Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ
Εδώ και μερικά χρόνια η νέα τάξη πραγμάτων επιχειρεί να μετατρέψει τη σημερινή επέτειο σε ένα είδος παγκόσμιας μέρας αντικομμουνισμού, με αφορμή την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης μολότοφ-ρίμπεντροπ, το λανσάρισμα της δημοφιλούς θεωρίας περί άκρων και την έμμεση αθώωση του ενός, που είναι δικό της τέκνο, προκειμένου να στοχοποιήσει το άλλο στη συνείδηση του κόσμου και να μηδενίσει την ιστορική του προσφορά. Στο κλίμα της ημέρας λοιπόν, η κε του μπλοκ σήμερα καταπιάνεται με κάτι παρεμφερές κι άκρως αντικομμουνιστικό, το βιβλίο αρχιπέλαγος γκούλαγκ του αλεξάντερ σολζενίτσιν, παραθέτοντας κάποιες δικές της πρόχειρες σημειώσεις για το έργο κι ορισμένες προεκτάσεις του.
Το βιβλίο του σολζενίτσιν αποτελεί μία από τις βίβλους του αντικομμουνισμού και ως ένα βαθμό θυμίζει την άλλη γνωστή βίβλο των κουρτουά και σία, με την έννοια πως σε αρκετά σημεία καταλήγει να είναι μια ατελείωτη καταδικολογία-sic- (κατά το αντίστοιχο ‘πτωματολογία’), μια ανιαρή παράθεση ονομάτων και περιπτώσεων, χωρίς να εξετάζονται σε βάθος, χωρίς να παρουσιάζεται ο αντίλογος και φυσικά χωρίς καμία απολύτως αναφορά στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τα γεγονότα.
Η βασική διαφορά του ωστόσο από τη μαύρη βίβλο αποτελεί παράλληλα και το βασικό συγκριτικό του πλεονέκτημα, που είναι η απουσία οποιασδήποτε επιστημονικής αξίωσης, από ένα έργο που εξάλλου δεν είναι ιστορική μελέτη. Ο σολζενίτσιν διαθέτει αξιόλογη λογοτεχνική πένα, αλλά δίνει ελάχιστα στοιχεία, πηγές, ντοκουμέντα για όσα διηγείται κι έχει εξασφαλισμένο ένα πολύ καλό άλλοθι γι’ αυτό. Πώς θα μπορούσε να τα μαζέψει άλλωστε, αφού βρισκόταν έγκλειστος σε φυλακές και γκουλάγκ; Ακόμα και αν τα συγκέντρωνε ή τα κατέγραφε κάπου, το πιθανότερο θα ήταν να του τα είχαν κατασχέσει και να χάνονταν. Συνεπώς μας τα διηγείται σχεδόν όλα από μνήμης κι εμείς καλούμαστε να τα διαβάσουμε με καλή πίστη στο μνημονικό και την εντιμότητά του. Γιατί να τον αμφισβητήσουμε άλλωστε; Είναι ένας απλός άνθρωπος, που δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική –όπως τονίζει επανειλημμένα στο έργο του-, γνωρίζει κάποια πράγματα εκ των έσω, ως πρώην μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και μας διηγείται τα γεγονότα, χωρίς εμπάθεια.
Για ποιο λόγο να θεωρήσουμε πως είναι αντικομμουνιστής; Θα ρωτήσει ο ανυποψίαστος αναγνώστης που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του, χωρίς να γνωρίζει τίποτα σχετικά με το πρόσωπό του.
Ο σολζενίτσιν βέβαια είναι μάστορας στον αντικομμουνισμό. Κι όποιος ενδιαφέρεται για αποδείξεις, μπορεί να ψάξει να βρει κατοπινά γραπτά του ή και τις (πληρωμένες) διαλέξεις που έδινε εξόριστος στην αμερική, ενάντια στις… ενδοτικές συμφωνίες των δυτικών χωρών με την εσσδ –πχ στο ελσίνκι- και τη σύναψη εμπορικών σχέσεων μαζί της. Αυτές οι... νηφάλιες, φιλειρηνικές απόψεις κυκλοφόρησαν και στην ελλάδα σε ξεχωριστή μπροσούρα με τίτλο «δύση και ανατολή», αν θυμάμαι καλά.
Στο αρχιπέλαγος γκούλαγκ όμως η προπαγάνδα του είναι ακόμα πιο εκλεπτυσμένη. Έτσι λοιπόν τα σημεία που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι αυτά όπου ξεσκεπάζεται η ραφιναρισμένη δουλειά του και ξεφεύγουν κάποιες αναθυμιάσεις αντικομουνιστικής μπόχας κι εμπάθειας.
Στην αρχή για παράδειγμα μας λέει πως το κύμα των εκκαθαρίσεων στο σοβιετικό στράτευμα και τον κρατικό μηχανισμό, που κορυφώθηκε με τις δίκες της μόσχας, προκαλώντας τόση αίσθηση, δεν ανήκει καν στους τρεις μεγαλύτερους χείμαρρους καταδικών στη σοβιετία, που οδηγούσαν στο αρχιπέλαγος γκούλαγκ. Και ενώ αρχικά αναγνωρίζει τουλάχιστον την ιδιαιτερότητα και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του εμφυλίου, δίνοντας ίσως την εντύπωση πως θα το εξαιρέσει από την κριτική του, αρχίζει στο καπάκι την εξιστόρηση από το 18’ και περιγράφει μια ατελείωτη αλυσίδα με τη ‘μαύρη βίβλο’ των «εγκλημάτων» των μπολσεβίκων.
Άδικες συλλήψεις, εξοντωτικές ποινές, φυλακίσεις, ταπεινώσεις, φρικτά βασανιστήρια, καταπάτηση δικαιωμάτων και της ανθρώπινης προσωπικότητας. Χωρίς όμως να προκύπτει από τη μαρτυρία του πως τα υπέστη και ο ίδιος και μας τα μεταφέρει από πρώτο χέρι. Εξάλλου δε διαμαρτύρεται καν για τη δική του σύλληψη, παρά μόνο οικτίρει εαυτόν για την αφέλειά του να πέσει μόνος του στο στόμα του μπολσεβίκου λύκου, καθώς καταφερόταν ανοιχτά εναντίον της σοβιετικής ηγεσίας στην αλληλογραφία του από το μέτωπο, όπου ήταν λοχαγός του κόκκινου στρατού –κι ήταν λογικό οι αρχές να τον θεωρήσουν επικίνδυνο και να μην τον αφήσουν σε τέτοιο νευραλγικό πόστο, εν μέσω πολέμου.
Τι γινόταν όμως εκείνα τα χρόνια στη σοβιετική ρωσία, που δέχτηκε την ιμπεριαλιστική επίθεση 14 δυτικών χωρών –ανάμεσά τους η ελλάδα του βενιζέλου- πριν καλά-καλά τελειώσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος; Τι μορφές και περιεχόμενο έπαιρνε η ταξική πάλη στην ύπαιθρο ενάντια στους κουλάκους εκμεταλλευτές; Σε τι συνθήκες προετοιμάζονταν οι σοβιετικοί για την πολεμική σύγκρουση που θα ακολουθούσε; Είχαν βάσιμους λόγους που δικαιολογούσαν την καχυποψία τους απέναντι σε κάποιους διασωθέντες από την αιχμαλωσία στα ναζιστικά στρατόπεδα; Γιατί συνέβαιναν τέλος πάντων όλα αυτά σε αυτόν τον πολύπαθο τόπο; Δυστυχώς αυτά τα ερωτήματα δε θα απασχολήσουν τον αναγνώστη του βιβλίου, εφόσον δεν κρίθηκαν σημαντικά από το συγγραφέα τους.
Αυτό που τον ενδιέφερε αντιθέτως ήταν να αποδείξει πως η… εγκληματική μανία των μπολσεβίκων δεν περιορίζεται στο μοχθηρό στάλιν, αλλά έχει βαθύτερες ρίζες κι εξαπλώνεται σε όλη την ιστορική διαδρομή της εσσδ, ενώ εδράζεται και σε κάποιες γραπτές οδηγίες του λένιν προς τους δικαστικούς και την τσεκά –όπως 'τεκμαίρεται' με κάποια φαιδρά τσιταρίσματα από το έργο του βλαδίμηρου από το σολζενίτσιν, που μόνο για το νικήτα έχει κάποια καλύτερη άποψη κι αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο.
Τα καλύτερα όμως έρχονται στη συνέχεια, που ο σόλτζε (οφ φόρτσουν) προβαίνει σε συγκρίσεις και κάποιες περίεργες… ανισωτικές εξισώσεις. Λέει για παράδειγμα πως οι πρακτικές της τσεκά και των συνεργατών της, την εξομοιώνουν με την τσαρική οχράνα. Αν και επί τσάρου τουλάχιστον κανείς δεν πήγαινε στη φυλακή ή στην εξορία χωρίς δίκη, οπότε ήταν μάλλον καλύτερα τα πράγματα –αυτό το τελευταίο δε μας το λέει ευθέως, αλλά μας αφήνει να το συμπεράνουμε συνεκδοχικά
Οι σοβιετικές πρακτικές κατατάσσουν επίσης τις αρχές της χώρας στο ίδιο επίπεδο με τους ναζί –αν και ο χίτλερ σεβόταν τη διεθνή σύμβαση για τους αιχμαλώτους. Και οι γερμανοί πέρασαν από δίκες 80 χιλιάδες πρωταίτιους της ναζιστικής θηριωδίας, ενώ αυτοί της αντίστοιχης σταλινικής μένουν ατιμώρητοι σαν το μολότοφ, ή και σε υπεύθυνα πόστα του σοβιετικού κράτους. Ο άθλιος σολζενίτσιν καμώνεται πως αγνοεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ναζί, πλην κάποιων αποδιοπομπαίων τράγων- επάνδρωσε και μεταπολεμικά τον κρατικό μηχανισμό της οδγ –σε πλήρη αντίθεση με την τύχη που είχαν στη λδγ- και μας το παρουσιάζει σαν πρότυπο για την αντιμετώπιση που θα έπρεπε να είχε η σοβιετική ηγεσία εκείνων των χρόνων!!
Η σοβιετική ρωσία της εποχής παρέμενε ένα ασιατικό κράτος του μεσαίωνα με πρακτικές της ιεράς εξέτασης. Μόνο που στο μεσαίωνα… και πάει λέγοντας.
Ο σολζενίτσιν λέει πως η εσσδ ήταν η μόνη χώρα που αρνήθηκε να υπογράψει τη διεθνή σύμβαση για τους αιχμαλώτους, γι’ αυτό κι άφηνε στη μοίρα τους τα παιδιά της μητέρας ρωσίας, με μοναδική επιλογή να πεθάνουν ή να συμβιβαστούν με τον εχθρό και να περάσουν στην υπηρεσία του. Και έτσι τους οδηγούσε στην αγκαλιά των ναζί, τη στιγμή που οι αιχμάλωτοι των άλλων εθνικοτήτων περίπου καλοπερνούσαν με βάση τις περιγραφές του –που δεν είναι από πρώτο χέρι. Η ρίζα του κακού δηλ δεν ήταν ο ολοκληρωτικός πόλεμος μέχρις εσχάτων που είχαν εξαπολύσει οι ναζί κατά της σοβιετίας με στόχο τον αφανισμό της –σε αντίθεση με τις χαμηλής έντασης επιχειρήσεις στο δυτικό μέτωπο. Αλλά η ξεροκεφαλιά της σοβιετικής ηγεσίας που κατ’ ουσίαν παρέδιδε τα παιδιά της στον εχθρό. Με βάση τα παραπάνω ο σολζενίτσιν καταφέρνει να δικαιολογήσει ως και τους βλασοφικούς δοσίλογους, που πολέμησαν με τη στολή των ναζί.
Αυτό που δεν καταφέρνει να εξηγήσει πολύ πειστικά ωστόσο είναι πώς μπόρεσε ένας τέτοιος λαός, τυραννισμένος και τρομοκρατημένος, με τόσο χαμηλό ηθικό κι αποκεφαλισμένη στρατιωτική ηγεσία (μετά τις εκκαθαρίσεις), να συντρίψει τη ναζιστική πολεμική μηχανή και να θριαμβεύσει. Και γιατί δεν αξιοποίησε την καινούρια κατάσταση που διαμορφωνόταν για να αποτινάξει τα δεσμά της τυραννίας. Η μόνη εξήγηση που διαθέτει γι’ αυτά είναι η αγάπη των πατριωτών για τη μητέρα ρωσία, που έκανε ως και τους εμιγκρέδες που ήταν πολέμιοι της σοβιετικής εξουσίας, να θέλουν επιστρέψουν στην πατρίδα για να την υπερασπίσουν.
Δε νομίζω πως ωφελεί να συνεχίσουμε με εξαντλητικές αναφορές στο αντικομμουνιστικό ρεπερτόριο του σολζενίτσιν. Όπως λέει κι ο ίδιος εξάλλου η ανθρώπινη συνείδηση έχει την τάση να κρατάει μόνο όσα συμφωνούν με αυτά που ήδη πιστεύει και να αγνοεί επιδεικτικά τα υπόλοιπα. Και μας το δείχνει αυτό με τη μονομέρεια και το βιβλίο του. Αυτό που απομένει να κάνουμε είναι η αυτοκριτική μας ως κομμουνιστικό κίνημα (όχι μόνο γιατί επιτρέψαμε την κυκλοφορία του βιβλίου στη σοβιετική ένωση –προφανώς στα πλαίσια του ‘αγώνα κατά της προσωπολατρίας’ και της… εκκαθάρισης της ιστορικής μνήμης- αλλά συνολικά).
Κάθε σύντροφος που διαβάζει τέτοια βιβλία επιδιώκει κατά βάθος δυο πράγματα. Είτε να περάσει ευχαρίστα η ώρα με μια εκδοχή πρωτόγονου αντικομμουνισμού, που θα του προκαλέσει γέλια μέχρι δακρύων. Είτε μια ψυχική αναμέτρηση με μια προσεγμένη εκδοχή εκλεπτυσμένου αντικομμουνισμού και με τον τυχόν κλονισμό που θα του επιφέρει. Αν συμπεριλάβουμε το αρχιπέλαγος γκούλαγκ στη δεύτερη κατηγορία, υπάρχουν σίγουρα ορισμένα σημεία (όπως οι πιθανές αποσπάσεις ομολογιών με βασανιστήρια, και η κριτική εξέταση του σοβιετικού ποινικού κώδικα και του νομικού πλαισίου της εσσδ) που προσφέρονται για προβληματισμό και γόνιμη αυτοκριτική –συνυπολογίζοντας πάντα το δοσμένο ιστορικό πλαίσιο-, ανεξάρτητα από το ποιος επισημαίνει αυτά τα σημεία, ή ακόμα και αν είναι από τους χειρότερους δηλωμένους αντικομμουνιστές.
Εν παρόδω να σημειώσουμε πως ο τίτλος του βιβλίου που εξετάζουμε είναι μάλλον παραπλανητικός, αφού οι σελίδες του δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στα γκουλάγκ και τον τρόπο λειτουργίας τους. Αυτά περιγράφονται στο άλλο γνωστό –και πολυβραβευμένο στη δύση- έργο του σολζενίτσιν, το ‘μια μέρα στη ζωή του ιβάν ντενίσοβιτς’. Όπου ο βασικός ήρωας, μεταξύ άλλων, μασάει αργά την τροφή του από τη μίζερη μερίδα που δικαιούται, για να κρατήσει περισσότερο και να ξεγελάσει την πείνα του. Αυτή είναι μια πολύτιμη συμβουλή για τους σημερινούς ελεύθερους έλληνες πολίτες, που ζούνε κάτω από το όριο της φτώχιας κι αδυνατούν να θρέψουν τις οικογένειές τους.
Κλείνουμε την παρένθεση και κρατάμε τις προεκτάσεις της. Η πιο γόνιμη κριτική προσέγγιση που θα μπορούσε να γίνει ίσως είναι σχετικά με το θεσμό των γκούλαγκ και το σωφρονιστικό σύστημα στη μεταβατική, κατώτερη φάση της κοινωνίας του μέλλοντος. Ο απελευθερωτικός χαρακτήρας της εργασίας –παρά το καθαρά ειρωνικό σύνθημα ‘arbeitmacht frei’ στην είσοδο του νταχάου κι άλλων ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης- σε αντίθεση με τον αποβλακωτικό χαρακτήρα της μονότονα επαναλαμβανόμενης, βαριάς χειρωνακτικής εργασίας. Και άλλα συναφή θέματα, που προσπάθησα να τα χωρέσω σε μια παράγραφο, με μια απλή αναφορά, γιατί το κείμενο αρχίζει να ξεφεύγει σε έκταση και δε μας παίρνει να αναλύσουμε εδώ το θέμα –επιφυλάσσομαι για τα σχόλια.
Για τον επίλογο κρατάμε την ευχή του σολζενίτσιν να μπορέσει να ζήσει σε μια ελεύθερη ρωσία –όπως εννοεί αυτός βέβαια την ελευθερία- που αξιώθηκε να τη δει στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το πρόβλημα είναι πω μαζί με αυτόν ‘αξιώθηκαν’ να τη ζήσουν και οι λαοί της σοβιετίας, που είδαν τη γλύκα από πρώτο χέρι. Κι αφού βγάλουν τα απαραίτητα συμπεράσματα και χωνέψουν τα διδάγματα της ιστορίας, καλούνται να ξαναλλάξουν τα κόζια, χωρίς να περιμένουν από δεύτερο χέρι σωτήρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου