Το στοίχημα
Παπαγεωργίου Βασίλης
Ποτάμι ο ιδρώτας κυλούσε από το στενό κούτελο του Ανέστη. Ο ήλιος έκαιγε σαν αυγουστιάτικος, η τσάπα όλο και βάραινε στα χέρια του, το χώμα πέτρα. Πού το αφράτο, δουλεμένο χώμα του νεκροταφείου! Βέβαια, τα λεφτά ήταν καλά, τριάντα χιλιάρικα, αλλά και τα διπλά να ζητούσε για τη δουλιά θα του τα 'δινε ο γερο - Τσαλούφης. Είχε κουβαληθεί απ' την Αθήνα στο χωριό μαζί με τη θυγατέρα του, για να ξεθάψει, λέει, από τον περίβολο της εκκλησούλας της Υπαπαντής τα οστά του πατέρα του, του Δημητρού, και να τα τακτοποιήσει καταπώς έπρεπε στο κοιμητήρι. Τώρα το είχε θυμηθεί, μετά από εξήντα χρόνια, τώρα που το ένα του πόδι ήταν στον τάφο; Η γιαγιά του τον θυμόταν καλά το Δημητρό τον Τσαλούφη. Στη γερμανική κατοχή είχε, λέει, πάρε δώσε με τους αντάρτες, τους έκρυβε στ' αχούρι του σπιτιού του. Επεσε, φαίνεται, καρφί και καταφθάνουν οι Γερμαναράδες. Ψάχνουν γι' αντάρτες στου Τσαλούφη. Δε βρίσκουνε. Από το κακό τους βάζουνε φωτιά στο σπίτι κι αυτόν τον εκτελούνε επί τόπου. Θα μπορούσε να είχε πάρει τα βουνά, όπως η φαμίλια του κι οι συγχωριανοί, να γλιτώσει, μα ήταν αγύριστο κεφάλι. Ηθελε, λέει, να διαφεντέψει το βιος του!
Δυο μέρες έμεινε άταφος ανάμεσα στ' αποκαΐδια, την τρίτη ροβόλησε από τα κορφοβούνια η Τασούλα, η στερνή του θυγατέρα. Ηταν δεν ήταν δώδεκα χρονών, μια μπουκίτσα, αλλά κι αυτή αγύριστο κεφάλι. Ολομόναχη σέρνει τον σκοτωμένο μέχρι την Υπαπαντή, ολομόναχη σκάβει πίσω από το ιερό και τον παραχώνει. Πού να βρεθεί ψυχή να τη βοηθήσει - ο τρόμος είχε ερημώσει τον τόπο - πού παπάς να «διαβάσει» το Δημητρό; Πάνω στον πρόχειρο τάφο σχηματίζει η Τασούλα ένα σταυρό από πέτρες και κομμάτια μάρμαρο. Πέρασε ο καιρός, ο Δημητρός ξεχάστηκε, μέχρι που τον θυμήθηκε ο γιος του, γέροντας πια κι αυτός, κι αποφάσισε να κάνει το χρέος του. Μόλις πέρυσι ο σταυρός ήταν στη θέση του, τον είχε δει, λέει, ο γερο -Τσαλούφης. Ελα όμως που το φθινόπωρο αποφάσισε ο κοινοτάρχης ν' αλλάξει τη στέγη της εκκλησιάς, γιατί έσταζε. Τ' άχρηστα κεραμίδια και τα σάπια ξύλα τα πέταξαν οι εργάτες πίσω από το ιερό και τα παράτησαν εκεί. Πέσανε βροχές, πέσανε χιόνια, βλάστησε ο τόπος, μπάζα και χόρτα γίνανε ένα. Αντε να βρεις πού είναι θαμμένος! Κι η ώρα περνούσε, ο παπάς περίμενε κι οι χασομέρηδες του χωριού είχαν μαζευτεί τριγύρω να κάνουνε χάζι, να πούνε το μακρύ και το κοντό τους.
«Αδικα σκάβεις, βρε Ανέστη, εδώ πέρα. Τίποτε δε θα βρεις. Παραπέρα είναι». Μ' ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο ο Βασίλης ο καφετζής, μεγάλο μούτρο, έδειχνε προς την ξερολιθιά.
«Δεν ξέρεις τι λες, άνθρωπέ μου! Εδώ που λέω εγώ πρέπει να σκάψει!», τον κεραυνοβόλησε ο γερο - Τσαλούφης.
«Και τόση ώρα που σκάβει τι έγινε;».
«Μωρέ, κοίτα εσύ τη δουλιά σου και μην ανακατώνεσαι στη δική μου, το καλό που σε θέλω».
Τσαγανό ο γέρος! Στα νιάτα του θα ήταν μέγας και τρανός. Του φαινότανε...
«Μα καλά τώρα... Γίνεται να θυμάται η αφεντιά σου, κυρ Τσαλούφη μου, πού ήταν πέρσι ο σταυρός; Στην ηλικία μας δε θυμούμαστε ούτε τι φάγαμε το πρωί», μπήκε στην κουβέντα ένας ασπρομάλλης με μυτερή, αλεπουδίσια μούρη. Είχε το ψωραλέο μπακαλικάκι στην πλατεία του χωριού.
«Να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου κι όχι για τους άλλους», τον έβαλε στη θέση του ο Τσαλούφης με μάτια που πετούσαν φωτιές.
«Μα τι έκανες, βρε Τσαλούφη, τόσα χρόνια; Τώρα τον θυμήθηκες το μακαρίτη;», πέταξε το λογάκι του ένας τρίτος με τραγιάσκα και ξεθωριασμένο παντελόνι που έπλεε επάνω του.
« Ε, πάλι καλά... Κάλλιο αργά παρά ποτέ», χασκογέλασε ένας κοιλαράς με λαμπερή φαλάκρα.
«Μωρέ, η δουλιά θα γίνει κι εσείς θα μείνετε με την κακία σας», υπερασπίστηκε τον εργοδότη του ο Ανέστης.
- Σκάψε κι ένα τρίτο αυλάκι, Ανέστη. Παράλληλα στ' άλλα, τον πρόσταξε ο γέρος. Κι άκου... Οποιο κι αν είναι τ' αποτέλεσμα, εσύ τα λεφτά σου θα τα πάρεις...
Ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλιά και λησμόνησε τους γύρω. Οταν η τσάπα χτυπούσε σε κάτι σκληρό, η καρδιά του χοροπηδούσε από λαχτάρα. Μα η ελπίδα διαψευδόταν. Ηταν πέτρα ή σπασμένο κεραμίδι. Τον έπιανε τότε λύσσα. Η τσάπα ανεβοκατέβαινε με μανία, ο ιδρώτας έτρεχε κι η πληρωμή ολωσδιόλου σβησμένη απ' τη σκέψη του. Στο διάολο τα παλιολεφτά! Στο διάολο... Το μόνο που ήθελε ήταν να βρει τα οστά, για να το βουλώσουν. Που άλλο δεν ξέρουνε παρά να περιγελούν και να κοροϊδεύουν σαν να είναι τίποτε σπουδαίοι. Και τον καταφρονούν. Ολοφάνερα. «Αντε, σύρε στους πεθαμένους σου», του λένε όταν τους κερδίζει στην πρέφα. Και τις θυγατέρες τους τις φυλάνε για κάτι άχρηστους, κάτι κομπιναδόρους, κάτι γλείφτηδες του κερατά. Τι, σε νεκροθάφτη θα τις δώσουμε; Αχ ας είναι καλά οι Ρουμάνες, ολόκληρο άλμπουμ έλαβε από το Βουκουρέστι... Σιγά να μην παρακαλάς τις ασχημομούρες. Αχ ας έβγαζε, επιτέλους ένα οστό έστω και γιδίσιο!
- Στοιχηματίζω πως μόνο κεραμίδια θα ξεθάβουν μέχρι να βραδιάσει, χαχάνισε ο μπακάλης.
Ο γέρος τον κάρφωσε με πυρετικό βλέμμα.
- Τι στοιχηματίζεις;
- Ο,τι θέλεις.
- Πενήντα χιλιάρικα! Είσαι;
- Είμαι! Αλλά τα 'χεις;
Ο γέρος έβγαλε απ' την τσέπη ένα μάτσο τσαλακωμένα χιλιάρικα και του τα μόστραρε.
Η ώρα περνούσε. Ο ήλιος μεσουρανούσε. Η ζέστη αγρίευε. Κι άλλοι περίεργοι είχαν μαζευτεί, τα κουτσομπολιά παίρνανε και δίνανε. Ο Ανέστης έσκαβε το έκτο αυλάκι και δεν ένιωθε ούτε κάματο ούτε ζέστη. Σαν να μην είχε σώμα... Α, τους μπαγάσηδες! Θα τους έδειχνε αυτός ποιος είναι ο Ανέστης. Ξάφνου, του κόβεται η ανάσα. Από χαρά. Με τα δόντια κρατά τη μεγάλη κραυγή που πάει να ξεφύγει απ' το στήθος του. Επιτέλους... Νάτο! Εκεί είναι. Στα πόδια του... Υπομονή. Υπομονή. Να βεβαιωθεί πρώτα εκατό τοις εκατό... Μη γίνει ρεζίλι και τον πάρουν στις κοροϊδίες. Κεραμίδι πάντως δεν είναι. Πέτρα;.. Α, μπα. Τόσο μακρουλό; Μωρέ, ας μην ήταν μες στα χώματα... Αλλά δεν μπορεί να σταματήσει για να το καθαρίσει αυτή τη στιγμή. Μαλακά το παραμερίζει με την τσάπα. Αν είναι αυτό, θα βρει κι άλλα... Πολλά. Μόνο προσοχή μην κάνει ζημιά.
Το είδε ξαφνικά να ξεπροβάλλει μέσα από τα χώματα, μέσα από πετραδάκια. Παρατά την τσάπα. Γονατίζει. Με τα τραχιά του δάχτυλα καθαρίζει το εύρημα. Τι ξαφνική ησυχία! Μόνο ο κότσυφας ακούγεται απ' την καστανιά. Οι χασομέρηδες έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους. Απαλά μη διαλυθεί ξεκολλά το καύκαλο απ' τη γη, το κρατά στα χέρια και το σηκώνει ψηλά να το δούνε οι άπιστοι, οι εξυπνάκηδες, οι φαφλατάδες.
- Νάτος! Ωρύεται. Τον βλέπετε, βρε; Ε; Τον βλέπετε το Δημητρό;
- Αλλού είναι τα κόκαλα που γυρεύετε. Εδώ πρέπει να θάψανε τον Περικλή της Μαριγώς. Ναι. Σίγουρα εδώ, είπε ένας ξερακιανός που κρατούσε ένα μακρύ κομπολόι και το 'παιζε με απάθεια.
- Τον κακό σου τον καιρό! αγρίεψε ο γέρος. Εδώ ήταν ο σταυρός! Εδώ ακριβώς!
- Ε, τότε να μας τον δείξεις! φώναξε ο μπακάλης.
- Βρε συ... Αφού έγινε «το σώσε» εδώ πέρα... Μην πας τώρα να γλιτώσεις το στοίχημα... Δεν είναι σωστό!
- Αντε ρε πεθαμενατζή, που θα μου πεις εμένα....
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, ο Ανέστης με μια δυνατή γροθιά έστειλε τον άλλον να κυλιστεί στα μπάζα. Οι χωριανοί κινήθηκαν απειλητικά εναντίον του. Μ' ανεπάντεχη σβελτάδα το ετοιμόρροπο εκείνο απολειφάδι, ο γερο - Τσαλούφης, ήρθε και στάθηκε μπρος στο γεροδεμένο νέο.
- Οποιος αγγίξει τον Ανέστη, θα 'χει να κάνει μαζί μου! έσκουξε κι οι φλέβες του νερουλιασμένου του λαιμού πετάχτηκαν έξω, έτοιμες να σπάσουν.
- Πατέρα, σε παρακαλώ, επενέβη η κόρη του με ύφος οσιομάρτυρα. Στράφηκε στην ομήγυρη. Σας παρακαλώ, αφήστε μας... Πηγαίνετε!
- Πρώτα να πληρώσει αυτός ο αναιδέστατος το στοίχημα! έσκουξε απτόητος ο πατέρας της. Δε θα τη σκαπουλάρει...
- Δε σου χρωστώ τίποτε, κυρ - Τσαλούφη. Τα 'κουσες... Δεν είναι αυτά τα οστά του δικού σου.., αποκρίθηκε προκλητικά ο μπακάλης, μισοξαπλωμένος ακόμη στα μπάζα.
Κι άλλες φωνές τον σεκοντάρανε. Η γυναίκα τα είχε χαμένα.
- Απαιτώ τα λεφτά μου!
- Δραχμή δε θα πάρεις!
- Ατιμε! Ούρλιαξε ο γέρος. Θα σε πάω στη δικαιοσύνη. Εχω μάρτυρες!
- Δε θα προλάβεις! Θα σε προλάβει ο χάρος...
Μ' ένα θαυμαστό σάλτο ο γέρος βρέθηκε γαντζωμένος στον μπακάλη, που είχε στο μεταξύ σηκωθεί. Τον αναποδογύρισε, γίνανε ένα κουβάρι οι δυο τους. Η κόρη του άφησε ουρλιαχτό απελπισίας κι έτρεξε να βοηθήσει το γονιό της. Ο Ανέστης μπήκε στη μέση, άρπαξε τον μπακάλη και τον πέταξε στην ξερολιθιά.
Ενας κορδωμένος κι αγριωπός χωροφύλακας εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά κι ο γέρος τίναξε νευρικά τα χώματα από πάνω του, μπας και ανακτήσει τη στραπατσαρισμένη του αξιοπρέπεια και βάλθηκε να του αναπτύσσει, με αξιοθρήνητο στόμφο, την υπόθεση.
Ο χωροφύλακας άκουγε μ' ανοιχτό το στόμα και γουρλωμένα μάτια.
- Ετσι είναι; ρώτησε αόριστα.
- Ακριβώς έτσι, είπε ο Ανέστης κι απροσδόκητα πολλοί συγκατένευσαν.
- Ε, τότε πρέπει να πληρώσεις το στοίχημα, κυρ Περικλή. Ηθελες και τα 'παθες.
- Ενα αστείο είπα, μουρμούρισε κακομοιριασμένα.
- Δεν ήταν αστείο. Απαιτώ δικαίωση. Αλλιώς θα υποβάλω καταγγελία... Εχω μάρτυρες.
- Και πού να βρω τόσα λεφτά; κλαψούρισε ο μπακάλης.
- Ας πρόσεχες, είπε ο αστυφύλακας κι έστριψε το μουστάκι του.
- Να δώσω τα μισά...
- Αν δέχεται ο κύριος...
- Πατέρα, δέξου! Σε παρακαλώ!
- Εστω... Για το χατίρι σου... Και για να τελειώνουμε... Αλλά τα θέλω αμέσως!
Ο κυρ Περικλής ψαχνόταν με ύφος δαρμένου σκύλου. Βρήκε δέκα χιλιάρικα πάνω του. Τα υπόλοιπα τα δανείστηκε απ' τον έναν κι απ' τον άλλον. Βρίζοντας μέσα απ' τα δόντια του, τα παρέδωσε στον γέρο κι αυτός στον Ανέστη, παρά τις αντιρρήσεις του.
Οι παρείσακτοι αποχώρησαν μαραμένοι. Μείνανε οι τρεις τους. Η κόρη αποσταμένη κάθισε στο παγκάκι, ο πατέρας της αρνήθηκε. Την εξόργιζε το πείσμα του, αλλά δεν μπορούσε να μη θαυμάζει την αντοχή, την πίστη του. Μακάρι να είχε τη μισή! Γελοίος ξεγελοίος, ενάντια στη θέλησή της, τον καμάρωνε. Αραγε, θα του 'μοιαζε γερνώντας κι ας μην είχε ζήσει σ' αυτά τα βουνά;
Ο Ανέστης έπλενε σε μια πλαστική λεκάνη ένα ένα τα οστά. Παραξενεύτηκε που δεν ένιωθε τίποτε. Καμιά συγκίνηση. Σα να 'βλεπε πέτρες. Σκέφτηκε πως τα οστά ανήκαν από καιρό στη φύση, στο χώμα, απ' όπου η παρέμβασή τους τα είχε βίαια αποσπάσει. Ισως, όμως, αν είχε προλάβει να γνωρίσει τον παππού της...
************
Ο Ανέστης έτρωγε με όρεξη το μεσημεριανό του. Λαγό στιφάδο. Η μάνα του, ορθή να προλαβαίνει κάθε του επιθυμία, τον καμάρωνε. Αχ, ποια νύφη θα του μαγείρευε όπως αυτή;
- Για φαντάσου, βρε μάνα, πόσα έβγαλα σήμερα. Τριάντα χιλιάρικα για την εκσκαφή κι άλλα είκοσι πέντε απ' το στοίχημα!
- Ποιο στοίχημα, Ανέστη μου;
Της διηγήθηκε όλη την ιστορία με το νι και με το σίγμα.
- Την τρύπα την είδες;
- Ποια τρύπα, μάνα;
- Στο κούτελο, ντε. Από τη σφαίρα. Στο μεσόφρυδο του 'ριξαν του Δημητρού. Μια κι έξω. Το 'λεγε η γιαγιά σου.
Σταμάτησε απότομα το μασούλημα. Το στόμα του ήταν πασαλειμμένο με κόκκινη σάλτσα.
- Ασε με, ρε μάνα, να φάω με τις τρύπες και τις αηδίες σου, την αποπήρε. Ωρα που τη βρήκες...
Της
Λιλής ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου