα γερμανικά τα παρακάτω έργα: «Mein Berg heisst Ai-Lias», «Die verlorenen Soehne», «Olivenhaine ohne Frieden».
Στην Ελλάδα δούλεψε για πολλά χρόνια ως εφαρμοστής μεταλλικών κατασκευών.
Το 1998 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «ΕΝΤΟΣ» η συλλογή διηγημάτων του «Διλήμματα» και τον Απρίλη 2003 η νουβέλα «Ο εκβιασμός».
Υπό έκδοση είναι και το ιστορικό μυθιστόρημα για τα τραγικά γεγονότα στον Πόντο, «Οι Τραντέλλενοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου