ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ
Ενας σπουδαίος «ποιητής» της σκηνής
Δημιούργησε «σχολή»
Ο Λευτέρης Βογιατζής, ζούσε μέσα στο θέατρο, για το θέατρο και από το θέατρο. Αγχώδης και πνευματώδης. Παρορμητικός και ενθουσιώδης. Ο πλέον ακάματος, ανήσυχος, νεωτερικός και τελειοθήρας αναλυτής και ερμηνευτής του περιεχομένου και της μορφής κάθε έργου που ανέβαζε. Ενας σπουδαίος «ποιητής» της σκηνής και από τους σημαντικότερους «δασκάλους». Δε θα ήταν καθόλου υπερβολή, αν λέγαμε ότι η «φιλοσοφία» και η μέθοδός του στην ερμηνευτική εμβάθυνση και επεξεργασία ενός έργου, αισθητικά, σκηνοθετικά, υποκριτικά, συνιστά, πλέον, «σχολή», της οποίας επιρροές, αφομοιωμένες ή μη, φανερές ή υπόκρυφες, διακρίνουμε στη δουλειά όλο και περισσότερων νεότερων καλλιτεχνών, κυρίως ηθοποιών, αλλά και σκηνοθετών.
Ο Λ. Βογιατζής δεν ήταν, όμως, μόνο μεγάλος σκηνοθέτης. Ηταν πρωτίστως μεγάλος ηθοποιός. Θα θυμόμαστε όλοι την «Αντιγόνη», σημαντικό «σταθμό» στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Ενώ η δική του ερμηνεία στο ρόλο του Κρέοντα, υπήρξε εξαιρετική. Μια ερμηνεία ψυχογραφικής σύνθεσης, σπαρακτικά θρηνητική. Οπως και στο μονολογικό αφήγημα του Ντοστογιέφσκι «Ημερη» που το μετέτρεψε σε ένα μοναδικά συναρπαστικό θεατρικό δημιούργημα, χάρη στην εκπληκτικά ιδιοφυή σκηνοθετική σύλληψη και υποκριτική ερμηνεία του. Η ερμηνευτική σύλληψη του Λ. Βογιατζή «δόξασε», αλλά και μεγέθυνε στο έπακρο, την ψυχαναλυτική δεινότητα της ντοστογιεφσκικής γραφής.
Ενα έργο που αγάπησε πολύ ήταν το «Καθαροί, πια» της νεαρής Αγγλίδας Σάρα Κέιν, που αυτοκτόνησε το 1999 στα 28 της χρόνια. Ο Λευτέρης Βογιατζής, ενθουσιασμένος με το έργο της Κέιν, δήλωνε το 2001 που το ανέβασε «ολοκληρωτικά συγκινημένος για το έργο που μιλάει για την αγάπη χωρίς όρια και για τη βαθύτατη επιθυμία να αγαπήσει κανείς και να αγαπηθεί. Ταυτόχρονα μιλάει για την υποκρισία, την προδοσία, τις ενοχές, τη βίαιη καταστολή, τον ακρωτηριασμό, την τρέλα. Οι ήρωές της είναι αθεράπευτα ρομαντικοί. Ο ρομαντισμός τους, όμως, είναι απελπισμένος, σκληρός, αμείλικτος. Η γλώσσα της είναι γυμνή, "αποσταγμένη" και άκρως συμπυκνωμένη, παρά τη φαινομενική καθημερινότητά της. Μια γλώσσα δραστική και καίρια, που δυναμιτίζει τον πυρήνα της δράσης και αποκαλύπτει οριακά ακραίες καταστάσεις».
Μια ζωή θέατρο
Γεννήθηκε στην Αθήνα (1945). Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε για δύο χρόνια το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη και τελείωσε τη Σχολή Κ. Μιχαηλίδη στην Αθήνα. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στο ρόλο της Γιαγιάς, στον Κυριακάτικο Περίπατο, σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Ελλη Λαμπέτη, Σάρα (Children of a Lesser God).
Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Αλφρεντ, στιςΙστορίες από το Δάσος της Βιέννης, την επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη στουςΒατράχους, τον Ταρτούφο, στον Ταρτούφο, του Μολιέρου κ.ά.
Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου Η ΣΚΗΝΗ με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Από το 1982 έως το 1987 που λειτούργησε η ΣΚΗΝΗ, ο Λ. Β. σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: Η Σπασμένη στάμνα, του Χ. φον Κλάιστ (Δικαστής Αδάμ, σε συσκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου), Οι Αγροίκοι, του Κάρλο Γκολντόνι (Λουνάρντο),Συμφορά από το πολύ μυαλό, του Α. Γκριμπογιέντοφ (Φάμουσοφ), Σε φιλώ στη μούρη... σύγχρονο ελληνικό έργο του Γ. Διαλεγμένου (Μήτσος), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Κάρολου Κουν» για την περίοδο 1986-87.
Το 1988 ίδρυσε τη νέα ΣΚΗΝΗ, όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.
Σκηνοθέτησε και έπαιξε στις παραστάσεις: Θείος Βάνιας, του Αντον Τσέχωφ (Βάνιας)1989, Ρίττερ, Ντένε, Φοςτου Τόμας Μπέρνχαρντ (Φος) 1991 (για πρώτη φορά στην Ελλάδα). Παράλληλα, το 1989, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, απ' όπου αποφοίτησαν (1991) δώδεκα μαθητές, ύστερα από τριετή εντατική φοίτηση. Είναι η απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ξεκινάει το 1992 σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου». Με τους μαθητές του εργαστηρίου, συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία Κατσούρμπος, του Γ. Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά, Με δύναμη από την Κηφισιά, 1995. Ακολουθεί οΜισάνθρωπος, του Μολιέρου, 1996, όπου παίζει τον Αλσέστ.
Το ίδιο καλοκαίρι παίζει στην Ελένη, του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, στην Επίδαυρο (Μενέλαος). Το 1998, δεύτερο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, Η νύχτα της κουκουβάγιας (Ιων). Για την παράσταση αυτή τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης», και το βραβείο «Κάρολος Κουν», βραβείο της Ενωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών.
Το 1999 σκηνοθέτησε τους Πέρσες του Αισχύλου για το Εθνικό Θέατρο στο Θέατρο της Επιδαύρου. Το 2000 σκηνοθέτησε και έπαιξε στο έργο του Χάρολντ Πίντερ, Τέφρα και σκιά (Ντέβλιν). Το 2003, καινούριο νεοελληνικό έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, Σ' εσάς που με ακούτε (Χανς) και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην το Λαχταρώ, στο οποίο παίζει τον Α.
Το 2004, ένας δεύτερος Μολιέρος, Το Σχολείο των γυναικών (Αρνόλφος). Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε (Ιων) σ' ένα ακόμα καινούριο έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia. Και για το έργο αυτό του Γ. Διαλεγμένου απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, «Κάρολος Κουν». Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με τη νέα του παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ. Η Αντιγόνη είχε προσκληθεί στα φεστιβάλ Festwochen της Βιέννης, Les nuits de la Fourviere, της Λυών και το Festival d' Automne στο Παρίσι. Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανέβασε και έπαιξε στην Ημερη, του Φ. Ντοστογιέφσκι. Αλλες σπουδαίες θεατρικές δημιουργίες του ήταν τα έργα «Bella Venzia» του Γιώργου Διαλεγμένου, από τη «νέα Σκηνή» του Λ. Βογιατζή, στο «Θέατρο οδού Κυκλάδων», οι «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, από την «Πράξη», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας».
Εχει παίξει σε αρκετές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών: Β. Βαφέα, Ανατολική Περιφέρεια, Π. Βούλγαρη, Ακροπόλ, Μ. Νικολακοπούλου, Ν. Παναγιωτόπουλου, Μελόδραμα, Βαριετέ, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, για την οποία τιμήθηκε με το α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο 1994 - Αθήνα - Κωνσταντινούπολη, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Χ. Χριστοφή Ρόζα, κ.ά.
Το 2011 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Θεάτρου - βραβείο, μάλλον, οφειλόμενο εδώ και χρόνια, λόγω των ουκ ολίγων σπουδαίων θεατρικών δημιουργιών του στη «νέα Σκηνή» - για «την εξαιρετική σκηνοθετική και υποκριτική διδασκαλία της παράστασης του έργου "Θερμοκήπιο" του Χ. Πίντερ, για την επί δεκαετίες εξέχουσα προσφορά του στο θέατρο, τη συγκινητική αφοσίωση και το θαυμαστό πάθος του, καθώς και για την ουσιαστική συμβολή του στην άνοδο της ποιότητας της θεατρικής τέχνης».
Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου