28 Ιουλ 2013

Η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα

Η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα

Στο σημερινό κυριακάτικο ιστορικό ένθετο, η κε του μπλοκ καταπιάνεται με τη δολοφονία του σωτήρη πέτρουλα κατά τη διάρκεια των ιουλιανών, τέτοιες μέρες περίπου πριν από 48 χρόνια κι αντιγράφει αποσπάσματα από το σχετικό υποκεφάλαιο, όπως τα βρήκε στο βιβλίο του θείου του αντώνη πέτρουλα «η οδύσσεια ενός αμετανόητου κομμουνιστή» -εκδόσεις κέδρος. Ίσως ξεφεύγει κάπως σε έκταση το κείμενο, αλλά πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε ως το τέλος.

Η πρώτη μου συνάντηση με τον Σωτήρη –παλικάρι τώρα πια είκοσι χρονών- έγινε το 1962, ένα καλοκαιρινό απόγευμα στα γραφεία της ΕΔΑ. Ξαφνικά όπως βάδιζα αμέριμνος, μου έκοψε τον δρόμο ένας λεβέντης νεαρός –δύο μέτρα σχεδόν- πέφτοντας στην αγκαλιά μου. Με έσφιγγε δυνατά, με φιλούσε και με αποκαλούσε «θείο». Σάστισα προς στιγμή. Ποιος στα αλήθεια ήταν αυτός ο λεβέντης ανιψιός που εγώ δε γνώριζα; Τα χαρακτηριστικά του πολύ γνωστά. Κατάλαβε την αμηχανία μου και με προσγείωσε εγκαίρως. Το τι ένιωσα εκείνη την ώρα δεν περιγράφεται. Όχι μόνο χαρά και υπερηφάνεια, κάτι πιο έντονο και δυνατό. Κι αυτός να χαμογελά και να δηλώνει με υπερηφάνεια πως το Πετρουλαίικο ζει, δεν έσβησε και ούτε μπορεί να χαθεί εύκολα.

Γνώριζε τα πάντα σχετικά με τους κατατρεγμούς της οικογένειας. Γνώριζε και το μαρτύριο που έζησαν οι γονείς του μέχρι να κατορθώσουν να φτάσουν στην Αθήνα και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να μάθουν κάτι συγκεκριμένο για την πολιτική του δράση. Για να μην τους ξαναθυμίζει τα περασμένα και τις λαχτάρες που πέρασαν μέχρι να καταφέρουν να γλιτώσουν από το βέβαιο θάνατο… Με παρακάλεσε για όλους αυτούς τους λόγους να μη μάθουν για τη συνάντησή μας οι γονείς του.

Είχε πολύ καθαρό μυαλό κι αξιόλογο προβληματισμό για τις πολιτικοϊδεολογικές εξελίξεις της εποχής. Δε συμφωνούσε πάντα με την «εισήγηση». Από τις πιο βασικές διαφωνίες του ήταν η πριμοδότηση του Κέντρου (του Παπανδρέου) στις εκλογές του 1964 και η στήριξη της πολιτικής του. Ο Σωτήρης ήθελε πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Ήθελε πιο επαναστατική την ΕΔΑ. Είχε ανατεθεί στην κεντρική καθοδήγηση της νεολαίας η ευθύνη να τον μεταπείσει ή τουλάχιστον να χαμηλώσει τους τόνους για το γενικότερο καλό του κινήματος.

Λίγο πριν από τα Ιουλιανά και τη συνδιάσκεψη της νεολαίας, ζήτησε να με συναντήσει ο γενικός γραμματέας της νεολαίας Λαμπράκη, με τον οποίο γνωριζόμασταν αρκετά καλά από τις φυλακές. Αφού με ενημέρωσε για τα προβλήματα που ταλάνιζαν τη νεολαία και τους κινδύνους που εγκυμονούσαν –υπήρχε φόβος μέχρι και διάσπασης- με παρακάλεσε να επιδιώξω μια συνάντηση με τον Σωτήρη ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Συναντήθηκα πολύ σύντομα με τον Σωτήρη, χωρίς φυσικά να τον μεταπείσω –γιατί οι περισσότερες σκέψεις και θέσεις του ήταν σωστές. Συμφωνήσαμε ωστόσο να αποφευχθούν ακρότητες όπως η διάσπαση στη συνδιάσκεψη της σπουδάζουσας που θα γινόταν εκείνες τις μέρες. Ταυτόχρονα ενημέρωσα και το γραμματέα της νεολαίας και ζήτησα να υπάρξει και από την πλευρά τους σύνεση και αυτοσυγκράτηση.

Οι εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες εκείνες τις μέρες, που δεν άφηναν περιθώρια για περιττές κουβέντες. Μέχρι που ήρθε εκείνο το μοιραίο βράδυ της 23ης του Ιούλη (1965). Όταν επέστρεψα στα γραφεία της Αυγής, ώρα δέκα ακριβώς το βράδυ, μου ανήγγειλαν τα τραγικά μαντάτα: πως ο ανιψιός μου ήταν νεκρός και δεκάδες άλλοι τραυματίες. Τι κάνουμε τώρα; Τα γεγονότα τρέχουν, δεν περιμένουν. Το παλικάρι το σκότωσαν. Το δολοφόνησαν. Θα προσπαθούσαν, πιθανώς, να το εξαφανίσουν. Για όλα ήταν ικανοί και καλά εκπαιδευμένοι. Δεν έπρεπε να τους επιτραπεί να «ασελγήσουν» πάνω στο σώμα του παλικαριού. Έπρεπε να βιαστούμε, να διεκδικήσουμε, χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή, τον νεκρό πριν προλάβουν να τον εξαφανίσουν.

Στα γραφεία της Αυγής συρρέει κόσμος πολύς, ζητώντας να μάθει λεπτομέρειες. Ανάμεσά τους και οι δικηγόροι Γιαννόπουλος και Μανδηλαράς. Αποφασίζουμε να πάμε στο νεκροτομείο, για να ζητήσουμε από τον ιατροδικαστή Καψάσκη να μας ενημερώσει τι γνωρίζει για τα γεγονότα και πού βρίσκεται ο νεκρός. Την ώρα που φτάσαμε και οι τρεις στο νεκροτομείο και μιλούσαμε με τον κύριο Καψάσκη, σταμάτησε ένα ασθενοφόρο που μετέφερε ένα φέρετρο. Στο φέρετρο αυτό βρισκόταν το παλικάρι, ο Σωτήρης, τυλιγμένος με ένα άσπρο σεντόνι γεμάτο αίματα (χρειάστηκε να το ανοίξω και να σηκώσω το σεντόνι από το πρόσωπο για να βεβαιωθώ πως ήταν ο Σωτήρης). Στη συνέχεια είπαμε στον κύριο Καψάσκη ποιος ήμουν, την ιδιότητά μας και ζητήσαμε να μας παραδώσει τον νεκρό. Αρνήθηκε όμως να το κάνει λόγω του ακατάλληλου της ώρας. Αφού του τονίσαμε πως θα επανερχόμασταν το πρωί πριν από τις οχτώ να τον παραλάβουμε, τον καταστήσαμε υπεύθυνο για τυχόν εξαφάνισή του.

Μετά έπρεπε να ενημερωθούν οι γονείς του το συντομότερο, πριν αιφνιδιαστούν από τους δολοφόνους. Ποιος έχει το ψυχικό κουράγιο να τους αναγγείλει το τραγικό μαντάτο; Όσο και αν μου είναι επώδυνο να επωμιστώ μια τόσο τρομερή ευθύνη, κατανοώ ταυτόχρονα πως δε μπορεί να γίνει διαφορετικά. Εγώ θα έπρεπε να μεταφέρω το οδυνηρό μαντάτο στους γονείς. Χρέος βαρύ κι ασήκωτο απέναντι σε ζωντανούς και σκοτωμένους.

Για να συναντήσω την οικογένεια τέτοια ώρα, έπρεπε να γνωρίζω πού ακριβώς έμεναν, κάτι που δυστυχώς αγνοούσα. Το μόνο που γνώριζα ήταν το όνομα της περιοχής: Περιβόλια. Να πας όμως τα μεσάνυχτα στα περιβόλια και να ζητάς την οικογένεια Πέτρουλα δεν ήταν λογικό. Ευτυχώς πάνω στην παραζάλη, μας έβγαλε από το αδιέξοδο ένας νεαρός φοιτητής, φίλος του Σωτήρη, που συνέπεσε να περάσει από τα γραφεία της Αυγής και γνώριζε πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι. Κρίθηκε σκόπιμο από την οργάνωση της νεολαίας να μας συνοδεύσει και κάποιος νομικός. Επελέγη ο πάγκαλος, που ήταν και στο κεντρικό συμβούλιο της νεολαίας λαμπράκη.




Φτάσαμε κάποια στιγμή κι οι τρεις στο σπίτι και όπως ήταν φυσικό βρήκαμε όλη την οικογένεια ξάγρυπνη και αναστατωμένη, μια και το παλικάρι τους δεν είχε φανεί ακόμα. Η παρουσία μου τέτοια ώρα –και για πρώτη φορά- προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη αγωνία και ένταση. Υποχρεώθηκα να παίξω θέατρο. Τους είπα αρχικά το πρώτο ψέμα, ότι ο Σωτήρης, καθώς και πολλοί άλλοι, ήταν βαριά τραυματίας στο νοσοκομείο. Σκόπευα να ενημερώσω ξεχωριστά τον πατέρα για το τι ακριβώς είχε συμβεί και να χειριστεί αυτός όπως νόμιζε καλύτερα το τραγικό συμβάν. Περίμενα πως θα είχα τη συμπαράσταση και του νομικού συμβούλου, κυρίου θ. πάγκαλου, ώστε να βρω χρόνο να ενημερώσω πληρέστερα τον πατέρα. Δυστυχώς έμεινα αβοήθητος από το νομικό σύμβουλο. Όση ώρα μείναμε σπίτι κι εγώ αράδιαζα του κόσμου τα παραμύθια, δεν άνοιξε το στόμα του να πει μια λέξη.

Οι ώρες περνούσαν γρήγορα και τα παραμύθια δε γινόταν να συνεχιστούν. Βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, πήρα λίγο παράμερα τον πατέρα και του συνέστησα να κρατηθεί σταθερά στα πόδια του γιατί τα πραγματικά γεγονότα ήταν πολύ πιο τραγικά απ’ ό,τι τα είχε διαισθανθεί. Έπρεπε να βρει τη δύναμη και το κουράγιο να σταθεί όρθιος –να μη γονατίσει0 και να μην υποκύψει σε κανενός είδους πιέσεις και εκβιασμούς. Το υποσχέθηκε και τήρησε το λόγο του με συνέπεια μέχρι τέλους (…).

Επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκαμε μόνο τα αδέλφια του Σωτήρη. Τους γονείς του, απ’ ό,τι μας είπαν τα παιδιά, πήγε η Ασφάλεια και τους πήρε μόλις που είχαμε φύγει εμείς. Όλα έδειχναν πως είχαν θέσει σε εφαρμογή τα γνωστά μέσα του εξαναγκασμού, της «πειθούς» με κάθε τρόπο. Απάνω που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε με τα παιδιά για το νεκροτομείο προς αναζήτηση του νεκρού, επέστρεψαν ευτυχώς και οι γονείς, κυριολεκτικά συντετριμμένοι.

Από την Ασφάλεια έμαθε και η μάνα για τη δολοφονία του παιδιού της και ξέσπασε θρήνος και οδυρμός. Προσφέρθηκαν οι καλοί χριστιανοί να αναλάβουν τα έξοδα της κηδείας. Θα μεριμνούσαν και για καμιά σύνταξη κι άλλα πολλά. Κι αφού δεν έγινε αποδεκτή η προσφορά τους, τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στο σπίτι.

Ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το νεκροτομείο, με την πρόθεση να παραλάβουμε το νεκρό. Φτάσαμε πριν ακόμη ξημερώσει για τα καλά κι αφού πληροφορήσαμε τον κύριο Καψάσκη πού απέβλεπε η επίσκεψή μας, αυτός μας δήλωσε κυνικά πως το νεκρό τον είχε πάρει τη νύχτα η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και ότι αυτός δε γνώριζε τίποτα περισσότερο. Αφήσαμε τη μάνα με τα παιδιά κι εγώ με τον πατέρα και το νομικό σύμβουλο Πάγκαλο φύγαμε αμέσως για την Αστυνομική Διεύθυνση.

Στο δεύτερο όροφο συναντήσαμε τον αξιωματικό υπηρεσίας. Ήταν ένας υπαστυνόμος που δυστυχώς δε συγκράτησα το όνομά του. Του χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ και μια συγνώμη. Του είπαμε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε χωρίς περιττές κουβέντες. Μας είπε επί λέξει: ο νεκρός βρίσκεται στο Γ’ Νεκροταφείο (Κοκκινιάς). Πρέπει να βιαστείτε γιατί θα τον κηδέψουν.
Πραγματικά όπως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, είχαν αυτή την πρόθεση και μόνο επειδή οι κανονισμοί της εκκλησίας δεν επέτρεπαν να ιερουργούν πριν από την ανατολή του ηλίου απετράπη κάτι τέτοιο.

Τότε μόνο λύθηκε επιτέλους και η γλώσσα του νομικού συμβούλου για να επισημάνει στον εν λόγω υπάλληλο πως η πράξη αυτή ήταν πέρα για πέρα αντισυνταγματική… κι άλλα τέτοια χαζά. Λες και όλα τα άλλα που διαδραματίζονταν εκείνες τις μέρες ήταν συνταγματικά… Εγώ τον προέτρεπα να αφήσει το σύνταγμα κατά μέρος και να φύγουμε το συντομότερο να προλάβουμε τα χειρότερα. Μέχρι και ο υπαστυνόμος του συνέστησε να το πράξει χωρίς χρονοτριβή. Το αυτοκίνητο που είχε τότε ο Πάγκαλος ήταν ένα φολκσβάγκεν (χελώνα) και πήγαινε ανάλογα, δηλ σαν χελώνα. Του πρότεινα να το εγκαταλείψουμε και να πάρουμε το πρώτο ταξί που θα βρίσκαμε. Έτσι κι έγινε.

Φτάσαμε πολύ σύντομα στο νεκροταφείο. Επικρατούσε σιγή και η παρουσία της αστυνομίας ήταν πολύ διακριτική. Άρχισα να υποπτεύομαι τα χειρότερα –ότι μας έδωσαν σκόπιμα λάθος πληροφορίες- και χωρίς καθυστέρηση μπήκα στο νεκροθάλαμο και άρχισα να ανοίγω τα φέρετρα. Στα δύο πρώτα που έλεγξα ήταν ηλικιωμένες γυναίκες –είχα αρχίσει να παραμιλώ και να κακολογώ τους πάντες πως μας παραπλάνησαν. Όταν έφτασα στο τρίτο φέρετρο (το πιο μικρό σε μέγεθος) και το άνοιξα, πήρα βαθιά ανάσα και σταμάτησα να κακολογώ. Αντίκρισα το παλικάρι. Του είχαν λυγίσει τα γόνατα για να κλείσει το φέρετρο. Ήταν τυλιγμένος με το λευκό σεντόνι που τον είχα πρωτοδεί τη νύχτα. Άρχισε στο μεταξύ να παίρνει για καλά η μέρα και η παρουσία της αστυνομίας να γίνεται πιο έντονη. Σε τι απέβλεπαν; Κανείς δε γνώριζε με σιγουριά. Έπρεπε να λάβουμε τα μέτρα μας. Πήρα αμέσως τηλέφωνο στα γραφεία της ΕΔΑ Κοκκινιάς να στείλουν το συντομότερο κόσμο στο νεκροταφείο. Πήρα και στα γραφεία της Αυγής στην Αθήνα να κάνουν και από την Αθήνα το ίδιο. Στη συνέχεια τηλεφώνησα στο δικηγορικό γραφείο Γιαννόπουλου-Μανδηλαρά να έρθουν κι αυτοί στο νεκροταφείο. Είχαμε αποφασίσει από το προηγούμενο βράδυ να ζητήσουμε να γίνει καινούρια νεκροψία από άλλους ιατροδικαστές γιατί ο κύριος Καψάσκης ήταν ανυπόληπτος και συνένοχος σε προαποφασισμένεςς διαγνώσεις.

(…) Τελικά έγινε δεκτό το αίτημά μας για διεξαγωγή καινούριας νεκροψίας και μεταφέρθηκε ο νεκρός στο νεκροτομείο της Αθήνας. Εδώ ήταν αβάσταχτη η ένταση και η αγωνία. Τη διαδικασία τη βλέπαμε κι εμείς σε μικρή απόσταση από την τζαμαρία. Παρακολουθούσαμε τα πάντα… Προσπαθούσα –όσο μπορούσα- να απασχολώ τον πατέρα ώστε να μην κοιτάζει. Ήταν αφάνταστα οδυνηρά τα όσα βλέπαμε.

Κάποια στιγμή πήρε τέλος το μαρτύριο αυτό. Ολοκλήρωσαν οι ειδικοί το έργο τους. Τώρα εμείς έπρεπε να πάρουμε το νεκρό και να τον μεταφέρουμε σπίτι του για το τελετουργικό. Να πλυθεί, να στολιστεί, να κλαφτεί και να ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι χωρίς γυρισμό. Αυτός μας το αρνούνταν προκλητικά και κατηγορηματικά οι δολοφόνοι. Όταν όμως η πειθώ δε γίνεται αποδεκτή, τότε αναγκαστικά παραμερίζεται και παίρνει τη θέση της το επαναστατικό δίκαιο.

Στο νεκροτομείο εκείνη την ώρα βρισκόμασταν πέντε έξι άτομα, καθώς και ο τότε βουλευτής της ΕΔΑ Ηλιόπουλος και ο εκπρόσωπος του κράτους κύριος Καψάσκης, ο οποίος μου είχε δηλώσει με πολύ κυνικό τρόπο πως χωρίς την εντολή του υπουργού Δημόσιας Τάξης ήταν αδύνατο να μας παραδώσει το νεκρό. Τότε του δήλωσα κι εγώ με επίσημο και κατηγορηματικό τόνο: είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω τους άγραφους νόμους της πατρίδας μου. Ταυτόχρονα έκλεισα όλες τις πόρτες του νεκροτομείου τονίζοντάς του: Δίπλα στο φέρετρο του νεκρού μας θα προστεθεί το δικό σου και όσων άλλων βρισκόμασταν εκείνη την ώρα κοντά σου.

Όπως φάνηκε, κατάλαβε πολύ καλά τα όσα του είπα. Κι ενώ μέχρι τότε του ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει με τον κύριο υπουργό, τον εντόπισε στο άψε σβήσε. Κοιμόταν το γαϊδούρι στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Τον ενημέρωσε για όλα όσα συνέβαιναν στο νεκροτομείο και τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που έτειναν να πάρουν τα γεγονότα. Χρειάστηκε να του μιλήσω κι εγώ στο τηλέφωνο, για να του τονίσω ότι πέρα από τους γραπτούς νόμους που περιλάμβανε το σύνταγμα της χώρας και τους οποίους παραβίαζαν ασύστολα, υπήρχαν και οι άγραφοι νόμοι της Μάνης, που κανείς μέχρι τότε δεν είχε διανοηθεί να αγνοήσει κι ότι θα του ήταν πολύ χρήσιμο να τους γνωρίζει. Έκαναν τελικά την ανάγκη τους «φιλοτιμία». Δέχτηκαν να μας παραδώσουν το νεκρό, να τον κλάψουμε και να τον τιμήσουμε όπως εμείς ξέραμε, με βάση τα ξεχωριστά ήθη κι έθιμα της Μάνης. Από εδώ και πέρα τα πράγματα εξελίχθηκαν χωρίς παρακρατικές παρεμβάσεις.

Μου είναι πολύ οδυνηρή η περιγραφή των γεγονότων εκείνης της εποχής. Νιώθω ανήμπορος να τη συνεχίσω. Υπάρχουν άλλωστε πάρα πολλά ντοκουμέντα γύρω από τα όσα επακολούθησαν τότε, ώστε να μην προσθέτουν κάτι πιο σημαντικό οι δικές μου επισημάνσεις. Η συμμετοχή του κόσμου στην κηδεία ήταν εκπληκτική. Η κεφαλή της πορείας είχε φτάσει στο Γ’ Νεκροταφείο και η ουρά βρισκόταν ακόμα στα Περιβόλια, στο σπίτι.

Αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι οι εκκλήσεις που κάναμε τότε και μέσω των οργανώσεων και μέσω του τύπου, ζητώντας απ’ όσους γνώριζαν κάτι συγκεκριμένο για όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ να έρθουν σε επαφή με την οικογένεια και τους δικηγόρους μας. Χωρίς όμως να βρούμε ανάλογη ανταπόκριση. Γιατί εκείνα τα χρόνια όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά…

Η νέα νεκροψία που έγινε δεν μπόρεσε να αναιρέσει το πόρισμα του Καψάσκη (τις αιτίες θανάτου) η οποία απέδιδε το θάνατο του Σωτήρη σε έκρηξη δακρυγόνων πολύ κοντά στο κεφάλι του. Αυτό φυσικά σήμαινε πως το παλικάρι βρισκόταν πεσμένο στο έδαφος. Πώς όμως βρέθηκε στο έδαφος. Ποιος ή ποιοι το έριξαν; Ποιοι τον μετέφεραν στο ασθενοφόρο; Πού τον πήγαν μετά μέχρι να τον φέρουν στο νεκροτομείο, ώρα έντεκα και μισή περίπου; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δε δόθηκε καμία πειστική απάντηση. Η ουσία είναι ότι το παλικάρι το δολοφόνησαν. Τα υπόλοιπα θα μείνουν αναπάντητα. Η κηδεία τελείωσε με ξεχωριστή και πρωτοφανή συμμετοχή του λαού.
Στην πορεία από το σπίτι στο νεκροταφείο ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι που έγραψε ο Μίκης εκείνο το βράδυ, «Σωτήρη Πέτρουλα, σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η λευτεριά», από χιλιάδες στόματα και το ακούγαμε πολλά χρόνια μετά.

Καιρός τώρα να μαζέψουμε τα κομμάτια μας (…) Εκτός αυτού έχει προκύψει ένα καινούριο και πολύ σοβαρό πρόβλημα με το μικρότερο αδελφό του Σωτήρη, τον Παναγιώτη. Είναι να πάει φαντάρος σε λίγο. Και μόνο η σκέψη αυτή αρκεί για να κάνει ολόκληρη την οικογένεια να τρέμει κυριολεκτικά για τη ζωή του, ύστερα από τα όσα συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια στα στρατευμένα παιδιά που είχαν αντιφασιστικές καταβολές.

Σκεφτόμουν πώς θα μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτό το μαρτύριο. Δυστυχώς δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια. Μόνο αν αποφάσιζε να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η δοκιμασία. Επειδή δε γνώριζα τις δικές του επιθυμίες, θεώρησα σωστό να μιλήσω πρώτα με τον ίδιο και μετά να κάνω οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Δέχτηκε με ικανοποίηση την πρότασή μου και συμφωνήσαμε να περιμένουμε απάντησα από την πλευρά της οργάνωσης και μετά να ενημερώσουμε την οικογένεια.

Αφού πήραμε την έγκριση, οι υπόλοιπες μικρολεπτομέρειες τελείωσαν χωρίς πρόσθετες δυσκολίες. Μόνο όταν έφτασε στον τελικό προορισμό του έγινε γνωστή η «εξαφάνισή του». Τέλος καλό όλα καλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ