ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
του Μάκη Παπαδόπουλου
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, καθώς τα αιολικά πάρκα εμφανίζουν μια επιταχυνόμενη ανάπτυξη, συναντάμε σαν Κόμμα μια όλο και πιο επίμονη ερώτηση: «Είστε υπέρ ή κατά της χρήσης της αιολικής ενέργειας;». Θα θέλαμε λοιπόν από την αρχή να ξεκαθαρίσουμε ότι δε θεωρούμε σωστή αυτή την αφηρημένη διατύπωση που εγκλωβίζει την πολιτική τοποθέτηση σ’ ένα γενικόλογο ναι ή ένα γενικόλογο όχι. Για το ΚΚΕ η αξιοποίηση κάθε πηγής ενέργειας (και πιο σωστά ο βαθμός αξιοποίησης κάθε πηγής ενέργειας) εξετάζεται με σαφή και συγκεκριμένα κριτήρια. Εξετάζουμε δηλαδή την ορθότητα κάθε λύσης με γνώμονα το αν ανταποκρίνεται στις διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες. Εξετάζουμε αν η λύση που προτείνεται: Διασφαλίζει φθηνό ρεύμα και γενικότερα φθηνό ενεργειακό προϊόν για το λαό. Συμβάλλει στην αξιοποίηση εγχώριων πηγών ενέργειας. Αναβαθμίζει την ασφάλεια των κατοίκων και των εργαζομένων στον ενεργειακό τομέα καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος. Οδηγεί στη διεύρυνση των εργασιακών και ασφαλιστικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων των εργαζομένων στον ενεργειακό τομέα. Εξασφαλίζει ένα αξιόπιστο και ευσταθές σύστημα ηλεκτροπαραγωγής για τη χώρα μας. Αξιοποιείται για την ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών και εγχώριων βιομηχανικών κλάδων.
Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να δοθεί με μια τεχνοκρατική, δήθεν ουδέτερη επιστημονική προσέγγιση. Πρόκειται, όπως θα δούμε για ζήτημα βαθύτατα πολιτικό. Αφορά σε τελευταία ανάλυση την πολιτική απάντηση στα ερωτήματα:
Α) Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, μεταφοράς και διανομής της ενέργειας;
Β) Με ποιο βασικό κριτήριο επιλέγεται η τεχνολογία, το μέγεθος, η χωροθέτηση κάθε λύσης, δηλαδή γίνεται με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος ή την ικανοποίηση των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών;
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Με βάση λοιπόν αυτό το πλαίσιο ας δούμε συνοπτικά πώς έχει διαμορφωθεί η σημερινή κατάσταση, ποια είναι τα κύρια δεδομένα:
1. Η χώρα μας είναι σήμερα η τρίτη σε αιολικό δυναμικό στην ΕΕ μετά τη Μ. Βρετανία και την Ιρλανδία, αλλά τα αιολικά πάρκα καλύπτουν ελάχιστο ποσοστό (κοντά στο 2%) της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής της χώρας. Στην Ελλάδα υπάρχουν περιοχές όπου καταγράφεται μεγάλη μέση ταχύτητα ανέμου (νησιά Αιγαίου, Κρήτη, Εύβοια, Νότια Πελοπόννησος κλπ.), δηλαδή περιοχές όπου το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής από αιολική ενέργεια θεωρείται ικανοποιητικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα βλέπει να επιδεινώνεται το εμπορικό της ισοζύγιο από τις εισαγωγές καυσίμων (πετρελαίου - φυσικού αερίου). Μόνο το 2000 το εμπορικό έλλειμμα στον τομέα των καυσίμων έφτασε τα 2.747 εκατ. δολ.
Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε κάθε περίπτωση η αιολική ενέργεια και γενικότερα οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) μπορούν να παίξουν μόνο ένα συμπληρωματικό ρόλο στην κάλυψη της συνεχούς αύξησης της ενεργειακής κατανάλωσης στην Ελλάδα. Το Υπουργείο Ανάπτυξης εκτιμά μέση ετήσια αύξηση της ενεργειακής ζήτησης 4% για περισσότερο από μια δεκαετία, ενώ μόνο το 2000 η αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έφθασε το 8%.
2. Η ΕΕ προωθεί τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας(ΑΠΕ) με διπλό στόχο: Αφ’ ενός να περιορίσει την εξάρτηση της από εισαγόμενα ενεργειακά προϊόντα και αφ’ ετέρου να επιταχύνει την απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού τομέα, μέσα από την κοινοτική χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων εγκατάστασης.
Το ζήτημα της μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης θεωρείται κρίσιμο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού του κοινοτικού ιμπεριαλισμού με τις ΗΠΑ. Η Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού περιλαμβάνει την εκτίμηση ότι αν δε ληφθούν μέτρα, σε 20 χρόνια η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Κοινότητας από εισαγόμενα προϊόντα θα φτάσει το 70% του συνόλου. Η αμερικανική υπεροχή στη μάχη του πετρελαίου αναγκάζει επίσης το επιτελείο των Βρυξελλών να σηκώσει υποκριτικά τη σημαία της προστασίας του περιβάλλοντος (π.χ. δέσμευση για αυστηρούς όρους που θέτει το Πρωτόκολλο του Κιότο).
Για τους σκοπούς αυτούς λοιπόν η Κοινότητα χρηματοδοτεί συγκεκριμένα προγράμματα προώθησης των ΑΠΕ (π.χ. πρόγραμμα πλαίσιο για την περίοδο 1998-2001, με προϋπολογισμό 77 εκατ. ευρώ) και εξέδωσε πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Τίθεται σα στόχος η ΕΕ να καλύψει μέχρι το 2010 το 22,1% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ έναντι μεριδίου 13,9% το ’97. Για την Ελλάδα ο αντίστοιχος στόχος είναι 20,1% έναντι 8,6% το ’97 (από αυτό το ποσοστό μόνο το 0,4% κάλυπταν τα αιολικά πάρκα). Στον Πίνακα 1 που ακολουθεί αποτυπώνονται οι ενδεικτικοί στόχοι της ΕΕ για κάθε κράτος-μέλος με χρονικό ορίζοντα το 2010 σε συσχέτιση με τα απολογιστικά στοιχεία του 1997.
Πίνακας 1
Ενδεικτικοί εθνικοί στόχοι συμμετοχής των ΑΠΕ στην κάλυψη της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας
Χώρα 1997 2010
Αυστρία 72,7 78,1
Βέλγιο 1,1 6,0
Δανία 8,7 29,0
Φινλανδία 24,7 35,0
Γαλλία 15,0 21,0
Γερμανία 4,5 12,5
Ελλάδα 8,6 20,1
Ιρλανδία 3,6 13,2
Ιταλία 16,0 25,0
Λουξεμβούργο 2,1 5,7
Ολλανδία 3,5 12,0
Πορτογαλία 38,5 45,6
Ισπανία 19,9 29,4
Σουηδία 49,1 60,0
Ενωμένο Βασίλειο 1,7 10,0
Ευρωπαϊκή Ενωση 13,9 22,1
Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι για το 2010 δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα παρ’ ότι προς την κατεύθυνση της δέσμευσης του ενεργειακού σχεδιασμού των κρατών-μελών πιέζει συνεχώς η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου (έγκριση σχετικής έκθεσης Mechtild Rothe τον Ιούλη 2001).
Ωστόσο και το ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο με το πέρασμα του χρόνου εμφανίζεται να έχει μειωμένες προσδοκίες σχετικά με τις δυνατότητες κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ από τις ΑΠΕ. Ετσι σε πρόσφατη Εκθεση σχετικά με τον ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ αναφέρεται ότι: «Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελούν εξ ορισμού ενδογενή αγαθά και ορθά επιδιώκεται η αύξηση του μεριδίου τους στη συνολική κατανάλωση και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, ας είμαστε ρεαλιστές, ακόμη κι αν επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι για τις ΑΠΕ, οι πηγές αυτές δεν μπορούμε να αναμένουμε ότι θα αντικαταστήσουν απόλυτα οποιεσδήποτε άλλες ενεργειακές πηγές».
3. Η ελληνική κυβέρνηση προωθεί δυναμικά την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στον τομέα των ΑΠΕ χρηματοδοτώντας τις ιδιωτικές επενδύσεις παραγωγής από ΑΠΕ με 40% της συνολικής δαπάνης (αγορά και εγκατάσταση εξοπλισμού κλπ.) και διασφαλίζοντας στη συνέχεια την κερδοφορία τους π.χ. το κράτος αγοράζει την παραγόμενη ενέργεια από τα ιδιωτικά αιολικά πάρκα της Εύβοιας προς 20,7δρχ/kwh τη στιγμή που το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στο διασυνδεδεμένο σύστημα είναι 12,12 δρχ./kwh. Αξιολογώντας την αποδοτικότητα κεφαλαίου για επενδύσεις αιολικών πάρκων στην Εύβοια το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) αναφέρει σε πρόσφατη μελέτη του: «Η υψηλή τιμή του Εσωτερικού Βαθμού Απόδοσης (ΕΒΑ) για τα ίδια και δανειακά κεφάλαια (μέσος όρος 23,4% όταν οι τιμές της τάξεως του 14% - 18% είναι ήδη πολύ ελκυστικές) προσελκύει τους επενδυτές. Τα αρκετά ψηλά κέρδη στο τέλος της περιόδου και η γρήγορη ανάκτηση των κεφαλαίων (μέγιστη μέση τιμή 7 έτη) αντανακλούν τον επιχειρηματικό κίνδυνο που ενυπάρχει σε επενδύσεις αυτού του είδους». Ταυτόχρονα το ΔΣ της ΔΕΗ αδρανοποιεί τη Διεύθυνση Εναλλακτικών Μορφών Ενέργειας της ΔΕΗ (ΔΕΜΕ) και ματαιώνει την κατασκευή από τη ΔΕΗ έργων ΑΠΕ (π.χ. το υδροηλεκτρικό έργο του Τεμένους στη Β. Ελλάδα), παρά τις αντίθετες υπηρεσιακές εισηγήσεις.
Εφαρμόζει σταδιακά αλλά με αποφασιστικότητα την πολιτική της αναδιάρθρωσης του τομέα ενέργειας με βασικούς σταθμούς:
? Το Ν. 1559/85 που επέτρεψε στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και σε ιδιώτες την εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ κυρίως για αυτοπαραγωγή.
? Το Ν. 2244/94 που καθιέρωσε ουσιαστικά την κρατική επιδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων εγκατάστασης ΑΠΕ και την προνομιακή τιμολογιακή πολιτική υποχρεωτικής αγοράς ρεύματος των ιδιωτών παραγωγών από τη ΔΕΗ.
? Το Ν. 2773/99 που «απελευθέρωσε» συνολικά την αδειοδότηση της ιδιωτικής παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
? Το Σχέδιο Ανάπτυξης 2000-2006 που εκτός από κίνητρα για προώθηση των ΑΠΕ προβλέπει και ενίσχυση του διασυνδεδεμένου συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να αυξηθεί η δυνατότητα δημιουργίας νέων αιολικών πάρκων. Π.χ. σήμερα στην Εύβοια έχουν πάρει άδεια εγκατάστασης μονάδες συνολικής ισχύος 264ΜW. Τόσο είναι περίπου και το όριο που επιτρέπει το σημερινό Σύστημα Μεταφοράς. Αρα αν δεν αναβαθμιστεί το σύστημα δεν μπορεί στην πράξη να προχωρήσει η αδειοδότηση άλλων μονάδων στην Εύβοια. Ηδη μάλιστα έχει οξυνθεί η διαμάχη των μονοπωλιακών ομίλων (π.χ. μεταξύ του ομίλου Κόκκαλη και της εταιρείας ΡΟΚΑΣ Α.Ε.) για το αν και από ποιόν θα κατασκευαστεί νέος υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για τη σύνδεση της Εύβοιας λόγω του κομίστρου μεταφοράς που θα πληρώνουν οι ιδιώτες παραγωγοί στον υποψήφιο κατασκευαστή (HED & ABB).
? Τις χρηματοδοτήσεις του Β΄ ΚΠΣ (Υποπρόγραμμα 3 για ΑΠΕ του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ενέργειας) και Γ΄ ΚΠΣ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα») κλπ.
Πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι η ΝΔ και ο ΣΥΝ στηρίζουν ανοιχτά την κυβερνητική πολιτική παράδοσης των ΑΠΕ στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Πρόσφατα ο κ. Βουλγαράκης ζήτησε ελκυστικότερες τιμές αγοράς της ιδιωτικής παραγωγής από το κράτος και ο κ. Παπαδημούλης διαμαρτυρήθηκε για τα μικρά κονδύλια ενίσχυσης που διατίθενται για τους ιδιώτες παραγωγούς (φόρουμ ELFORES 24/5/2001).
4. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ήδη ορατό στην Εύβοια. Ηδη έχουν αδειοδοτηθεί μονάδες συνολικής ισχύος 264 ΜW (άδεια εγκατάστασης) και λειτουργούν μονάδες συνολικής ισχύος 142,3 ΜW.
Από το σύνολο των αδειοδοτημένων τη μερίδα του λέοντος έχουν λάβει δύο εταιρείες, ο ΡΟΚΑΣ (άδειες συνολικής ισχύος 117ΜW) και η ΤΕΡΝΑ (άδειες 79ΜW). Οι μεγαλύτερες μονάδες του ΡΟΚΑ που λειτουργούν είναι στην περιοχή Μακρυράχι στα Στύρα με ισχύ 24 και 11,5 ΜW, αλλά και στην Κάρυστο με ισχύ 24 και 12 MW. Την ίδια στιγμή η ΔΕΗ περιορίζεται σ’ ένα μικρό αιολικό πάρκο στο Μαρμάρι ισχύος 5,1 ΜW.
Στο σύνολο της Επικράτειας η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) έχει ήδη εισηγηθεί θετικά προς τον υπουργό για αδειοδότηση μονάδων ΑΠΕ συνολικής ισχύος 1285ΜW (από τα οποία τα 912 ΜW θα αφορούν αιολικά πάρκα). Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη αναφέρουμε ότι η συνολική εγκατεστημένη ισχύς της ΔΕΗ δεν ξεπερνά τα 11.000 ΜW(10.990 MW το 2000). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στη ΡΑΕ για ιδιωτικά έργα ΑΠΕ ξεπέρασαν τα 10.000 MW! Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος της ΡΑΕ καθηγητής κ. Κάπρος απέδωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του την έκρηξη ιδιωτικού ενδιαφέροντος στην «υψηλή κρατική επιδότηση αφενός του κεφαλαιουχικού κόστους αφετέρου της παραγόμενης κιλοβατώρας, αλλά και στο φόβο ότι αυτή ίσως ήταν η τελευταία ευκαιρία για υψηλές επιδοτήσεις έργων ΑΠΕ».
5. Η κυβερνητική πολιτική για τις ΑΠΕ εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της ΕΕ και της ελληνικής ολιγαρχίας για απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Η άρχουσα τάξη προσπαθεί να διαμορφώσει προϋποθέσεις ώστε να ανεβάσει την κερδοφορία των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, να επιταχύνει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, να συγκρατήσει την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Η ΕΕ ιδιαίτερα επιχειρεί να μεγεθύνει την κερδοφορία των κοινοτικών μονοπωλίων και να οικοδομήσει μια «ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας» στο πλαίσιο της ΟΝΕ για να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό το μονοπωλιακό κεφάλαιο ακολουθεί την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, της εκτεταμένης ιδιωτικοποίησης κρατικών τομέων παραγωγής και της ισοπέδωσης των εργατικών και ασφαλιστικών κατακτήσεων των εργαζομένων.
Ποια είναι λοιπόν τα βασικά στοιχεία της νέας κυβερνητικής ρύθμισης:
α) Η παραγωγή, η μεταφορά και η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας διαχωρίζονται πλέον οικονομικά και νομικά.
β) Η παραγωγή και η προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να γίνεται ελεύθερα από ιδιώτες με τη χορήγηση σχετικών αδειών.
γ) Οι ιδιώτες παραγωγοί και προμηθευτές μπορούν να χρησιμοποιούν σε ισότιμη βάση με τη ΔΕΗ το δημόσιο σύστημα μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, που φτιάχτηκε με τα λεφτά του ελληνικού λαού.
δ) Ορίζεται για την εξυπηρέτηση της ενεργειακής πολιτικής και τη διασφάλιση του ανταγωνισμού μια δήθεν ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) που εποπτεύεται και τυπικά από τον Υπουργό Ανάπτυξης.
ε) Προωθείται η ιδιωτικοποίηση - μετοχοποίηση της ΔΕΗ με το ΠΔ 333/2000 και η μετατροπή της νέας ΔΕΗ Α.Ε. σε μοχλό προώθησης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για μια πολιτική που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις:
Στη λαϊκή κατανάλωση (τιμή της kwh), αφού η παραγωγή του ηλεκτρικού ρεύματος θα στοχεύει στη διασφάλιση του μέγιστου δυνατού καπιταλιστικού κέρδους των ιδιωτικών ομίλων. Είναι ενδεικτική η πρόσφατη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά 3,5% - 5% τον Ιούλη 2001 που συνοδεύτηκε στη συνέχεια με την αναγγελία του ΔΣ της ΔΕΗ Α.Ε. για νέα αύξηση των τιμολογίων μετά την πρώτη φάση μετοχοποίησης της ΔΕΗ Α.Ε.. Χαρακτηριστικά είναι και τα παραδείγματα της απότομης ανόδου των τιμών την πρώτη πενταετία της απελευθέρωσης στη Βρετανία και πιο πρόσφατα στην αμερικάνικη πολιτεία της Καλιφόρνια. Γενικότερα η άνοδος της παραγωγικότητας στην ηλεκτροπαραγωγή δε μεταφράζεται σε αντίστοιχη μείωση τιμών ηλεκτρικού ρεύματος στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες.
Στους εργαζόμενους στον ενεργειακό τομέα:
Είναι γνωστό το Σχέδιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος της ΔΕΗ που προβλέπει μείωση εργαζομένων κατά 10.000, καθώς και η παραγραφή των περιουσιακών στοιχείων του ασφαλιστικού ταμείου της ΔΕΗ ύψους 3,2 δισ. δρχ. Πρόσφατα μάλιστα το ΔΣ της ΔΕΗ Α.Ε. σε ανακοίνωσή του (Νοέμβρης 2001) άφησε ανοιχτό αν θα συνεχιστεί και στο μέλλον η ανάληψη των ασφαλιστικών υποχρεώσεων της ΔΕΗ από το κράτος. Ταυτόχρονα το ΔΣ της ΔΕΗ Α.Ε. «νοίκιασε» ήδη 300 εργαζόμενους στον ΔΕΣΜΙΕ που έχει αναλάβει την κεντρική ευθύνη διαχείρισης και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό που γενικότερα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων της ΔΕΗ είναι τμήμα του συνολικού σχεδίου κατεδάφισης των κατακτήσεων της εργατικής τάξης.
Στην αξιοποίηση των εγχώριων πηγών και στον ενεργειακό σχεδιασμό:
Είναι προφανές για παράδειγμα, ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα προτιμήσει τη δημιουργία ενός σταθμού φυσικού αερίου (δηλαδή με εισαγόμενο καύσιμο) αντί ενός λιγνιτικού σταθμού, γιατί ο πρώτος παρουσιάζει μικρότερο κόστος αρχικής επένδυσης και συντομότερο χρόνο απόσβεσης του κεφαλαίου. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η ΡΑΕ έχει ήδη εισηγηθεί την αδειοδότηση ξένων ομίλων (ιταλική ΕNEL, αμερικάνικη CINERGY, γαλλική ATEL κλπ.) για εισαγωγές ρεύματος από μονάδες του εξωτερικού συνολικής ισχύος 1.100 ΜW, που ισοδυναμούν με το 10% της σημερινής εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής.
6. Η συμβολή της αιολικής ενέργειας στην προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αρκεί να σκεφτούμε για παράδειγμα ότι μια λιγνιτική μονάδα εκπέμπει περίπου 1,32kg CO2/kwh έναντι μηδενικής εκπομπής του αιολικού σταθμού. Ωστόσο αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ακόμα και σ’ αυτή την πλευρά η όποια ευεργετική επίδραση μειώνεται στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους.
Ετσι το Υπουργείο Ανάπτυξης με Νόμο που πέρασε μέσα στο καλοκαίρι έδωσε ουσιαστικά τη δυνατότητα για εγκατάσταση αιολικών πάρκων μέσα σε δασικές εκτάσεις και ανέδειξε τη Ρυθμική Αρχή Ενέργειας σε ουσιαστικό διαχειριστή των δασικών εκτάσεων. Παρέκαμψε μάλιστα με φωτογραφικό τρόπο την ακύρωση αδειοδότησης σχετικών εγκαταστάσεων που είχε προκληθεί από αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας.
Ορισμένα άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα που συχνά αναφέρονται (π.χ. ο θόρυβος από τη λειτουργία των ανεμογεννητριών, οι εκπεμπόμενες ακτινοβολίες από ηλεκτρομαγνητικά πεδία) μπορούν να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη επιλογή της θέσης και του μεγέθους της εγκατάστασης. Και εδώ δηλαδή το πρόβλημα είναι πολιτικό. Π.χ. η στάθμη του θορύβου που προκαλεί μια μεμονωμένη ανεμογεννήτρια σε απόσταση 500 μέτρων από κατοικημένη περιοχή μπορεί να φτάσει τα 35 db(A) , δηλαδή στο επίπεδο θορύβου ενός ήσυχου δωματίου.
7. Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από αιολικές μονάδες παραμένει σε γενικές γραμμές υψηλότερο από το αντίστοιχο των λιγνιτικών μονάδων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής λιγνιτικού σταθμού της ΔΕΗ έφτανε τις 11,21 δρχ/kwh (στο διασυνδεδεμένο σύστημα το 1999), ενώ το αντίστοιχο κόστος για αιολικό πάρκο (σε περιοχή με ταχύτητα ανέμου 8m/sec) πλησίαζε τις 15 δρχ./kwh.
Μεγαλύτερη διαφορά κόστους ηλεκτροπαραγωγής κατά μέσο όρο έχει καταγράψει μελέτη του αρμόδιου Εργαστηρίου Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ . Ωστόσο, η τιμή μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά με βάση την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία, το αιολικό δυναμικό κλπ. Ενα παράδειγμα: Η ουκρανική Wind Energo ισχυρίζεται ότι οι δικές της ανεμογεννήτριες μπορούν να πετύχουν μείωση κόστους έως και 40% σε σχέση με τι αντίστοιχες δυτικοευρωπαϊκές. Παρουσιάζει ένα μοντέλο (USW 56-10) με κόστος ηλεκτροπαραγωγής 2,9 cents/kwh, με ταχύτητα ανέμου 6 m/sec.
Αντίστοιχα εντυπωσιακά οικονομικά αποτελέσματα υπόσχονται τα νέα υβριδικά συστήματα για αυτόνομα δίκτυα (π.χ. μικρά νησιά), όπου αξιοποιούνται ενδιάμεσοι τρόποι αποθήκευσης της ενέργειας (μπαταρίες, λιμνοδεξαμενές βρόχινου νερού κ.ά.) και ο συνδυασμός ανεμογεννητριών και υδροστροβίλων.
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Μετά από όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποια είναι η θέση του ΚΚΕ για το συγκεκριμένο ζήτημα:
(α) Αγωνιζόμαστε ενάντια στην εγκατάσταση ιδιωτικών αιολικών πάρκων που σχεδιάζονται και λειτουργούν με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος και όχι τις διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες στον τομέα ενέργειας.
Η θέση μας αυτή δεν προκύπτει βέβαια από μια λογική υποστήριξης της προηγούμενης κρατικής διαχείρισης. Αντίθετα εμείς ασκούσαμε τη μόνη ουσιαστική κριτική για το ρόλο του και τη λειτουργία του κρατικού τομέα ηλεκτροπαραγωγής αποδεικνύοντας πως αυτός εξυπηρετούσε το ιδιωτικό κεφάλαιο με πολλούς τρόπους (πολιτική προμηθειών, πολιτική τιμών βιομηχανικού ρεύματος/Πεσινέ, αναθέσεις έργων/ΑΗΣ Φλώρινας κλπ.) όλα αυτά τα χρόνια. H ΔΕΗ αξιοποιήθηκε σαν μοχλός του κεντρικού ενεργειακού σχεδιασμού του ελληνικού καπιταλισμού για τη γρήγορη επέκταση του δικτύου μεταφοράς και τη διασφάλιση της κάλυψης των αναγκών της παραγωγής με σχετική επάρκεια, σε μια ιστορική περίοδο που αυτή η επιλογή εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου.
Ωστόσο τονίζουμε πως η ιδιωτικοποίηση διευκολύνει την επίθεση του μονοπωλιακού κεφαλαίου για συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης και υπονομεύει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα του εργατικού κινήματος να επιδρά στην πολιτική τιμών, στον ενεργειακό σχεδιασμό, στην προστασία του περιβάλλοντος και της ασφάλειας των κατοίκων. Υπονομεύει ορισμένες από τις δυνατότητες που θα έχει μια μελλοντική σοσιαλιστική εξουσία στην Ελλάδα.
(β) Για μας η αναγκαία και χρήσιμη για τους εργαζόμενους αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας μπορεί να γίνει μέσα από έναν αποκλειστικά κρατικό, ενιαίο, εθνικό φορέα ενέργειας, στο πλαίσιο μιας λαϊκής οικονομίας με κοινωνικοποιημένα τα βασικά μέσα παραγωγής.
Αυτή η λύση προϋποθέτει να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του, να εγκαθιδρύσει τη δική του εξουσία και να απαγορεύσει κάθε ιδιωτική δραστηριότητα στον ενεργειακό τομέα.
Ο φορέας που προτείνουμε θα μπορέσει να εντάξει την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας στο πλαίσιο ενός κεντρικού ενεργειακού σχεδιασμού που θα συνδυάζει αρμονικά:
α. Τη διασφάλιση φτηνής παροχής ενέργειας για τις λαϊκές ανάγκες, τη μείωση του κόστους παραγωγής ενεργειακού προϊόντος.
β. Την ασφάλεια εργαζομένων και κατοίκων, την προστασία του περιβάλλοντος.
γ. Τη μείωση του βαθμού εξάρτησης της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα.
δ. Την ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών, εγχώριων βιομηχανικών κλάδων, ερευνητικής δραστηριότητας, με μοχλό τα έργα και τη δραστηριότητα του ενεργειακού τομέα.
Με βάση αυτά τα βασικά κριτήρια ο κρατικός φορέας θα επιλέξει:
1. Τις κατάλληλες τοποθεσίες για λειτουργία αιολικών πάρκων συνυπολογίζοντας:
(α) Το υφιστάμενο αιολικό δυναμικό (ανεμολογικά δεδομένα, ορογραφία, τραχύτητα εδάφους κλπ.) με έμφαση στον προσδιορισμό του αιολικού δυναμικού με την πειραματική μέθοδο που είναι ακριβέστερη.
(β) Την προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. δάση και λίμνες), των αρχαιολογικών χώρων και των κατοικημένων περιοχών (π.χ. οριοθέτηση αποστάσεων), την ασφάλεια των κατοίκων .
2. Τον τύπο της ανεμογεννήτριας και το μέγεθος του αιολικού πάρκου συνυπολογίζοντας:
(α) Το συνολικό κόστος της επένδυσης, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής και τη δυνατότητα ετήσιας παραγωγής ενέργειας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την ύπαρξη σύγχρονων συστημάτων (π.χ. υβριδικά συστήματα) που μπορούν να μειώσουν το κόστος ηλεκτροπαραγωγής σ’ ένα αυτόνομο δίκτυο (π.χ. νησί του Αιγαίου).
(β) Την τεχνική διασφάλιση με χαμηλό κόστος της ευστάθειας του συστήματος, ώστε να μην υπάρχουν ταχείες διακυμάνσεις της τάσης λόγω μεταβολών του ανέμου, αργές μεταβολές της τάσης όταν οι Α/Γ τίθενται σε λειτουργία κλπ.
Ο αρμονικός συνδυασμός όλων αυτών των στόχων αναδεικνύει την ανάγκη του εθνικού κεντρικού ενεργειακού σχεδιασμού σε μια οικονομία που θα λειτουργεί με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες και όχι το καπιταλιστικό κέρδος. Πρόκειται σε τελευταία ανάλυση για την ανάγκη να πάψει η ενέργεια να αποτελεί εμπόρευμα και να μετατραπεί σε κοινωνικό αγαθό και αντίστοιχο δικαίωμα. Ο πολιτικός όρος ικανοποίησης αυτής της ανάγκης δεν μπορεί να είναι άλλος από τη σοσιαλιστική εξουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου