Μια πρόταση για την παρέμβαση μπροστά στην 28η Οκτώβρη
...μέσα από τις σελίδες της λογοτεχνίας
ΕΠΟΝίτες ενημερώνουν το λαό με το θρυλικό χωνί
Ο
ταν η φασιστική Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, ο Ι. Μεταξάς λόγω των συμφερόντων που ήθελε να διατηρήσει με την Αγγλία, δίνει εντολή να πέσουν «μερικές τουφεκιές» για την τιμή των όπλων. Ο ελληνικός λαός ήταν αυτός που βροντοφώναξε το ΟΧΙ από τα βουνά της Πίνδου. Αρχισε έτσι, ο μεγάλος εθνικοαπελευρερωτικός αγώνας που αποτέλεσε μια από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας. Οι Ιταλοί φασίστες νόμισαν πως θα ξεμπερδέψουν γρήγορα και με ελάχιστες απώλειες με τους Ελληνες, μέσα σε 10-15 μέρες. Δεν υπολόγισαν ότι όταν ο λαός θέλει, μπορεί. Η σθεναρή αντίσταση του ελληνικού στρατού, ανέτρεψε τα σχέδια των Ιταλών, καθώς και του δικτάτορα Μεταξά και της κυβέρνησης που προέβλεπαν πως η ιταλική επίθεση δεν επρόκειτο να αποκρουσθεί.
Την ίδια ώρα που οι Ιταλοί φασίστες έκαναν έναν επιθετικό πόλεμο, αναγκάζοντας φτωχούς εργάτες και αγρότες να στρατευθούν, παίρνοντας μέρος σε μια υπόθεση που όχι μόνο δεν τους ενδιέφερε (αφού οι ίδιοι δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα), αλλά τους έβλαφτε κιόλας θανάσιμα - στην Ιταλία, οι οικογένειες των φαντάρων λιμοκτονούσαν και δυστυχούσαν.
***
Δυο παιδιά, ο Φραντσέσκο κι ο Ντομένικο, ζούσαν με τη μητέρα τους σ' ένα φτωχικό χωριουδάκι ανάμεσα στα βουνά του Κασίνο. Ο Φραντσέσκο ήταν εννιά χρονών και ο Ντομένικο έξι. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που ο μπαμπάς τους είχε φύγει για να πάει να πολεμήσει, και παρ' όλο που ο πόλεμος είχε τελειώσει εδώ και αρκετό καιρό, δεν είχε γυρίσει ακόμα γιατί ήταν αιχμάλωτος.
Η μητέρα τους, η Μπενεντέτα, κέρδιζε κάτι λιγοστά χρήματα κουβαλώντας πέτρες στις οικοδομές. Ο Φραντσέσκο κι ο Ντομένικο τριγυρνούσαν στα δάση φτιάχνοντας δεμάτια με ξερόκλαδα, που τα πουλούσαν μετά στην πόλη. Μάζευαν επίσης παλιοσίδερα, θραύσματα από βλήματα, καθώς και άδειους κάλυκες από φυσίγγια. Ηταν αλήθεια πως ο πόλεμος είχε περάσει κι από κείνα τα βουνά. Μια μέρα ο Ντομένικο, εκεί που σκάλιζε με μια μαγκούρα, κάτω από ένα σωρό με σάπια φύλλα, βρήκε μια βόμβα που είχε θαφτεί εκεί, χωρίς να εκραγεί. Εμοιαζε με κουτί κι ο Ντομένικο δοκίμασε να βγάλει το καπάκι. Ξαφνικά η βόμβα έσκασε και του 'κοψε τελείως το δεξί του χέρι...
Χαρακτικό αφιερωμένο στους 200 που εκτελέστηκαν στην Καισαριανή
...Ο πατέρας, που λεγόταν Τζοβάνι, γύρισε απ' τον πόλεμο πάνω στο κάρο ενός παλιατζή, καθισμένος ανάμεσα στα κουρέλια, έχοντας στα γόνατά του μια καφετιά βαλίτσα.
Μέσα στη βαλίτσα είχε βρόμικα εσώρουχα, μια χάρτινη σακούλα γεμάτη μήλα, και μια γκρίζα, παλιά, στρατιωτική κουβέρτα, γεμάτη τρύπες.
Στο σπίτι υπήρχε κι άλλη μια ολόιδια, στρωμένη πάνω στο μεγάλο αχυρένιο στρώμα.
«Να το βιος μου» -έλεγε συχνά ο Τζοβάνι- «να όλα όσα κέρδισα. Πήγα σε δυο πολέμους, και απ' τον καθένα κατάφερα να σώσω κι από μια κουβέρτα. Τούτη τη φορά μάλιστα, για να πω την αλήθεια, κέρδισα και κάτι παραπάνω: κουβάλησα στο σπίτι και το βήχα μου».
(Από το μυθιστόρημα του Τζιάνι Ροντάρι «Μικροί Περιπλανώμενοι»)
Μ
ετά την ήττα της Ιταλίας, έρχεται η σειρά του Χίτλερ και της Γερμανίας να επιτεθούν στα ελληνικά σύνορα. Ο ελληνικός λαός πάλεψε με απαράμιλλο ηρωισμό απέναντι στα χιτλερικά στρατεύματα, τη στιγμή που οι αστοί και η κυβέρνησή τους τον θεωρούσαν ανίκανο να αντιμετωπίσει τη γερμανική απειλή και τον παρέδωσαν άνευ όρων στον κατακτητή.
Την τριπλή φασιστική κατοχή της Ελλάδας (Γερμανία - Ιταλία - Βουλγαρία) ακολούθησε η καταλήστευση του πλούτου της από τους κατακτητές και ο ελληνικός λαός βρέθηκε αντιμέτωπος με το ζήτημα της ίδιας του της επιβίωσης. Το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα σοβαρό στις πόλεις και τις άγονες περιοχές. Χιλιάδες πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα...
***
Δεν τη φωνάζανε πια για μεροκάματο την κυρά Λένη στ' αρχοντόσπιτα της παραλίας. Οι μεγαλοκυράδες ίσως να σκεφτήκανε πως τις δουλειές του νοικοκυριού έπρεπε να τις κάνουν μόνες τους. Και σ' αυτές ακόμα σκοτεινό κι άδηλο τους φαίνονταν το μέλλον από τότε που όλη η χώρα κατακτήθηκε και σκλαβώθηκε απ' τους ναζήδες. Περιορίσανε λοιπόν οι πλούσιοι τα έξοδά τους, γιατί άρχισε και αυτουνούς ακόμα να τους φοβίζει η πείνα κι η στέρηση, κι ας είχανε τα σπίτια τους γεμάτα απ' όλα τα καλά και τ' αγαθά.
Κι όταν κείνο το χειμώνα της σκλαβιάς και της κατοχής πλάκωσε η μεγάλη πείνα και στην Κάργιανη όπως δα κι σ' όλη τη χώρα, η κυρά Λένη έτρεχε κι αυτή, μαζί με τις άλλες.
Τα τρόφιμα γίνονταν όλο και πιο σπάνια. Η μαύρη ωστόσο αγορά έδινε κι έπαιρνε στο σπίτι του μπακάλη. Εκεί έβρισκες ό,τι τρόφιμα ήθελες, φτάνει να μη ρωτούσες για τις τιμές τους. Κι έτσι όσα χρυσαφικά, ασημικά και πολύτιμα πράματα είχανε οι πεινασμένοι, στα χέρια του μαυραγορίτη του Αρπέκου καταλήγανε, για μια χούφτα φακές, για μισή οκά σιτάρι.
«Ποιος ξέρει, ποια ανταλλάγματα δίνει στους εχθρούς της πατρίδας για να τον ευκολύνουν να βρίσκει τα τρόφιμα που πουλάει», αναρωτιόνταν πολλοί, κουνώντας με νόημα και θλίψη το κεφάλι, καθώς βλέπανε πως μόνο οι φτωχοί αργοπεθαίνανε από την πείνα και τις στερήσεις.
Κάθε πρωί και μ' όποιον καιρό, εκτός αν έβρεχε ή χιόνιζε, οι γυναίκες φεύγανε για τις εξοχές, μαζί με τα παιδιά τους. Κι όταν ένα πρωινό ο Γρασέλας τις προσπέρασε καβάλα στο όμορφο μαύρο άλογό του, η Μαρίνα αναρωτήθηκε γιατί τάχα αυτουνού το άλογο, που ήταν γερό και όμορφο, δεν του το πήρανε στον πόλεμο; Κανένα τέτοιο χατίρι δεν έγινε σε φτωχό. Κι έτσι πάει ο «Ηρακλής τους, πάει και το άσπρο άλογο της Αγγέλας. Αλλά και τα ζώα τόσων και τόσων άλλων φτωχών ανθρώπων, που τους βοηθούσαν στις ξοχάρικες δουλειές. Ο καημένος ο «Ηρακλής» σε ποιες ερημιές ν' απόμεινε, τουμπανιασμένος να τον τρώνε τα κοράκια!..
Κι ο νους της Μαρίνας ξαναγύριζε στον Γρασέλα και σ' αυτά που λέγανε μερικοί πως τρώει και πίνει με τους κατακτητές και μήτε ντρέπεται να τον βλέπει ο κόσμος, που πεινά και πεθαίνει, να έχει τέτοιες βρώμικες φιλίες και ύποπτα πάρε - δώσε με τους εχθρούς της πατρίδας.
Ενα αίσθημα βαθιάς λύπησης πλημμύριζε κείνη τη μέρα τα σωθικά του κοριτσιού, να βλέπει τα μικρά παιδιά να σέρνονται πίσω απ' τις μανάδες τους, να γδέρνουν τα γυμνά τους πόδια στ' αγκάθια και στις μυτερές πέτρες, να τρέχουν οι μύξες και τα μάτια τους, να σκαρφαλώνουν στ' ανηφορικά χωράφια, να ξεριζώνουν με τα μικρά τους χέρια χόρτα, να τρέχουν να τα δίνουν με καμάρι στις μάνες τους και κείνες να τους λένε πως αυτά τα χόρτα που ξεριζώσανε δεν είναι από κείνα που τρώγονται.
(Από το βιβλίο της Πέπης Δαράκη «Τα περιστέρια του καμπαναριού», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»)
***
Τα παρακάτω κείμενα ανήκουν στη συλλογή «Ανεκδότων» της Ελλης Αλεξίου με το γενικό τίτλο «Υπό Εχεμύθειαν»:
Τ
ον καιρό της μεγάλης πείνας στην κατοχή φτιάξανε με πολλά βάσανα και οι λογοτέχνες το συσσίτιό τους, στα πίσω υπόγεια του Μουσείου. Εκεί κάθε μεσημέρι κουβαλιούνταν η ουρά των συγγραφέων και με το κατσαρολάκι τους παίρνανε την κουταλιά τη φασολάδα ή το πληγούρι ή το χυλό... εκεί προσφέρθηκε κι ο Παπαστράτος να δώσει ποσότητα λαδιού, ξηρά φασόλια, κι η Ουνέσκο τα άδεια σακιά της ζάχαρης, που είχαν συσσωρευτεί στις αποθήκες της. Τα σακιά της ζάχαρης για κείνη την εποχή της γύμνιας λογαριάστηκαν μεγάλη δωρεά, γιατί ο κόσμος με το πανί των σακιών, που ήτανε γερό, έκανε και γυναικεία φορέματα και σακάκια ανδρικά, πετσέτες, πουκάμισα, τα πάντα. Οταν η Ουνέσκο γνωστοποίησε την προσφορά της στο συμβούλιο της Εταιρείας, ο υπάλληλος που είχανε στην Εταιρεία προθυμοποιήθηκε να το αναγγείλει εγγράφως στα μέλη, και μάλιστα στην καθαρεύουσα, ίσως για να δώσει στο γεγονός μεγαλύτερη βαρύτητα, ορίζοντας και την ημέρα που πρέπει να προσέλθουν για να παραλάβουν «έκαστος τρεις σάκους σακχάρεως» δωρεά της Ουνέσκο.
Η Ειρήνη η Αθηναία, που υπέφερε περισσότερο ίσως από όλους -εξάλλου από ανέχεια, εγκατάλειψη και εξάντληση πέθανε- μόλις έλαβε την ειδοποίηση της Εταιρείας, κόντεψε να χάσει το μυαλό της. Πήγε και βρήκε την Μελισσάνθη να τη συμβουλευθεί και να πάνε μαζί για την παραλαβή...
-- Καλώς τηνα, καλώς τηνα, την υποδέχτηκε χαρούμενη η Μελισσάνθη, και πώς αυτό το καλό;
-- Ελαβες και συ την ειδοποίηση της Εταιρείας; Για τη δωρεά της Ουνέσκο;
-- Ναι, ναι, έλαβα κι εγώ...
-- Ηρθα για να δούμε πώς, με τι μέσο θα τα κουβαλήσουμε...
-- Μα δεν είναι βαριά... μόνες μας θα πάμε να τα πάρουμε...
-- Τι λες, όσο και να μην είναι, τρία σακιά ζάχαρη είναι αυτά...
-- Μα θα είναι αδειανά, Ειρήνη μου...
-- Αδειανά;!...
(Από αφήγηση της Μελισσάνθης)
Τ
ην κρίσιμη αυτή στιγμή για την Ελλάδα, οι επιχειρηματίες, οι βιομήχανοι και η κυβέρνησή τους ακολούθησαν για μια ακόμη φορά το δρόμο των δικών τους, ταξικών συμφερόντων. Υπηρέτησαν τη δική τους πατρίδα, το κέρδος τους. κάποιοι απ' αυτούς συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους κατακτητές (δοσίλογοι, κατοχικές κυβερνήσεις) και κάποιοι άλλοι έφυγαν στην Αίγυπτο μαζί με το Παλάτι, διαλέγοντας να συνεργαστούν με τους Αγγλους «συμμάχους». Και οι δύο μεριές ήθελαν να δουν τον ελληνικό λαό να νικιέται, για να εξασφαλίσουν ο καθένας τα δικά τους συμφέροντα.
Ο ελληνικός λαός όμως τράβηξε το δικό του δρόμο. Εχοντας πιστέψει στη δύναμή του, έθεσε ως στόχο του ν' απαλλάξει την πατρίδα του από τους φασίστες κατακτητές και να ζήσει ελεύθερος και με προκοπή στον τόπο του. Στηρίχτηκε στις ένδοξες αγωνιστικές παραδόσεις του 1821 και στους δημοκρατικούς αγώνες του έθνους του, που είχαν φωλιάσει βαθιά στην ψυχή του.
Το 1941 δημιουργείται το θρυλικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Το ΚΚΕ πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει όλα τα κόμματα για τη δημιουργία του. Τελικά συμμετείχαν το ΚΚΕ, η Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ) και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). Είναι χαρακτηριστικό πως ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε την πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ. Διάλεξε να μη συμμετάσχει στους αγώνες του ελληνικού λαού και προτίμησε να φύγει για την Αίγυπτο.
Το ΕΑΜ απέδειξε ότι ο λαός -η εργατική τάξη, η φτωχή αγροτιά και τα λαϊκά στρώματα των πόλεων- όταν είναι οργανωμένος και αποφασισμένος αναδεικνύεται στο μεγάλο πρωταγωνιστή της Ιστορίας. Στις γραμμές του συσπειρώθηκε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού (ύμνος του ΕΑΜ). Στις 16 Φλεβάρη 1942 δημιουργήθηκε το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ο θρυλικός ΕΛΑΣ με στρατιωτικό διοικητή τον Στέφανο Σαράφη και καπετάνιο τον Αρη Βελουχιώτη.
Η δράση του ΕΑΜ περιλάμβανε όλες τις μορφές πάλης: απεργίες, διαδηλώσεις, διαβήματα, ένοπλη οργάνωση. Το ΕΑΜ έσωσε το λαό από την πείνα.
***
Στις γραμμές του ΕΛΑΣ Καισαριανής
Στην οργάνωση, μία από τις προτεραιότητές μας ήταν να γνωρίσουμε τους ανθρώπους στις γειτονιές μας. Ολους αυτούς που αγαπούσαν και ήθελαν πραγματικά τη λευτεριά. Και βλέπαμε ότι υπήρχαν άνθρωποι να αγωνισθούν και να μας στηρίξουν, δίνοντάς μας από το υστέρημά τους. Ετσι έζησε ο ΕΛΑΣ, από το υστέρημα της γειτονιάς. Εγώ φρόντισα να έχουμε λίγο φαΐ όσοι ήμασταν παράνομοι και δεν είχαμε σπίτι να πάμε. Οργάνωνα τη δουλειά μου, υπολόγιζα πόσο φαΐ χρειαζόμασταν και πήγαινα σε όσους από τις γειτονιές μπορούσαν να μας δώσουν λίγο φαγητό. Ολοι κάτι έδιναν, ό,τι μπορούσαν, για να μας βοηθήσουν, να βοηθήσουν τον αγώνα. Κι έτσι φτάσαμε, σιγά σιγά, όχι απλά να ζήσει ο ΕΛΑΣ, αλλά να δίνουμε και σε αυτούς από τις γειτονιές που δεν είχαν. Ετσι ξεκινήσαμε και τα πρώτα μας συσσίτια και ήρθαμε ακόμη πιο κοντά στον κόσμο, ζεσταθήκαμε μαζί του. Τους γνωρίσαμε και μας γνώρισαν, ξέραμε ποια σπίτια είναι δικά μας και ποια δεν είναι, και αυτοί έβλεπαν τους σκοπούς μας και μας βοηθούσαν περισσότερο. Οργανώναμε και τα συνεργεία μας για την περιφρούρηση, όπως και το ποιοι θα έβγαιναν με το χωνί. Ολοι θέλαμε να βγούμε και τα βράδια μαλώναμε.
(Μαρτυρία της Ευτυχίας Μορίκη, από το βιβλίο της Αννας Μπαλή «Η μάνα της Καισαριανής», εκδ. «Μαραθιά»)
Χ
άρη στο ΕΑΜ δε στάλθηκε ούτε ένας εργάτης για να δουλέψει στα γερμανικά εργοστάσια, με εξαίρεση όσους είχαν πιαστεί όμηροι από τους Γερμανούς, ούτε ένας για να πολεμήσει εναντίον της ΕΣΣΔ. Η Καισαριανή, το Κούρνοβο, το Χαϊδάρι, η Ακροναυπλία, ο Αϊ-Στράτης, τα Καλάβρυτα είναι μερικοί μόνο από τους τόπους της θυσίας...
***
Η Πρωτομαγιά πάντα τρόμαζε τους Γερμανούς και ήθελαν να κάνουν επίδειξη δύναμης για να σπείρουν τον τρόμο και τον πανικό. Την 1η Μάη του '44 περιμέναμε εκτελέσεις αλλά δεν γνωρίζαμε πόσες. Δεν θα επεμβαίναμε, για να μη γίνουμε δεύτερα Καλάβρυτα, για να μην είναι η ζημιά από τα αντίποινα των Γερμανών μεγαλύτερη από αυτή που περιμέναμε. Εκείνη την ημέρα πήρα το όπλο μου στο χέρι και μαζί με τον γραμματέα, που ήταν ΕΑΜίτης, και άλλους συναγωνιστές μου του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, μια ομάδα από πέντε έξι άτομα πήγαμε σε ένα ύψωμα απ' όπου μπορούσαμε να βλέπουμε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Αφού στρώσαμε ένα τραπεζομάντιλο, κάτω από το οποίο βάλαμε τα όπλα μας, και από πάνω ένα σπασμένο γραμμόφωνο, καθίσαμε εκεί. Ετσι, όποιος μας έβλεπε νόμιζε ότι είμαστε παρέα που είχε βγει για να κάνει Πρωτομαγιά. Τα ξημερώματα τους είδαμε να έρχονται από την Υμηττού. Τους φέρνανε από το Χαϊδάρι. Παρ' όλο που είχαμε αντιμετωπίσει κι άλλες φορές εκτελέσεις στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, κατά τις οποίες οι Γερμανοί πότε εκτελούσαν τριάντα πότε δεκαπέντε, αυτή τη φορά παγώσαμε. Ερχόντουσαν τα καμιόνια το ένα πίσω από το άλλο - πολλά καμιόνια. Δεν ήταν ούτε ένα ούτε δύο, ήταν πολλά. Καθώς πλησίαζαν, οι κρατούμενοι μέσα από τα καμιόνια πετούσαν έξω ό,τι μπορούσαν, μα ένα γράμμα, ένα σημείωμα για τους δικούς τους, για τον κόσμο. «Πεθαίνω για την πατρίδα» έγραφαν*. Και ήταν κομμουνιστές και οι διακόσιοι. Με τη σωστή έννοια της λέξης.
Εφτασαν τα καμιόνια στον τόπο της εκτέλεσης, κατέβηκαν οι κρατούμενοι και γέμισε ο τόπος. Οι Γερμανοί τους έπαιρναν και τους εκτελούσαν κατά εικοσάδες. Μετά την πρώτη εικοσάδα, σειρά έπαιρνε η δεύτερη, αφού κουβαλούσε τους σκοτωμένους και τους έβαζε πάνω στα καμιόνια. Μετά η τρίτη, η τέταρτη, η πέμπτη, η έκτη... μετρούσαμε, μετρούσαμε... Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Δεν υπερβάλλω. Το βλέπαμε.
Στην τελευταία εικοσάδα ήταν και ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Επειδή γνώριζε γερμανικά, οι Γερμανοί τον χρησιμοποιούσαν ως διερμηνέα. Πρότειναν να του χαρίσουν τη ζωή και να βάλουν κάποιον άλλο στη θέση του, αλλά αυτός δεν δέχτηκε. Μπήκε με τους τελευταίους είκοσι στη σειρά και τον εκτέλεσαν.
Ηταν φοβερό. Ακόμη και για τους Γερμανούς που ήταν εκεί και εκτελούσαν - στα πρόσωπά τους έμοιαζε να είναι ζωγραφισμένη η ντροπή. Ποιος να ξέρει τι σκεφτόντουσαν, τι γινόταν μέσα τους. Η παλικαριά που έδειξαν οι εκτελεσμένοι μίλησε, άραγε, στην ανθρωπιά τους; Υπήρχε ίχνος ανθρωπιάς γι' αυτούς τους ανθρώπους ή δεν υπήρχε; Ποιος να ξέρει;
Πραγματικά και οι διακόσιοι στάθηκαν απέναντι στο θάνατο με ηρωισμό, με παλικαριά. Κανένας δεν δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια. Και η κάθε εικοσάδα έφτανε στο σημείο της εκτέλεσης τραγουδώντας τον Εθνικό Υμνο. Και τα τραγούδια του αγώνα.
Και σηκώνανε ορισμένοι και τις δύο γροθιές. Τις σήκωσε κι ο Σουκατζίδης. Ακροναυπλιώτης κι αυτός. Ηταν σα να πήγαιναν σε γιορτή κι όχι για να εκτελεστούν.
Απορούσα καθώς ακούγαμε εκείνα τα λίγα λόγια από τα τραγούδια. Γιατί όλο το τραγούδι δεν προλάβαιναν να το τελειώσουν, στροφές έλεγαν, ο καθένας το δικό του, με τον δικό τους μοναδικό τρόπο και με τις γροθιές υψωμένες. Μπορεί να είχα ζήσει ορισμένες μάχες, μπορεί να είχα δει σκοτωμένους και τραυματίες, όμως πώς να αντικρίσεις ένα τέτοιο θέαμα; Μέσα μου -κι όχι μόνο σε μένα που ήμουν μόνο δεκαεπτά χρονών, αλλά και στους άλλους που ήταν μεγαλύτεροι- γινόταν κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Αυτό που γινόταν ήταν άδικο των αδίκων. Συγκλονιστήκαμε.
Σκότωσαν και τους τελευταίους. Για αυτούς φωνάξανε τους ανθρώπους του Δήμου, τους σκουπιδιαραίους, να φορτώσουν τα πτώματά τους στα κανόνια. Κάποιοι άρχισαν να χτυπούνε τις καμπάνες της εκκλησίας πένθιμα. Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται. Αρχισαν να βγαίνουν έξω οι γυναίκες. Αλλες έβγαιναν με τα θυμιατήρια και τα λιβανιστήρια, άλλες με εικόνες, άλλες σταυροκοπιόντουσαν. Γέμισε ο τόπος λουλούδια. Ο κόσμος έκοβε ό,τι λουλούδι υπήρχε και το έριχνε στον τόπο της εκτέλεσης. Ακόμη και τσουκνίδες - τις έπιαναν με τα χέρια. Οι Γερμανοί έφευγαν με σκυμμένο κεφάλι. Τι να πει κανείς; Είναι αδύνατο να περιγράψει κάποιος αυτό που γινόταν. Ηταν εικόνες συγκλονιστικές.
Εμείς παρακολουθούσαμε με τα κιάλια και συζητούσαμε πώς θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, πώς θα κρατήσουμε το ηθικό του κόσμου. Οταν έφυγαν οι Γερμανοί, κατεβήκαμε, μιλήσαμε στον κόσμο, και εκείνη την ημέρα έγινε επιστράτευση κομμουνιστών. Διακόσιους σκοτώσανε, επιστρατευθήκαμε άλλοι κομμουνιστές στη θέση τους - γιατί αγωνιστές υπήρχαν ήδη πάρα πολλοί...
* 22 από αυτά τα γράμματα, με το περιεχόμενό τους, έχουν καταχωρηθεί στις Σημειώσεις του βιβλίου (Μαρτυρία Ευτυχίας Μορίκη, από το βιβλίο της Αννας Μπαλή, «Η μάνα της Καισαριανής» εκδ. «Μαραθιά»)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
Εύη ΚΟΝΤΟΡΑ
Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου